Εγώ και το ρολόι

Εγώ και το ρολόι



Εγώ και το ρολόι

Το ρολόι έρχεται πίσω μου με τη γλώσσα να κρέμεται. Όμως, απλά και μόνο επειδή, εδώ και κάποια ώρα, το ρολόι μ’ ακολουθεί, δεν πρέπει να θεωρώ αυτομάτως πως ο χρόνος είναι φίλος μου. Αυτό θα κριθεί συν τω χρόνω. Υπάρχει η κατάλληλη ώρα για κάθε πράγμα, και τώρα εγώ γυρίζω και κοιτάζω πίσω μου το ρολόι. Βλέπω πως πάει λάθος, πίσω ή μπροστά, ανάλογα πώς το βλέπει κανείς. «Το σωστό είναι πως εγώ πάω μπροστά και το ρολόι πίσω» σκέφτομαι προχωρώντας, και, με δεδομένο πως επτά σκυλίσια χρόνια αντιστοιχούν σε έναν ανθρώπινο χρόνο, κάνω τους υπολογισμούς μου. Ξαφνικά σκέφτομαι πως το ρολόι είναι ο μόνος άνθρωπος που δίνει το «παρών» ακολουθώντας το φέρετρο στην κηδεία μου. Το ρολόι μ’ ακολουθεί χωρίς να ρωτάει πού πάμε, κι εγώ, που πάω μπροστά, τώρα γυρίζω κάθε τόσο και το κοιτάζω, προσπαθώντας να καταλάβω πόσην ώρα θέλουμε –προσπαθώντας να καταλάβω κάτι– απ’ την έκφραση του προσώπου του, και μένω με την εντύπωση πως αυτό το πρόσωπο αλλάζει κάθε λεπτό – δηλαδή είναι εντελώς ανέκφραστο. «Ο χρόνος θα δείξει» λέω, και ήδη βλέπω ότι εμπιστεύομαι τον χρόνο σαν να ’ναι φίλος ή εχθρός μου, και σαν να ξέρω ότι είναι φίλος μου ή ότι είναι εχθρός μου.


Συνεχής ενασχόληση

Κοιτάζω τη γλώσσα του ρολογιού που πάει δεξιά-αριστερά σαν να ’ναι σκύλος που τρέχει ασθμαίνοντας πίσω μου και τώρα σταματάω, γυρίζω και τον κοιτάζω να ’ρχεται καταπάνω μου και βλέπω πως δεν είναι μόνος, αλλά όσο περνάει η ώρα ξεπροβάλλουν απ’ το σκοτάδι κι άλλοι σκύλοι, που έρχονται προς τα ’μένα σχεδόν αθόρυβα (ακούγεται μόνο ο ήχος απ’ τα ελαφρά πατήματά τους στην άσφαλτο), έτοιμοι να με κάνουν κομμάτια. Νομίζω πως όπου να ’ναι το σκοτάδι θα με καταπιεί. Ύστερα δεν ξέρω πια πού βρίσκομαι.
Αν δεν ξέρεις πού βρίσκεσαι, είσαι στο σκοτάδι. Πράγματι, ξυπνάω και βλέπω πως είμαι μέσα στην κοιλιά του κτήνους, που έχει επίσης καταπιεί το ρολόι. Το στομάχι του είναι ένας μηχανισμός όλο γρανάζια. Το χειρότερο όμως είναι πως αυτός ο τεράστιος σκύλος περιφέρεται χωρίς να ’χει πουθενά να πάει, κανέναν ν’ ακολουθήσει. Σκέφτομαι πού θα έπρεπε να ’μαι τώρα και, ακούγοντας τους ήχους στα σπλάχνα του ζώου, προσπαθώ να υπολογίσω πόση ώρα θα χρειαστεί για να με βγάλουν. Ξαφνικά μού έρχεται η σκέψη πως εδώ δεν ισχύει ο χρόνος. Αυτό θέλω χρόνο για να το συνηθίσω, για να πω: «Δεν πειράζει, καλύτερα έτσι».
Ύστερα το ρολόι χτυπάει τρεις. Ξυπνάω και το βλέπω απέναντι μου, βλέπω πως κάθομαι στην πολυθρόνα, και τον σκύλο που κοιμάται στα πόδια μου. Οπότε όλα καλά. Με τη μόνη διαφορά πως εγώ δεν έχω σκύλο, ούτε και το καθήκον να τον βγάζω βόλτα και να μαζεύω τις ακαθαρσίες του, να τον στειρώνω και τόσα άλλα, και να τον ταΐζω, αντί για κόκαλα και αποφάγια, εκλεκτές σκυλοτροφές.


Το νου σου στην ώρα

Το ρολόι με κοιτάζει, ακόμα κι αν δεν το κοιτάζω. Για την ακρίβεια δεν με χάνει στιγμή απ’ τα μάτια του. Καθώς περπατάω στον δρόμο, νομίζω πως ξεχωρίζω πίσω μου τον ήχο απ’ τα βήματά του. Όταν φτάνω σπίτι –και μ’ έχει, βέβαια, ακολουθήσει–, γυρίζω προς το μέρος του και, κοιτώντας το τώρα κατά πρόσωπο, καθόμαστε και του λέω τα μελλούμενα, για πολλή ώρα ενώ αυτό απλά με κοιτάει γυρνώντας τους δείκτες του και σωπαίνει. Δηλαδή η μόνη του απάντηση στα λεγόμενά μου είναι το γνωστό τικ-τακ του, μ’ ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει. Αυτό κρατάει περισσότερο απ’ ό,τι ένας καφές. Ύστερα του δίνω να καταλάβει πως έχει έρθει η ώρα να πηγαίνει και το ξεπροβοδίζω. Στέκομαι κι ακούω που απομακρύνεται κατεβαίνοντας τις σκάλες: «τικ-τακ, τικ-τακ…». Όταν κλείνει πίσω του την εξώπορτα, σημαίνει μεσάνυκτα. Γυρίζω και μπαίνω μέσα κλείνοντας την πόρτα πίσω μου. Στο διαμέρισμα, όπου τώρα είμαι μόνος μου, ακούγεται μόνο το τικ-τακ του ρολογιού.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: