Ένας άντρας κάθεται απέναντι από μια όμορφη νέα γυναίκα στο μετρό∙ ανταλλάζουν ματιές. Εκείνη αντιλαμβάνεται πως την κοιτάζει, της αρέσει και του χαμογελάει. Ο άντρας συνειδητοποιεί πως υπάρχουν πιθανότητες να συμβεί κάτι, αλλά δεν κάνει κάποια κίνηση. Αναμένει την κατάλληλη στιγμή. Η γυναίκα τελικά σηκώνεται, περιμένοντας ν’ ανοίξουν οι πόρτες για να κατέβει στη στάση της. Τότε ο άνδρας σηκώνεται κι εκείνος, βρίσκεται πίσω της, σχεδόν την ακουμπάει. Στο χέρι της, που πιάνει τον στύλο, αποκαλύπτεται ένα δαχτυλίδι. Είναι πιθανότατα παντρεμένη. Αυτό εξηγεί, ενδεχομένως, και το έντρομο βλέμμα που ξαφνικά εμφανίζεται στο πρόσωπό της, καθώς αισθάνεται την υπερβολική, αγχωτική εγγύτητα του γοητευτικού άγνωστου: έχει αλλάξει γνώμη σχετικά με την πιθανότητα αυτής της γνωριμίας που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την τακτοποιημένη ζωή της. Η γυναίκα τρέχει να βγει απ’ το μετρό, για να ξεφύγει απ’ τον άνδρα, να ξεφύγει απ’ την «απαγορευμένη» επιθυμία της. Ο άνδρας τρέχει ξοπίσω της με μανία, αδυνατώντας να δεχτεί πως η ευκαιρία χάθηκε. Εκείνος δεν μπορεί να ξεφύγει απ’ την επιθυμία του∙ η ακόρεστη επιθυμία του είναι η φυλακή του.
Με μια ―καταπληκτική― σκηνή, ο σκηνοθέτης Στιβ Μακ Κουίν μάς έχει πει όλα όσα χρειάζεται να ξέρουμε για τον ήρωά του. Από εκεί κι έπειτα, όλα όσα θα επακολουθήσουν απλώς θα επιβεβαιώσουν ό,τι είχαμε ήδη υποθέσει σ’ αυτά τα πρώτα λεπτά του «Shame»: το κεντρικό ζήτημα στην ταινία αυτή δεν είναι το παιχνίδι της σαγήνευσης, ούτε το ερωτικό πάθος, αλλά το άγχος, η αγωνία που προκαλεί η επιθυμία που εκτροχιάζεται, και αποχαλινωμένη θέτει σε κίνηση ένα σισύφειο μαρτύριο. Ο Brandon (του συγκλονιστικού Μάικλ Φασμπέντερ) είναι νέος, επιτυχημένος, όμορφος και μόνος∙ μόνος στον πιο βαθύ πυρήνα του είναι του. Αυτάρκης, ανεξάρτητος, εξασφαλίζει με τις δυνάμεις του τα μέσα μιας πολυτελούς διαβίωσης απ’ την οποία είναι εντελώς αποκλεισμένο το συναίσθημα και οι αυθεντικοί ανθρώπινοι δεσμοί. Δεν χρειάζεται κανέναν, το μόνο που τον απασχολεί είναι το σεξ: σεξ με γνωριμίες της μιας βραδιάς, με πόρνες, με όποιο θηλυκό βρεθεί στο διάβα του και μπορεί να κατακτήσει ή να πληρώσει∙ αρκεί αυτό το σεξ να μην έχει συνέχεια, να μην οδηγεί σε κάποιου είδους συναισθηματική δέσμευση. Η μοναξιά του είναι το βασίλειό του, εντός του οποίου δεν αφήνει κανένα άλλο ανθρώπινο ον να εισέλθει. Μέχρι τη στιγμή που θα τον επισκεφτεί η αδερφή του.
Η αιφνίδια έλευση της νεαρής Sissy στο διαμέρισμα του Brandon (που θα έχει τη μορφή εισβολής, κυριολεκτικά), θα διαταράξει την, έτσι κι αλλιώς, επισφαλή ισορροπία της καθημερινότητας του μοναχικού εργένη∙ γιατί η Sissy (μια επίσης καταπληκτική Κάρεϊ Μάλιγκαν), σε αντίθεση με τον αδερφό της, είναι υπερβολικά ανθρώπινη, υπερβολικά ζωντανή, συνεπώς ενοχλητική για έναν τύπο όπως ο Brandon. Γεμάτη ανασφάλειες, φοβισμένη αλλά και θαρραλέα ταυτόχρονα, χωρίς σταθερή δουλειά και στέγη (είναι τραγουδίστρια που περιπλανιέται) με μια απέραντη ανάγκη να αγαπήσει και να αγαπηθεί, η Sissy είναι αποφασισμένη να ταρακουνήσει τον αδερφό της, να τον κάνει να αισθανθεί κάτι, οτιδήποτε. Όμως ο Brandon τρέμει το συναίσθημα, η ψυχή γι’ αυτόν είναι μια επικίνδυνη ήπειρος, την οποία δεν τολμα να εξερευνήσει∙ το κορμί, απ’ την άλλη, είναι κάτι που ξέρει, κάτι που μπορεί να διαχειριστεί: ικανοποιείται εύκολα, το προσφέρεις και σου το προσφέρουν άμεσα, είναι ένα εργαλείο ηδονής που λειτουργεί, που δεν ξεγελιέται, ούτε ξεγελάει. Περιχαρακωμένος στο κορμί, δέσμιος της αχόρταγης σάρκας του που μονίμως τον εξαπατά γιατί δεν εκπληρώνει όσα υπόσχεται (το αντικείμενο της επιθυμίας της σάρκας ανανεώνεται διαρκώς, δεν είναι ποτέ οριστικό και ορισμένο, αποτελεί ένα φάντασμα ουσιαστικά, μια φαντασίωση που ανακυκλώνεται : είναι φευγαλέο, ανώνυμο, γενικό, αφηρημένο, το οποιοδήποτε ποθητό γυναικείο σώμα. Η αγάπη, αντίθετα, είναι πάντα αγάπη για τον συγκεκριμένο άνθρώπο, για μία γυναίκα, για ένα πρόσωπο : γι' αυτό και προσφέρει διέξοδο, επειδή θέτει ένα τέρμα, ένα όριο ―υπό τη μορφή ενός ονόματος― στο ανώνυμο και απρόσωπο της τυφλής ―στα πρόσωπα και τα ονόματα― σαρκικής επιθυμίας), ο σεξουαλικά ακόρεστος αυτός γιάπης ξεχνάει ότι, εν αντιθέσει με τα ζώα που είναι το σώμα τους, ο άνθρωπος έχει ένα σώμα, πράγμα που περιπλέκει υπερβολικά τα πράγματα. Θέλοντας και μη, η ψυχή καιροφυλακτεί μόνιμα πίσω απ’ τα παράθυρα του κορμιού, έτοιμη να κάνει την εμφάνισή της και να εκθέσει τα τραύματά της μόλις η σάρκα χορτάσει προσωρινά. Κι όσο περισσότερο θρέφει τη σάρκα του ο Brandon, τόσο λιμοκτονεί η ψυχή του.
Ωστόσο η προβληματική του «Shame» είναι απείρως περιπλοκότερη ―και πολύ πιο ενδιαφέρουσα― απ’ ό,τι θα άφηνε να διαφανεί μια επιφανειακή αντίληψη που θα του απέδιδε την πρόθεση να αναμασήσει κοινοτοπίες περί της έκλειψης του συναισθήματος και των ουσιαστικών ανθρώπινων δεσμών στην εποχή της κυριαρχίας του ατομικισμού και του ηδονιστικού καπιταλισμού. Όπως το σημειολογικά συγγενές «Tελευταίο τανγκό στο Παρίσι» (απ’ το οποίο οπωσδήποτε εμπνέεται το αριστούργημα του Μακ Κουίν ― ακόμα κι ο ήρωας του λέγεται Brando(n), παραπέμποντας έτσι στον Μάρλον Μπράντο και την εμβληματική του ερμηνεία στο σπουδαίο έργο του Μπερτολούτσι), το «Shame» μιλάει για το σεξ ως αντιστάθμισμα, ως ανεπαρκές παυσίπονο και παυσίλυπο μιας ψυχής που υποφέρει. Με ψυχαναλυτικούς όρους, ο Brandon δεν κυνηγάει την ικανοποίηση αλλά την «απόλαυση» με τη έννοια που δίνει στη λέξη ο Λακάν: ο εθισμός του, η σεξουαλική του βουλιμία, η αέναη κυκλική πορεία απ’ το κενό στην επιθυμία, μετά στην ηδονή κι έπειτα πάλι στο κενό (αφού, όπως είπαμε παραπάνω, το αντικείμενο της απόλαυσης είναι κάτι που διαρκώς διαφεύγει), καταλήγει να τον καταστρέφει ― αλλά αυτή ακριβώς την αυτοκαταστροφή απολαμβάνει, καθώς η ερωτική ενόρμηση γίνεται ένα με το ένστικτο θανάτου (όπως φαίνεται ξεκάθαρα στη σκηνή όπου ο Brandon προκαλεί έναν τύπο σ’ ένα μπαρ, φλερτάροντας αδιάντροπα την κοπέλα του, κι ύστερα λέγοντάς του τι είχε σκοπό να της κάνει. Καταλαβαίνει κανείς πως εκείνη τη στιγμή επιζητά τον πόνο, όχι την ηδονή, θέλει να φάει ξύλο). Σε μια εποχή όπου η επιταγή της απόλαυσης διαπερνά το κοινωνικό πεδίο απ’ άκρη σ’ άκρη (της απόλαυσης και όχι της ικανοποίησης, διότι η αυθεντική ικανοποίηση είναι σοβαρός κίνδυνος για την εύρυθμη λειτουργία του καπιταλισμού), η περίπτωση του Brandon γίνεται σύμβολο μιας γενικότερης κατάστασης.
«Ελλείψει αγάπης, τίποτα δεν καθαγιάζεται» γράφει ο Μισέλ Ουελμπέκ στην Πλατφόρμα, κι αυτή ακριβώς είναι η περίπτωση στο «Shame» (που θα μπορούσες να το χαρακτηρίσεις «ουελμπεκικό» φιλμ, στις κοινωνιολογικές επισημάνσεις του). Εδώ, μεταξύ άλλων, πρόκειται και για ένα συνταρακτικό έργο πάνω στην αστική μοναξιά, στο υπαρξιακό αδιέξοδο του ατομικισμού, κι ο Μακ Κουίν στήνει σπουδαίες σεκάνς για να υποβάλει αυτή την αίσθηση της ερήμωσης ενός αδέσποτου σώματος μέσα στο μεταλλικό αστικό τοπίο όπου «η σάρκα εθλίβη», όπως γράφει ο Μαλαρμέ στο ποίημά του, «Θαλασσινή αύρα». Η εσωτερική περιπέτεια αυτού του σεξουαλικού ναρκομανούς μέσα στην αδιάφορη πόλη (κάθε περιπέτεια της σάρκας, είναι πρωτίστως μια περιπέτεια της ψυχής), αποδίδεται με απαράμιλλο στιλιστικά τρόπο, και με μια ποίηση των εικόνων που μόνο στο μεγάλο σινεμά συναντάς (τίποτα δεν θα ήταν το ίδιο, βέβαια, ως αίσθηση, αν έλλειπε η συγκλονιστική μουσική του Harry Escott). Κι ο Μάικλ Φασμπέντερ δεν είναι τίποτα λιγότερο από σπουδαίος, στην απεικόνισή του όχι του εθισμού όπως λανθασμένα γράφτηκε (δεν είναι μια ταινία για τον εθισμό το «Shame»∙ είναι μια ταινία για την ανικανότητα ενός ανθρώπου ν’ αγαπήσει και να σωθεί), αλλά του τρόμου μιας ύπαρξης που δεν ανοίγεται στον Άλλο, που εκτοπίζει τον Άλλο και αυτοτιμωρείται γι’ αυτό τον αποκλεισμό απολαμβάνοντας μέχρι ―συναισθηματικού― θανάτου.
Στη μοναδική σκηνή της ταινίας που ο Brandon προσπαθεί να κάνει σεξ με συναίσθημα, αποτυγχάνει. Είναι γιατί φοβάται ότι θα συνδεθεί, ότι θ’ αρχίσει να εξαρτάται, ότι θα κινδυνεύσει να μοιραστεί. Ως χαρακτηριστικός τύπος της εποχής του και της κοινωνίας του («We're not bad people. We just come from a bad place», θα ακούσουμε τη Sissy να λέει σε μια απ’ τις πιο σπαρακτικές σκηνές του φιλμ), τρομοκρατείται απ’ τον έρωτα, γιατί ο έρωτας είναι ταξίδι στην ετερότητα χωρίς εγγυήσεις, ρίσκο, δυνατότητα να χάσεις τον εαυτό σου για να τον ξαναβρείς στην βαθύτερη αλήθεια του. Ο ανθρωπότυπος του Brandon προτιμάει την απρόσωπη καύλα και τη στείρα ηδονή: η ηδονή δεν θέτει ζήτημα απώλειας του εαυτού, μετά από ένα σημείο καταλήγει να σε φυλακίζει στον εαυτό. Αυτό εξηγεί, ενδεχομένως, γιατί ο σύγχρονος κόσμος αποτελείται από αποκλεισμένες μονάδες που απολαμβάνουν χωρίς να ικανοποιούνται και δυσκολεύονται τρομερά να αγαπήσουν. Υπό αυτή την έννοια, ο κόσμος του Brandon, που έχει αποσυνδέσει το σεξ από τον έρωτα, είναι καταδικασμένος σε ναρκισιστικό θάνατο, σ’ έναν ατέλειωτο αυνανισμό με εργαλείο το σώμα του άλλου.
Στο αριστουργηματικό φινάλε, όπου η αφήγηση έχει διαγράψει έναν πλήρη κύκλο, ο Brandon ξανασυναντά στο μετρό τη γυναίκα της πρώτης σκηνής. Κοιτάζονται, υπάρχει αναγνώριση, του χαμογελάει ξανά∙ κάποια στιγμή εκείνη σηκώνεται και πάλι και πάει στον στύλο, περιμένοντάς τον, ίσως πιο αποφασισμένη αυτή τη φορά να ενδώσει, να μην φοβηθεί την επιθυμία της. Ο Brandon χαμογελάει αμφίσημα και η ταινία κλείνει εκεί. Όπως λέει ο Σαρτρ, «η ζωή ξεκινάει στην άλλη όχθη της απελπισίας». Ίσως μετά την κατάρρευση, την αποδοχή της ήττας, το καθαρτήριο κλάμα, ο Brandon να είναι σε θέση να πάει παρακάτω∙ ή ίσως να τελειώσουν πάλι όλα μ’ ένα πήδημα. Κανείς δεν ξέρει. Σ’ αυτό έγκειται η απαραμείωτη γοητεία των πραγμάτων.