Σιγά σιγά οι ειδήσεις όλο και σκλήραιναν! Αγρίευες να τις ακούς! Τρόμαζες να τις βλέπεις! Πιο πολύ και πιο πολύ! Μιλούσαν για εντελώς ανεξέλεγκτες καταστάσεις. Για κόλαση. Για θύματα –άνδρες, γυναίκες, παιδιά, παππούδες, εγγόνια– που κάηκαν πολλοί ζωντανοί στ’ αυτοκίνητά τους ή στα σπίτια τους. Γι’ αυτοκίνητα, που έλιωναν οι λαμαρίνες τους. Ζάντες λιωμένες στον δρόμο να σχηματίζουν μικρά ρυάκια ρευστού αλουμινίου. Όπως στα χυτήρια. Τα ρυάκια της λιωμένης λάβας, στον δρόμο, να μοιάζουν με τα σε ασημί χρώμα χνάρια, που φαντάζεσαι ότι ίσως θα άφηναν στην πορεία τους, με το κολλώδες σάλιο τους, γιγάντιοι προϊστορικοί σαλίγκαροι, τέρατα. Σαν αυτούς που κάποιες επιστημονικής φαντασίας ταινίες, ορισμένες φορές, δείχνουν. Καταστάσεις πρωτόγνωρες. Απίθανες. Όλα γίνονταν στάχτη. Στάχτη και πάλι στάχτη… Πολλοί άνθρωποι –οι ας πούμε τυχεροί, μέσα στη μεγάλη τους ατυχία– κατάφεραν –άρον άρον– να ξεφύγουν από την κόλαση της φωτιάς. Ν’ αποδράσουν αλαφιασμένοι. Άλλοι είχαν καταφύγει σε μια μικρή παραλία, για να σωθούν, τάχα, κινούμενοι από την απόγνωσή τους προς τα εκεί. Όπως τ’ αγρίμια του δάσους· που ψάχνουν τρομοκρατημένα διέξοδο στις φωτιές. Μα κι εκεί τους έπνιγαν οι καπνοί. Τα μάτια τους έτσουζαν. Δάκρυζαν ασταμάτητα. Ποτάμια τα δάκρυα. Κι ο ζεστός, από τη φωτιά, αέρας τους δημιουργούσε καταστάσεις πνιγηρής ασφυξίας. Η αναπνοή δύσκολη για όλους. Πολλοί και πολλές στην απόγνωσή τους είχαν βουτήξει στη θάλασσα. Κι αυτή, όμως, έβραζε. Καζάνι, χύτρα με ζεστό νερό. Η θερμοκρασία της φωτιάς έκανε να βράζει το νερό. Αρκετοί πνίγηκαν, καθώς ξανοίχτηκαν μακριά από την παραλία, για να σωθούν. Άλλους τους παρέσυραν τα ρεύματα. Πολλούς αργότερα τους μάζευαν ψαράδες με τις βάρκες και τα καΐκια τους. Όλο το βράδυ γινόταν αυτό. Όλο!... Κόλαση του Δάντη. Οι λεπτομέρειες ήταν ανατριχιαστικές! Το κακό μεγάλο! Απερίγραπτο! Καπνός που σε έπνιγε, παντού. Ασφυξία…..
Μαρούσι, 19 Απριλίου 2024
( Από το ανέκδοτο βιβλίο ... Τρεις Κυριακές, Δευτέρα μία…)