Έχουμε επισκέπτες από τη Φιλιππούπολη, τη θεία Άσια και τον παππού Μανόλη. Για το υπόλοιπο σόι είμαστε οι «πρωτευουσιάνοι». Ζούμε στη Σόφια και συχνά δεχόμαστε επισκέψεις. Επισκέψεις που αλλάζουν για λίγο τον συνηθισμένο ρυθμό της ζωής μας. Εγώ το χαίρομαι. Με συνεπαίρνει η αναστάτωση που φέρνουν μαζί τους οι επισκέπτες. Η θεία Άσια είναι η σύντροφος του παππού, ο μπαμπάς έτσι λέει. Δεν καταλαβαίνω όμως αφού ζει με τον παππού γιατί πρέπει να την φωνάζω θεία και όχι γιαγιά. Η αλήθεια είναι πως δείχνει νέα για να είναι γιαγιά. Γνωρίζω καλά πώς είναι οι γιαγιάδες. Τις έχω δει σε φωτογραφίες, γριές, ρυτιδιασμένες και πάντα τυλιγμένες με μαντίλα. Το πρόσωπο της θείας είναι λείο και δεν φοράει μαντίλα.
Η θεία Άσια είναι Ρωσίδα. Από τους «λευκούς» (η παράταξη των ηττημένων του ρώσικου εμφυλίου 1918-1921) διευκρινίζει ο μπαμπάς και κάθε φορά που γίνεται κουβέντα για τον παππού Μανόλη αναρωτιέται: «Αντάρτης άνθρωπος, πού πήγε και έμπλεξε με τους λευκούς Ρώσους εμιγκρέδες;» Η απορία του πατέρα μου για τους λευκούς Ρώσους εμιγκρέδες με μπερδεύει. Το ότι οι Ρώσοι είναι λευκοί το ξέρω, κάτι άλλο θα εννοεί ο μπαμπάς. Μικρός είμαι και κάποια πράματα δυσκολεύομαι να τα συνδυάσω. Ετοιμάζομαι να κάνω κάποιες συμπληρωματικές ερωτήσεις. Με προλαβαίνει ο αδερφός μου και με μια σφαλιάρα στο σβέρκο μου δίνει να καταλάβω πως αυτή τη στιγμή πρέπει να κρατήσω το στόμα μου κλειστό. Μετά σκύβει και μου ψιθυρίζει στο αυτί «Άσ' το αυτό! Δεν θα καταλάβεις. Είναι από τα πολύ παλιά χρόνια. Από το 1917». Δείχνει όντως παλιό. Γνωρίζω πως έχουμε 1966. Καταφέρνω να καταπολεμήσω το χάος που πάει να εγκατασταθεί στο κεφάλι μου κάνοντας τον απλό συλλογισμό πως αυτοί οι «λευκοί» πρέπει να είναι οι Ρώσοι οπαδοί της ποδοσφαιρικής ομάδας Σλάβια, που φοράει λευκές φανέλες και στην τηλεόραση, όταν μεταδίνουν ποδοσφαιρικό αγώνα, οι σπίκερ τους φωνάζουν «οι λευκοί». Τότε σίγουρα θα υπάρχουν οι «γαλάζιοι Ρώσοι», οι «κόκκινοι Ρώσοι» ακόμα και οι «ασπρόμαυροι Ρώσοι».
Στην προσπάθεια μου να γίνω αρεστός στη θεία Άσια, της τραγουδάω το ρεφρέν, μόνο αυτό ξέρω, από ένα ρώσικο τραγούδι που μαθαίνουμε στον παιδικό «Να υπάρχει πάντα ο ήλιος». Η θεία συνοφρυώνεται κάπως και ψιθυρίζει και αυτή με τη σειρά της κάτι ακατανόητο: «Το τραγούδι δεν είναι ρώσικο, είναι σοβιετικό». Δεν ξέρω αν είναι ρώσικο ή σοβιετικό, ξέρω μόνο πως με το ρεφρέν αυτό εξάντλησα όλο το ρεπερτόριό μου στα ρώσικα.
«Θέλεις να πάμε βόλτα στο κέντρο;», με ρωτάει η θεία Άσια το πρωί όσο ετοιμαζόμουν για τον παιδικό.
Τρελός είμαι να μην το θέλω; Έχω πάει κι άλλες φορές μαζί της, μα και με άλλους επισκέπτες μας από την Ελλάδα, βόλτα στο κέντρο. Είναι καλοκαίρι, τον βαριέμαι τον παιδικό σταθμό και η βόλτα με τη θεία στο κέντρο είναι μία χαρούμενη περιπέτεια για την οποία θα με ζηλεύουν όλοι οι φίλοι μου. Θα κάνω βόλτες με το τραμ, θα φάω παγωτό και μετά όταν έρθει η ώρα να μαζευτούμε θα περάσουμε από τη λέσχη των Ελλήνων πολιτικών προσφύγων όπου θα μας περιμένει ο παππούς. Ο καφετζής της λέσχης είναι φίλος του και πάντα με κερνάει λουκούμι ή υποβρύχιο. Εγώ θα δείξω στη θεία πού είναι η λέσχη. Τη διεύθυνση της λέσχης έχω μάθει να την απαγγέλω απέξω κι ανακατωτά, έτσι το λέει ο μπαμπάς, «Σόφια οδός Σέρντικα 8». Όπου και να με αφήσουν στο κέντρο και με κλειστά μάτια θα τη βρω. Κάπως υπερβάλω για τα κλειστά μάτια, το μέρος όμως το ξέρω καλά. Ας με συγχωρέσει η δασκάλα μου η συντρόφισσα Γκούσεβα, μα η μέρα στον παιδικό σταθμό χωρίς παγωτό υποβρύχιο και βόλτα στο κέντρο φαντάζει πληκτική.
Με τη θεία Άσια στεκόμαστε στην πίσω πλατφόρμα του τραμ και περιμένουμε να ξεκινήσει. Το όχημα είναι από τα παλιά, κόκκινο με ανοιχτή την πόρτα και ωραία ξύλινα καθίσματα περασμένα βερνίκι. Από την πόρτες και τα παράθυρα με τα κατεβασμένα τζάμια μπαίνει ένα ελαφρύ αεράκι που φέρνει τους ήχους και τα αρώματα της πόλης. Από το σκοπευτήριο που είναι δίπλα στο τέρμα της γραμμής έρχεται μουσική. Ακούγεται με πολλά παράσιτα. Τόσα που δεν καταλαβαίνω ποιο είναι το τραγούδι. Αν ήταν φθινόπωρο από τον πάγκο του μικροπωλητή θα έμπαιναν χωρίς εισιτήριο στο τραμ και θα μας συνόδευαν ως το κέντρο το άρωμα ψητής κολοκύθας και κανέλας. Τώρα το καλοκαίρι από παντού έρχεται το άρωμα από τις ανθισμένες φλαμουριές και ακακίες. Έχω την εντύπωση πως το τραμ εκτός από το να κουβαλάει τους ανθρώπους στους προορισμούς τους είναι υποχρεωμένο να ανακατεύει τις μυρωδιές της πόλης. Το έχω πετύχει να μας κουβαλάει από το κέντρο την μυρωδιά φρεσκοπλυμένου πλακόστρωτου.
Με το δεξί μου χέρι κρατιέμαι γερά από την οριζόντια μπρούντζινη χειρολαβή στο πίσω παράθυρο, το αριστερό το έχω χώσει στην παλάμη της θείας. Το χέρι της είναι ζεστό και μαλακό, αφράτο. Κρατάει την παλάμη μου απαλά, χωρίς κάποια επιθυμία επιβολής. Έχουν υπάρξει και περιπτώσεις που το χέρι μου ήταν σαν εξαρθρωμένο. Δεν ξέρω πώς είναι να έχει κανείς το χέρι του εξαρθρωμένο, ακούγεται σαν να πονάει. Ωραία λέξη «εξάρθρωση», την λες και γεμίζει το στόμα σου, κάπου το έχω ακούσει αυτό και το αντέγραψα. Απορώ πως μία λέξη μπορεί να γεμίσει το στόμα. Ένα γιουβαρλάκι μπορεί να το κάνει, για καμία λέξη όμως δεν μπορώ να το φανταστώ. Ο φίλος μου ο Γκρίσα, στον παιδικό, μια φορά εμφανίστηκε με δεμένο το χέρι του. Μας ανακοίνωσε πως έπαθε εξάρθρωση και όλη μέρα φυλαγόταν να μην του χτυπήσουμε το χέρι, ως τη στιγμή που το κοπάνησε μόνος του και έσκουζε για ώρα. Υπάρχει κάτι το ηρωικό στο να έχεις το χέρι σου δεμένο. Ο μπαμπάς είχε για πολύ καιρό δεμένο το πόδι του, και ακόμα σαν να κουτσαίνει λίγο. «Το παλιό τραύμα από το βουνό», έλεγε όταν κουβέντιαζε με τον θείο Τάσο. Οι μεγάλοι συχνά συζητούνε για τα τραύματά τους και για το πώς φτάσανε στην προσφυγιά… Εγώ καθιστός στο πάτωμα κάνω πως δεν τους δίνω σημασία, δείχνω να έχω απορροφηθεί από το παιχνίδι. Τα πιο ενδιαφέροντα πράγματα οι μεγάλοι τα λένε όταν δεν τους προσέχω ή όταν κοιμάμαι.
Από το πίσω τζάμι του τραμ χαζεύω την πόλη να κινείται, παρακολουθώ την παράταξη των κτηρίων στημένα σαν σε στρατιωτική παρέλαση να απομακρύνονται και ο δρόμος να στενεύει πίσω μας. Τα τραμ σαν να παίζουν μεταξύ τους κυνηγητό, μια δυο φορές ο συρμός που μας ακολουθούσε έφτασε πολύ κοντά μας. Τόσο που τρομοκρατημένος έκανα ένα βήμα πίσω. Το πρόσωπο του οδηγού του τραμ στο κάδρο του παρμπρίζ έδειχνε θυμωμένο. Είπα αυτή μου την εντύπωση στην θεία Άσια. Χωρίς να την κοιτάζω νιώθω το χαμόγελό της σαν εισαγωγή στην απάντηση της. «Μπορεί να είναι κουρασμένος. Όταν οι άνθρωποι είναι κουρασμένοι μοιάζουν θυμωμένοι». Κάποιος μέσα μου, που ξέρει να γράφει, καταγράφει αυτά της τα λόγια. Εγώ ακόμα δεν μπορώ να γράφω. Συλλαβίζω όμως ευσυνείδητα όποια πινακίδα βλέπω μπροστά μου. Ζηλεύω, αχ πόσο ζηλεύω τον αδερφό μου που γράφει και διαβάζει άνετα και κρύβεται στα βιβλία που διαβάζει. Συχνά για να τον αφήσω να κρύβεται με την ησυχία του στα βιβλία με διώχνει σαν να διώχνει το γατί του φίλου του Βάλιου. «Τσιτ μικρέ!»
Από όλες τις στάσεις της διαδρομής περισσότερο μου αρέσει η στάση στην οδό Κοζλουντούι. Διασταύρωση. Τα τραμ τρίζοντας και βροντώντας αλλάζουν γραμμές. Μπορώ με τις ώρες να τα παρακολουθώ. Και το απέναντι από τη στάση παλιό ντεπό των τραμ μου αρέσει να το χαζεύω. Πίσω από την μάντρα του κρύβονται τα παλιά τραμ με τις διάστικτες από την σκουριά οροφές, μόνο οι κεραίες σκουριασμένες κι αυτές, που ξεμυτάνε πάνω από την μάντρα σαν αγκάθια σκαντζόχοιρου προδίδουν την κρυψώνα τους.
Παράλληλα με το δρόμο και από τις δύο πλευρές του, υπάρχουν σκιασμένα από ανθισμένες καστανιές, πλατιά πεζοδρόμια. Το ξέρω πως οι καστανιές ανθίζουν μόνο την άνοιξη, μου αρέσει όμως πολύ αυτή η έκφραση «ανθισμένες καστανιές» και την χρησιμοποιώ συχνά, μόνο τον χειμώνα την αποφεύγω. Στην πόλη βρίσκει κανείς και αλλού τέτοια πεζοδρόμια, αυτά εδώ όμως είναι τα αγαπημένα μου. Στην άκρη πλάι στο δρόμο σε σιδερένια πλαίσια είναι τοποθετημένες οι φωτογραφίες των πρωτοπόρων της εργασίας της πόλης μας, ο μπαμπάς μου συχνά χρησιμοποιεί για τους πρωτοπόρους τη βουλγάρικη λέξη ούνταρνικ. Και η φωτογραφία της μαμάς ήταν τοποθετημένη εκεί για εβδομάδες. Η μαμά κι αυτή είναι πρωτοπόρος στη δουλειά της. Μια μέρα μετά τον παιδικό ο μπαμπάς με πήγε να δω τη φωτογραφία της και με περηφάνια μου εξήγησε τι έκανε η μαμά για να την τοποθετήσουν εκεί. Κουνούσα το κεφάλι μου για να δείξω πως καταλαβαίνω όλα αυτά που μου έλεγε. Πρέπει να ομολογήσω όμως πως δεν τα έπιανα όλα, ειδικά τη λέξη ούνταρνικ. Για εμένα τη λέξη ούνταρ (χτύπημα) πάντα την ακολουθεί η λέξη πόνος.
Μετά ο μπαμπάς με πήγε στον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό, συχνά το κάνουμε αυτό. Μου αρέσει πολύ να κοιτάζω τα τρένα. Παλιά μάλιστα ήθελα να γίνω οδηγός τρένου. Μου άρεσε να βλέπω τους μηχανοδηγούς να στέκονται ακουμπισμένοι στο πλαίσιο του παράθυρου της μηχανής τους, μουντζουρωμένοι και ανέμελοι. Με ξετρέλαινε αυτό που ήταν μουντζουρωμένοι και κανείς δεν τους έλεγε να πάνε να πλύνουν τα μούτρα τους.
Η επιθυμία μου να γίνω μηχανοδηγός ήταν περαστική. Και αστροναύτης, που επίσης ήθελα, τώρα πια δεν θέλω. Έτυχε να παρακολουθήσω στην τηλεόραση την κηδεία ενός πληρώματος διαστημόπλοιου που σκοτωθήκαν κατά την είσοδό τους στην ατμόσφαιρα της γης. Οι στάχτες τους μαζεμένες σε τεφροδόχους ήταν τοποθετημένες πάνω σε κιλλίβαντες κανονιών. Πολύ με τρομάζει αυτή η λέξη τεφροδόχος.
Από όλους τους αστροναύτες περισσότερο με είχε εντυπωσιάσει ένας που ήταν και γιατρός. Νομίζω πως λεγόταν Εγκόροβ. Πολύ καιρό προσπαθούσα να καταλάβω γιατί τους ήταν αναγκαίος ο γιατρός στο διάστημα. Όλες οι ιατρικές πράξεις, που γνωρίζω από την πείρα μου, είναι ασυμβίβαστες με την έννοια αστροναύτης. Είναι αστείο και να το φανταστεί κανείς πως ψηλά εκεί ανάμεσα στα αστέρια ο γιατρός βάζει τους άλλους αστροναύτες να βγάζουν γλώσσα, να φωνάζουν ααα και να τους βαράει ενέσεις. Δεν τολμώ να μοιραστώ τις σκέψεις μου αυτές, ούτε με τον αδερφό μου. Θα με σφαλιαρίσει στο σβέρκο και θα με κοροϊδεύει για πολλούς αιώνες. Τώρα θέλω να γίνω αρχαιολόγος. Υπάρχει τέτοιο επάγγελμα που οι άνθρωποι σκαλίζοντας το χώμα βρίσκουν αρχαία αντικείμενα. Μου αρέσει να σκαλίζω το χώμα. Στο κέντρο δίπλα στα κεντρικά λουτρά υπάρχει ένα τέτοιο μέρος, όπου οι αρχαιολόγοι σκάβοντας τη γη ανακάλυψαν κομμάτι του αρχαίου τείχους της πόλης και έναν τριγωνικό πύργο. Τοποθέτησαν και μια μεγάλη πινακίδα στην οποία περιέγραφαν τι είχαν ανακαλύψει. Μισή ώρα την συλλάβιζα αυτή την πινακίδα.
Αφαιρούμαι εύκολα και χάνω πράγματα από τη διαδρομή. Διασχίζουμε τη γέφυρα με τα λιοντάρια. Δεν με τρομάζουν. Πώς να με τρομάξουν αφού είναι πρασινισμένα μπρούντζινα αγάλματα. Το άλλο το ζωντανό που είναι σε κλουβί στο ζωολογικό κήπο το βρίσκω να είναι πιο επικίνδυνο, αν και το έχω δει μόνο ξαπλωμένο. Μπορεί να με τρόμαξε ένα μισοφαγωμένο κόκαλο που είχε μπροστά του. Τα λιοντάρια στη γέφυρα δείχνουν απλώς αυστηρά.
Έχω κολλήσει το πρόσωπό μου στο πίσω τζάμι και συλλαβίζω τις πινακίδες που εμφανίζονται στα αριστερά μου. Μερικές δεν τις προλαβαίνω και η ανάγνωση μου βγαίνει μπερδεμένη «ψωμί… Μουσικά… ρούχα». Μια πινακίδα την προλαβαίνω και την διαβάζω ολόκληρη «Εστιατόριο Γκάμπρινους» Ακούγεται ωραία. Σίγουρα όλα αυτά τα λέω φωναχτά γιατί νιώθω τη θεία Άσια να γελάει. Η παλάμη της τρέμει και στο χέρι μου το γέλιο της το αισθάνομαι σαν χάδι.
Κατεβαίνουμε από το τραμ. Η θεία Άσια περπατάει αργά με μεγαλοπρέπεια στο πεζοδρόμιο, σαν κύκνος. Από πού ξεφύτρωσε τώρα αυτός ο κύκνος; Αυτές τις μέρες στον παιδικό μας διάβασαν δύο παραμύθια με κύκνους το «Ασχημόπαπο» και την «Πεντάμορφη βασιλίσσα» που χόρευε αργά και με τη μεγαλοπρέπεια κύκνου. Σίγουρα από εκεί μου έχουν κολλήσει και δεν μου βγαίνουν τα πουλιά αυτά από το κεφάλι.
Το πάρκο μπροστά στα Κεντρικά Λουτρά είναι γεμάτο περιστέρια. Βαδίζουν πέρα δώθε νευρικά και όλο πετάνε για να με αποφύγουν όταν τα πλησιάζω. Σταματάμε μπροστά στο σιντριβάνι του πάρκου. Η θεία Άσια θέλει να βγούμε φωτογραφία. Γιατί όχι; Δεν είναι η πρώτη που μου το ζητάει. Όλοι οι μουσαφίρηδες ακόμα και αυτοί που έρχονται από την Ελλάδα, δεν ξέρω γιατί, θέλουν να φωτογραφηθούν εδώ μπροστά στο σιντριβάνι. Είμαι παρών σε όλες τις φωτογραφίες συγγενών που μας έχουν επισκεφτεί στη Σόφια. Έχω μάλιστα την αίσθηση πως ο φωτογράφος με αναγνωρίζει. Και οι δυο μας όμως κάνουμε το χαζό και δεν το μαρτυράμε. Για να είναι σίγουρος πως δεν θα προδοθεί, σκεπάζεται με ένα μαύρο σεντόνι και από εκεί κρυμμένος μας δίνει οδηγίες πού να κοιτάμε και πώς να χαμογελάμε εγκάρδια. Δεν του δίνω σημασία, εγώ παρατηρώ τα περιστέρια που έχουν ξεθαρρέψει από τη στιγμή της εξαφάνισης του φωτογράφου κάτω από το σεντόνι. Τα μάτια μου μπορεί να ακολουθούν τα περιστέρια αλλά στέκομαι ακίνητος. Άγαλμα. Από την πείρα μου γνωρίζω πως αν ο φωτογράφος δεν βγει κάτω από το κάλυμμά του δεν πρέπει να κουνηθώ…
Με τη θεία καθόμαστε σε ένα παγκάκι στη σκιερή πλευρά του πάρκου. Ξεκουραζόμαστε. Σε λίγο θα πάμε στη λέσχη των προσφύγων να περιμαζέψουμε τον παππού Μανόλη. Μαζί του από τη λέσχη θα πάρω κολλημένο στα δάχτυλά μου και το άρωμα του λουκουμιού που θα με κεράσει ο καφετζής Έχουμε κουραστεί από το περπάτημα. Οργώσαμε την πόλη, έτσι θα έλεγε ο μπαμπάς, τής έδειξα όλα τα αξιοθέατα που ήξερα. Δεν σταματήσαμε καθόλου με τη θεία Άσια, περπατούσαμε και μιλούσαμε συνέχεια. Ο καθένας μας έλεγε τα δικά του, εγώ με ενθουσιασμό και στα βουλγάρικα, αυτή σιγανά και κάποια στα ρώσικα. Δεν τα έπιανα όλα, θα έλεγα μόνο πως η θεία Άσια έδειχνε λυπημένη. Και τώρα που καθόμαστε στο παγκάκι ο καθένας μας δείχνει να τον απασχολεί κάτι διαφορετικό. Εμένα με έχει απορροφήσει η ενασχόλησή μου με το παγωτό και σε ένδειξη ευδαιμονίας κουνάω ασταμάτητα τα πόδια μου. Η θεία Άσια δίπλα μου παρακολουθεί με αφοσίωση τους πίδακες του νερού του σιντριβανιού και σιγανά, ίσα που την ακούω, τραγουδάει στα ρώσικα. Αποτυπώνω τα λόγια και τη θλίψη που γεννάει το τραγούδι.
«Под окном черёмуха колышется» (Κάτω από το παραθύρι η κερασιά λικνίζεται)