Δυο Ελλάδες ή Ο θάνατος της Μελισσάνθης

Δυο Ελλάδες ή Ο θάνατος της Μελισσάνθης




Καμιά φωνή
κανείς δεν ξέρει τι ν’ αποκριθεί
τώρα πια φύγαν οι εχθροί
χιλιάδες έρημοι άνθρωποι χυμένοι
στο μεγάλο δρόμο από άσφαλτο
τραυματισμένο από μικρές χρωματιστές σημαίες


Ξαναπιάνοντας το νήμα των σκέψεων με αφορμή την Εποχή της Μελισσάνθης (Βλ. και Χάρτης#67), δεν μπορώ παρά να σταθώ για λίγο στις εκτελέσεις που ο ίδιος ο Χατζιδάκις μάς άφησε. Στην υπάρχουσα ηχογράφηση, που μαζί με τις μνήμες των πρώτων εκτελέσεων παραμένει η μόνη μαρτυρία των προθέσεών του, προεξέχει σαν φύλλο σημαδεμένης τράπουλας η ανάγκη να φωτιστούν τα όργανα με ένα αφύσικο, τεχνητό, φως, προκειμένου να μας συνοδεύσουν σαν φανοί θυέλλης στις περιπλανήσεις μας με τρόπαιο μια αρμόζουσα ταυτότητα, ένα μονόγραμμα που θα συνόψιζε τον εσωτερικό τόπο που υπήρξε η Ελλάδα, και που ο Ελύτης ισχυριζόταν πως μπορούσε να τον (ξ)αναστήσει «με μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι». Έτσι και το μπουζούκι σε εκείνη την εκτέλεση όχι μονάχα στοίχειωνε με τις διπλές του χορδές τους λαβυρίνθους και των δύο κόσμων ταυτοχρόνως, μα θα ‘λεγες πως ήταν ήδη πριν απ’ τον κατακλυσμό πίσω από το ακουστικό μας τύμπανο εγκατεστημένο. Τώρα μπορούσες δια γυμνού οφθαλμού να διακρίνεις την ηχώ της δωρεάς του, την πολύγλωσση μοναξιά του, να ξηλώνει πόντο τον πόντο τη βαριά κουρτίνα του ΚΠΙΣΝ, κι εδώ μιλώ για κάτι περισσότερο απ’ την αυλαία της μεγάλης αίθουσας της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Τέτοιος μυστηριακά αποστασιοποιημένος καημός δεν θα μπορούσε να αναπνεύσει μες στη συναυλία που συζητάμε, παρόλες τις εξαίσιες προσπάθειες του Λουκά Καρυτινού και όλων των συντελεστών εκείνης της παράστασης.
Μια πρώτη εξήγηση: Η σημασία αυτού του έργου θα μπορούσε να φωτιστεί μονάχα με κάποιες δεξιοτεχνικές κινήσεις στην κονσόλα, κι έτσι η μονοσήμαντα συναυλιακή εκδοχή του -όπως επέμεινα και αλλού- ήταν λάθος τακτικής, αν αναλογιστεί κανείς πως η ενορχηστρωτικά επιθυμητή ισορροπία, αυτό που κάθε καλός μαέστρος θα επιζητούσε και με κάθε τρόπο θα υποστήριζε, είναι στην περίπτωσή μας το ξεχασμένο καρφί που πάνω του μπερδεύεται το εργόχειρο του νοήματος και σκίζει τα μετάξια του. Η ισορροπία, στην περίπτωσή μας, θα αποσταθεροποιούσε το αποτέλεσμα, θα βάραινε το έργο με την αλαζονεία του αλάθητου, εκεί που ο ενδεδειγμένος τρόπος θα ήταν μια γενναιόδωρη αβλεψία, αβλεψία που θα φώτιζε την ίδια τη ζωή και που θα υπερθεμάτιζε στην αξία των μικρών πραγμάτων, περίπου έτσι που μια αφηρημάδα της νοικοκυράς την ώρα που άσπριζε την κάμαρά της σε Αιγαιοπελαγίτικο νησί, μια ανορθογραφία στο σώμα του ασβεστωμένου τοίχου, για πάντα θα εκμυστηρεύεται στους περαστικούς, έξω απ’ τα ανοιχτά παράθυρα, την ίδια εκείνη σκέψη που, για μια στιγμή, τη συνεπήρε.
Ζητούμενο εδώ λοιπόν θα ήταν μια επιτυχής ανισορροπία, μια στραβοτιμονιά που μετά βαΐων και κλάδων θα καλωσορίζαμε, στραβοτιμονιά προς τη σωστή κατεύθυνση, κατά πώς -περίπου, και πάλι- κάποτε μας είπε ο Ελύτης, και που θα αποκάλυπτε γυμνό το νεανικό σώμα της Μελισσάνθης πριν απ’ την καταστροφή.

Το νερό που τρέχει στην πηγή
δεν ρωτά, δε γίνεται κραυγή.
Μόνο τρέχει τρέχει σαν τρελό
να χαθεί μέσα στο θολό νερό.
Μόνο τρέχει πάει στον ποταμό
και μας πνίγει στον πιο βαθύ καημό.



Όμως κι ο Χατζιδάκις παρουσίασε τη Μελισσάνθη του σε συναυλιακή μορφή, και μάλιστα όχι με τις ηχητικές συνθήκες που ένα ΚΠΙΣΝ υποσχόταν. Ήμουν παρών σ’ εκείνες τις εκτελέσεις και διατηρώ στη μνήμη μου το πλήρες σώμα της συγκίνησης, έτσι νομίζω, τη γενναιόδωρη πληγή ενός μυθικού τόπου, που την κατάλληλη στιγμή μεταμορφώθηκε σε ερώτημα για το συλλογικό μας πρόσωπο. Γιατί ο Χατζιδάκις ήξερε [μα από πού κατάγεται αυτό το ήξερε;], «ήξερε» να φωτίζει απ’ όλες ταυτοχρόνως τις πλευρές τη συμβολική επένδυση των οργάνων, όχι το χρώμα μοναχά, όχι μόνο την άρθρωση, την αρμονία, τις δυναμικές, αλλά το σύνολο της αενάως διαστελλόμενης στιγμής, περίπου με τον τρόπο που σε κάποια έργα του Πικάσο, με μια πιρουέτα του βλέμματος και μέσω μιας ειδικά για την περίσταση διευρυμένης περιφερικής όρασης, μπορεί κανείς να διακρίνει σήμερα ακόμα και τις πιο απαγορευμένες για τους άτολμους πτυχές του γυναικείου σώματος. Οι συνοδοιπόροι αυτών των συναυλιών, μουσικοί που γαλουχήθηκαν πλάι στην παλλόμενη αύρα του Χατζιδάκι την ώρα που πάταγε με το ένα του πόδι εδώ και με το άλλο από κει, στη μετέωρη χώρα των μύθων του, μετέφραζαν με αλάθητο ένστιχτο τις αυτοσχέδιες χειρονομίες, κανένα περιθώριο παρανοήσεων δεν χώραγε κάτω απ’ το φεγγοβόλημα των σχέσεων, που κάποτε υποχρέωνε αυτούς τους μουσικούς ακόμα ίσως και να τον εχθρεύονται, ενώ παρέμεναν μαζί του ερωτευμένοι. Και ας το πω αλλιώς: Ο Χατζιδάκις διηύθυνε τη Μελισσάνθη του σαν κυβερνήτης υποβρυχίου, που διοπτεύει μέσα από τον θόλο του περισκοπίου, όχι τα πλοία του εχθρού, μα τις διαφάνειες ενός απόλυτα προσωπικού View Master, ενός διαβολικού εργαλείου, που πρόβαλλε πάνω στον, για μια στιγμή, κοινό μας αμφιβληστροειδή εκρήξεις λυρικών μύθων που ο έφηβος Χατζιδάκις πυροδοτούσε. Θέλω να πω, το να είσαι μουσικός υπήρξε γι’ αυτόν μια λεπτομέρεια, και ιδού το ύψος της σημασίας του. Αλλού παιζόταν το παιχνίδι: Στην αναζήτηση [επιστρέφω] εκείνου του αόρατου άξονα που κάποτε γεφύρωνε το φυσικό με το μεταφυσικό σ’ αυτόν τον τόπο, άξονα που βυθίστηκε στα λασπόνερα της λήθης, την ώρα που επιτρέψαμε σε φιλέλληνες να καθρεφτίσουν το πρόσωπό μας, ώσπου το πρόσωπό μας γίνηκε το πρόσωπο ενός ξένου. Δύσκολη η κουβέντα, σημαντικό το διακύβευμα, κι όμως, όχι μονάχα το επιτρέψαμε, μα ερωτευτήκαμε το ψευδεπίγραφο είδωλό μας, βγάλαμε με τα καρφιά τα ίδια μας τα μάτια, δίχως σκοπό, χωρίς καν λίγη απελπισία [ή μήπως ήταν αυτός ο τρόπος να μιλήσουμε για το δικό μας τραγικό;], κι ύστερα, επαρχιώτες δίχως επαρχία, διεκδικήσαμε την πάνδημη αναγνώριση αυτού του κάλπικου εμείς, σηκώσαμε τη νάιλον σημαία που ακόμα κυματίζει στην πολεμίστρα της ρηχής γιορτής. Με τις υγείες μας.

Μια πληγωμένη σκύλα λειτουργούσε τραγικά
έξω από ναούς και ιερά λειτουργούσε τραγικά
παρατηρούσε μας ξεχώριζε και μας κερνούσε πυρετό
κι ο δρόμος ήταν παντοδύναμος
ρουφούσε το αίμα για κρασί
κάπνιζε ομίχλη
μασούσε πέτρες σώματα
χιλιάδες στόματα πικρά
παίρναν τη λύπη για χαρά

Η κρίση της περασμένης δεκαετίας, που οδήγησε σε δυσθεώρητα, για το συλλογικό ήθος, ύψη την απαξίωση κάθε εσωτερικού τόπου ― κρίση βαμβακερή που όμως μες στο φαντασιακό μας αποδείχθηκε σαρκοβόρα όσο χίλια σμήνη λιμοκτονούντων γυπαετών, κρίση που κατέσφαζε ενώ ταυτοχρόνως απέκρυπτε το αίμα της πληγής-, ήταν η μία μόνο εκδοχή του ολοκληρωτικού μας ξεπουλήματος σε μισανθρώπους, όντα που σ’ έναν κόσμο δίκαιο θα υποχρεώνονταν να μας γυαλίζουν αδιαμαρτύρητα τις λασπωμένες απ’ τις εκστρατείες μπότες μας. Μονάχα δύο τρία, δεξιά κι αριστερά, μες σε σανίδες ναυαγίων, στοιβαγμένα σωσίβια βρέθηκαν και τότε, ίσα για να μην ξεχνάμε πως διόλου δεν υπήρξαμε τα δουλικά της συγκυρίας σ’ ετούτο το ανίερο παιγνίδι των αντεστραμμένων ποιοτήτων, ο Σολωμός, ο Κάλβος, ένας Μακρυγιάννης, ο Παπαδιαμάντης, ο Σεφέρης κάποτε, λίγοι ακόμα, μετρημένοι, μέσα στο εικονοστάσι, εμπροσθοφυλακή, όχι σαν λογοτεχνικά μεγέθη -για όνομα Θεού- μα σαν κραυγές τροχιοδεικτικές μες στην πηχτή της φυλακής μας νύχτα. Ποιος όμως άκουγε; Ποιος φύλαγε σκυφτός, μετρώντας ως το εκατό, μικρό παιδί με τα κοντοπαντέλονα, ή σαν φυλής του Αμαζονίου πάνοπλος φρουρός, ποιος φύλαγε πάνω απ’ τον ίλιγγο του πραγματικού μας χρόνου; Ακολούθησαν με τον τρόπο τους ο Χατζιδάκις και οι σύντροφοι, πιασμένοι χέρι-χέρι, χτίζοντας γέφυρες ένσαρκων προσευχών πάνω απ’ τους δύο κόσμους. Ύστερα διάβηκαν οι βάρβαροι, όμως ήρθαν μαζί τους κι οι στρατιές των ανωνύμων, ήρωες ιεροί της πρώτης μας αήττητης στρατιάς, που υπονόμευσε με τον ανταρτοπόλεμό της τον εξυφαινόμενο ιστό της απαξίωσης.


Δυο Ελλάδες ή Ο θάνατος της Μελισσάνθης


Κι ανάβαν δάδες και κεριά
και φωτιζόταν η φθορά
―μαύρη μεγάλη συμφορά
πού νάναι ή Μελισσάνθη;

Άνθρωποι σαν τον Χατζιδάκι έσκυψαν με το ακριβό ματογυάλι της χαρισματικής τους αντίληψης πάνω απ’ τον μηχανισμό της ασθένειάς μας, και, συνειδητά ή όχι -ποιότητες κοινές που τις ξεχώριζε η χροιά μιας άλλης κάθε φοράς στρατηγικής -, επιχείρησαν τη δολιοφθορά, το σαμποτάζ, την όμορφα παρατημένη πάνω στα γρανάζια της απαξίωσης χειροβομβίδα ενός έρωτα για ζωή, που ακαριαία θα βραχυκύκλωνε το σύστημα. Τόλμησαν την απονενοημένη αντεπίθεση μιας αυτογνωσίας σαν επέλαση ταξιαρχίας αμούστακων αγγέλων, μάταια δηλαδή, έτσι που ταίριαζε σε τίμιους ανθρώπους, αφού τα ακριβά σ’ αυτόν τον τόπο δεν χαρίζονται οριστικά, μα νοσταλγούν το βλέμμα μιας άλλης κάθε φορά ερωτευμένης Αρετούσας, για να αποκαλύψουν την ξαναγεννημένη τους φύση.

[Πώς να αρνηθείς πως κάποια πράγματα είναι αδύνατον να ειπωθούν; Κι αυτό γιατί η φύση τους είναι εξόχως πτητική, προϋποθέτουν μια διολίσθηση μέσα στο ίδιο το αμνιακό υγρό που τα αγκαλιάζει, κι ετούτο είναι να συμβεί μονάχα στη σωστή την ώρα, τότε που διατυπώνεις την ουσία τους, όχι καθόλου πριν, όχι μετά, μονάχα τότε που φυσά το αεράκι της η Χάρις, και το μεγάλο πέταλο του σύμπαντος λυγίζει, υπερκόσμιος μαγνήτης που ορίζει το αόρατο. Είναι ανώφελο να αναζητήσεις τέτοια πράγματα σε εορτάζουσες πλατείες, κι ούτε μπορείς και να μιλήσεις γι’ αυτά νηφάλιος, αφού θα έμοιαζες με κυνηγό που ψάχνει στον ξύπνιο του τις μπεκάτσες που σκότωσε μες στον βαθύ του ύπνο -ιδού το φωταγωγημένο αδιέξοδο ενός διαλόγου πάνω στις αιχμηρές πτυχές της αντίληψης, ιδού και η επιτακτική ανάγκη αυτού που κάποτε ο Χατζιδάκις είπε καφωδείο, έναν τόπο εκεχειρίας, όπου θα φιλοξενούνταν η αίρεση ταυτόχρονα με την ορθή πίστη, ίσοις όροις, δίχως ασυνέχειες, παιγνίδι ιλιγγιωδώς αλληλοκαθρεφτιζόμενων σημασιών, που ούτε στιγμή δεν θα ακύρωνε η μια την άλλη. Κι αυτά, για να ευλογήσουμε τη σκέψη, μες σε ένα αλωνάκι που θα του χαράζανε τη λίθινη κοιλιά ο λογισμός και το όνειρο, τα δυο φιλότιμα άλογα του καιρού. Και το αλωνάκι θα ‘ταν λέει κρεμασμένο σε νησιώτικο οροπέδιο, απ’ την υψηλή εποπτεία του οποίου μια ποιητική ανάγνωση του κόσμου θα ‘ταν ξάφνου νόμιμη, με δίχως τυμπανοκρουσίες, σαν όνειρο κωφάλαλου που το στοιχειώσανε στρατιές τυμπανιστών, που όταν λήγει η υπηρεσία τους γυρνούν στο σπίτι και κρεμούν τα τύμπανα πάνω από το κρεβάτι να ξεκουραστούν.]

Φοβόμουν μ’ έπνιγε η σιωπή
απ’ τα σπασμένα ηλεκτρικά καλώδια
σαν χέρια παραμορφωμένα
σχήματα αιχμηρά
που να ζητάν ελεημοσύνη από τον ουρανό

Πολλοί φίλοι έφυγαν εκστασιασμένοι εκείνη την ημέρα. Κάποιοι συγκινημένοι. Καταλαβαίνω. Και επίσης, εγώ που ήμουν στις πρώτες φανερώσεις του έργου -ανάμεσα σ’ αυτές κι εκείνη στη γενέτειρά μου, το Ηράκλειο του 1980- δεν μπορώ να αρνηθώ πως με πλημμύρισαν τα δάκρυα την ώρα που η μπάντα του πολεμικού ναυτικού περπάτησε, με τις λαμπρές της τις στολές και τα σιρίτια, μπροστά στα μάτια μας. Ήτανε τόσο ισχυρά τα σύμβολα, που, παρότι «εκ μέρους γινώσκομεν», υποπτευόμασταν το περιλάλητο σώμα της συγκίνησης να ελίσσεται ανάμεσα στις ανοιχτές χοάνες των πνευστών, και δεν μπορούσαμε παρά να κλάψουμε γι’ αυτό το σώμα που εξακολουθητικά αποτυγχάναμε να αναστήσουμε. [Κλαίγαμε άραγε για κάποια στιγμιαία φανέρωση του σώματος, ή εξαιτίας της οριστικής του απουσίας;]

Έτσι η μπάντα ήταν παρούσα σε κάθε ανάγνωση του ονείρου, όπως και σε πολλά επί μέρους. Όμως το έργο θα καταδεχόταν την αποκάλυψη του μυστικού, την εκδίπλωση της δύναμής του, μονάχα αν ήταν εφικτή μια εξ’ αρχής άλλη οπτική. Δύσκολα πράγματα, θα πείτε, αφού αυτό θα προϋπέθετε τον ίδιο τον Χατζιδάκι. Όχι, θα απαντήσω, γιατί αυτό θα σήμαινε πως ούτε κι εκείνος πρόβλεψε να αφήσει κάπου ―ας ήταν και καλά κρυμμένο― το κλειδί της εξώπορτας, για εκείνο το παιδί που, παίζοντας, θα διάβαινε τη μάντρα του σπιτιού κι ανέλπιστα θα βρισκόταν στα γόνιμα υπόγεια. Κάπου υπάρχει το κλειδί.

                       Τώρα κανείς δεν περιμένει να τον δει
                        
απ’ τη γωνιά του δρόμου να μας προσκαλεί.
                        
Μια σφαίρα αστόχαστη μες τις πολλές και ξαφνική
                        
τον πήρε μες σε μια στιγμή, άδικη και πικρή στιγμή.



Ο ΜΧ (φωτογραφία της Κατοχής)
Ο ΜΧ (φωτογραφία της Κατοχής)



Ας πούμε λοιπόν ότι το έργο του Χατζιδάκι είναι εδώ για να αποκρυπτογραφηθεί, μα όχι με τα μονομερή μουσικά κριτήρια που θα του στερούσαν τη χάρη μιας αέναης πτήσης στους παράλληλους κόσμους του. Κι ας πούμε ότι η μυθολογία του είναι εδώ, να ξύσει με το λυρικό της δάχτυλο την πλευρά μας που υπνοβατεί. Κι ας πούμε πως η αινιγματική ελληνικότητά του θα προσφέρεται σαν ενοχλητικό δώρο, μια αλογόμυγα στα καπούλια του αλόγου μας. Τι από τούτα να κρατήσουμε;
Πάντα μάς μένουνε εκείνα που οι συνθήκες επιτρέπουν. Κι εδώ μιλώ ευθέως για το ΚΠΙΣΝ, έναν καίριο τόπο της σύγχρονης καλλιτεχνικής πολυπραγμοσύνης, που όμως χτίστηκε πάνω στην ίδια παρεξήγηση των φιλελλήνων σχετικά με την ουσία της ταυτότητάς μας. Έτσι -και παρόλες τις αδιανόητες για τον καθ’ ημάς τρόπο δυνατότητες- ποτέ δεν θα είναι τόπος επαρκής, δηλαδή κατάλληλος για τα πιο βαθιά μας καμώματα. Και πώς να είναι, αφού σχεδιάστηκε πάνω στο χειρουργικό τραπέζι μιας παρεξήγησης;
Έτσι, παρόλες τις αγαθές προθέσεις της ΕΛΣ και του διευθυντή της, του Γιώργου Κουμεντάκη, που διατηρούσε μια σχέση θα ‘λεγες ερωτική τόσο με το έργο όσο και με το συμβολικό εκτόπισμα του Χατζιδάκι, παρόλο το μεγαλεπίβολο του τριετούς εορτασμού, παρόλη την αμέριστη βοήθεια του υιού Χατζιδάκι, παρόλες τις εξαίσιες συνθήκες εκτέλεσης και ακρόασης [ο γράφων συμμετείχε αυτονοήτως και με τον τρόπο του στην εορτή], παρόλη τη γενναιόδωρη, όπως θα ήταν φυσικό, χρηματοδότηση, η χειραψία του έργου του Χατζιδάκι με τον τόπο που το φιλοξένησε δεν μπορεί παρά να ήταν η συνάντηση δυο ευγενών, δεν ήταν όμως το εγκάρδιο αγκάλιασμα δυο συγγενών.
Έτσι και η γιορτή θα ήταν μια δεξιοτεχνική εκδίπλωση των καλλιτεχνικών δυνατοτήτων του χώρου, δεν θα ήταν όμως ένα ερμητικό σχόλιο, ας ήταν και ψιθύρισμα, απ’ τη σιωπούσα έρημο του διττού μας λόγου. Ό,τι θα μας παρηγορεί είναι που μ’ όλα τούτα δόθηκε η αφορμή να ξανακούσουμε εκείνες τις εξαίσιες μελωδίες, να τις χαρούμε να ανεβοκατεβαίνουν σαν μικρά παιδιά τα λειασμένα σκαλοπάτια της πρώιμης μνήμης, να γευτούμε την ηχώ των οργάνων, να αγγίξουμε τα δάχτυλά μας στις φωνές, να αναπνεύσουμε με την ψυχή μας τα χρώματα, να δούμε με τα μάτια μας τον εξαίσιο κυματισμό των φράσεων, αναδυόμενοι στιγμή-στιγμή στην επιφάνεια, εκεί όπου ηρεμούν οι ετερογνωμίες των αισθήσεων, μια επιφάνεια που ίσως καθρεφτίζει [και ιδού η μέθοδός μας που θριαμβεύει!], άθελά της και ίσως όμορφα αναιδώς, όλον τον πλούτο του βυθού.
Έτσι ―ας επιμείνω― η εκφορά του Λόγου πάντα θα ακροβατεί πάνω στους απόκρυφους ανασασμούς της Πυθίας, θα ανταποκρίνεται σε ένα καμουφλαρισμένο ανεξήγητο, σαν μεταγλώττιση μιας αδιόρατης κίνησης του μαριονετοπαίχτη που εντυπώνεται στην ψυχή μας όχι βίαια, μα μέσα από την τρυφερότητα μιας παράδοξης εκφοράς, η οποία δεν συνάδει με το σημαινόμενο, εκφοράς που προσπαθεί να μας εθίσει στα καπρίτσια του αοράτου ματαίως, αφού η ησυχία του βυθού καθόλου δεν παρηγορεί τα πλοία που χαροπαλεύουν στην επιφάνεια. Εδώ είναι που ανοίγει η πύλη προς τη ―ζωογόνο, πάντως― ουτοπία του ακατανόητου. Έτσι και η ορθοφωνία στις παραπάνω παραστάσεις θα ήταν ένα λογικό λάθος για τη Μελισσάνθη. Όλα εδώ θα έπρεπε να συντελεστούν όχι μόνο «απ’ την πλευρά της ζωής», όπως επέμενα κάποτε, μα ένα σκαλοπάτι πιο κάτω, προς το άγνωστο: «απ’ την πλευρά της μεταφυσικής ανάγνωσης της φύσης, άρα και του θρήνου της». Έτσι, η Μελισσάνθη, παρότι δεν είναι σε όλους φανερό, προσφέρει η ίδια το λυσάρι της, το λεξικό, που μας αποκαλύπτει σε ποιον ερωτισμό πρέπει να είσαι μυημένος για να συν-κινηθείς με τον παλλόμενο μύθο των συναθλητών του Χατζιδάκι.

Τα βρέφη πίνουνε χολή
κι οι μάνες πάνω στις καμένες στέγες
ταΐζουν με τα ψίχουλα πουλιά
και προσπαθούν
να πιούνε τη βροχή σταλιά σταλιά
να πάρουν δύναμη και να χυμήξουν σαν κοράκια
στης πολιτείας τα στενά
κραυγάζοντας, πού 'ναι η Μελισσάνθη

Μετέωρο, ως αρμόζει, το κείμενο, εν όψει -με τις ευχές μου- μιας ανακατεύθυνσης στις αναζητήσεις μας όταν πατάμε σε ασταθές έδαφος, με την υποσημείωση ότι αυτό είναι το μόνο έδαφος που μας απέμεινε. Γιατί εδώ δεν μπορούν να βάλουν χέρι οι βάρβαροι, μπορούνε μόνο, σαν βάρβαροι, να αντιγράφουν, και ιδού με τι θα αναμετρηθεί το μέλλον μας ― μα τι λέω, ήδη αναμετριέται: με τη χειραγώγηση της διαφήμισης, με τα βραβεία των «καταξιωμένων», με το «κορυφαίο» και με το «συγκλονιστικό», μ’ όλη τη γκάμα της μικρόνοιας του υπερθετικού βαθμού, παίξτε υπεύθυνα και φτιάξτε μόνοι σας εγκυκλοπαίδειες γιγαντιαίων νάνων. Οι οδηγίες χρήσης προσφέρονται δωρεάν στο διαδίκτυο.

Το πρόσωπο της νύχτας
πνίγεται μέσα στον καπνό.
Και τα παιδιά στο δρόμο
πετάν νεκρά στον ουρανό.

Μαύρα πουλιά μ’ ένα σπαθί γυμνό
σκύβουν φιλάν τον άσπρο τους λαιμό.
Το πρόσωπο της νύχτας
κλαίει μακριά στον ουρανό.

Τι να κρατήσουμε στα χέρια μας; Η Εποχή της Μελισσάνθης ― με την προϋπόθεση ότι ανοίγει κανείς την ανάγνωσή της σαν να ξεφυλλίζει τον μύθο της φυλής, είναι ένας καθρέφτης, που μέσα του το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον στέκονται χαμογελαστά στην ίδια οικογενειακή φωτογραφία. Το έργο αρνήθηκε κατά τη γέννησή του να καθρεφτιστεί στην επιθυμητή μας όψη, χαϊδεύοντας το ατελές κομμάτι της ψυχής μας, κι έτσι απέφυγε τις συμπληγάδες του να είναι ένα δημοφιλές έργο. Μ’ αυτόν τον τρόπο παραμένει ένα πολύτιμο έργο, ή, ας το πω καλύτερα, ο τρόπος του μας είναι πολύτιμος. Παράλληλα, το έργο είναι απαλλαγμένο από το άγχος της αξίας του, αφού δουλειά του δεν είναι να υπάρχει ως καλλιτέχνημα, μα ως στιγμιαία ενσάρκωση της διαρκούς μας στιγμής, αν με καταλαβαίνετε. Και λέω αν με καταλαβαίνετε, για να τονίσω πως διατηρούμε πλήρη την ευθύνη, εμείς είμαστε εκείνοι που φέρουμε πλέον τόσο τον τρόπο μας όσο και τον τρόπο των άλλων. Ο εχθρός είμαστε Εμείς.
Μετά από όλα αυτά τα δεξιά κι αριστερά ατάκτως ερριμένα, καταλαβαίνει κανείς ότι σοφό θα ήταν να είχε υιοθετηθεί το μη σχέδιο της Μελισσάνθης, ένας τρόπος που δεν εξαγγέλλει τις προθέσεις του μα κινείται αργά, υποδορίως, έως την καρδιά. Αυτό δεν έγινε εφικτό, ούτε σ’ αυτό εδώ το κείμενο. Παρόλες λοιπόν τις πολυτελείς συνθήκες, ήδη το γεγονός ότι η Εποχή της Μελισσάνθης φιλοξενήθηκε στο φαραωνικό ΚΠΙΣΝ, που σου προτείνει να απομνημονεύεις και να μνημονεύεις σε κάθε του γωνιά το όνομα ενός επιχειρηματία, είναι μια προδοσία προς τη σημασία του έργου. Μα γινόταν αλλιώς; Ας είναι αυτό μια άλλη κουβέντα. Όμως το ερώτημα ίσως επιβεβαιώνει τον διχασμό που η ίδια η Μελισσάνθη φωτίζει, πως δηλαδή -και παρότι τα πάθη του εμφυλίου λένε πως έχουν καταλαγιάσει- οι Ελλάδες παραμένουν εξακολουθητικά Δύο, και ο καθένας διαλέγει σε ποια απ’ τις δύο θα ζήσει τη ζωή του.
Κλείνοντας, λέω πως, τριάντα χρόνια μετά την αποχώρησή του, ο Χατζιδάκις περπατά ανάμεσά μας και προσφέρεται σε όποιον θέλει να τον συναντήσει, με την προϋπόθεση ότι θα κατοικεί στην ίδια με αυτόν Ελλάδα. Ειδάλλως θα τον ξεφυλλίσει σαν περιοδικό ποικίλης ύλης. Θα πείραζε; Ναι. Γιατί, όταν τα κύμβαλα αλαλάζουν, δεν ακούγονται τα καίρια, τα οποία ουδέποτε φωνασκούν.

[Στους αντίποδες, οι τοιχογραφίες σ’ αυτόν τον τόπο είναι πάντοτε παλίμψηστα. Σκαλίζεις, σκαλίζεις, και ποτέ δεν εξαντλούνται.]

(18 Ιουλίου 2024)

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: