Το όνομα μου είναι Βelizaire και είμαι μαύρος.
Κρατώ στην ντουλάπα μου ολοκαίνουρια τα ρούχα που μου χάρισε η οικογένεια Frey εκείνην την περιβόητη μέρα που ο πατέρας μου ζωγράφισε τα παιδιά τους.
Εγώ ήμουν πολύ καλός φίλος τους.
Ο πατέρας μου εκτός από ζωγράφος ήταν και οικονόμος τους.
Την μέρα που απεικόνισε τα παιδιά των Frey ήμουν μαζί του.
Οι φίλοι μου επέμεναν να ποζάρω μαζί τους, το ίδιο και η μητέρα τους. Μα φορούσα κουρέλια και ντρεπόμουν, αρνήθηκα. Τότε η Coralie Frey η μητέρα τους μου έδωσε ολοκαίνουρια ρούχα και έτσι μπήκα στον πίνακα.
Ήταν ένα πολύ όμορφο έργο ζωγραφικής.
Την επόμενη μέρα ο πατέρας τους φώναξε τον πατέρα μου. Απαίτησε να επιχρωματίσει τον πίνακα στο σημείο που βρισκόμουν εγώ και να με εξαφανίσει. Μόλις τελείωσε, χωρίς δεύτερη λέξη και καμία προειδοποίηση τον πυροβόλησε.
Είχε βρει κρυμμένο στο ατελιέ του έναν γυμνό πίνακα της γυναίκας του.
Δεν του έκανε κηδεία και απαίτησε από εμένα να ανοίξω τον λάκκο που τον έθαψε .
Το βράδυ πλημμυρισμένος από μίσος ονειρεύτηκα τον πίνακα που ζωγράφισε ο πατέρας μου, μόνο που αυτή την φορά σ' αυτόν βρισκόμουν μόνο εγώ χωρίς τους φίλους μου και όχι το αντίθετο.
Το όνειρο μου βγήκε αληθινό. Τα μανιτάρια που μαζέψαμε όλοι μαζί στο δάσος ήταν δηλητηριασμένα. Η αλήθεια είναι ότι μόνο εγώ ήμουν ειδικός σ ΄ αυτά.
Η μητέρα τους τα μαγείρεψε . Έφαγαν μόνο τα παιδιά.
Τους τάφους των παιδιών τους έσκαψα πάλι εγώ. Αυτή τη φορά όμως φορούσα τα καλά μου ρούχα, αυτά που μου χάρισαν σ ΄ εκείνον τον όμορφο οικογενειακό πίνακα, μόνο που τώρα εγώ ήμουν το μοναδικό παιδί της οικογένειας.