Καμιά φωνή
κανείς δεν ξέρει τι ν’ αποκριθεί
τώρα πια φύγαν οι εχθροί
χιλιάδες έρημοι άνθρωποι χυμένοι
στο μεγάλο δρόμο από άσφαλτο
τραυματισμένο από μικρές χρωματιστές σημαίες
Ξαναπιάνοντας το νήμα των σκέψεων με αφορμή την Εποχή της Μελισσάνθης (Βλ. και Χάρτης#67), δεν μπορώ παρά να σταθώ για λίγο στις εκτελέσεις που ο ίδιος ο Χατζιδάκις μάς άφησε. Στην υπάρχουσα ηχογράφηση, που μαζί με τις μνήμες των πρώτων εκτελέσεων παραμένει η μόνη μαρτυρία των προθέσεών του, προεξέχει σαν φύλλο σημαδεμένης τράπουλας η ανάγκη να φωτιστούν τα όργανα με ένα αφύσικο, τεχνητό, φως, προκειμένου να μας συνοδεύσουν σαν φανοί θυέλλης στις περιπλανήσεις μας με τρόπαιο μια αρμόζουσα ταυτότητα, ένα μονόγραμμα που θα συνόψιζε τον εσωτερικό τόπο που υπήρξε η Ελλάδα, και που ο Ελύτης ισχυριζόταν πως μπορούσε να τον (ξ)αναστήσει «με μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι». Έτσι και το μπουζούκι σε εκείνη την εκτέλεση όχι μονάχα στοίχειωνε με τις διπλές του χορδές τους λαβυρίνθους και των δύο κόσμων ταυτοχρόνως, μα θα ‘λεγες πως ήταν ήδη πριν απ’ τον κατακλυσμό πίσω από το ακουστικό μας τύμπανο εγκατεστημένο. Τώρα μπορούσες δια γυμνού οφθαλμού να διακρίνεις την ηχώ της δωρεάς του, την πολύγλωσση μοναξιά του, να ξηλώνει πόντο τον πόντο τη βαριά κουρτίνα του ΚΠΙΣΝ, κι εδώ μιλώ για κάτι περισσότερο απ’ την αυλαία της μεγάλης αίθουσας της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Τέτοιος μυστηριακά αποστασιοποιημένος καημός δεν θα μπορούσε να αναπνεύσει μες στη συναυλία που συζητάμε, παρόλες τις εξαίσιες προσπάθειες του Λουκά Καρυτινού και όλων των συντελεστών εκείνης της παράστασης.
Μια πρώτη εξήγηση: Η σημασία αυτού του έργου θα μπορούσε να φωτιστεί μονάχα με κάποιες δεξιοτεχνικές κινήσεις στην κονσόλα, κι έτσι η μονοσήμαντα συναυλιακή εκδοχή του -όπως επέμεινα και αλλού- ήταν λάθος τακτικής, αν αναλογιστεί κανείς πως η ενορχηστρωτικά επιθυμητή ισορροπία, αυτό που κάθε καλός μαέστρος θα επιζητούσε και με κάθε τρόπο θα υποστήριζε, είναι στην περίπτωσή μας το ξεχασμένο καρφί που πάνω του μπερδεύεται το εργόχειρο του νοήματος και σκίζει τα μετάξια του. Η ισορροπία, στην περίπτωσή μας, θα αποσταθεροποιούσε το αποτέλεσμα, θα βάραινε το έργο με την αλαζονεία του αλάθητου, εκεί που ο ενδεδειγμένος τρόπος θα ήταν μια γενναιόδωρη αβλεψία, αβλεψία που θα φώτιζε την ίδια τη ζωή και που θα υπερθεμάτιζε στην αξία των μικρών πραγμάτων, περίπου έτσι που μια αφηρημάδα της νοικοκυράς την ώρα που άσπριζε την κάμαρά της σε Αιγαιοπελαγίτικο νησί, μια ανορθογραφία στο σώμα του ασβεστωμένου τοίχου, για πάντα θα εκμυστηρεύεται στους περαστικούς, έξω απ’ τα ανοιχτά παράθυρα, την ίδια εκείνη σκέψη που, για μια στιγμή, τη συνεπήρε.
Ζητούμενο εδώ λοιπόν θα ήταν μια επιτυχής ανισορροπία, μια στραβοτιμονιά που μετά βαΐων και κλάδων θα καλωσορίζαμε, στραβοτιμονιά προς τη σωστή κατεύθυνση, κατά πώς -περίπου, και πάλι- κάποτε μας είπε ο Ελύτης, και που θα αποκάλυπτε γυμνό το νεανικό σώμα της Μελισσάνθης πριν απ’ την καταστροφή.
Το νερό που τρέχει στην πηγή
δεν ρωτά, δε γίνεται κραυγή.
Μόνο τρέχει τρέχει σαν τρελό
να χαθεί μέσα στο θολό νερό.
Μόνο τρέχει πάει στον ποταμό
και μας πνίγει στον πιο βαθύ καημό.
Όμως κι ο Χατζιδάκις παρουσίασε τη Μελισσάνθη του σε συναυλιακή μορφή, και μάλιστα όχι με τις ηχητικές συνθήκες που ένα ΚΠΙΣΝ υποσχόταν. Ήμουν παρών σ’ εκείνες τις εκτελέσεις και διατηρώ στη μνήμη μου το πλήρες σώμα της συγκίνησης, έτσι νομίζω, τη γενναιόδωρη πληγή ενός μυθικού τόπου, που την κατάλληλη στιγμή μεταμορφώθηκε σε ερώτημα για το συλλογικό μας πρόσωπο. Γιατί ο Χατζιδάκις ήξερε [μα από πού κατάγεται αυτό το ήξερε;], «ήξερε» να φωτίζει απ’ όλες ταυτοχρόνως τις πλευρές τη συμβολική επένδυση των οργάνων, όχι το χρώμα μοναχά, όχι μόνο την άρθρωση, την αρμονία, τις δυναμικές, αλλά το σύνολο της αενάως διαστελλόμενης στιγμής, περίπου με τον τρόπο που σε κάποια έργα του Πικάσο, με μια πιρουέτα του βλέμματος και μέσω μιας ειδικά για την περίσταση διευρυμένης περιφερικής όρασης, μπορεί κανείς να διακρίνει σήμερα ακόμα και τις πιο απαγορευμένες για τους άτολμους πτυχές του γυναικείου σώματος. Οι συνοδοιπόροι αυτών των συναυλιών, μουσικοί που γαλουχήθηκαν πλάι στην παλλόμενη αύρα του Χατζιδάκι την ώρα που πάταγε με το ένα του πόδι εδώ και με το άλλο από κει, στη μετέωρη χώρα των μύθων του, μετέφραζαν με αλάθητο ένστιχτο τις αυτοσχέδιες χειρονομίες, κανένα περιθώριο παρανοήσεων δεν χώραγε κάτω απ’ το φεγγοβόλημα των σχέσεων, που κάποτε υποχρέωνε αυτούς τους μουσικούς ακόμα ίσως και να τον εχθρεύονται, ενώ παρέμεναν μαζί του ερωτευμένοι. Και ας το πω αλλιώς: Ο Χατζιδάκις διηύθυνε τη Μελισσάνθη
του σαν κυβερνήτης υποβρυχίου, που διοπτεύει μέσα από τον θόλο του περισκοπίου, όχι τα πλοία του εχθρού, μα τις διαφάνειες ενός απόλυτα προσωπικού View Master, ενός διαβολικού εργαλείου, που πρόβαλλε πάνω στον, για μια στιγμή, κοινό μας αμφιβληστροειδή εκρήξεις λυρικών μύθων που ο έφηβος Χατζιδάκις πυροδοτούσε. Θέλω να πω, το να είσαι μουσικός
υπήρξε γι’ αυτόν μια λεπτομέρεια, και ιδού το ύψος της σημασίας του. Αλλού παιζόταν το παιχνίδι: Στην αναζήτηση [επιστρέφω] εκείνου του αόρατου άξονα
που κάποτε γεφύρωνε το φυσικό με το μεταφυσικό σ’ αυτόν τον τόπο, άξονα που βυθίστηκε στα λασπόνερα της λήθης, την ώρα που επιτρέψαμε σε φιλέλληνες να καθρεφτίσουν το πρόσωπό μας, ώσπου το πρόσωπό μας γίνηκε το πρόσωπο ενός ξένου. Δύσκολη η κουβέντα, σημαντικό το διακύβευμα, κι όμως, όχι μονάχα το επιτρέψαμε, μα ερωτευτήκαμε το ψευδεπίγραφο είδωλό μας, βγάλαμε με τα καρφιά τα ίδια μας τα μάτια, δίχως σκοπό, χωρίς καν λίγη απελπισία [ή μήπως ήταν αυτός ο τρόπος να μιλήσουμε για το δικό μας τραγικό;], κι ύστερα, επαρχιώτες δίχως επαρχία, διεκδικήσαμε την πάνδημη αναγνώριση αυτού του κάλπικου εμείς, σηκώσαμε τη νάιλον σημαία που ακόμα κυματίζει στην πολεμίστρα της ρηχής γιορτής. Με τις υγείες μας.
Μια πληγωμένη σκύλα λειτουργούσε τραγικά
έξω από ναούς και ιερά λειτουργούσε τραγικά
παρατηρούσε μας ξεχώριζε και μας κερνούσε πυρετό
κι ο δρόμος ήταν παντοδύναμος
ρουφούσε το αίμα για κρασί
κάπνιζε ομίχλη
μασούσε πέτρες σώματα
χιλιάδες στόματα πικρά
παίρναν τη λύπη για χαρά
Η κρίση της περασμένης δεκαετίας, που οδήγησε σε δυσθεώρητα, για το συλλογικό ήθος, ύψη την απαξίωση κάθε εσωτερικού τόπου ― κρίση βαμβακερή που όμως μες στο φαντασιακό μας αποδείχθηκε σαρκοβόρα όσο χίλια σμήνη λιμοκτονούντων γυπαετών, κρίση που κατέσφαζε ενώ ταυτοχρόνως απέκρυπτε το αίμα της πληγής-, ήταν η μία μόνο εκδοχή του ολοκληρωτικού μας ξεπουλήματος σε μισανθρώπους, όντα που σ’ έναν κόσμο δίκαιο θα υποχρεώνονταν να μας γυαλίζουν αδιαμαρτύρητα τις λασπωμένες απ’ τις εκστρατείες μπότες μας. Μονάχα δύο τρία, δεξιά κι αριστερά, μες σε σανίδες ναυαγίων, στοιβαγμένα σωσίβια βρέθηκαν και τότε, ίσα για να μην ξεχνάμε πως διόλου δεν υπήρξαμε τα δουλικά της συγκυρίας σ’ ετούτο το ανίερο παιγνίδι των αντεστραμμένων ποιοτήτων, ο Σολωμός, ο Κάλβος, ένας Μακρυγιάννης, ο Παπαδιαμάντης, ο Σεφέρης κάποτε, λίγοι ακόμα, μετρημένοι, μέσα στο εικονοστάσι, εμπροσθοφυλακή, όχι σαν λογοτεχνικά μεγέθη -για όνομα Θεού- μα σαν κραυγές τροχιοδεικτικές μες στην πηχτή της φυλακής μας νύχτα. Ποιος όμως άκουγε; Ποιος φύλαγε σκυφτός, μετρώντας ως το εκατό, μικρό παιδί με τα κοντοπαντέλονα, ή σαν φυλής του Αμαζονίου πάνοπλος φρουρός, ποιος φύλαγε πάνω απ’ τον ίλιγγο του πραγματικού μας χρόνου; Ακολούθησαν με τον τρόπο τους ο Χατζιδάκις και οι σύντροφοι, πιασμένοι χέρι-χέρι, χτίζοντας γέφυρες ένσαρκων προσευχών πάνω απ’ τους δύο κόσμους. Ύστερα διάβηκαν οι βάρβαροι, όμως ήρθαν μαζί τους κι οι στρατιές των ανωνύμων, ήρωες ιεροί της πρώτης μας αήττητης στρατιάς, που υπονόμευσε με τον ανταρτοπόλεμό της τον εξυφαινόμενο ιστό της απαξίωσης.