Βρήκες λόγια σκληρά κάτω από τη γλώσσα
τον παφλασμό του κύματος δεν τον ακούς
δεν σου ψιθύρισε ο παπάς την προσευχή στο αυτί
δεν βρήκες ούτε φόρμα για τα υλικά στοργής
Και μες στο κέλυφος της αχιβάδας
άμμο στην άμμο πρόσθεσες
για να επιδείξεις στη μάνα σου το πεπρωμένο
του άντρα
Γάμα την τώρα
γάμα το πρώτο ενικό
και του ονόματός σου το αρχικό το γράμμα
Κάτω από τα σκεπάσματα
χαϊδεύεις λέξεις
και δεν υπάρχει τίποτα το συναισθηματικό:
η καύλα είναι το μηδέν γυμνό
Και προσηλώνεσαι με τρέμουσα φωνή
―η μηχανή δυνάμωσε τον ήχο―
ώστε στα πεδινά να ξεχυθούν οι εξεγερμένοι
Τα λόγια τα ξεστόμισες σκυφτός
κάνοντας τάχα πως αλλάζεις
το αίμα με κρασί
με ξεροκόμματο το σώμα
Κι έπειτα στους κάδους έβαλες φωτιά
Έπλυναν το οδόστρωμα
Σ’ άφησαν να περάσεις
Σου έβαλαν υπότιτλο να σε εξηγεί
Και ο πετεινός σου
λάλησε την προδοσία.
Η μηχανή στις φράσεις σου, σημεία στίξεως
Υπερτονίζουν το κενό
με την καρδιά σου μόσχευμα των χοίρων
Στην πτώση σου δεν στάθηκες ορθός
Δεν έχεις το ανακλαστικό της επαναφοράς
Στα σάλτα από ταράτσα σε ταράτσα
θα τσακιστείς
Φροντίζουν μετά θάνατον να ξεχαστείς
Silver alert, χαμένος, βαθιά χαράματα στη Θηβών
μάτια του σκύλου οι προβολείς
πριν ξημερώσει
την ώρα που ονομάζουν μπλε
ίδια στο λυκαυγές και στο λυκόφως
με τη γυναίκα του Μαξ Κλίνγκερ ενώπιον, γυμνή
φτυστή η μάνα σου
Σε άφησε να ασχοληθείς με τη φωτιά
ενώ εκείνη τις κβαντικές κουκίδες μελετά
Το μπλε είναι κι αυτό διαδικασία
Έγραψες το ελεγείον σου ξανά ―
σύνθετες σχέσεις αντιστικτικές της αναλήθειας
Να δραματοποιήσεις τι;
Το πρόβλημα;
Το κάθισμα;
Τον αστικό σου κώλο;
«Καλύτερα να σου γράψουν κακό επιτύμβιο όταν πεθάνεις
παρά να έχεις τον κακό τους λόγο όσο ζεις»,
ο Άμλετ