Τρία ποιήματα

Μίλαν Κούντερα
Μίλαν Κούντερα



Μίλαν Κούντερα

Αν και φιλημένος εδώ και χρόνια απ’ την Αθανασία,
σφραγίστηκαν απόψε
        τα μάτια, το σφρίγος και η πνοή
                του κύριου Μίλαν.

Τι Αστείο να καταλήγει στο χώμα ή στην στάχτη
η Αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι μας.
Ή, ενίοτε, στο χαρτί και στο μελάνι,
στην νέα μας κάθε φορά Ταυτότητα.

Εξάλλου κάθε Βιβλίο του γέλιου και της λήθης
βρίθει από Κωμικούς έρωτες
και δράματα που πλέκει η μνήμη
και η Άγνοια
όσο διαρκεί ο μικρός μας βίος.

Ο βίος, μα κυρίως το πλούσιο γραπτό βιος
                του κύριου Μίλαν

μάς ένωσε τόσους και τόσους
κάτω απ’ τον Ακρωτηριασμό της Δύσης,
πέρα απ’ τη Γιορτή της Ασημαντότητας,
σε μία Συνάντηση άνευ προηγουμένου:
μαθητεύοντας στην ροή και στα κάλλη της Βραδύτητας.

Του οφείλουμε όλοι μας μιαν άλλη γλώσσα:
Όχι της μητέρας ή της αγαπημένης μας,
αλλά της συνείδησής μας,
όταν έχει απαλλαγεί από κάθε γελοίο Πέπλο!


Η βαλίτσα

Η βαλίτσα που σ’ έχει φέρει εδώ
                μαζί μας
είναι των νεανικών σου εξορμήσεων,
της γενικής εξορίας που λέγεται ‘ύπαρξη’
ή της καθημερινής,
                κοινής προσφυγιάς;
Ανήκει στην ευλύγιστη περιπέτεια της μνήμης,
στην ενοχή
ή σ’ εκείνο το πένθος
που δεν έχει βρει ακόμη το κατάλυμα του;

Η βαλίτσα που σ’ έχει φέρει εδώ
                μαζί μας
ποιόν άλλον μέσα της ακόμη
                περιέχει;

Έναν, λίγους, πολλούς,
ή μήπως,
τα βάθη όλα και τα ύψη
                της ζωής
τα πέρασες μόνος
ανάμεσα στους αμέτρητους
                μόνους;

Εμείς πάντως
σε καλωσορίζουμε μ’ ορθάνοιχτη
                την αγκαλιά μας:
τα μέρη μας διαβιούν εύκρατα
και οι καρποί
με τις πιο θρεπτικές αυταπάτες
απλώνονται ήδη
                μπροστά σου.
Πρώτα όμως, ξεκουράσου.

Κι έπειτα, όποτε θες,
                βγες απ’ την βαλίτσα.


Αλεξέι Ναβάλνι

Μια φορά –στο τόσο– ο φόβος
σε στέλνει απευθείας
στην αγκαλιά της γενναιότητας.

Και η γενναιότητα δεν είναι παίξε-γέλασε συνθήκη.
Είναι το αντίθετο: ου-παίξε πια, ου-γέλα.

Κι όντως, όταν τα πράγματα στριμώξουν,
συλλαμβάνεσαι και κρατείσαι
                από φυλακή σε φυλακή.

Κι όμως,
ο ισχυρός
–τι ισχυρός; θεόρατος–
                εχθρός σου
                τρώγεται
και μόνο που αναπνέεις.

Τόσο ισχυρός νιώθει.

Θα καμωθεί πως δεν είδε
απ’ το ύψος κι απ’ τα χίλια ματογυάλια του
ποιος ή τι στο τέλος σ’ εξαφάνισε.

Τι να γνωρίζει τάχα ο τυφλός;

Εσύ και οι όμοιοι σου – δεν είστε του κάτω κόσμου.
Ποτέ.
                Αναγεννιέστε
Σαν το συκώτι
του Προμηθέα.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: