Ο Μάριους Τόρες (Màrius Torres, Λιέιδα 1910-1942) ήταν γιατρός και ποιητής. Παρά τη σύντομη ζωή του θεωρείται ένας από τους πιο σημαντικούς Kαταλανούς ποιητές του 20ού αιώνα. Το έργο του, ωστόσο, περιλαμβάνει αρθρογραφία και άλλα λογοτεχνικά είδη όπως το δοκίμιο και το θέατρο.
Ο Τόρες αρχίζει να γράφει ποίηση από πολύ μικρός. Σπούδασε Ιατρική, αλλά, μετά το πέρας των σπουδών του, στα τέλη του 1935, μια κρίση φυματίωσης τον αναγκάζει να εισαχθεί σ’ ένα σανατόριο, περίπου 40 χιλιόμετρα βόρεια της Βαρκελώνης, εκεί όπου θα περάσει τα τελευταία επτά χρόνια της ζωής του. Από την απομόνωση του σανατόριου αυτού θα παρακολουθήσει, χωρίς να μπορεί να λάβει μέρος, την καταστροφή που επέφερε ο Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος (1936-1939), την κατάρρευση των δημοκρατικών ιδεωδών και τη συνακόλουθη εξορία όλης της οικογένειάς του.
Εκεί απομονωμένος στο σανατόριο, ο Τόρες θα αφιερωθεί στη μουσική, την ανάγνωση βιβλίων και τη συγγραφή. Επίσης, εκεί θα γνωρίσει και τη Μερσέ Φιγκέρας, τη μούσα του στην οποία θα αφιερώσει μια σειρά ποιημάτων, τα περίφημα «Άσματα στη Μαάλτα». Κι έτσι, με το πέρασμα του χρόνου θα αρχίσει να αντιλαμβάνεται ότι δεν είναι πια «ένας γιατρός που γράφει στίχους» αλλά «κάτι άλλο παράλογο: ένας λυρικός ποιητής», όπως χαρακτηριστικά γράφει ο ίδιος σε μια επιστολή του προς τον ουμανιστή και ελληνιστή Κάρλες Ρίμπα.
Η ποίησή του είναι εμπνευσμένη από τον συμβολισμό και ιδιαίτερα από τον Μποντλέρ, αλλά και από την καταλανική παράδοση, και κυρίως από τον Κάρλες Ρίμπα. Πρόκειται για μια προσφιλή και ταυτόχρονα κρυστάλλινη ποίηση, που μέσα από εικόνες βγαλμένες από τη φύση, τον πολιτισμό και τις τέχνες, και κυρίως από τη μουσική, δημιουργεί έναν πολύ προσωπικό, βαθύ (αλλά σε καμία περίπτωση στείρο) προβληματισμό για τα μεγάλα ζητήματα της ποίησης όλων των εποχών: τον έρωτα, τον θάνατο, το νόημα της ζωής κ.λπ.
Τα ποιήματα που ακολουθούν είναι μεταφρασμένα από τα καταλανικά και αποτελούν δείγμα μιας ευρύτερης συλλογής που πρόκειται να κυκλοφορήσει τον επόμενο χρόνο.
Ποιήματα
Η γεφυρα
Απλά μια αψίδα. Μα πόση σοφία!
Φυλά το νερό.Το νερό που τη φιλά.
Άσμα στη Μαάλτα
Κυλάνε οι ψυχές μας σαν δυο παράλληλοι ποταμοί.
κάτω από τους ίδιους ουρανούς πήραμε την ίδια διαδρομή.
Δεν μέλει να συναντηθούν οι ήρεμές μας οι ζωές:
μας χωρίζει μια γη με κυπαρίσσια και φοινικιές.
Μέσ’ στους μαιάνδρους, κίτρινα κρίνα, γαλήνιοι κήποι,
νιώθω, σα να μ’ ακολουθεί, το απαλό σου καρδιοχτύπι
κι αφουγκράζομαι τη ροή σου, κελαριστή και προσφιλής,
από την πηγή ως τη θάλασσα ― που ‘ναι η αρχαία μας πατρίς.
Αφροδιτη
Στον Jaume Elias
Δείξε μου, σ’ εκλιπαρώ, ποια να πάρω πορεία
με την ακρωτηριασμένη και θεία σου χειρονομία...
Προς τα πού; Κόρη, εσύ, από νεκρή γη,
κοιτάς, σκληρή, με αρχαίο μειδίαμα στα χείλη
αυτό το καιρό, που τόσο γέρασε πια για να γίνετε φίλοι,
γιατί ξέρεις ότι εσύ είσαι από τους δυο η πιο δυνατή.
Εσύ, μοναδική καλλονή! Μάρμαρο κιτρινωπό,
που δεν λεκιάζει ούτε από δάκρυα ούτε από καπνό.
Αυτό είναι χαρά
Αυτό είναι χαρά —σαν πουλί που πετά
σ’ ουρανό όπου γαλήνη πυκνή μια καταιγίδα έχει αφήσει.
Κι αυτό είναι θάνατος —ν’ ακούς με μάτια κλειστά
τη σιωπή της στιγμής όταν η μουσική πάει ν’ αρχίσει.
Επετειος
Είθε στα χρόνια μου η χαρά ν’αρχίσει ξανά
δίχως να σβηστεί του πνεύματος καμία ουλή.
Ω, Πάτερ της νύχτας, της θάλασσας και της σιωπής,
εγώ προσδοκώ τη γαλήνη —μα όχι τη λήθη.
Γαλήνη
Ο ουρανός, τόσο κοντά, σβήνει μέσα μου, μια στιγμή,
την άγρια δίψα της γης που βαραίνει στο κορμί μου.
Πεθαίνοντας, τώρα, θα ‘ταν σα να με παίρνει τ’ ανέμου μια ριπή...
Όλοι οι δρόμοι του Θεού ενυπάρχουν στην ανάπαυσή μου.