Ανρί-Ντεζιρέ Λαντρί: Δολοφόνος με ειδίκευση στις ηλικιωμένες

Η αφίσα της ταινίας, με την επισήμανση: «Ο Τσάπλιν αλλάζει!»
Η αφίσα της ταινίας, με την επισήμανση: «Ο Τσάπλιν αλλάζει!»




Ένας κομψός, σίγουρος για τον εαυτό του αλλά κατά βάθος κυνικός άνθρωπος, στηρίζει την οικογένειά του με ένα τρόπο που αντιβαίνει τους πιο βασικούς ηθικούς και νομικούς κανόνες: Παντρεύεται και στη συνέχεια δολοφονεί πλούσιες γυναίκες, για να κληρονομήσει την περιουσία τους. Αυτός είναι ο «Κύριος Βερντού» (1947), που έγραψε, σκηνοθέτησε και πρωταγωνιστεί ο Τσάρλι Τσάπλιν. Μια μαύρη κωμωδία, που ξεχωρίζει από τις υπόλοιπες ταινίες του σπουδαίου δημιουργού.

Είχαν προηγηθεί οι «Μοντέρνοι καιροί» (1936), ιδιοφυής σάτιρα της εκβιομηχάνισης και της κυριαρχίας των μηχανών στην παραγωγή. Ακολούθησε, με την έκρηξη του Β΄ παγκοσμίου πολέμου, ο «Μεγάλος Δικτάτορας» (1940) όπου υποδύθηκε διπλό ρόλο, ως εβραίος μπαρμπέρης και ως δικτάτορας – παρωδία του Αδόλφου Χίτλερ. Επτά χρόνια αργότερα είχε το θάρρος και το θράσος να κάνει μια μαύρη κωμωδία για έναν κατά συρροή δολοφόνο, τον κύριο Βερντού. Ο ίδιος έχει γράψει στην αυτοβιογραφία του ότι θεωρεί την ταινία αυτή ως «την πιο έξυπνη και εξαιρετική» στην καριέρα του.

Βασική θέση του Τσάπλιν σε αυτό τον αμφιλεγόμενο ρόλο, ήταν ότι τα εγκλήματα του πρωταγωνιστή δεν ήταν χειρότερα από τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν στον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, ο οποίος είχε μόλις τελειώσει. Μια (εξ)αιρετική άποψη, που στέρησε από την ταινία την αποδοχή του κοινού και την εισπρακτική επιτυχία. Όχι όμως και την καλλιτεχνική αναγνώριση, αφού τιμήθηκε με διάφορα βραβεία και ήταν υποψήφια για το Όσκαρ Καλύτερου Πρωτότυπου Σεναρίου.

Το σενάριο που έγραψε ο Τσάπλιν, βασίστηκε σε μια παλαιότερη ιδέα του Όρσον Γουέλες. Ο δημιουργός του «Πολίτη Κέιν» ήθελε να μεταφέρει στην οθόνη τη ζωή του διαβόητου Γάλλου Ανρί-Ντεζιρέ Λαντρί, ο οποίος οδηγήθηκε το 1922 στην γκιλοτίνα για τις δολοφονίες διαφόρων γυναικών. Ο Γουέλες πρότεινε στον Τσάπλιν να γίνει ο πρωταγωνιστής στην ταινία που σκεφτόταν να γυρίσει, αλλά εκείνος αρνήθηκε. Αντί για αυτό, αγόρασε τα δικαιώματα της ιδέας και μετέτρεψε το αστυνομικό θρίλερ που είχε κατά νου ο Γουέλες, σε μια –κλασική πλέον- μαύρη κωμωδία. Ο Ανρί Βερντού του Τσάπλιν ήταν για 30 χρόνια υπάλληλος τραπέζης, πριν απολυθεί λόγω της οικονομικής κρίσης. Για να μπορέσει να συντηρήσει τη γυναίκα του και το παιδί του, αλλάζει επαγγελματικό προσανατολισμό: Παντρεύεται με ψεύτικες ταυτότητες και στη συνέχεια δολοφονεί ηλικιωμένες γυναίκες, κυρίως χήρες, βάζοντας χέρι στην περιουσία τους. Πέρα από τους γάμους και τις δολοφονίες ηλικιωμένων γυναικών, η ομοιότητα του Λαντρί με τον Βερντού εξαντλείται στο μικρό τους όνομα. Ανρί και οι δύο, μόνο που ο πραγματικός είχε ως προσθήκη το Ντεζιρέ, τουτέστιν Επιθυμητός. Η εικόνα του, ωστόσο, σε σύγκριση με εκείνη του Βερντού, κάνει πολύ πιο επιθυμητό τον κινηματογραφικό «εκπρόσωπο». Ο Βερντού είναι κομψός, γοητευτικός και χαριτωμένος, με λεπτό μουστάκι δανδή. Ο Λαντρί ήταν κοντός, φαλακρός και άσχημος, με μια μακριά γενειάδα. Ο γαλλικός Τύπος, μάλιστα, τον ονόμασε «Κυανοπώγωνα», από το γνωστό γενειοφόρο χαρακτήρα της ιστορίας του Σαρλ Περό που είχε σκοτώσει διάφορες συζύγους του.

Οι διαφορές τους δεν τελειώνουν εδώ. Ο Βερντού είναι τραπεζικός υπάλληλος. Ο Λαντρί έκανε διάφορες δουλειές, από επισκευές ποδηλάτων, μέχρι μετακομίσεις. Ακόμα και στον αριθμό των φόνων διέφερε ο αληθινός από τον κινηματογραφικό χαρακτήρα. Ο Βερντού σκοτώνει δύο γυναίκες και αποπειράται να δολοφονήσει άλλες δύο. Αντιθέτως, η λίστα των θυμάτων του Λαντρί ήταν πολύ μεγαλύτερη: συνολικά 15 γυναίκες, συν τον γιο μιας από αυτές επειδή υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας του φόνου. Η υπόγεια σύνδεση με το διαβόητο Γάλλο εγκληματία πιστοποιείται και από το γαλλικό τίτλο με τον οποίο κυκλοφόρησε η –αμερικανική, κατά τα λοιπά- ταινία: «Monsieur Verdoux».

Η ζωή του πραγματικού δολοφόνου υπήρξε δαιδαλώδης. Όταν απέτυχε στις διάφορες δουλειές με τις οποίες ασχολήθηκε (έχοντας περάσει και 7 χρόνια στη φυλακή για κλοπές και άλλα αδικήματα), ο Ανρί-Ντεζιρέ Λαντρί αποφάσισε να εκμεταλλευτεί ένα άλλο ταλέντο: να ξελογιάζει ηλικιωμένες γυναίκες με την υπόσχεση του γάμου, προκειμένου να καρπωθεί την περιουσία τους. Η μέθοδός του ήταν απλή. Δημοσίευε στις εφημερίδες μια αγγελία στην οποία παρουσιαζόταν ως ευκατάστατος χήρος με καλή κοινωνική θέση που επιθυμούσε να ξαναφτιάξει τη ζωή του με κάποια γυναίκα, χήρα κατά προτίμηση, ανάλογης οικονομικής επιφάνειας.

Η εγκληματική σταδιοδρομία του Λαντρί ξεκίνησε το 1914, όταν νοίκιασε μια βίλα στο Βερνουγιέ, 24 χιλιόμετρα έξω από το Παρίσι, όπου δολοφόνησε τα τέσσερα πρώτα θύματά του. Το 1915 άλλαξε στέκι, νοικιάζοντας μια άλλη βίλα στο Γκαμπέ, νοτιοδυτικά του Παρισιού. Εκεί, στο διάστημα 1915 – 1919 σκότωσε άλλες 11 γυναίκες, πριν τον συλλάβει η αστυνομία δίνοντας τέλος σε αυτό το αιματηρό γαϊτανάκι. Τελευταία στη μακρά σειρά των φόνων ήταν η Μαρί-Τερέζ Μαρσαντιέ, που εξαφανίστηκε στις 15 Ιανουαρίου 1919. Οι συγγενείς της άρχισαν να την ψάχνουν και τα ίχνη οδήγησαν στον Λαντρί, ο οποίος συνελήφθη ανήμερα των 50ών γενεθλίων του. Στις έρευνες που έγιναν στην βίλα του, βρέθηκε ένα σημειωματάριο στο οποίο περιέχονταν ονόματα και προσωπικά στοιχεία 283 γυναικών, ενώ σε ένα φούρνο στο υπόγειο ανακάλυψαν ανθρώπινα οστά. Το Νοέμβριο του 1921, ο Λαντρί καταδικάστηκε σε θάνατο και στις 25 Φεβρουαρίου του επομένου έτους οδηγήθηκε στην γκιλοτίνα της Βαστίλης. Το κομμένο κεφάλι του εκτίθεται σήμερα στο μακάβριο Μουσείο του Θανάτου, στο Χόλιγουντ.

«Ο Τσάπλιν αλλάζει» Η αλλαγή αφορούσε τη μετάβαση από την πασίγνωστη  εικόνα του αλήτη, σε εκείνη του δανδή δολοφόνου (φωτο: αρχείο Τσάπλιν): Τα κοστούμια του ενδυματολόγου Ντριού Τέτρικ υπογραμμίζουν αυτή τη δραστική αλλαγή. Στους εισαγωγικούς τίτλους η ταινία δηλώνεται ως «Μια κωμωδία φόνων» Ο Βερντού της μυθοπλασίας: Κομψός, γοητευτικός, χαριτωμένος, με λεπτό μουστάκι δανδή. Ο Λαντρί της πραγματικής ζωής: Κοντός, φαλακρός και άσχημος, με γενειάδα που του προσέδωσε τον χαρακτηρισμό «Κυανοπώγων». Ο κομψός θηρευτής προς άγραν μιας (ακόμα) ηλικιωμένης. Ο κύριος Βερντού ετοιμάζει ένα δηλητήριο για εξόντωση βλαβερών ζώων, το οποίο δοκίμασε με επιτυχία στις ανύποπτες συζύγους του. Ο Ανρί Βερντού με ένα από τα υποψήφια θύματά του… …και με μία γυναίκα που γλύτωσε από τα χέρια του χωρίς να το καταλάβει. Ο Ανρί-Ντεζιρέ Λαντρί την ημέρα του γάμου του με το επόμενο θύμα. Ο σφραγισμένος φούρνος με το φρικτό περιεχόμενο βρέθηκε στο υπόγειο του Λαντρί. Το τελευταίο, παρ’ ολίγον θύμα του Λαντρί καταθέτει στην πολύκροτη δίκη. Ο Λαντρί με το δικηγόρο του, σε ένα διάλειμμα της δίκης. Το βλέμμα του αποτελεί καθρέφτισμα της σκοτεινής ψυχής του. Ο Λαντρί απευθύνεται στο δικαστήριο με ένα τρόπο που οι εφημερίδες χαρακτήρισαν «θέατρο της πεντάρας». Αντιθέτως, η συγκλονιστική απολογία του κυρίου Βερντού έθιξε κάποιες σκληρές αλήθειες. Η γκιλοτίνα έγραψε το τέλος του Ανρί-Ντεζιρέ Λαντρί. Παρόμοια ήταν η τύχη του «ομολόγου» του, Ανρί Βερντού… … με το φακό να ακολουθεί τον Βερντού στον τόπο εκτέλεσης, σηματοδοτώντας ταυτόχρονα το τέλος της ταινίας.

 

 

Ο χαρακτήρας που έπλασε ο Τσάρλι Τσάπλιν, διέφερε από τον στυγερό δολοφόνο της αληθινής ζωής. Ο Βερντού δεν είναι το τέρας που περιμένει κάποιος να δει στην οθόνη, ούτε οι πράξεις του είναι αποτέλεσμα κυνισμού και ψυχρών υπολογισμών. Ως μοναδικό κίνητρο είχε την οικονομική στήριξη της ανήμπορης, λόγω αναπηρίας, γυναίκας του και του ανήλικου παιδιού τους. Η ματιά του Τσάπλιν περιείχε μια ειρωνεία και ένα σαρκασμό, που δεν ήταν αποδεκτά την εποχή που προβλήθηκε η ταινία. Είναι χαρακτηριστικό ότι η επιτροπή ελέγχου ταινιών στο Χόλιγουντ (γνωστή με τα αρχικά ΜΡΑΑ), αρνήθηκε αρχικά να εγκρίνει το σενάριο, που υποβλήθηκε ως «μια κωμωδία φόνων», χαρακτηρίζοντάς το «απαράδεκτο». Σύμφωνα με το σκεπτικό της επιτροπής: «…Σε αυτό το κατηγορητήριο του κοινωνικού συστήματος και των θεσμών, ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος αιτιολογεί τα εγκλήματα του Βερντού, θέτοντας τους δικούς τους ηθικούς όρους».

Ποιοι ήταν αυτοί οι –απαράδεκτοι για τους λογοκριτές- ηθικοί όροι; Η απάντηση βρίσκεται σε μια φράση που απευθύνει ο Βερντού στους δικαστές, κατά τη διάρκεια της απολογίας του: «Ένας φόνος κάνει έναν άνθρωπο κακό. Εκατομμύρια φόνοι, τον κάνουν ήρωα… Οι αριθμοί καθαγιάζουν». Αυτή η ιστορική φράση, ειπωμένη από τον Άγγλο επίσκοπο και θερμό υποστηρικτή της κατάργησης της θανατικής ποινής, Μπίλμπι Πορτέους (1731-1809), μπήκε σκόπιμα στο σενάριο, αποτελώντας το βαθύτερο πυρήνα της ταινίας. Η απολογία του Βερντού είναι ταυτόχρονα η καταγγελία του Τσάπλιν. Τα λόγια του κατηγορούμενου είναι λόγια του ίδιου του σκηνοθέτη, ο οποίος στιγματίζει την υποκρισία μιας κοινωνίας που προκάλεσε εκατόμβες θυμάτων στους δύο παγκοσμίους πολέμους: «…Ως προς το ότι θεωρούμαι κατά συρροή δολοφόνος, μήπως δεν ενθαρρύνει κάτι τέτοιο ο κόσμος; Δεν κατασκευάζει όπλα καταστροφής, με μοναδικό σκοπό τους μαζικούς σκοτωμούς, και μάλιστα, με πολύ επιστημονικό τρόπο; Εγώ, συγκριτικά, είμαι ένας απλός ερασιτέχνης».



Το πρωτότυπο τρέιλερ της ταινίας:


ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: