Ο ωραίος γιατρός και η Έμπουσα

Ο μύθος της Έμπουσας
Ο μύθος της Έμπουσας



Ήταν ωραίος ο γιατρός, ευθυτενής με γυμνασμένο σώμα, γαλάζια μάτια και μαύρα μαλλιά και είχε μια φωνή που καρφωνόταν κατευθείαν στην καρδιά σου. Φορούσε πέτσινο γιλέκο , στενό παντελόνι και είχε έναν αέρα εραστή που σε ξάφνιαζε, σε καθήλωνε, σε έριχνε σε μια νάρκη γεμάτη πρωτόγνωρα αισθήματα. Ερωτεύσιμος λοιπόν, ποια θα μπορούσε να του αρνηθεί ένα λάγνο βλέμμα, ένα μικρό φλερτ, ένα άγγιγμά του που σου έφερνε ανατριχίλα. Δεν ήταν δύσκολο να πέσεις θύμα του. Άλλωστε και ο ίδιος το θεωρούσε αυτονόητο. Είχε εθιστεί στις επιτυχίες με τις γυναίκες και το απολάμβανε. Είχε αρχίσει μάλιστα να φέρεται σαδιστικά. Διασκέδαζε τραυματίζοντας τα θύματά του, χύνοντας δηλητήριο στις πληγές που άνοιγε στις ευάλωτες γυναικείες ψυχές.
Και ποια δεν θα ήθελε να βρεθεί κάτω απ΄το νυστέρι του ― όταν φορούσε την ιατρική πράσινη ρόμπα και το σκούφο γινόταν ακόμα πιο γοητευτικός. Και ποια δεν θα παρακαλούσε να είχε κάποιο ιατρικό περιστατικό για να βρεθεί στα χέρια του. Έστω και μ΄αυτό τον τρόπο, γιατί με τον άλλο υπήρχε δυσκολία, συνωστισμός γυναικών και μεγάλη ζήτηση. Ήταν σχεδόν απρόσιτος. Πέρα από κάθε σκέψη. Αυτή ανασφαλής, με πολλά ερωτικά τραύματα. Είχε αρχίσει να την παίρνει η μπάλα του χρόνου, αισθανόταν ότι δεν είχε πολλές πιθανότητες πια, ωστόσο ο έρωτας είναι έρωτας. Δεν σου ζητάει την άδεια για να χτυπήσει, ούτε κρατάει σημειώσεις για τον καθένα, φυσάει και καίει σαν λίβας , σε καίει, σε ανασταίνει και σε σκοτώνει ταυτόχρονα. Δυσκολεύτηκε πολύ να βρει μια ισορροπία ανάμεσα στα ιατρικά και τα ερωτικά θέματα που συχνά συμπλέκονταν και ταλάνιζαν την ψυχή της. Κράτησε τη θέση της με δυσκολία, πάλευε συχνά μέσα της αλλά προσπαθούσε να μη το δείχνει. Ωστόσο ο άλλος είχε μεγάλες κεραίες στα ερωτικά, ήταν αλώβητος απ΄τα χτυπήματα, άλλωστε δεν είχε χτυπήματα, αφού καμιά δεν του είχε πει όχι. Τουλάχιστον έτσι φαινόταν. Το νυστέρι του χειρουργού χτυπούσε ταυτόχρονα με το νυστέρι του έρωτα. Εκείνη κατέληξε να κάνει σειρά εγχειρήσεων για να τον βλέπει. Ό,τι περίσσευε, ό,τι φαινόταν ύποπτο το εγχείριζε.΄Ηταν κι αυτό μια μορφή ακραίου ερωτισμού. Είχε κάνει τέσσερις-πέντε εγχειρήσεις μόνο και μόνο για να τον συναντά. Δεν είχε μείνει τίποτα πια που να μην το είχε πειράξει, το νυστέρι και το χέρι του ωραίου γιατρού. Εκείνος απτόητος της φερόταν υποτιμητικά, την περιέπαιζε και γελούσε πίσω απ΄την πλάτη της. Κάποια στιγμή της ζήτησε να του φέρει πελατεία κι εκείνη έσπευσε να γεμίσει τα ταχυδρομικά κουτιά της γειτονιάς της με τις κάρτες του, άφηνε κάρτες στα φαρμακεία, στα βιβλιοπωλεία, ακόμα και στα σούπερ μάρκετ, χτυπούσε τα κουδούνια της πολυκατοικίας κι έδινε ιδιοχείρως τις επαγγελματικές κάρτες του. ΄Ωσπου μια μέρα σκέφτηκε να τον συστήσει και στα συγγενικά του πρόσωπα. Πέρασαν έτσι οι μήνες με επισκέψεις και συστάσεις υποψηφίων πελατών κι ενώ εκείνος συνέχισε να την εμπαίζει και να την αποκαλεί με αστεία υποκοριστικά και να την υποτιμά. Και δεν έφτανε μόνο αυτό αλλά τον σύστησε σε μια ξαδέλφη της κι εκείνος τα έπιασε μαζί της και την κορόιδευαν αμφότεροι παρέα.
Χτύπησε λοιπόν, το μαχαίρι στο κόκκαλο και η γυναίκα άρχισε να απομακρύνεται, να παλεύει με το πληγωμένο της συναίσθημα και να επανέρχεται με τον χρόνο. Μεγάλος γιατρός ο Χρόνος, πρώτος και αρχέγονος. Όλα τα σβήνει μέσα μας, τα εξαλείφει, τα επαναφέρει στις αρχικές και ίσως στις πραγματικές διαστάσεις τους. ΄Ετσι λοιπόν και σ΄αυτή την περίπτωση. Ο χρόνος στάθηκε αρωγός, γιάτρεψε τα τραύματα και τελικά η γυναίκα συνήλθε. Έλα, όμως που έπρεπε να επισκεφτεί πάλι τον γιατρό, καθώς η ασθένειά της ήταν μακρόχρονη. Πέρασαν αρκετές μέρες ώσπου να επιχειρήσει να το κάνει. Δυσκολεύτηκε, αλλά πήρε την απόφαση κι ένα απόγευμα, ντύθηκε, σινιαρίστηκε, χτένισε τα μαλλιά της με φροντίδα, βάφτηκε ― είχε καιρό να βαφτεί και να περιποιηθεί τον εγκαταλειμμένο εαυτό της και κίνησε για να πάει στον ωραίο γιατρό. Στο δρόμο καρδιοχτυπούσε, θέλησε να γυρίσει πίσω, τηλεφώνησε σ΄ένα φίλο της, αλλά εκείνος δεν ευκαιρούσε, τελικά μάζεψε τα κομμάτια της και πήγε. Χτύπησε τρέμοντας το κουδούνι, ενώ η καρδιά της έσπαζε απ΄την ταραχή και περίμενε το πεπρωμένο. Της άνοιξε ένας άντρας που δεν τον γνώριζε. Τα έχασε. Κοντοστάθηκε και τον κοίταξε παραξενεμένη. Θέλω τον κύριο Κ. πήγε να πει διστακτικά, αλλά κρατήθηκε. Εκείνος της έριξε μια ειρωνική ματιά, όπως πάντα και της είπε να περάσει. Μα δεν ήταν ο ίδιος πια. Ο γιατρός που θυμόταν εκείνη ήταν πολύ όμορφος, γοητευτικός, απίστευτα ερωτικός. Αυτός ήταν ένας άσχημος και κακοφτιαγμένος, ένας ασπρομάλλης άντρας κοντά στα 60. Ποτέ δεν θα γύριζε να τον κοιτάξει. Είχε κι αυτή υψηλές προδιαγραφές. Τον κύριο Κ. πήγε να ξαναπεί αλλά πάλι το κατάπιε. Δεν ήταν όμορφος, πώς γελάστηκα, έκανε μέσα της, ή μάλλον δεν ήταν πια όμορφος. Σα να είχε αλλάξει μορφή. Κι όμως δεν είχε περάσει τόσος χρόνος. Μήπως είχε αρρωστήσει και η ασθένεια του χάλασε το ωραίο του πρόσωπο; Μήπως είχε γεράσει απότομα από κάποια άλλη αιτία; Μήπως είχε περάσει κάποιο οικογενειακό δράμα… ;

Κάθισε σε μια πολυθρόνα και μίλησαν τυπικά, σύντομα. Της είχε φύγει η διάθεση να μείνει ώρα μαζί του. Τον πλήρωσε και έφυγε. Αναρωτιόταν πού ήταν εκείνος ο ωραίος γιατρός που είχε ερωτευτεί. Τι διαβολικό παιχνίδι της είχε παίξει ο έρωτας. Γιατί δεν υπήρχε πια εκείνος. Θυμήθηκε το μύθο της Έμπουσας που άλλαζε διαρκώς μορφή, γινόταν διαφορετικό πλάσμα κάθε φορά που την κοίταζες. Είχε κάτι λοιπόν ο γιατρός από την ΄Εμπουσα, ή μήπως η ΄Εμπουσα ήταν ένα παιχνίδι του έρωτα. Και μάλιστα όταν ο έρωτας τέλειωνε μοιραία. Και τότε έβλεπες το πραγματικό πλάσμα που είχες ερωτευτεί και σε είχε τόσο άδικα ταλανίσει. Μα τόσο άδικα.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: