Φυσικοί κύκλοι

Τζον ΜακΓκρέγκορ, «Ταμιευτήρας 13», μτφ. Αλέξης Καλοφωλιάς, Άγρα 2020

Φυσικοί κύκλοι



Είναι εξαιρετικά πιθανό να μην γνωρίζετε τι είναι τα μυρώνια και τα παστινάκια, ο πόδουρος και ο χρυσοβασιλίσκος, ή ακόμη οι ράμνοι, οι ίουλοι, οι θύμαλλοι και οι εσπερίδες (ούτε καν αν είναι πουλιά, έντομα, ή φυτά). Όμως δεν πειράζει, καθώς οι ίδιες οι λέξεις εμπεριέχουν το βάρος τους. Ούτε πειράζει που, όπως είναι φυσικό, δεν ξέρετε τις συνήθειες των επιμέρους ειδών και τα αποσπασματικά δοσμένα περιστατικά του φυσικού τους κύκλου. Όλα αυτά επικάθονται με φυσικότητα στη ροή του κειμένου, μαζί με ποικίλες πληροφορίες για την αγροτική ζωή και παραγωγή που παρατάσσει ο γεννημένος στις Βερμούδες Τζον ΜακΓκρέγκορ. Ο Άγγλος συγγραφέας αποτυπώνει εδώ τις μεταλλάξεις που υφίσταται μια αγροτική κοινότητα της Βόρειας Αγγλίας παράλληλα με την κυκλικότητα των λειτουργιών της φύσης, υπό το φως της εξαφάνισης μιας 13χρονης, της Ρεμπέκα Σω. Και το αποτέλεσμα είναι μια εντελώς ιδιαίτερη αναγνωστική εμπειρία.
Η αφήγηση ξεκινά με την συγκέντρωση των ανθρώπων του χωριού για να αναζητήσουν την εξαφανισμένη έφηβη. Τους δίνονται συγκεκριμένες οδηγίες και ανηφορίζουν προς τους χερσότοπους, ψάχνοντας κάθε αποθήκη και στάβλο, κάθε γωνιά βοσκοτόπου και γεωργικής γης, κάθε όχθη και ρεματιά, ακόμη και τα λαγούμια στα παρακείμενα εγκαταλειμμένα ορυχεία. Καλούνται δύτες που την αναζητούν στους δεκατρείς τον αριθμό ταμιευτήρες που πλαισιώνουν το ποτάμι της κοιλάδας. Σημειωτέον ότι επίσης 13 είναι τα κεφάλαια του βιβλίου, όσα και τα χρόνια που κυλούν στη διάρκεια της αφήγησης. Μαγικός δείκτης λοιπόν; Η γνωστή πρόληψη περί τον αριθμό αυτόν; Πιθανότατα ναι, στο πλαίσιο των ανθεκτικών αγροτικών παραδόσεων.
Πάντως, με αφορμή την πρώτη αυτή συλλογική έρευνα, δίνεται στον αφηγητή η ευκαιρία να δώσει μια εικόνα του γεωγραφικού πλαισίου: σκόρπιες εναλλασσόμενες πινελιές του τοπίου, ματιές στη βλάστηση και τη σταχτιά ασημί επιφάνεια των ταμιευτήρων, και επίσης οι πρώτες εστιάσεις στους κατοίκους του χωριού και τις ασχολίες τους. Γιατί βεβαίως το χωριό συζητά, οι γονείς αγωνιούν, η αστυνομία ξεκινά έρευνες, τα κανάλια σπεύδουν. Οι άνθρωποι επιστρέφουν άκεφα στους δουλειές τους εν όψει του ερχομού του νέου έτους. Δεν θα έχει πυροτεχνήματα φέτος και οι κάτοικοι θα χαζεύουν απλώς τις αντανακλάσεις των εορτασμών από τους οικισμούς της γειτονικής κοιλάδας.

Το γεωγραφικό/ κοινωνικό πλαίσιο είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον. Πρόκειται για τη σύγχρονη Ευρώπη με την εξημερωμένη ύπαιθρο και τα “πρασινισμένα” ανθρωπογενή της τοπία.
Η άγρια, ανεμόδαρτη ύπαιθρος των τυρφώνων και χερσοτόπων στον βορρά της Αγγλίας εναλλάσσεται με αυτοκινητοδρόμους, πάρκινγκ, ταμιευτήρες, φράγματα, και εν γένει έργα διαχείρισης των υδάτων. Η προβατοτροφία- εριουργία της περιοχής συμπλέκεται με την κατ’ οίκον εργασία, τις τηλεοπτικές εκπομπές και τις μοδάτες τσαγερίες. Τουρίστες και πεζοπόροι διανθίζουν την ζωή της κοινότητας, στάβλοι μετασκευάζονται σε ενοικιαζόμενα καταλύματα, περιβαλλοντιστές κατασκηνώνουν ψηλά στους λόφους αντιστεκόμενοι σε πιθανή νέα εξορυκτική δραστηριότητα. Μεγαλουπόλεις όπως το Μάντσεστερ και το Νιουκάστλ δεν είναι και πολύ μακριά – μάλιστα, κάποια μέλη της κοινότητας ήδη δουλεύουν εκεί, ενώ αστοί του τριτογενούς τομέα κάνουν ημερησίως την αντίστροφη πορεία. Το σχολείο συντηρείται μιας και έχει ικανό αριθμό παιδιών, άρα η κοινότητα είναι πληθυσμιακά υγιής. Γενικά πρόκειται για μια αστικοποιημένη αγροτική κοινωνία που σέβεται το περιβάλλον και το συντηρεί με γερά μπολιάσματα τουριστικού, ψυχαγωγικού ή πολιτισμικού χαρακτήρα.
Ωστόσο το χαμένο κορίτσι παραμένει χαμένο καθώς τα χρόνια περνάνε. Πού και πού η ανάμνησή της στοιχειώνει τα όνειρα των ανθρώπων. Κάποιοι ισχυρίζονται ότι κάπου την είδαν, από κάπου πέρασε, σε κάποιο αυτοκίνητο επιβιβάσθηκε. Άλλοι την ονειρεύονται. Ένα βιβλίο που ξεκινά ως μυστήριο μετατρέπεται σύντομα σε ανθρωπολογική μελέτη των πρόσκαιρων αλλαγών στις συμπεριφορές των κατοίκων που επέφερε η εξαφάνιση, των κοινωνικών μετασχηματισμών που συντελούνται όλα αυτά τα χρόνια, τελικά της αφομοίωσης του γεγονότος. Χρονιά με τη χρονιά και ενώ η φύση επιμένει στους αιώνιους κύκλους της, ενώ η άνοιξη έρχεται μετά από τον πάντα διαφορετικό χειμώνα, ενώ η μετεωρολογία παίζει σε εύλογα όρια και τα είδη αλλάζουν συμπεριφορές προσαρμοζόμενα στα δεδομένα, οι άνθρωποι συνεχίζουν τις ζωές τους.

Φυσικά πολλά αλλάζουν και στη κοινωνία των ανθρώπων, μόνο που εδώ οι αλλαγές μοιάζουν μη αντιστρεπτές. Οι τραγικοί γονείς του κοριτσιού απομακρύνονται, όπως συχνά συμβαίνει μετά από παρόμοιες τραγωδίες. Η μητέρα επανεμφανίζεται αργότερα στο χωριό με τον νέο συνοδό της. Ο εραστής κτηνοτρόφος της κοιλάδας– αυτός που ως τότε είχε ασφαλείς δείκτες συμπεριφοράς και σωστό τάιμινγκ ως προς την δεκτικότητα του γυναικείου είδους- αρχίζει να απορεί με τις συσσωρευόμενες ερωτικές του αποτυχίες. Ο μεσήλικας μονήρης δημοσιογράφος, εκδότης του τοπικής εφημερίδας, βρίσκει απρόσμενα σύντροφο στο πρόσωπο μιας Κινέζας μετανάστριας δεύτερης γενιάς, σεναριογράφου της τηλεόρασης – μάλιστα, σύντομα αποκτούν δίδυμα, κι αυτός δεν μπορεί να συνειδητοποιήσει πώς τον βρήκε τέτοια ευτυχία. Ο χρεοκοπημένος χασάπης του χωριού εγκαταλείπεται από τη γυναίκα του, η οποία μάλιστα, προς το τέλος του βιβλίου δηλώνει όψιμη γκέι και συμβιώνει με μια άλλη πρωταγωνίστρια. Η εφημέριος της τοπικής εκκλησίας, δημοφιλής και μεγάλη παρηγορήτρα της κοινότητας, μετατίθεται αλλού προς μεγάλη δυστυχία των πιστών. Και οι έφηβοι του χωριού, που είχαν προφτάσει να γνωρίσουν και να φλερτάρουν με την εξαφανισθείσα Ρεμπέκα Σω, ωριμάζουν, πειραματίζονται ερωτικά, μπλέκουν και ξεμπλέκουν με την αστυνομία ως πρόσκαιροι ύποπτοι, σκορπίζουν για τα φοιτητικά τους χρόνια εδώ κι εκεί, μέχρι να ξανασμίξουν με κάποια αφορμή ως ενήλικοι πλέον.
Οι φυσικοί κύκλοι φυσικά συνεχίζονται. Το ποτάμι κυλάει [ενίοτε μάλιστα υπερχειλίζει], οι ασβοί περιφέρονται αναζητώντας ταίρι, οι λύκοι εκπαιδεύουν τα νεογέννητά τους, οι αλεπούδες βγαίνουν στο κυνήγι, τα χελιδόνια έρχονται, φωλιάζουν, αναπαράγονται για να ξαναφύγουν σύντομα προς θερμότερα κλίματα, οι ερωδιοί ψαρεύουν αγέρωχοι στο ποτάμι, ο μύλος του χωριού γυρίζει, το φράγμα υπερχειλίζει και οι ταμιευτήρες γεμίζουν ή αδειάζουν ανάλογα με τη χρονιά. Οι άνθρωποι βρίσκονται και έπειτα πάλι χάνονται, σμίγουν ή χωρίζουν, ανακαινίζουν σπίτια και καλλιεργούν τα λαχανικά τους, αποσβένουν πικρίες και ξαναχτίζουν ελπίδες σε μια κυκλική χρονικότητα που διαταράσσεται από ελαφρές και όμως καίριες παραλλαγές των μοτίβων.

Με εκπληκτικές γνώσεις για την ηθολογία ζώων και φυτών, ψαριών και πτηνών, ο ΜακΓκρέγκορ παραλλάσσει τα μοτίβα του διαρκώς, συμπλέκοντας τα κοινωνικά γεγονότα με αυτά της φύσης. Τα δεκατρία κεφάλαια του βιβλίου είναι δομημένα με τελετουργικά ομοιόμορφο τρόπο, που δεν σε αφήνει ωστόσο να πλήξεις. Έχουμε σύντομες φράσεις και διαρκείς αιφνίδιες μετατοπίσεις του συγγραφικού φακού, φαινομενικά χωρίς λόγο, που ωστόσο αντιστοιχεί στον τρόπο που λειτουργεί η συλλογική μνήμη: επιλεκτικά, τυχαία, με ανάμιξη του σημαντικού και του ποταπού. Ο χρόνος απεικονίζεται να ρέει σύμφωνα με την αίσθηση της πραγματικότητας που διαθέτουμε. Η γνώση για τα γεγονότα επικάθεται στις σελίδες ως επεξεργασμένη πληροφορία ή καλύτερα ως συλλογική αντίληψη των πραγμάτων, σαν ο τριτοπρόσωπος αφηγητής να βρίσκεται στο μυαλό της κοινότητας – της κοινής γνώμης. Αυτά είναι όλα όσα γνωρίζουμε, μας λέει, αυτά είμαστε σε θέση να μεταφέρουμε με σημαντικό βαθμό αξιοπιστίας - και ωστόσο με επίγνωση των ορίων της γνώσης μας. Το ίδιο αφορά την αποτύπωση του δράματος της φύσης που εναλλάσσεται απρόσμενα κι ωστόσο λυτρωτικά με το κοινωνικό σκέλος.
Εντέλει, το θρίλερ της εξαφάνισης λειτουργεί απλώς ως πρόσχημα για την αποτύπωση του ανθρωπογενούς τοπίου και της διάστασης πόλης -υπαίθρου που διασχίζει την ιστορία.

Πρόκειται για επίτευγμα, πρωτότυπο και λυτρωτικό, παρά τα υπόκωφα βήματα της μοίρας ανθρώπων και έμβιων όντων. Μοιάζει σαν η φυσική και η ανθρώπινη ιστορία να αποκτούν νόημα, σαν η κάθε στιγμή να αποκτά αξία. Αγαπάμε εντέλει κι εμείς οι αναγνώστες το χωριό, παρά το ότι ίσως δεν το ερωτευτήκαμε με την πρώτη ματιά. Υποθέτω ότι ο λόγος είναι πως τα πάντα εκτυλίσσονται στην ανθρώπινη κλίμακα. Μπορεί να μην υπάρχει κλασσική πλοκή αλλά οι πλοκές είναι αδιάλειπτα παρούσες – τίποτα άλλο από ζωές. Το εξαφανισμένο κορίτσι παραμένει δεκατριών χρονών στη μνήμη όλων, αιώνια παρόν όσο και τη μέρα της εξαφάνισής του.

Το υπερβάλλον πραγματολογικό φορτίο, επιβαρυμένο με πολλά άγνωστα φυσικά είδη αντιμετωπίζεται με σεβασμό και επιδεξιότητα από τον μεταφραστή Αλέξη Καλοφωλιά και το αποτέλεσμα ρέει πειστικά.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: