Οι κίτρινες μπαλαρίνες σου είναι πάλι αφημένες στο πλάι της πόρτας. Δίπλα στα πατάκια. Μπροστά από την τσάντα του σχολείου μου.
Για να τις φορέσεις βάζεις μέσα εφημερίδα γιατί έχουν ξεχειλώσει και σου πλέουν. Την πιέζεις με το δάχτυλο, να την κρύψεις καλά για να αποφύγεις τα περίεργα βλέμματα μέσα στο λεωφορείο.
Οι μύτες είναι φθαρμένες, το χρώμα έχει χαθεί. Την Κυριακή προσπάθησες να τις βάψεις με τον κίτρινο μαρκαδόρο μου. Τον πέταξα αμέσως μετά, να μην τον ξαναβρείς.
Κόβεις λίγο λίγο και τις άκρες από τα φιογκάκια γιατί ξεφτάνε πια. Ήταν άλλοτε μεγάλα και σχημάτιζαν ένα ολοστρόγγυλο οχτώ. Σε λίγο καιρό θα αναγκαστείς να τα ξεριζώσεις. Θα μείνει μόνο μια τρύπα. Μαύρη, μικρή.
Και αν στη δείξω και σου πω τρύπησαν μαμά, θα χαμογελάσεις και θα πεις τέλεια τώρα θα αερίζονται τα πόδια μου!
Και αν σε ρωτήσω γιατί δεν παίρνεις άλλες, δεν μας περισσεύουν θα απαντήσεις και τίποτα άλλο. Δε μιλάς πολύ.
Κάνω σχέδια να τις εξαφανίσω ένα βράδυ που θα κοιμάσαι.
Να τις θάψω μέσα στη μεγάλη γλάστρα με τον φίκο, να τις ποτίζουμε, να λιώσουν με τα χρόνια.
Να τους βάλω φωτιά μέσα στο τσίγκινο λεκανάκι που καίμε το βαμβάκι με το οινόπνευμα να ζεστάνουμε το μπάνιο, να μείνει μόνο στάχτη. Κι ύστερα να βράσω νερό με κανέλα και φλούδα πορτοκαλιού για να διώξω την μυρωδιά απ’ το καμένο δέρμα, πριν προλάβεις να το μυριστείς.
Κι είναι φορές που με πιάνει μια τρέλα και σκέφτομαι να τις κόψω με ένα ψαλίδι σε μικροσκοπικά τριγωνάκια, να τις κάνω κομφετί, να τις φυλάξω σ’ ένα πουγκί και μια νύχτα να τις σκορπίσω στο πάρτι ενός φίλου. Να χορεύουμε, να ξεφαντώνουμε και οι κίτρινες μπαλαρίνες σου να πέφτουν βροχή πάνω στα ιδρωμένα μας πρόσωπα.
Σε φαντάζομαι σκυφτή πάνω από το κενό τους. Στο πλάι της εξώπορτας. Δίπλα στα πατάκια. Μπροστά από την τσάντα του σχολείου μου. Να μην ξέρεις τι να φορέσεις. Το λεωφορείο θα φύγει χωρίς εσένα, το μαγαζί θα μείνει κλειστό.
Ο κόσμος να χαλάσει πρέπει να πάω στη δουλειά, θα πεις.
Θα σε τραβήξω από τη φούστα για να σου πω τα νέα.
Ο κόσμος χάλασε μαμά. Πέτα τις μπαλαρίνες, μείνε σπίτι.
Και αν δεν μ’ ακούσεις τι;
Θα με πιάσει η ανησυχία μου. Και αν φύγεις χωρίς παπούτσια, έτσι ξυπόλυτη, έτσι γυμνή;
Και πώς να ομολογήσω για το κομφετί;
Θα με φάει η ντροπή.