Κίτρινες μπαλαρίνες

Χορεύτρια του Εντγκάρ Ντεγκά, 1883 (παστέλ, 59 x 62 εκ.)
Χορεύτρια του Εντγκάρ Ντεγκά, 1883 (παστέλ, 59 x 62 εκ.)


Οι κί­τρι­νες μπα­λα­ρί­νες σου εί­ναι πά­λι αφη­μέ­νες στο πλάι της πόρ­τας. Δί­πλα στα πα­τά­κια. Μπρο­στά από την τσά­ντα του σχο­λεί­ου μου.
Για να τις φο­ρέ­σεις βά­ζεις μέ­σα εφη­με­ρί­δα για­τί έχουν ξε­χει­λώ­σει και σου πλέ­ουν. Την πιέ­ζεις με το δά­χτυ­λο, να την κρύ­ψεις κα­λά για να απο­φύ­γεις τα πε­ρί­ερ­γα βλέμ­μα­τα μέ­σα στο λε­ω­φο­ρείο.
Οι μύ­τες εί­ναι φθαρ­μέ­νες, το χρώ­μα έχει χα­θεί. Την Κυ­ρια­κή προ­σπά­θη­σες να τις βά­ψεις με τον κί­τρι­νο μαρ­κα­δό­ρο μου. Τον πέ­τα­ξα αμέ­σως με­τά, να μην τον ξα­να­βρείς.
Κό­βεις λί­γο λί­γο και τις άκρες από τα φιο­γκά­κια για­τί ξε­φτά­νε πια. Ήταν άλ­λο­τε με­γά­λα και σχη­μά­τι­ζαν ένα ολο­στρόγ­γυ­λο οχτώ. Σε λί­γο και­ρό θα ανα­γκα­στείς να τα ξε­ρι­ζώ­σεις. Θα μεί­νει μό­νο μια τρύ­πα. Μαύ­ρη, μι­κρή.
Και αν στη δεί­ξω και σου πω τρύ­πη­σαν μα­μά, θα χα­μο­γε­λά­σεις και θα πεις τέ­λεια τώ­ρα θα αε­ρί­ζο­νται τα πό­δια μου!
Και αν σε ρω­τή­σω για­τί δεν παίρ­νεις άλ­λες, δεν μας πε­ρισ­σεύ­ουν θα απα­ντή­σεις και τί­πο­τα άλ­λο. Δε μι­λάς πο­λύ.
Κά­νω σχέ­δια να τις εξα­φα­νί­σω ένα βρά­δυ που θα κοι­μά­σαι.
Να τις θά­ψω μέ­σα στη με­γά­λη γλά­στρα με τον φί­κο, να τις πο­τί­ζου­με, να λιώ­σουν με τα χρό­νια.
Να τους βά­λω φω­τιά μέ­σα στο τσί­γκι­νο λε­κα­νά­κι που καί­με το βαμ­βά­κι με το οι­νό­πνευ­μα να ζε­στά­νου­με το μπά­νιο, να μεί­νει μό­νο στά­χτη. Κι ύστε­ρα να βρά­σω νε­ρό με κα­νέ­λα και φλού­δα πορ­το­κα­λιού για να διώ­ξω την μυ­ρω­διά απ’ το κα­μέ­νο δέρ­μα, πριν προ­λά­βεις να το μυ­ρι­στείς.
Κι εί­ναι φο­ρές που με πιά­νει μια τρέ­λα και σκέ­φτο­μαι να τις κό­ψω με ένα ψα­λί­δι σε μι­κρο­σκο­πι­κά τρι­γω­νά­κια, να τις κά­νω κομ­φε­τί, να τις φυ­λά­ξω σ’ ένα που­γκί και μια νύ­χτα να τις σκορ­πί­σω στο πάρ­τι ενός φί­λου. Να χο­ρεύ­ου­με, να ξε­φα­ντώ­νου­με και οι κί­τρι­νες μπα­λα­ρί­νες σου να πέ­φτουν βρο­χή πά­νω στα ιδρω­μέ­να μας πρό­σω­πα.
Σε φα­ντά­ζο­μαι σκυ­φτή πά­νω από το κε­νό τους. Στο πλάι της εξώ­πορ­τας. Δί­πλα στα πα­τά­κια. Μπρο­στά από την τσά­ντα του σχο­λεί­ου μου. Να μην ξέ­ρεις τι να φο­ρέ­σεις. Το λε­ω­φο­ρείο θα φύ­γει χω­ρίς εσέ­να, το μα­γα­ζί θα μεί­νει κλει­στό.

                    Ο κό­σμος να χα­λά­σει πρέ­πει να πάω στη δου­λειά, θα πεις.

Θα σε τρα­βή­ξω από τη φού­στα για να σου πω τα νέα.

                        Ο κό­σμος χά­λα­σε μα­μά. Πέ­τα τις μπα­λα­ρί­νες, μεί­νε σπί­τι.

Και αν δεν μ’ ακού­σεις τι;
Θα με πιά­σει η ανη­συ­χία μου. Και αν φύ­γεις χω­ρίς πα­πού­τσια, έτσι ξυ­πό­λυ­τη, έτσι γυ­μνή;
Και πώς να ομο­λο­γή­σω για το κομ­φε­τί;
Θα με φά­ει η ντρο­πή.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: