Σπύρος Παπαλουκάς

Στον κ. Βασίλη και στην κ. Μαρίνα Θεοχαράκη,
που γνώρισαν στους Έλληνες και πάλι το έργο του μεγάλου καλλιτέχνη



Σπύρος Παπαλουκάς

Α΄

ΚΟΛΠΟΣ ΣΤΗΝ ΑΙΓΙΝΑ (1923)


Το πανδαιμόνιο των πουλιών
πλαγιά-πλαγιά γυρνάει το πράσινο
σε πλώρες μέθης κι αγκαλιάς,
σ’ ένα λαχάνιασμα
μεσημεριού αλλοπαρμένου
–που απλώνει τ’ αδοκίμαστα ρυάκια,
των πεύκων την κοκκινωπή ανάσα,
τα κονταροχτυπήματα της φλόγας
στο κέντρο μιας αλήθειας όλο πίδακες–,
σ’ ένα χορό από θροΐσματα,
χνώτα χερουβικά των θάμνων,
πλάσματα χρυσοποίκιλτα,
που διαρκούν όσο το βλέμμα
σκιρτάει, ακούει, χρωματίζει
εναλλαγές δροσιάς κι απόκρυφης ζωής –
χορό που κατεβαίνει μουσκεμένος
παραπατώντας ως τη θάλασσα.

Μπροστά στην τοξοτή ακτή
όλα προσμένουν κάποιο νεύμα –
όχι κλεψύδρας ή ανάμνησης,
όχι φυγής ή φυσαρμόνικας•
μπορεί και μόνο την ταλάντευση
ενός πυκνού γαλάζιου κρύσταλλου.


Σπύρος Παπαλουκάς


Β΄

ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΑΦΑΙΑΣ (1923)

Μόνοι ποτέ – μας στροβιλίζουν κι άλλα δέντρα•
τ’ ονειροπόλημα φερμένο από τ’ ανάγλυφο
χαράζει εκτυφλωτικό κι αμίλητο τ’ αγνάντεμα,
καθώς μαζεύει η πέτρα κάθε ψίθυρο
κι αχολογά η καύτρα του νοτιά
φλισκούνι, πεύκο κι αντηλιά•
σκαμπανεβάζει το τραγούδι της γραμμής στο ιερό,
απ’ την κρηπίδα, την κολόνα, ως την ανίσκιωτη μετόπη.

Το χνούδι από το σκάψιμο της μέρας
κι οι μέλισσες που κουβαλάν
τους θησαυρούς τους στάλα-στάλα
μένουν και τώρα στον ναό.
Ίδια τα γείσα, ίδια τα μεσούρανα.
Άφαντη νύμφη, το φως που πνέει
σε καθρεφτίζει σε κάθε φύλλο
κι είναι παντού το βλέμμα του τεχνίτη
θωριά κι ανάβρα τετρακτύος,
χαρά σαν λαξεμένη να δεχθεί για κίονες
μαρμαρυγές μιας άγνωστης αλήθειας,
τις φλέβες και τα πλήκτρα του θανάτου•
και τι τελειώνει που γεννά η γη;
και τι τελειώνει που καρπίζει ο ουρανός;

Πέρα μακριά με μήλα φουσκωμένα,
με τη φουρτούνα στην ανάσα,
βιολέτες και κοράλλια στο κορμί,
ακόμη τώρα η γοργόνα
σφιχταγκαλιάζει τα μικρά πλεούμενα,
φοράει τα μυστικά, τα ξάρτια και τις πλώρες τους•
κι όταν χορεύει σιωπηλή και μαγεμένη
απ’ το τραγούδι του πιστού ανέμου
καμιά πυξίδα δε γυρίζει,
ο ήλιος δείχνει πάλι Ανατολή.

Σπύρος Παπαλουκάς



Γ΄

ΚΑΦΕΝΕΙΟ ΣΤΗ ΜΥΤΙΛΗΝΗ (1925)


Ίδιο το φως στην Πέργαμο, στη Γέρα, στο Πλωμάρι
και τα τζιτζίκια όλα μαζί στο μόνο καλοκαίρι τους
να δρασκελούν τον ίδιο ήχο σε δέντρα και καμπαναριά•
έλα κοντά, έλα κοντά σε τούτο το πλακόστρωτο της μοίρας
για να κυλήσει η ζωή καλή ως το βασίλεμα.

Προπάτορες ο άνεμος ακούραστος κερδίζει
φύλλα με πεταλούδες μαυροκόκκινες,
η μοναξιά η αδάκρυτη εδώ δεν έχει θύμηση –
εδώ όταν σειέται το βαθύ χοροστασιό
πώς ξαστερώνει ο καημός χέρι με χέρι
και ξεφαντώνει τ’ άγνωστο του Παραδείσου μες στον νου•
εδώ, κρατώντας το κεράκι του στον ήλιο υψωμένο,
ο χλοερός φουστανελάς –και λαμπερός κι αγιάτρευτος–
     διαβαίνει
τραβώντας για τ’ ασημωτά σπαθιά του ελαιώνα,
                 για τ’ ορατό κελάηδημα•
εδώ φανήκαν άξαφνα οι δυο καβαλαραίοι
και φώναξαν της θάλασσας τ’ αλύπητο το αίμα
και χρεμετίζαν τ’ άλογα μ’ αφρούς στο χαλινάρι•
σείστρα τον ήλιο, τη σελήνη, εκείνη θα ζητούσε εδώ
για να γεμίσει τη σιωπή όλη μ’ αθρόα μάτια
και τη θεά ικέτευε να ’ρθει πάνω απ’ το φλοίσβο,
να λάμπει το άρμα το χρυσό με τα γοργά σπουργίτια,
κι ό,τι ο καθένας αγαπά να ’χει στην αγκαλιά του.

Ποιος αυλητής αθέατος κανοναρχεί κατάφωτα
και τα γεράνια στις αυλές
και τα ξυπόλητα παιδιά που τρέχουν στα
                 μποστάνια;
Πώς ξεθαρρεύει μ’ ίριδες το λάδι στα πιθάρια,
τ’ αδερφωμένα βότσαλα ζαλίζουν τα καΐκια,
κι ολόσωμα οι πλάτανοι, τα πεύκα, οι ευκάλυπτοι
με λαμπηδόνες πράσινου κεντάνε τους ανέμους!
Τα λόγια της υπομονής ανοίγουν βήμα από μακριά
μ' ένα κλωνί βασιλικό σκορπάνε τα φαρμακερά,
                δροσίζουνε τα πένθη.

Παραμυθένια και τρεχούμενα νερά
ξαναγυρίζουν απ’ τον ήλιο μιλημένα
χτυπάν το δεντρολίβανο, βγαίνει κι αναστενάζει,
χτυπάν τη σιγαλιά του νου, σαν κίτρο ξεπικρίζει,
χτυπάν του τέμπλου τα χρυσά και φέγγει ο κόσμος όλος.



Σπύρος Παπαλουκάς



Δ΄

ΣΚΗΤΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΝΔΡΕΑ (1932-1935)

Θησαύρισμα ή ξάφνιασμα;
                                         Ψάλλοντας πρωτοφάνηκε
το φρούριο στην έρημο – σαν επιφοίτηση ματιών
ή αφρός της αγαλλίασης πάνω στο δόσιμο του νου
από τα λυχνανάμματα στον όρθρο.

Να κυματίζει δροσερή των Ασωμάτων Σύναξη;
Σ’ ενός ονείρου κέντημα του Παραδείσου ποταμοί
να ρίχνουνε ροδόσταμο ακόμη στο λιβάνι;

Τριζοβολά των ουρανών το παραπέτασμα,
τινάζει φυσητό γυαλί – εδώ θαρρώ σαν καταχνιά
εκεί σαν αγκαλιά της Πλατυτέρας•
νιφάδες που λαχτάρησαν απ’ τη μεγάλη έκλαμψη
τ’ άσπρο βιγλίζουν και τ’ αγιάτρευτο του κόσμου.

Κι η τέρψη της χρυσοπηγής παραμερίζει εν σιγή τους
                μαίανδρους του αστόχαστου,
με λογισμούς στη Χάρη Της – κι η δέηση, τα μύρα Της:
                αχνός, πνοή, και νάματα
από τα χείλη υψώνονται των μοναχών αδιάκοπα,
                με την καρδιά να διακονεί
την αγκαθόσπαρτη ατραπό, της Κορυφής τ’ ανείπωτα,
τ’ αγγέλματα της Έλευσης, σιμά στον δαφνοπόταμο.

Σπύρος Παπαλουκάς

Ε΄

ΘΑΛΑΣΣΑ ΣΤΗΝ ΠΑΡΟ (1948)

Και να γυρνάς τα πέλαγα –
απ’ το μπαλκόνι του πελάγου
μ’ ένα γαρύφαλλο γαλάζιο
να ραντίζεις το σεντέφι τους–
ω βασιλιά της θάλασσας
τ’ αστερωτά σου χρώματα
καρποφορούν μ’ αερικά,
με πεταλίδες και σουγιάδες αλκυόνης•
ταξίδεμα ολοπράσινο,
με τα λατίνια αμέτρητα,
με βράχια από φωταύγεια•
και να σαλπάρουν
να τρεμοπετάν τα ερημοκλήσια
με φτέρες, κορμοράνους, με θεότρελα κοτσύφια.

Ο πυρετός που δυναμώνει
τα κοράλλια των ματιών
στιλβώνει και το αλάτι που ξεχύνεται
εκεί μπροστά στο χάλκινο ακρωτήρι•
νέα καρδιά και πιο ψηλά
και πιο ψηλά να λαχταρά,
όταν απέραντες αψίδες πλαταγίζουν
με το μελάνι του βυθού,
όταν τ’ απόγκρεμα δελφίνια
με σάλτα, ρίγη
ξεφλουδίζουν τα νερά
να χαιρετίσουν τ’ άγριο φως
καθώς περνάει αστάλαχτος
ο δίφρος του άρχοντά τους.

Κι ο ποιητής αντίπερα
με το κοντάρι Τύχη του
βαθιά στον νου ζωγράφιζε
τα σύκα, τα πεφτάστερα,
τα κύματα της Πάρου•
κι εκείνη ένα βλαστό μυρτιάς
κι ωραίο τριαντάφυλλο
στα χέρια της προσήλωνε,
τα μυρωμένα της μαλλιά
στους ώμους και στην πλάτη την ολόγυμνη,
σκιρτούσαν,
για τη χαρά του γυρισμού
για τη χαρά της αγκαλιάς παρακαλούσε
χίλιες φορές την αφρισμένη θάλασσα
να τραγουδήσει τ’ όνομά του.

Σκίνα ευωδιάζει το μελτέμι,
καρπούζι κι αχνιστό ψωμί,
ενώνει ξάρτια, σουπιοκόκαλα,
κλυδωνισμένους αστερίες
με τα παιδιά κοντά στα βράχια
που ξεσπαθώνουν κι αλαλάζουν•
θαλασσινοί αγέρωχοι
χιμάν στο παρανάλωμα,
ώσπου να βρουν το γιούσουρι
ξοδεύουν το πολύαστρο•

κι ο Τρίτωνας χρυσαφωτός
τα μαυρισμένα κύματα
γνέθει με μύρια δάχτυλα,
με την κοχύλα του κυλά
μίλια ψηλά τ’ άσπρα πανιά,
σιμά κοχλάζει και σκιρτά,
σκορπάει τη γύρη της καρδιάς
απ’ το Δρυό, την Παροικιά
να σιγοκαίει τη Σέριφο
και να μεθάει τη Νάξο.



Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ

ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΑΦΑΙΑΣ (1923)
Άφαντη νύμφη, το φως που πνέει / σε καθρεφτίζει σε κάθε φύλλο: Η Βριτόμαρτις (ή Δίκτυννα) της Κρήτης, κυνηγημένη ερωτικά από τον Μίνωα, βρέθηκε σε δίχτυα κατοίκων της Αίγινας. Δεν υπέκυψε ούτε στον πόθο των ψαράδων αυτών. Άφαντη (Αφαία), κατέφυγε σε άλσος του νησιού, στο οποίο θεμελιώθηκε μετέπειτα το ιερό της, καθώς λατρεύτηκε σαν θεά από τους Αιγινήτες (βλ. και Παυσανία, Ελλάδος περιήγησις, 2.30.3).

ΚΑΦΕΝΕΙΟ ΣΤΗ ΜΥΤΙΛΗΝΗ (1925)
ο χλοερός φουστανελάς: ο ζωγράφος Θεόφιλος.
εδώ φανήκαν άξαφνα οι δυο καβαλαραίοι […] και χρεμετίζαν τ’ άλογα μ’ αφρούς στο χαλινάρι: τρία χρόνια πριν από τη δημιουργία του πίνακα αυτού, στη Μυτιλήνη, έφταναν τα κύματα της συμφοράς του Μικρασιατικού Ελληνισμού.
σείστρα τον ήλιο, τη σελήνη εκείνη θα ζητούσε εδώ […] κι ό,τι ο καθένας αγαπά να ’χει στην αγκαλιά του: μνεία της Σαπφώς. Σε ποίημά της ικέτευε την Αφροδίτη να ’ρθει ξανά κοντά της, με το χρυσό άρμα που έσερναν γοργόφτερα σπουργίτια, για να της συμπαρασταθεί στα αισθήματά της• σε άλλο της δημιούργημα, προτείνει στον καθένα να επιλέγει αυτό που περισσότερο ποθεί. Μεταφράζω ετούτα τα σημεία των ποιημάτων της:

πάνω στο θρόνο τον λαμπρό, αθάνατη Αφροδίτη
[…]
το κάλεσμά μου αν άκουσες, που από μακριά
σ’ αναζητά, έλα σαν τότε που έφτασες κοντά μου
αφήνοντας το πατρικό σου ανάκτορο, το χρυσαφένιο

ζεύοντας αμάξι• κι όμορφα σε μετέφεραν
στη γη τη σκοτεινή, γοργά σπουργίτια, φτερά πυκνά
τινάζοντας από τα ύψη τ’ ουρανού, απ’ τον αιθέρα μέσα

κι ήρθανε κάτω στη στιγμή, κι εσύ, με το χαμόγελο

στο θείο πρόσωπό σου, μακάρια, ρωτούσες
τι να ’χω πάθει και γιατί σε θέλω πάλι […]                             (1D, 191P)
                                
*
άλλοι να προτιμούν το ιππικό, το πεζικό, τη ναυτοσύνη,
μα εγώ για ομορφότερο, νομίζω, σ’ αυτή τη γη
τη σκοτεινή: εκείνο που ποθεί ο καθένας […]                         (27aD, 195P)



ΣΚΗΤΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΝΔΡΕΑ (1932-1935)
Ο Παπαλουκάς είχε διαμείνει στο Άγιον Όρος επὶ σχεδόν ένα χρόνο, με τον Στρατὴ Δούκα, στα έτη 1923-1924, δημιουργώντας μια σειρά εξαιρετικά σημαντικών έργων. Επανήλθε στα Αγιορείτικα θέματα τη δεκαετία του 1930, αποδίδοντας αρκετά εξ αυτών με διαφορετική τεχνοτροπία. Η «Σκήτη του Αγίου Ανδρέα», φιλοτεχνήθηκε ξανά. Ο Παπαλουκάς την επεξεργάστηκε με δονούμενη ενάργεια, κυματιστές, καμπυλόγραμμες κινήσεις, σε μια παράδοξη, μα ιδιαίτερα επιβλητική, χρωματική ερμηνεία του Αθωνικού τοπίου και της μοναστηριακής του αρχιτεκτονικής.


ΘΑΛΑΣΣΑ ΣΤΗΝ ΠΑΡΟ (1948)
όταν τ’ απόγκρεμα δελφίνια […] καθώς περνάει αστάλαχτος / ο δίφρος του άρχοντά τους: Η εικόνα της ορμητικής ανάδυσης των δελφινιών για να χαιρετίσουν τον κύριό τους, τον «άνακτα» της θάλασσας Ποσειδώνα, που περνά, ντυμένος στο χρυσάφι, τόσο γοργά πάνω απ’ τα κύματα, με το άρμα του, χωρίς ούτε σταγόνα να το αγγίζει, είναι αντλημένη από τον Όμηρο (Ιλιάς Ν23-30, μεταφράζω τους στίχους):

[…] έζεψε εκεί στην άμαξα δυο χαλκοπόδαρα άλογα,
γρήγορα, που τις χαίτες τους χρυσές ερίχναν στον αυχένα,
κι αυτός χρυσά εφόρεσε, χρυσό μαστίγι επήρε
κι ανέβηκε στον δίφρο του αρχίζοντας να τρέχει
επάνω από τα κύματα• τότε απ’ όλους τους βυθούς
πηδώντας εριγήσαν τα δελφίνια, τον κύριό τους νιώθοντας.
Κι η θάλασσα πασίχαρη χαράζονταν στα δυο, γοργά πετούσαν
τ’ άλογα, χωρίς σταγόνα ν’ άγγιζε το χάλκινο αξόνι […]

Κι ο ποιητής αντίπερα / με το κοντάρι Τύχη του […] χίλιες φορές την αφρισμένη θάλασσα / να τραγουδήσει τ’ όνομά του. Μνεία του Αρχίλοχου από την Πάρο, που έζησε βίο με πολλές δοκιμασίες, καθώς έδρασε ακόμη και ως μισθοφόρος σε πολλά μέτωπα μαχών, από την Ιωνία ως τη Μεγάλη Ελλάδα. Μεταφράζω τα αποσπάσματα της ποίησής του που είχα στον ορίζοντά μου:

Πάει η Πάρος με τα σύκα εκείνα και τη θαλασσινή ζωή             (fr.116 West).
                                        
*
βλαστό μυρτιάς κρατούσε και χαιρόταν
κι ένα πανέμορφο τριαντάφυλλο•
                                                                         και τα μαλλιά της
σκέπαζαν τους ώμους και την πλάτη […]
με μυρωμένα τα μαλλιά
και στήθος μυρωμένο […]                         (fr.30, 31, 48.5-6 West).
                                          
*
καταμεσής στο πέλαγο, την αφροστολισμένη, γκρίζα θάλασσα
για τη χαρά του γυρισμού θερμά παρακαλούσε                         (fr.8 West).

το γιούσουρι: μυθικό θαλασσόδεντρο, πρβλ. Ανδρέας Καρκαβίτσας, Τα λόγια της πλώρης, «…ώρες ψηλώνει και θεριεύει ώς το πρόσωπο της θάλασσας• ώρες χαμηλώνει και γίνεται κάστρο αγύριστο… και αλλάζει χρώματα και αλλάζει σχήματα και γλιστρά σαν χέλι…».
πολύαστρο: πρβλ. Ευριπίδης, Ίων, στ. 870.
ο Τρίτωνας […] με την κοχύλα του κυλά / γλυκόηχα […]: Ο Τρίτων, θαλασσινή θεότητα, γιος του Ποσειδώνα και της Αμφιτρίτης. Σύμβολό του το «θαλάσσιο κέρας», η κοχύλα, που ακτινοβολούσε ήχους απαράμιλλης γοητείας.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: