Discours, Α

Discours, Α
(Δοκιμές)

I

ein Bild der Gottheit

Ανηφορίζω αριστερόστροφα τη σπείρα της Παράδεισος

Άυλα σώματα μ' ακολουθούν
ανεβαίνουν μαζί μου
ταπεινές σκιές των ηττημένων
κι ολοένα ανεβαίνοντας
από το μέτωπό μου
μεθοδικά τα σημάδια σβήνονται
ύστερα σβήνεται η μνήμη με νερό
από το δίκλωνο ποτάμι
και μόνον τότε
όταν η μνήμη σβηστεί
αντιλαμβάνομαι – αλλά δεν βλέπω –
ένα νοητικό ομοίωμα της θεότητας

Βήματα στα βότσαλα εκείνης που πλησιάζει
– δεν τολμώ να σηκώσω το βλέμμα

Σ' αγάπησα
και σε πένθησα
και τώρα πάλι σ' αγαπώ

που έγιναν τα μάτια σου καθρέφτες
και με βλέπω
καθρεφτισμένο μέσ’ στα μάτια σου
βλέπω τα μάτια μου που βλέπονται στα μάτια σου
βλέπω ένα απείκασμα του ρόδου του αμάραντου
(όμως η όψη του θεού δεν αντικρίζεται)

Was ist der Menschen Leben

Είμαστε εικόνα της θεότητας

Ανήκουμε στους ουρανούς
κι οι ουρανοί είναι αγιασμένοι

Στους ουρανούς ανταμείβονται οι ψυχές
εκείνων που στους ουρανούς απέβλεπαν
όταν ζούσαν


II

tu se’ ombra e ombra vedi

Με τις ψυχές που φεύγουν
χάνονται οι σκιές

Απεκδύονται τα σώματα οι ψυχές
– σώματα χωρίς σκιά,
σκιές χωρίς σκιά –
τις παίρνει ο άνεμος
απαλά τις στροβιλίζει
στην άηχη παγωνιά της νύχτας

Βαθαίνει η νύχτα
ολοένα βαθαίνει
βυθίζονται αργά οι ψυχές
ολοένα βυθίζονται
καθιζάνει ήσυχα το ίζημα των ψυχών
στον αναερόβιο πυθμένα

Πια δεν πονούν
πίνουν απ' την πηγή της λησμονιάς
χάνεται πρώτα ο ενεστώτας
ύστερα ένα προς ένα
τα δεδομένα της μνήμης
διαγράφονται

Άγραφες ψυχές
στο ακύμαντο επιθήλιο της λήθης
όσες βρεθούν
πιο ελαφρές στο ζύγισμα
κι από το πούπουλο ενός κύκνου
βλασταίνουν καλαμιές και κυπαρίσσια

Οι ψυχές που φεύγουν
σκοτεινή ύλη της μνήμης


III

Lasciate ogne speranza, voi ch'intrate

Ζήσαμε όπως ζήσαμε

όχι όπως ήταν η βούληση των ανθρώπων ή των θεών αλλά
όπως εμείς θελήσαμε να ζήσουμε
όπως θελήσαμε να μας θυμούνται
όταν τα χείλη μας θα τα σφραγίσει το μουσκεμένο χόρτο
– άραγε να θυμούνται οι άνθρωποι,
να μένει κάτι στη μνήμη από την τέφρα
και τις σκιές;
Ζήσαμε μαθαίνοντας να ζούμε
επαναλαμβάνοντας χειρονομίες και λόγια πολλών ανθρώπων
– κι ας το νομίζαμε ότι ήταν δικές μας χειρονομίες και δικά μας λόγια –
μαθαίνοντας ν’ αντέχουμε καρτερικά τις γιορτές των άλλων
μαθαίνοντας ν' αποδεχόμαστε το άλλο σώμα με ταπεινότητα
μαθαίνοντας ν' αποδεχόμαστε την ήττα και την απώλεια
τη δική μας πάντοτε

Κι όμως

πια δεν μπορούμε
ούτε να ζήσουμε ούτε και να πεθάνουμε σωστά
ούτε και να περάσουμε τις πύλες του Άδη
κι ας το γνωρίζαμε από νωρίς
το συμφωνημένο σημάδι

Θα πλανηθούμε μοναχοί

χωρίς άφεση
χωρίς ελπίδα
ούτε ζωντανοί ούτε πεθαμένοι
Κι άλλη ζωή δεν έχει


IV

ἔστι δ᾽ ὅπη νῦν
ἔστι· τελεῖται δ᾽ ἐς τὸ πεπρωμένον·

Όταν απέπλευσε
η νοητή ναυς του βασιλέως
των βασιλέων
(αλλά και πριν ακόμα αποπλεύσει)
λέγεται
πως ήταν αποφασισμένο
και πως του είχε ήδη προαναγγελθεί
ότι για την προδιαγεγραμμένη του απώλεια
απέπλεε

Ακόμα λέγεται
το αίμα που εντέλλονται οι θεοί
εκεί που χύνεται τίποτα δεν βλασταίνει
το χώμα δεν το πίνει
αλλά λιμνάζει στον φλοιό
και ξαγρυπνά

Τις φωνές που άκουσε
τις αγνόησε
– ήταν όμως και στιγματισμένες από τον θεό οι φωνές
να μην εισακούονται
να μην τις παίρνει κανείς στα σοβαρά –

Θεός κανείς δεν τον εξανάγκασε
Θεός κανείς δεν τον εξαπάτησε
Θεός κανείς δεν τον εξασφάλισε

Ένδοξος στην κορύφωση της δόξας του
και με ελεύθερη βούληση απέπλευσε
ο βασιλεύς
των βασιλέων

Η ελεύθερη βούληση είναι το δώρο των θεών
σε όσους από τη βούληση των θεών
με τη θέλησή τους
παρεξέκλιναν

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: