Ο Ουμπέρτο Έκο, μια άφιξη απ’ το Μιλάνο κι η ιταλική κουζίνα

Ο Ουμπέρτο Έκο, μια άφιξη απ’ το Μιλάνο κι η ιταλική κουζίνα



Τ Α  Π Ρ Α Γ Μ Α Τ Α   Κ Α Ι   Η   Α Π Ω Λ Ε Ι Α   Τ Ο Υ Σ





Μιλώντας τις προάλλες με τον Γ.Κ. –instagram; facebook; θα σας γελάσω– για ένα μυθιστόρημα του Ουμπέρτο Έκο που κανείς μας δεν είχε διαβάσει –μη με ρωτάτε πώς γίνεται αυτό, και πάλι θα σας γελάσω– θυμήθηκα την παρακάτω ιστορία.
Όταν ήμουν ακόμη φοιτήτρια στο Ιστορικό-Αρχαιολογικό της Θεσσαλονίκης, είχα περάσει ένα εξάμηνο στην rossa, dotta e grossa Μπολόνια ως φοιτήτρια Erasmus. Τα Χριστούγεννα του μακρινού πλέον 2012 περίμενα τους γονείς μου και τον αδερφό μου να έρθουν λίγες μέρες για γιορτές.
Παραμονή Χριστουγέννων κι είχα κάνει πρώτη φορά εγώ τα ψώνια για ρεβεγιόν και προετοιμασία για να ετοιμάσω κόκορα με πατάτες (τον κόκορα τον πήρα κατά λάθος, αλλά μια χαρά βγήκε), πίτα με τυρί fontina και λαχανικά, και επιδόρπιο tenerina al cioccolato. Είχα πολύ άγχος είναι η αλήθεια, ήθελα να τα κάνω όλα τέλεια. Στόλισα και το σπίτι –μια κόκκινη γιρλάντα, κάτι φωτάκια και κολλημένες στον τοίχο φιγούρες της φάτνης που είχα κόψει από ένα διαφημιστικό. (Ευτυχώς η σπιτονοικοκυρά δεν μου ζήτησε την εγγύηση πίσω!) Όλα έτοιμα, λοιπόν, ντύθηκα και πήγα στο σταθμό του τρένου να τους περιμένω, γιατί είχαν πετάξει από Θεσσαλονίκη για Μιλάνο και από εκεί θα έπαιρναν το τρένο.
Τους είχα πει πως θα τους περιμένω στην έξοδο από τον σταθμό, όχι στις πλατφόρμες που γίνεται χαμός. Έτσι θα ήταν πιο εύκολο να βρεθούμε. Από την αγωνία μου έφτασα νωρίτερα στο σημείο της συνάντησης. Κάποια στιγμή σταμάτησε μπροστά μου ένα αυτοκίνητο. Κάποιον περίμενε. Ο οδηγός βγήκε έξω και καθόταν πάνω στο καπό. Εγώ πήγαινα πέρα-δώθε. Περιμέναμε. Πέρασε αρκετή ώρα που περιμέναμε. Είχε αργήσει; Δεν θυμάμαι, αλλά μου φαίνεται απίθανο για την εικόνα που έχω για τα τρένα στην Ιταλία.
Κάποια στιγμή ο οδηγός ανασκουμπώνεται, έρχεται ο κύριος που περίμενε, πλησιάζει, πάει να μπει στη θέση του συνοδηγού, εγώ στέκομαι ακριβώς δίπλα, ακόμη περιμένω, κοιταζόμαστε για λίγο με τον κύριο, μου κάνει ένα ευγενικό νεύμα χαιρετισμού, μπαίνει μέσα, φεύγουν. «Κάπου τον ξέρω εγώ αυτόν… Να είναι κανείς απ’ τη γειτονιά; Απ’ το πανεπιστήμιο;». Δεν προλαβαίνω να σκεφτώ περισσότερο με βρίσκουν οι δικοί μου, αγκαλιές, δεν ξέρω σε ποιον να πρωτοπάω. Ο αδερφός μου μού λέει ενθουσιασμένος «Ταξιδεύαμε με τον Ουμπέρτο Έκο!».
Κεραμίδα εγώ, αυτός ήταν! Ο Ουμπέρτο Έκο! Αλληλοκοιταχτήκαμε με τον Ουμπέρτο Έκο και με χαιρέτησε ευγενικά! Λέω στον αδερφό μου:

«Αυτός ήταν, ήταν εδώ, γύρισε και με κοίταξε!»
«Ε, αφού είσαι ντυμένη σαν τον Χαριτοδιπλωμένο… Πώς να μη γυρίσει να σε κοιτάξει;»

Στεναχωριέμαι που μετά από αυτήν την κουβέντα του, χάρισα το πέτσινο το μπουφανάκι μου.
Όσο για τον Έκο, έχοντας διαβάσει κυρίως τα βιβλία εκλαϊκευμένης (λιγότερο ή περισσότερο) σημειολογίας, τις Ιστορίες του της Ομορφιάς και της Ασχήμιας και φυσικά – την αγαπημένη μου – Ομορφιά της Λίστας λαχταρώ να ήταν ακόμη εδώ, να έγραφε, τώρα που ο κόσμος αλλάζει με ρυθμούς σφοδρούς, τώρα που η σημειολογία κι η επικοινωνιολογία είναι το παν, τώρα που σε κάθε μας ενός λεπτού σκρολάρισμα στο κινητό περνάνε μπροστά απ’ τα μάτια μας εικόνες ασχήμιας, ομορφιάς, λαγνείας, μίσους, προπαγάνδα, fake news και ΑΙ… Κι ανάθεμα αν κανείς μπορεί να πει τι είναι τι.
Τώρα που έχουμε γίνει εμείς οι εικόνες μας, πολύ θα ήθελα να γράφει ο Έκο. Μου λείπει. Το ίδιο και το πέτσινο το μπουφανάκι μου.




Το όνομα της στήλης είναι εμπνευσμένο από τη φράση του David Grossman «τα βιβλία είναι το μοναδικό μέρος στον κόσμο, όπου μπορούν να συνυπάρχουν τα πράγματα και η απώλειά τους».

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: