Το πιο γνωστό ποίημα του Καβάφη—και το πιο παρεξηγημένο

«Η Ιθάκη, το λιμάνι Βαθύ και η πρωτεύουσα». Έγχρωμη χαλκογραφία. Σχεδίασε ο Ed. Dodwell, χάραξε ο F.C. Lewis, χρωμάτισε ο W.H. Tims. Από την έκδοση «Views in Greece», Λονδίνο 1819. Γεννάδειος Βιβλιοθήκη. «Τόπος και Εικόνα», τόμ. Στ΄, εκδ. Ολκός 1983
«Η Ιθάκη, το λιμάνι Βαθύ και η πρωτεύουσα». Έγχρωμη χαλκογραφία. Σχεδίασε ο Ed. Dodwell, χάραξε ο F.C. Lewis, χρωμάτισε ο W.H. Tims. Από την έκδοση «Views in Greece», Λονδίνο 1819. Γεννάδειος Βιβλιοθήκη. «Τόπος και Εικόνα», τόμ. Στ΄, εκδ. Ολκός 1983



«Την Ιθάκη, για παράδειγμα, δεν υπάρχει μαθητής στην Ελλάδα που να μην την ξέρει απέξω. Εκεί ο Καβάφης λέει πως αυτό που μετράει δεν είναι το φτάσιμο: είναι το ν’ αποκτήσεις από το ταξίδι όσο μπορείς πιο πλούσιες εμπειρίες. Έτσι λοιπόν νιώθω κι εγώ για τη ζωή. Δεν ξέρω αν υπάρχει ζωή μετά τον θάνατο, αλλά ας μην κάνουμε σαν να υπάρχει, γιατί αλλιώς δεν θα νιώσουμε τον πλούτο και την πίκρα και την ένταση της τωρινής στιγμής.»

Η παραπάνω δήλωση ανήκει στον Λουί ντε Μπερνιέρ, τον ευπώλητο, ευανάγνωστο και ευπαράγραπτο πεζογράφο που έγινε διάσημος, ένα φεγγάρι, στην Ελλάδα και αλλού με Το Μαντολίνο του Λοχαγού Κορέλλι.[1] Η εύκολη σοφία της δήλωσης αυτής συνοψίζει, απλοϊκά αλλά αντιπροσωπευτικά, την ερμηνευτική ορθοδοξία γύρω από το πιο γνωστό, και σχολικώς καθαγιασμένο, ποίημα του Αλεξανδρινού — και ταυτόχρονα, θαρρώ, το πιο παρεξηγημένο του. Πριν από πολλά χρόνια, ένας άνθρωπος, που δεν είχε διαβάσει άλλο κείμενο του Καβάφη εκτός από την «Ιθάκη», μου τόνισε μ’ έμφασι και πεποίθησιν ότι θεωρούσε τούτο το ποίημα «φιλοσοφικό». Καταλαβαίνει κανείς γιατί. Σε μια πρωτοβάθμια ανάγνωση, η «Ιθάκη» μπορεί πράγματι να δώσει την εντύπωση κατασταλαγμένης θυμοσοφίας· έχει τα μοιασίδια ενός οδηγού προς τους ναυτιλλομένους του βίου, ενός ηδονιστικού μανιφέστου που μας προτρέπει να ρουφήξουμε τη ζωή ώς το μεδούλι της.
Αλλά και πριν από τον ντε Μπερνιέρ, μια άλλη διασημότητα, διαφορετικού βεληνεκούς και φυράματος, είχε βάλει —μετά θάνατον και εμμέσως— τη δική της ιλουστρασιόν σφραγίδα εγκυρότητας σε μια παρομοίως ψυχωφελή ερμηνεία του ποιήματος. Η εν λόγω διασημότητα είναι η Ζακλίν Κέννεντυ-Ωνάση, γνωστή και ως Τζάκι Ω, στην κηδεία της οποίας διαβάστηκε η «Ιθάκη», προφανώς ως απολογισμός του βίου της και ως δήλωση αμετανοησίας. Γράφει σχετικά ο Γουέιν Κέστενμπωμ:

«…ο Μωρίς Τέμπελσμαν, ο σύντροφος της Τζάκι […] διαβάζοντας το ποίημα του Κ. Π. Καβάφη “Ιθάκη”, […] έντεχνα ξαναζωντάνεψε τα χρόνια της στην Ελλάδα, στο πλευρό του Άρη [δηλαδή του Αριστοτέλη Ωνάση]. Ήταν κάτι που εξαίσια αντιστρατευόταν τον αισθηματισμό και την εξιδανίκευση με την οποία κάλυπταν [τον θάνατο της Τζάκι] τα μέσα ενημέρωσης: ο Εβραίος σύντροφός της […] διάλεξε ένα ποίημα που μεγάλυνε την ασωτία και τον συβαριτισμό — αρετές για τις οποίες είχε γίνει προ πολλού διαβόητη στις λαϊκές εφημερίδες η Τζάκι Ω. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον είχαν οι στίχοι: “να σταματήσεις σ’ εμπορεία Φοινικικά, | και τες καλές πραγμάτειες ν’ αποκτήσεις, | σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κι έβενους, | και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής”. Το απόσπασμα τούτο επιβεβαίωνε και ευλογούσε την πλεονεξία για την οποία φημιζόταν η Τζάκι — κάτι που τα ΜΜΕ είχαν επιλέξει προσωρινά να αγνοήσουν.»[2]

Δεν είναι πάντως αλήθεια ότι η «Ιθάκη», όπως διαβάστηκε από τον Τέμπελσμαν, πήγαινε κόντρα στη δακρύβρεχτην αισθηματολογία των ημερών. Διότι ο σύντροφος της Τζάκι είχε την ακαλαισθησία να προσθέσει στο τέλος του ποιήματος γλυκερούς στίχους δικής του κοπής: «Και τώρα το ταξίδι τέλειωσε· ήτανε σύντομο, αλίμονο, σύντομο πολύ. | Ήταν γεμάτο περιπέτειες και γνώσεις, γέλιο κι αγάπη, αρχοντιά και χάρη. | Λοιπόν, έχε γεια, έχε γεια.»[3] Αλλά ακόμη κι αυτή η κακόζηλη μίμηση του Καβάφη έχει τη σημασία της: δείχνει πόσο διαδεδομένη είναι η αντίληψη πως η «Ιθάκη» μάς καλεί να απολαύσουμε στα γεμάτα το σύντομο ταξίδι της ζωής.
Αφού διαβάστηκε στην κηδεία της Τζάκι τον Μάιο του 1994, η «Ιθάκη» αναδημοσιεύτηκε στους Τάιμς της Νέας Υόρκης, στην κλασική αγγλική μετάφραση του Έντμουντ Κήλυ και του Φίλιπ Σέραρντ, που είχε πρωτοεκδοθεί το 1975. Το αποτέλεσμα ήταν να σημειωθεί τέτοια ζήτηση για τα μετάφραση αυτή, ώστε οι Εκδόσεις του Πανεπιστημίου του Πρίνστον έσπευσαν να ανατυπώσουν τον τόμο· και μέσα σε είκοσι μέρες πουλήθηκαν σχεδόν διπλάσια αντίτυπα από όσα τα προηγούμενα είκοσι χρόνια.[4] Εικάζει κανείς ότι έτσι πολλαπλασιάστηκαν οι άνθρωποι που διαβάζουν την «Ιθάκη» σαν παραβολή κατάλληλη για τα κατηχητικά σχολεία του ξέβαθου ηδονισμού.

* * *

Λοιπόν, είναι όντως η «Ιθάκη» μια επιτομή πρακτικής βιοσοφίας; Είναι πράγματι ένα διδακτικό ποίημα που μας δείχνει πώς να απολαύσουμε το ταξίδι της ζωής μας στο έπακρο, δρέποντας τους καρπούς της κάθε μέρας και σωρεύοντας εμπειρίες, περιπέτειες και γνώσεις; Λέγεται συχνά, και όχι άδικα, πως ο Καβάφης είναι ποιητής διδακτικός. Υπάρχουν όμως λογιών-λογιών διδακτισμοί. Και αυτός που λέει, λίγο-πολύ, «ζήσε την κάθε μέρα σαν να είναι η τελευταία σου» ή «το ταξίδι είναι πιο σημαντικό από τον προορισμό» δύσκολα θα διεκδικήσει δάφνες βαθιάς σοφίας. Αν τέτοια είναι η παραίνεση της «Ιθάκης», τότε ας την αφήσουμε να πάει στο καλό και ας σταματήσουμε εδώ τη συζήτηση.

Ευτυχώς όμως υπάρχει, νομίζω, κι άλλος τρόπος να διαβάσουμε αυτό το ποίημα. Ίσως μπορέσουμε να το ξεκλειδώσουμε μ’ ένα κλειδί που φαίνεται πως επίτηδες μας άφησε ο ίδιος ο Καβάφης κάτω απ’ το πατάκι — δηλαδή στα αδημοσίευτα γραπτά του, αυτά που ο Γ. Π. Σαββίδης ονόμασε «Κρυμμένα».[5] Το κρυμμένο καβαφικό κλειδί για το οποίο μιλώ είναι ένα σύντομο πεζό με τίτλο «Τα Πλοία», που γράφτηκε ίσως το 1895–1896.[6] Πρόκειται για κείμενο ποιητικής με προδήλως αλληγορικό χαρακτήρα, στο οποίο η διαδικασία της λογοτεχνικής δημιουργίας —η δύσκολη πορεία «Από την Φαντασίαν έως εις το Χαρτί»— παρουσιάζεται σαν δρομολόγιο, αβέβαιο και συχνά επιζήμιο, εμπορικού πλοίου. Το παραθέτω αυτούσιο:

Τ A   Π Λ O I A

Από την Φαντασίαν έως εις το Χαρτί. Είναι δύσκολον πέρασμα, είναι επικίνδυνος θάλασσα. Η απόστασις φαίνεται μικρά κατά πρώτην όψιν, και εν τοσούτω πόσον μακρόν ταξίδι είναι, και πόσον επιζήμιον ενίοτε διά τα πλοία τα οποία το επιχειρούν.
Η πρώτη ζημία προέρχεται εκ της λίαν ευθραύστου φύσεως των εμπορευμάτων τα οποία μεταφέρουν τα πλοία. Εις τας αγοράς της Φαντασίας, τα πλείστα και τα καλύτερα πράγματα είναι κατασκευασμένα από λεπτάς υάλους και κεράμους διαφανείς, και με όλην την προσοχήν του κόσμου πολλά σπάνουν εις τον δρόμον, και πολλά σπάνουν όταν τα αποβιβάζουν εις την ξηράν. Πάσα δε τοιαύτη ζημία είναι ανεπανόρθωτος, διότι είναι έξω λόγου να γυρίσει οπίσω το πλοίον και να παραλάβη πράγματα ομοιόμορφα. Δεν υπάρχει πιθανότης να ευρεθή το ίδιον κατάστημα το οποίον τα επώλει. Αι αγοραί της Φαντασίας έχουν καταστήματα μεγάλα και πολυτελή, αλλ’ όχι μακροχρονίου διαρκείας. Αι συναλλαγαί των είναι βραχείαι, εκποιούν τα εμπορεύματά των ταχέως, και διαλύουν αμέσως. Είναι πολύ σπάνιον έν πλοίον επανερχόμενον να εύρη τους αυτούς εξαγωγείς με τα αυτά είδη.
Μία άλλη ζημία προέρχεται εκ της χωρητικότητος των πλοίων. Αναχωρούν από τους λιμένας των ευμαρών ηπείρων καταφορτωμένα, και έπειτα όταν ευρεθούν εις την ανοικτήν θάλασσαν αναγκάζονται να ρίψουν έν μέρος εκ του φορτίου διά να σώσουν το όλον. Ούτως ώστε ουδέν σχεδόν πλοίον κατορθώνει να φέρη ακεραίους τους θησαυρούς όσους παρέλαβε. Τα απορριπτόμενα είναι βεβαίως τα ολιγοτέρας αξίας είδη, αλλά κάποτε συμβαίνει οι ναύται, εν τη μεγάλη των βία, να κάμνουν λάθη και να ρίπτουν εις την θάλασσαν πολύτιμα αντικείμενα.
Άμα δε τη αφίξει εις τον λευκόν χάρτινον λιμένα απαιτούνται νέαι θυσίαι πάλιν. Έρχονται οι αξιωματούχοι του τελωνείου και εξετάζουν έν είδος και σκέπτονται εάν πρέπη να επιτρέψουν την εκφόρτωσιν· αρνούνται να αφήσουν έν άλλο είδος να αποβιβασθή· και έκ τινων πραγματειών μόνον μικράν ποσότητα παραδέχονται. Έχει ο τόπος τους νόμους του. Όλα τα εμπορεύματα δεν έχουν ελευθέραν είσοδον και αυστηρώς απαγορεύεται το λαθρεμπόριον. Η εισαγωγή των οίνων εμποδίζεται, διότι αι ήπειροι από τας οποίας έρχονται τα πλοία κάμνουν οίνους και οινοπνεύματα από σταφύλια τα οποία αναπτύσσει και ωριμάζει γενναιοτέρα θερμοκρασία. Δεν τα θέλουν διόλου αυτά τα ποτά οι αξιωματούχοι του τελωνείου. Είναι πάρα πολύ μεθυστικά. Δεν είναι κατάλληλα δι’ όλας τας κεφαλάς. Εξάλλου υπάρχει μία εταιρεία εις τον τόπον, η οποία έχει το μονοπώλιον των οίνων. Κατασκευάζει υγρά έχοντα το χρώμα του κρασιού και την γεύσιν του νερού, και ημπορείς να πίνης όλην την ημέραν από αυτά χωρίς να ζαλισθής διόλου. Είναι εταιρεία παλαιά. Χαίρει μεγάλην υπόληψιν, και αι μετοχαί της είναι πάντοτε υπερτιμημέναι.
Αλλά πάλιν ας είμεθα ευχαριστημένοι όταν τα πλοία εμβαίνουν εις τον λιμένα, ας είναι και με όλας αυτάς τας θυσίας. Διότι τέλος πάντων με αγρυπνίαν και πολλήν φροντίδα περιορίζεται ο αριθμός των θραυομένων ή ριπτομένων σκευών κατά την διάρκειαν του ταξιδίου. Επίσης οι νόμοι του τόπου και οι τελωνειακοί κανονισμοί είναι μεν τυραννικοί κατά πολλά αλλ’ όχι και όλως αποτρεπτικοί, και μέγα μέρος του φορτίου αποβιβάζεται. Οι δε αξιωματούχοι του τελωνείου δεν είναι αλάνθαστοι, και διάφορα από τα εμποδισμένα είδη περνούν εντός απατηλών κιβωτίων που γράφουν άλλο από επάνω και περιέχουν άλλο, και εισάγονται μερικοί καλοί οίνοι διά τα εκλεκτά συμπόσια.
Θλιβερόν, θλιβερόν είναι άλλο πράγμα. Είναι όταν περνούν κάτι πελώρια πλοία, με κοράλλινα κοσμήματα και ιστούς εξ εβένου, με αναπεπταμένας μεγάλας σημαίας λευκάς και ερυθράς, γεμάτα με θησαυρούς, τα οποία ούτε πλησιάζουν καν εις τον λιμένα είτε διότι όλα τα είδη τα οποία φέρουν είναι απηγορευμένα, είτε διότι δεν έχει ο λιμήν αρκετόν βάθος διά να τα δεχθή. Και εξακολουθούν τον δρόμον των. Ούριος άνεμος πνέει επί των μεταξωτών των ιστίων, ο ήλιος υαλίζει την δόξαν της χρυσής των πρώρας, και απομακρύνονται ηρέμως και μεγαλοπρεπώς, απομακρύνονται διά παντός από ημάς και από τον στενόχωρον λιμένα μας.
Ευτυχώς είναι πολύ σπάνια αυτά τα πλοία. Μόλις δύο, τρία βλέπομεν καθ’ όλον μας τον βίον. Τα λησμονώμεν δε ογρήγορα. Όσω λαμπρά ήτο η οπτασία, τόσω ταχεία είναι η λήθη της. Και αφού περάσουν μερικά έτη, εάν καμίαν ημέραν — ενώ καθήμεθα αδρανώς βλέποντες το φως ή ακούοντες την σιωπήν — τυχαίως επανέλθουν εις την νοεράν μας ακοήν στροφαί τινες ενθουσιώδεις, δεν τας αναγνωρίζομεν κατ’ αρχάς και τυραννώμεν την μνήμην μας διά να ενθυμηθώμεν πού ηκούσαμεν αυτάς πριν. Μετά πολλού κόπου εξυπνάται η παλαιά ανάμνησις και ενθυμώμεθα ότι αι στροφαί αύται είναι από το άσμα το οποίον έψαλλον οι ναύται, ωραίοι ως ήρωες της Ιλιάδος, όταν επερνούσαν τα μεγάλα, τα θεσπέσια πλοία και επροχώρουν πηγαίνοντα — τίς ηξεύρει πού.

Οι αλληγορίες του κειμένου αυτού δεν είναι πολύ δύσκολο να αποκρυπτογραφηθούν.[7] Η ποιητική δημιουργία απεικονίζεται σαν ταξίδι εμπορικού πλοίου — ένα ταξίδι που αρχικά φαντάζει σύντομο, αλλά στην πραγματικότητα είναι μακρό, δύσκολο και επικίνδυνο. Την πρωτογενή ποιητική ιδέα, αδιαμόρφωτη ακόμη και ακατέργαστη, την προσπορίζεται κανείς «εις τας αγοράς της Φαντασίας», όπου όμως τα εκλεκτότερα εμπορεύματα είναι και τα πιο εύθραυστα και εφήμερα: τα πιο πολλά καταστρέφονται κατά τη μεταφορά ή την εκφόρτωσή τους, ενώ άλλα (συνήθως, αλλά όχι πάντα, κατώτερης ποιότητας) απορρίπτονται από τους ίδιους τους μεταφορείς τους. Πάει να πει πως, για διάφορους λόγους, ελάχιστες είναι οι γνήσιες ποιητικές εμπνεύσεις που καταλήγουν να αποτυπωθούν στο χαρτί έτσι όπως τους πρέπει. Πόσο φευγαλέο πράγμα είναι η ποιητική έμπνευση, που έρχεται αιφνίδια και αποχωρεί ακαριαία, το περιγράφει ο Καβάφης και σε μιαν από τις ιδιωτικές του σημειώσεις.[8]
Ακόμη όμως και τα ποιητικά εμπορεύματα που θα καταφέρουν να φτάσουν «εις τον λευκόν χάρτινον λιμένα» θα υποστούν, σχεδόν αναπόφευκτα, νέαν απομείωση: «οι αξιωματούχοι του τελωνείου», εφαρμόζοντας τους κατά τόπους «νόμους», θα απαγορεύσουν την εισαγωγή των πιο μεθυστικών ποτών, προκειμένου να προστατεύσουν την κυκλοφορία των τοπικών οίνων, που αν και έχουν «το χρώμα του κρασιού και την γεύσιν του νερού», θεωρούνται μολαταύτα εκλεκτοί (εξ ου και οι μετοχές της εταιρείας που τους παράγει «είναι πάντοτε υπερτιμημέναι»). Ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον: η επίσημη ή και η ανεπίσημη λογοκρισία θα παρεμποδίσει την κυκλοφορία των πιο «μεθυστικών», των πιο τολμηρών, λογοτεχνικών δημιουργημάτων, που άλλωστε «[δ]εν είναι κατάλληλα δι’ όλας τας κεφαλάς»· και θα προκρίνει άγευστες και ακίνδυνες απομιμήσεις, που συμμορφώνονται με την τρεχάμενη ηθική και προάγουν κατεστημένα συμφέροντα ποιητικών μετριοτήτων. Η μόνη άμυνα του ποιητή που αποτολμά να παρεκκλίνει από την πεπατημένη είναι το λαθρεμπόριο, η ποιητική καταδολίευση, η συγκάλυψη του ποιητικού τολμήματος κάτω από ένα φαινομενικά αθώο κέλυφος: «διάφορα από τα εμποδισμένα είδη περνούν εντός απατηλών κιβωτίων που γράφουν άλλο από επάνω και περιέχουν άλλο, και εισάγονται μερικοί καλοί οίνοι διά τα εκλεκτά συμπόσια». Σ’ αυτήν την κατηγορία θα μπορούσε να εντάξει κανείς τους ερωτικούς στίχους του Καβάφη που παρουσιάζονται με τον μανδύα του ιστορικού ποιήματος.[9]

Υπάρχει όμως κι ένας άλλος κίνδυνος, πολύ πιο σοβαρός, που απειλεί τον ασφαλή ελλιμενισμό της ποιητικής ιδέας. Ο κίνδυνος αυτός είναι να φανούν προς στιγμή στον ορίζοντα και έπειτα να απομακρυνθούν διά παντός «κάτι πελώρια πλοία, με κοράλλινα κοσμήματα και ιστούς εξ εβένου, […] τα οποία ούτε πλησιάζουν καν εις τον λιμένα είτε διότι όλα τα είδη τα οποία φέρουν είναι απηγορευμένα, είτε διότι δεν έχει ο λιμήν αρκετόν βάθος διά να τα δεχθή.» Ο αβαθής λιμήν είναι ασφαλώς ο αβαθής στιχοπλόκος, ο αδύναμος και ανέτοιμος να γίνει υποδοχέας της υπερφυούς ποιητικής ιδέας. «Ευτυχώς» όμως, προσθέτει ο Καβάφης, «είναι πολύ σπάνια αυτά τα πλοία». Γιατί «ευτυχώς»; Ίσως γιατί «τα μεγάλα, τα θεσπέσια πλοία», αν δεν εμφανίζονταν σαν παροδικές οπτασίες κι αν δεν λησμονιούνταν σχεδόν αμέσως («Όσω λαμπρά ήτο η οπτασία, τόσω ταχεία είναι η λήθη της»), θα κατέληγαν να στοιχειώνουν τυραννικά τον άνευρο κι αναιμικό γραφιά (ίσως τον ποιητή της σειράς, ίσως τον ανώριμο Καβάφη), που δεν θα του δινότανε ποτές η χάρη να αναμετρηθεί με τις μεγάλες ποιητικές εμπνεύσεις. Ίσως πάλι τα σπάνια πλοία να εικονίζουν τα μεγαλώνυμα και περιφανή ποιητικά μεγέθη, τους μεγάλους άρχοντες του λόγου καθώς θα πει ο Σεφέρης, που απειλούν να καταδυναστεύσουν τον άπειρο ακόμα ποιητή και να τον μετατρέψουν σε πλαδαρό μιμητή τους.

* * *

Και η «Ιθάκη», θ’ αναρωτηθεί κανείς, πώς σχετίζεται με όλα αυτά; Αν είναι αλήθεια, όπως υπαινίχθηκα πιο πάνω, ότι η «Ιθάκη» δεν χωράει στο τριμμένο κοστούμι της εύκολης θυμοσοφίας που θέλουν να της φορέσουνε τόσοι και τόσοι, τότε τι λογής καινούργιο ρούχο θα πρέπει άραγε να της ράψουμε με το ύφασμα που ξηλώσαμε από «Τα Πλοία»; Πριν αποπειραθούμε ν’ απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό, ας ξαναθυμηθούμε αυτό το ποίημα του 1910,[10] όσο κι αν είναι απίθανο να το έχουμε ξεχάσει:

Ι Θ Α Κ Η

Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,
να εύχεσαι να ’ναι μακρύς ο δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,
τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις,
αν μέν’ η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή
συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,
αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,
αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.

Να εύχεσαι να ’ναι μακρύς ο δρόμος.
Πολλά τα καλοκαιρινά πρωιά να είναι
που με τί ευχαρίστησι, με τί χαρά
θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους·
να σταματήσεις σ’ εμπορεία Φοινικικά,
και τες καλές πραγμάτειες ν’ αποκτήσεις,
σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κ’ έβενους,
και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,
όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά·
σε πόλεις Αιγυπτιακές πολλές να πας,
να μάθεις και να μάθεις απ’ τους σπουδασμένους.

Πάντα στον νου σου να ’χεις την Ιθάκη.
Το φθάσιμον εκεί είν’ ο προορισμός σου.
Αλλά μη βιάζεις το ταξίδι διόλου.
Καλύτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει·
και γέρος πια ν’ αράξεις στο νησί,
πλούσιος με όσα κέρδισες στον δρόμο,
μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.

Η Ιθάκη σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξίδι.
Χωρίς αυτήν δεν θα ’βγαινες στον δρόμο.
Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.

Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε.
Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
ήδη θα το κατάλαβες η Ιθάκες τί σημαίνουν
.

Τα νήματα που συνδέουν την «Ιθάκη» με «Τα Πλοία» δεν είναι, νομίζω, δυσδιάκριτα. Ήδη το 1986, όταν πρωτοπαρουσίασε «Τα Πλοία», ο Γ. Π. Σαββίδης επισήμανε με λακωνική πυκνότητα ότι η ο διδακτικός τόνος που ακούμε στο πεζό αυτό ποίημα είναι κατά βάθος «η πρώιμη φωνή του διδάχου της “Ιθάκης”».[11] Η μεταφορά του θαλασσινού ταξιδιού διατρέχει και τα δύο ποιήματα· αυτή είναι η πιο οφθαλμοφανής ομοιότητα. Κι αν στα «Πλοία» το ταξίδι είναι προδήλως εμπορικό, η εμπορία δεν απουσιάζει ολότελα από την «Ιθάκη», έστω κι αν συνυπάρχει με την επιθυμία για περιπέτειες και γνώσεις. Ο ταξιδευτής της «Ιθάκης» θα σταματήσει «σ’ εμπορεία Φοινικικά», που σχηματίζουν μιαν εικόνα πολύ πιο συγκεκριμένη και ζωντανή από ό,τι οι αφηρημένες «αγοραί της Φαντασίας» που συναντήσαμε στα «Πλοία». Και θα προμηθευτεί «καλές πραγμάτειες», μεταξύ άλλων «κοράλλια […] κ’ έβενους» — δηλαδή ακριβώς εκείνα τα πολύτιμα υλικά που δεν εμφανίζονταν στα «Πλοία» παρά μόνο φευγαλέα, σαν εφήμερα ινδάλματα: «κάτι πελώρια πλοία, με κοράλλινα κοσμήματα και ιστούς εξ εβένου». Ό,τι λοιπόν στα «Πλοία» ήταν απόμακρο και άπιαστο —οπτασίες που εξαϋλώνονταν και λησμονιούνταν σχεδόν αμέσως, ή εύθραυστα φορτία που καταστρέφονταν ή ρίχνονταν στη θάλασσα, ή εμπορεύματα που κατάσχονταν από τους εκτελωνιστές— στην «Ιθάκη» γίνεται ευπρόσιτο και χειροπιαστό. Εξάλλου, στα «Πλοία» η οπτική γωνία ήταν του στεριανού, που έβλεπε παθητικά τα καράβια να περνούν «πηγαίνοντα — τίς ηξεύρει πού». Αντίθετα, η «Ιθάκη» απευθύνεται σε κάποιον που αργά ή γρήγορα θα γίνει ταξιδευτής ο ίδιος («Σαν βγεις στον πηγαιμό…»)· κι αντί ράθυμα να μελαγχολεί για τα θεσπέσια πλοία που δεν κατόρθωσαν ή δεν καταδέχτηκαν να ελλιμενιστούν, θα απολαμβάνει, «με τι ευχαρίστησι, με τι χαρά», την προσόρμιση «σε λιμένας πρωτοειδωμένους». Ούτε λόγος πια για ξέβαθα λιμάνια, που δεν μπορούν να υποδεχτούν τα «πελώρια πλοία». Και ο αλλοτινός φόβος για το «δύσκολον πέρασμα» και το «μακρόν ταξίδι», το «επιζήμιον ενίοτε διά τα πλοία τα οποία το επιχειρούν», έχει δώσει τώρα τη θέση του στην ευφρόσυνη προσδοκία μακροχρόνιων θαλασσινών περιπλανήσεων: «να εύχεσαι να ’ναι μακρύς ο δρόμος, γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις. […] Αλλά μη βιάζεις το ταξίδι διόλου. Καλύτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει».

* * *

Όποιος διαβάζει την «Ιθάκη» κατ’ αντιπαράσταση προς «Τα Πλοία» δεν θ’ αργήσει να υποψιαστεί πως το ταξίδι της «Ιθάκης» δεν είναι το ταξίδι του βίου, ή δεν είναι μόνο αυτό· είναι κατά κύριο λόγο το ταξίδι της ποιητικής δημιουργίας, το ταξίδι που οδηγεί «από την Φαντασίαν έως εις το Χαρτί», από την πρώτη σύλληψη της ποιητικής ιδέας έως την τελική διαμόρφωση και αποτύπωσή της. Βέβαια, για να είμαστε ακριβείς, στην περίπτωση του Καβάφη το ταξίδι του βίου συμπίπτει, ώς ένα βαθμό, με το ταξίδι της ποιητικής εξέλιξης — θέλω να πω, με το ταξίδι που τον οδήγησε από τα αμήχανα πρωτόλεια στη σίγουρη φωνή της ποιητικής του ωριμότητας. Θα προσπαθήσω να εξηγήσω τι εννοώ, έχοντας από δω και πέρα για οδηγό μου τον Σεφέρη και το εκπληκτικής οξυδέρκειας δοκίμιό του «Ακόμη λίγα για τον Αλεξανδρινό», που γράφτηκε στα χρόνια 1941 έως 1946.
Ο ποιητής Καβάφης ξεκινά, καθώς λέει ο Σεφέρης, «σαν ένας ασήμαντος μαθητής του Παπαρρηγόπουλου», που «γράφει αφηρημένα πράγματα ή βυθίζεται σ’ ένα χυλό μελαγχολίας», που κάποτε «ρητορεύει» και που εν πάση περιπτώσει «δεν έχει ύφος· είναι αφανής».[12] Το ξέρει αυτό ο πρώιμος Καβάφης, ή τουλάχιστον το υποψιάζεται. Τα δικά του συναισθήματα ματαίωσης φαίνεται να εκφράζει ο νέος ποιητής Ευμένης του «Πρώτου Σκαλιού» (1895, 1899),[13] ο ποιητικός νεοσσός «που κοπιάζει, που δεν είναι ευχαριστημένος από τους καρπούς των κόπων του, που απελπίζεται»[14] — και που δυσανασχετεί γιατί βρίσκεται ακόμα στο «πρώτο σκαλί» και δεν ξέρει αν ποτέ του θα καταφέρει ν’ ανεβεί την υψηλή σκάλα της Ποιήσεως. Έτσι και ο Καβάφης: ο ποιητής του καίριου και του ακαριαίου που γνωρίζουμε από τα ποιήματα της μέσης και κυρίως της ύστερης περιόδου του θαλασσοδάρθηκε κάμποσα χρόνια αναζητώντας την ποιητική φυσιογνωμία του άλλοτε στον Συμβολισμό, άλλοτε στον Παρνασσισμό και άλλοτε στον Ρομαντισμό — ή, για την ακρίβεια, «στην πολυλογία των ρομαντικών και των λογιοτάτων»: λόγια του Σεφέρη,[15] ο οποίος σημειώνει επίσης ότι «[γ]ια να βρει τελειωτικά το δρόμο του, θα πρέπει να περιπλανηθεί ακόμη και να εγκαταλείψει κάμποσα πράγματα ο Καβάφης».[16]
Κι όταν φτάσει πια στην ποιητική ωριμότητα, ο Καβάφης ούτε ξεχνά ούτε απαρνιέται τις παλιές περιπλανήσεις του: καταλαβαίνει πως χάρη σ’ αυτές έφτασε εκεί που έφτασε. Στην ώριμη περίοδό του,

«δεν παραπονιέται πια, αλλά σίγουρος για την τέχνη του, αφού ξεπέρασε τόσα εμπόδια, μοιάζει να θέλει να εξηγήσει, μονολογώντας, το πώς έγινε το μεγάλο αυτό ποιητικό ταξίδι. Και ο μύθος της “Ιθάκης” είναι θαρρώ ποίημα του “Πρώτου σκαλιού”».[17]

Ο μύθος της «Ιθάκης»: ο προσωπικός ποιητικός μύθος του Καβάφη, που για πολλά χρόνια ψηλάφησε τον δρόμο του με «χειρονομίες τυφλού», καθώς λέει πάλι ο Σεφέρης,[18] πασχίζοντας να βρει τη φωνή του και την ποιητική του ιδιοσυγκρασία. Τον προορισμό αυτών των ψηλαφητών διαδρομών δεν τον συνειδητοποιεί παρά μόνον όταν τελειώνει ο πρώτος περίπλους του: είναι η «πτωχική» Ιθάκη. Πτωχική όμως δεν θα πει παρακατιανή: θα πει απογυμνωμένη από καθετί περιττό, από τις ρητορείες, τις θολές και πομπώδεις αφαιρέσεις, τις εξεζητημένες ρίμες και τ’ άλλα τζοβαϊρικά που βάραιναν τις πρωιμότερες ποιητικές δοκιμές του. Ας αφήσουμε γι’ άλλη μια φορά τον Σεφέρη να μιλήσει:

Με την “Ιθάκη” τελειώνει ο πρώτος περίπλους του Πρωτέα· άρχισε στα 1886· είκοσι πέντε χρόνια. Όπως είδαμε, από τον “Τυανέα γλύπτη” […] και πέρα, ο τεχνίτης παύει να παραπονιέται· με το “Απολείπειν” μπαίνει στην Αλεξάνδρεια· με τα “Επικίνδυνα” […] διατυπώνει το κλίμα του — το κλίμα τού “εν μέρει” ή των κραμάτων […] Αυτά τα ποιήματα δείχνουν, νομίζω, το τέλος του ταξιδιού:

    Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα…

Δεν υπάρχουν πια οι χειρονομίες τυφλού, όπως στο “Παράθυρα” […]· ο ποιητής βλέπει τον εξωτερικό κόσμο και παρακινά τους άλλους να ιδούν:

                        Πολλά τα καλοκαιρινά πρωιά να είναι
                        
που με τι ευχαρίστησι, με τι χαρά
                        
θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους.

Η παλιά τυραννία του φωτός[19] έχει μείνει πίσω, μαζί με τόσα άλλα πράγματα, καθώς είδαμε. Την τέχνη του τη βρήκε επιτέλους· είναι “πτωχική”. […] Όπως έλεγα αρχίζοντας […], κάθε του προσπάθεια που τον οδηγεί προς την εξόγκωση του λόγου αποτυχαίνει. Έβαλε κάμποσα χρόνια για να πραγματοποιήσει αυτή την πικρή εμπειρία. Έπρεπε κάποτε να παραδεχτεί —και είδαμε με ποια ψηλαφήματα το παραδέχτηκε— πως αφού ο λόγος δεν αναβρύζει από μέσα του, το μόνο πράγμα που του απόμενε ήταν να πιαστεί από ένα αντικείμενο και να το εκφράσει όσο γίνεται πιο στεγνά, αντικαθιστώντας τον ρηματικόν πλούτο, που δεν είχε, με τη μεγαλύτερη δυνατήν ακρίβεια· την ακρίβεια μιας γυμνής Ιθάκης. Οι μεγάλοι άρχοντες του λόγου είναι άλλη φυλή· τους βλέπει τώρα ωσάν φαντάσματα, ξορκισμένα επιτέλους. Λαιστρυγόνες ή Κύκλωπες του κεραμιδένιου και του φαύλου […]. Τους αντίκρισε κάποτε με δέος· πήγαν να του επιβληθούν· δοκίμασε να τους μιμηθεί· ευτυχώς τους ξέφυγε.

                        Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
                        
τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι…
                        
αν μέν’ η σκέψις σου υψηλή…

Δεν είναι υποθήκη εκ των προτέρων αυτό —καθώς και ολόκληρο το ποίημα, που μπορεί να σημαίνει και άλλα πολλά— είναι ένα ορισμένο συμπέρασμα ύστερ’ από δοκιμές και δοκιμασίες. “Αν μέν’ η σκέψις σου υψηλή”· αν δεν αποκαρδιωθείς εύκολα, όπως εκείνος ο άλλος που έλαβε την “άγουσαν προς τα Σούσα” […]. Και το πιο σημαντικό:

                        … αν εκλεκτή
                        
συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.»[20]

* * *

Νομίζω πως ο Σεφέρης είναι ένας από τους ελάχιστους, ίσως και ο μόνος, που με θαυμαστήν οξύνοια —και μάλιστα χωρίς να γνωρίζει τα λανθάνοντα τότε ακόμη «Πλοία»— κατάλαβε και είπε με ήρεμη σιγουριά πως η «Ιθάκη» είναι ποίημα ποιητικής: σχόλιο πάνω στην ποιητική πορεία και εξέλιξη του ίδιου του Καβάφη. Ακόμη και ο Γ. Π. Σαββίδης, αυτός ο συνήθως ευθύβολος ερμηνευτής του Καβάφη, στάθηκε μπρος στο ποίημα αυτό με μιαν αμηχανία που έφτανε ώς την αγανάκτηση: το θεωρούσε αποτυχημένη δοκιμή συμβολιστικής ποίησης, όπου τα σύμβολα απογυμνώνονται από την απαραίτητην υποβλητικότητα και καταλήγουν απλές αλληγορίες.[21] Αν όμως διαβάσουμε την «Ιθάκη» σαν απολογισμό και απολογία ποιητικού βίου, τότε (καθώς θα ’λεγε ο Καβάφης) «είναι έξω λόγου» ν’ αγανακτούμε για την άτεχνη, τάχα, μετάπτωση του ποιήματος από τον συμβολισμό στην αλληγορία. Αντί για συμβολισμό και αλληγορία, είναι προτιμότερο να μιλάμε για μύθο: «Μύθος, όπως λέμε μύθος του Αισώπου» θα πει ο Σεφέρης ίσα-ίσα γι’ αυτό το ποίημα του Καβάφη.[22] Έπειτα, αν παρακολουθήσει κανείς προσεχτικά τούτη τη σεφερικής καταγωγής ανάγνωση της «Ιθάκης» που προσπαθώ να συναρμόσω εδώ, θα μπορέσει ίσως να δώσει απάντηση σ’ ένα καίριο πράγματι ερώτημα που έθεσε ο Σαββίδης — και που το άφησε αναπάντητο, σαν ένδειξη της κατ’ αυτόν αποτυχίας του ποιήματος:

«Τέλος, σημειώνω πως [η “Ιθάκη”] … χρησιμοποιεί το “διδακτικό” δεύτερο πρόσωπο ενικού (όχι το “εις εαυτόν” που χρησιμοποίησε επιτυχώς στα “Η Πόλις”, “Η Σατραπεία”, “Μάρτιαι Ειδοί”), θολώνοντας πλήρως την εικόνα. Θέλω να πω: ποιος μιλάει και σε ποιον; Δεν αρκεί να απαντήσει κανείς: Μα φυσικά ο Καβάφης στον αναγνώστη (βλ. Ε. Π. Παπανούτσου, Παλαμάς-Καβάφης-Σικελιανός, 1971, σ. 204). Γιατί το σύμβολο, ή και η αλληγορία, απαιτεί συνέπεια. Ταξίδι στην Ιθάκη, προϋποθέτει Οδυσσέα — πού ’ν’ τος; Η φωνή που ακούγεται στο ποίημα, σχεδόν μοιάζει να ανήκει στον Οδυσσέα απευθυνόμενο στον Τηλέμαχο. Εκτός πια αν δεχτούμε, χωρίς το παραμικρό ενδόσιμο, πως μιλάει ο Τειρεσίας ή η Αθηνά — οι μόνοι σοφότεροι, μέσα στα παραδοσιακά πλαίσια του συμβόλου ή της αλληγορίας, που θα μπορούσαν να πάρουν αυτόν τον τόνο μιλώντας προς τον Οδυσσέα.»[23]

Οι ενστάσεις του Σαββίδη, αν τις αντιλαμβάνομαι σωστά, δείχνουν διά της εις άτοπον απαγωγής ότι η «Ιθάκη» δεν μπορεί να διαβαστεί σαν αλληγορία βίου. Ένα αλληγορικό ποίημα θα πρέπει να έχει μια στοιχειώδη συνέπεια στην αντιστοίχιση ανάμεσα στην αλληγορούσα εικόνα και στην αλληγορούμενη έννοια. Αν ο βίος είναι ταξίδι προς την Ιθάκη, τότε ο διδάχος που μιλά στο ποίημα θα πρέπει να είναι αυτός που έβαλε προορισμό του την Ιθάκη: ο Οδυσσέας. Αλλά τι σόι Οδυσσέας είναι τούτος, που δεν συνάντησε Κύκλωπες και Λαιστρυγόνες, ή που σταμάτησε ποιος ξέρει σε πόσα εμπορεία Φοινικικά για να αγοράσει καλές πραγμάτειες, ή που δεν βιάζει το ταξίδι διόλου; Και σε ποιον μπορεί να απευθύνει τις παραινέσεις του ένας τέτοιος Οδυσσέας; Όχι βέβαια στον Τηλέμαχο, που δεν μπορεί να βγει «στον πηγαιμό για την Ιθάκη», αφού είναι ήδη εκεί. Αν πάλι αποδέκτης των παραινέσεων είναι γενικά και αφηρημένα ο αναγνώστης, τότε είχε δίκιο ο Σαββίδης να διαμαρτύρεται ότι η εικόνα θολώνει ανυπόφορα. Γιατί τότε η οδυσσειακή μεταφορά δεν έχει λόγο ύπαρξης: αχρηστεύεται επί της ουσίας, καταντάει άδειο κέλυφος, αφού μπορεί να υποκατασταθεί από μια οποιανδήποτε άλλη μεταφορά που παραπέμπει στο βιοτικό ταξίδι. Περισσότερα για το ζήτημα αυτό σε λίγο.
Μήτε λοιπόν ο Οδυσσέας μιλάει εδώ μήτε ο Τειρεσίας μήτε η Αθηνά. Η φωνή που ακούγεται στο ποίημα είναι η φωνή του κατασταλαγμένου ποιητή, που απευθύνεται στον νεότερο εαυτό του, τον άπραγο κι αβέβαιο. Και τον καθησυχάζει αναδρομικά, διαβεβαιώνοντάς τον πως οι αλλοτινοί φόβοι κι οι αμφιβολίες του για το επικίνδυνο ταξίδι που ανοιγόταν μπροστά του, οι περιπλανήσεις του που έμοιαζαν να μην οδηγούν πουθενά — όλα τούτα ήταν τελικώς προγυμνάσματα, επίπονα αλλά απαραίτητα, προκειμένου να φτάσει στην Ιθάκη της αποκρυσταλλωμένης πια τέχνης του. Αυτό υποδηλώνουν και οι αόριστοι ρηματικοί χρόνοι που, καθώς παρατήρησε ο Σαββίδης, κυριαρχούν στους τελευταίους στίχους του ποιήματος —«σ’ έδωσε», «δεν σε γέλασε», «έτσι σοφός που έγινες»— και που έρχονται σε αντίθεση με τις μελλοντικές εγκλίσεις που διατρέχουν το υπόλοιπο ποίημα («δεν θα βρεις», «θα μπαίνεις» κτλ.). Οι αόριστοι χρόνοι θα πρέπει να εκληφθούν ως επιτελεστικοί ρηματικοί δείκτες: όπως λέει πάλι ο Σαββίδης, «η εμπειρία του ταξιδιού προς την Ιθάκη σαν να συντελέστηκε “με τα λόγια”, την ώρα που διάβαζες το ποίημα».[24]

* * *

Ας επανέλθω όμως σ’ ένα ερώτημα που εν παρόδω και υπαινικτικά έθεσα λίγο παραπάνω. Γιατί ο Καβάφης μεταχειρίστηκε στην «Ιθάκη» τον μύθο, συγκεκριμένα, της Οδύσσειας σαν μεταφορά για να υποδηλώσει το ταξίδι προς την ποιητική ωριμότητα; Γιατί δεν χρησιμοποίησε, αίφνης, τη γενικότερη μεταφορά των εμπορικών σκαφών που είδαμε ότι διατρέχει «Τα Πλοία»; Η εξήγηση βρίσκεται, νομίζω, στον ίδιο τον τίτλο του ποιήματος. Σε αντίθεση με τον ανώνυμο, αφηρημένο λιμένα των «Πλοίων», η Ιθάκη είναι ένας τόπος με όνομα και υπόσταση· συνιστά φυσική οντότητα, αλλά και διαθέτει ειδικό μυθολογικό βάρος. Ο ταξιδευτής ξέρει ότι στον τόπο αυτόν μπορεί κάποτε να φτάσει — και να φτάσει έπειτα από ένα ταξίδι που δεν θα κάμει ποτέ ο αδρανής παρατηρητής των «Πλοίων»· ένα ταξίδι στο οποίο, αντίθετα απ’ ό,τι θέλει η Οδύσσεια, όχι μόνο δεν θα κινδυνέψει από Λαιστρυγόνες, Κύκλωπες και Ποσειδώνες, αλλά και θ’ αποκτήσει καλές πραγμάτειες και ηδονικά μυρωδικά, όσα δεν απόκτησε ποτέ ο Οδυσσέας. Η οδυσσειακή λοιπόν μεταφορά επιτελεί διττή λειτουργία, που ελέγχεται αντινομική αλλά όχι και αυτοαναιρούμενη: ταυτόχρονα επικυρώνει και ανασκευάζει τον ομηρικό μύθο. Αφενός δηλαδή εγκαθιστά μια στέρεη και αναγνωρίσιμη Ιθάκη σαν μετωνυμία του προορισμού· αφετέρου όμως βάζει στη θέση του ταξιδευτή όχι τον Οδυσσέα, αλλά έναν κάποιον Οδυσσέα, ριζικά παραλλαγμένον, έναν Οδυσσέα που μπορεί να είναι ο ίδιος ο Καβάφης ή ένας ομόλογός του — πάντως είναι ο αποδέκτης της παραμυθητικής υπόδειξης ότι οι περιπέτειες του ταξιδιού δεν είναι κίνδυνοι που απειλούν να ματαιώσουν τον νόστο, παρά είναι μέσο αναγκαίο για την ποιητική τελείωση. Όπως γράφει ο Μαρωνίτης, «η απροκάλυπτη παραίνεση μακράς παράτασης του πηγαιμού […] φαίνεται να κλονίζει βασικά ερείσματα της ομηρικής Οδύσσειας· όπου ο πόθος του άμεσου νόστου συνεχώς βασανίζει τον ήρωα, ενώ τα ενδιάμεσα πάθη που τον αναστέλλουν θεωρούνται εξωτερικά και ανεπιθύμητα εμπόδια.»[25]

Οι παραπάνω σκέψεις μάς βοηθούν, νομίζω, να απαντήσουμε και σ’ ένα άλλο ερώτημα, που μου το έθεσαν μετ’ επιτάσεως σοφοί φίλοι — και που ίσως τώρα να στριφογυρνά στο μυαλό κάποιων αναγνωστών μου. Αν δεχτούμε πως η «Ιθάκη» είναι πρωτίστως ποίημα ποιητικής, τότε πώς να εξηγήσουμε το ότι τόσοι και τόσοι αναγνώστες διάβασαν το ποίημα σαν παραβολή της περιπέτειας του βίου; Έπεσαν άραγε τόσο έξω όλοι αυτοί; Στο κάτω-κάτω, ο ίδιος ο Καβάφης φέρεται να ενθάρρυνε μια τέτοια βιοσοφική ερμηνεία, σχολιάζοντας την «Ιθάκη» στον Γ. Λεχωνίτη:

«Το νόημα του ποιήματος τούτου είναι απλούν και σαφές. Ο άνθρωπος εις την ζωήν του επιδιώκων ένα σκοπόν (την Ιθάκην) αποκτά πείραν, γνώσεις και ενίοτε αγαθά ανώτερα του σκοπού αυτού καθ’ εαυτού.»[26]

Ιδού λοιπόν, θα πουν κάποιοι: αυθεντική ερμηνεία, συζήτηση κομμένη.
Να είναι άραγε τόσο απλά τα πράγματα; Δεν μου φαίνεται τόσο μονοσήμαντο το καβαφικό αυτοσχόλιο που διασώζει ο Λεχωνίτης. Γιατί μ’ εκείνο το «απλούν και σαφές», σάμπως και αυτοϋπονομεύεται ευθύς εξαρχής η αυθεντική, υποτίθεται, ερμηνεία του ποιήματος. Εγώ τουλάχιστον μονάχα σαν προειδοποιητικήν ειρωνεία μπορώ να εννοήσω αυτή την εναρκτήρια συρρίκνωση του νοήματος σε κάτι «απλούν και σαφές» — μια συρρίκνωση που φαίνεται να καθιστά εκ προοιμίου περιττή οποιανδήποτε απόπειρα εξήγησης, της καβαφικής συμπεριλαμβανομένης. Έχω την εντύπωση ότι κάπως αλλιώς θα πρέπει να διαβάσουμε το καβαφικό αυτοσχόλιο. Μου φαίνεται πως ο Αλεξανδρινός μάς ενσταλάζει ανεπαίσθητα την ανησυχία της πολυσημίας την ώρα ακριβώς που προσποιείται πως μας καθησυχάζει προσανατολίζοντάς μας προς την ερμηνευτική μονοσημία του «απλού» και του «σαφούς». Θέλω να πω: είναι πολύ εύκολο —ίσως μάλιστα παραείναι εύκολο— να διαβάσει κανείς την «Ιθάκη» σαν αλληγορία του βίου εφαρμόσιμη σε κάθε άνθρωπο («Ο άνθρωπος εις την ζωήν του…»). Ετούτη η ευκολία είναι προφανώς σκόπιμη: το ίδιο το ποίημα μας καλεί να το διαβάσουμε, τουλάχιστον σε μια πρώτη ματιά, σαν βιοσοφική διδαχή. Όποιος όμως ακολουθήσει έως το τέλος μια τέτοιαν ανάγνωση ασφαλώς θα κοντοσταθεί στον τελευταίο στίχο: «ήδη θα το κατάλαβες η Ιθάκες τί σημαίνουν». Αλήθεια, τι σημαίνουν «η Ιθάκες» σ’ ένα ποίημα που εκ πρώτης όψεως μοιάζει με ηδονιστική διακήρυξη περί του βίου; Τι άλλο να σημαίνουν αν όχι το προφανές και κοινότοπο: ο προορισμός του ταξιδιού μπορεί να αποδειχτεί πτωχικός, αλλά ο ταξιδευτής έχει ήδη λάβει την ανταμοιβή του από «τ’ ωραίο ταξίδι» που του χάρισε η Ιθάκη.[27]
Κάποιοι από μας πάντως θα βρουν αρκετά πτωχικήν μια τέτοιαν ερμηνεία· και θ’ αναρωτηθούν (όπως αναρωτιέμαι κι εγώ από την αρχή τούτου του κειμένου) μήπως η «Ιθάκη» δεν έχει γενική στόχευση, δεν κηρύσσει δηλαδή μια βιοσοφία καθολικής ισχύος, αλλά είναι ποίημα εξειδικευμένης σκοποθεσίας, τουτέστιν απολογισμός μιας ποιητικής πορείας που δεν ήταν εξαρχής βέβαιο ότι θα έφτανε κάποτε σ’ ένα τέρμα. Σ’ αυτούς τους κάποιους η «Ιθάκη» θα μιλήσει αλλιώτικα: όχι πια σαν λόγος κατηχητικός περί βιοτικού ηδονισμού, αλλά σαν προτροπή για ποιητική δράση και διακινδύνευση — κι ακόμα παραπέρα, σαν επιτελεστική πράξη, η οποία (καθώς μας έδειξε ο Σαββίδης) πραγματοποιεί την εμπειρία του ταξιδιού προς την Ιθάκη «με τα λόγια», την ώρα που διαβάζουμε το ποίημα.[28]
Αυτή ακριβώς η επιτελεστική διάσταση του ποιήματος είναι το αποφασιστικό κριτήριο. Η επιτελεστική δυναμική της «Ιθάκης» ενεργοποιείται πλήρως μόνον αν τη διαβάσουμε σαν ποίημα ποιητικής — και συγκεκριμένα σαν ποίημα ποιητικής που συντελείται την ίδιαν ώρα που αφηγείται την ιστορία της συντέλεσής του. Η εξιστόρηση του ταξιδιού προς την Ιθάκη είναι η εξιστόρηση της πορείας που οδήγησε στην ποιητική κρυστάλλωση της «Ιθάκης»: το ποίημα αυτοπραγματώνεται ενόσω περιγράφει την επίπονη προϊστορία της πραγμάτωσής του. Ας θυμηθούμε ξανά τα λόγια του Σεφέρη: «Δεν είναι υποθήκη εκ των προτέρων αυτό […] είναι ένα ορισμένο συμπέρασμα ύστερ’ από δοκιμές και δοκιμασίες.» Αν τώρα, παρά τις συστάσεις του Σεφέρη, επιμείνουμε ότι η «Ιθάκη» είναι βιοτική «υποθήκη εκ των προτέρων», τότε της στερούμε αυτήν ακριβώς αυτή την επιτελεστική δυνατότητα, που μπορεί να πολλαπλασιάσει την ποιητική ενέργειά της: διότι την υποβιβάζουμε σε ηθική διδαχή, η οποία εξ ορισμού μεταθέτει την υλοποίησή της σε ένα ακαθόριστο μέλλον και την αναθέτει σε ακαθόριστους συντελεστές.

«Η Ιθάκη. Άποψη της πόλης από το λιμάνι Βαθύ». Έγχρωμη χαλκογραφία. Σχεδίασε ο J. Cartwright, χάραξαν και χρωμάτισαν οι R. Havell και υιός. Από την έκδοση «Views in the Ionian Islands», Λονδίνο 1821. Γεννάδειος Βιβλιοθήκη. «Τόπος και Εικόνα», τόμ. Στ΄, εκδ. Ολκός 1983


Υστερόγραφο.
Το 1984 ήρθε στο φως ένα λανθάνον ποίημα του Καβάφη, με τον τίτλο «Δευτέρα Οδύσσεια», το οποίο είχε γραφτεί ενενήντα χρόνια νωρίτερα, τον Ιανουάριο του 1894.[29] Το κρυμμένο αυτό ποίημα, που θα πρέπει να διαβαστεί παράλληλα με «Το τέλος του Οδυσσέως», ένα κριτικό δοκίμιο που έγραψε ο Καβάφης τον ίδιο περίπου καιρό,[30] συνδιαλέγεται ομολογημένα με το 26ο Canto της Κόλασης του Δάντη και με τον «Ulysses» του Τέννυσον.[31] Στον Δάντη, ο Οδυσσέας αντιστέκεται στον πειρασμό της επιστροφής στην Ιθάκη και, συνεχίζοντας τη θαλασσοπορία του, ξανοίγεται σε αχαρτογράφητους ωκεανούς, όπου ναυαγεί και πνίγεται. Στον Τέννυσον, ο Οδυσσέας, έχοντας επιστρέψει στην Ιθάκη, αποφασίζει να ξαναφύγει, γιατί δεν αντέχει στη σκέψη ότι αυτός, ο ξακουστός θαλασσοπόρος, θα περάσει την υπόλοιπη ζωή του «περιορισμένος εν μικρά νήσω και ασχολούμενος περί μικρά έργα» (αντιγράφω από τη σύνοψη του Καβάφη).[32] Η καβαφική «Δευτέρα Οδύσσεια» συνδυάζει και προεκτείνει τις συλλήψεις του Δάντη και του Τέννυσον: παρουσιάζει έναν Οδυσσέα που φτάνει επιτέλους στην Ιθάκη, αλλά τη βρίσκει υπερβολικά μικρή και πληκτική (όπως στον Τέννυσον)· οπότε αναχωρεί εκ νέου για να απελευθερωθεί από «τα επαχθή δεσμά γνωστών πραγμάτων και οικιακών» και να νιώσει ότι «έζη πάλιν»· έτσι, απολαμβάνει ξανά την ελευθερία της τυχοδιωκτικής περιπλάνησης (όπως στον Δάντη), που είναι όμως μια ελευθερία αδυσώπητη, «κενή αγάπης». Ταυτόχρονα, ο Καβάφης αποκλίνει από τα δύο παλιότερα κείμενα κατά το ότι ο δικός του Οδυσσέας και επιστρέφει στην Ιθάκη και αναχωρεί για δεύτερη φορά από εκεί· αντίθετα, στον Δάντη ο Οδυσσέας δεν επιστρέφει ποτέ στην Ιθάκη, ενώ στον Τέννυσον η δεύτερη αναχώρησή του από το νησί απλώς προαναγγέλλεται.
Η «Δευτέρα Οδύσσεια» περιέχει ένα πρόπλασμα τριών στίχων της «Ιθάκης» («Πολλά τα καλοκαιρινά πρωϊά να είναι | που με τι ευχαρίστησι, με τι χαρά | θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους»), το οποίο θα μπορούσε εκ πρώτης όψεως να δώσει την εντύπωση πως το νεότερο ποίημα είναι μετεξέλιξη του παλαιότερου:

Η νοσταλγία τον κατέλαβε
των ταξιδίων, και των πρωινών
αφίξεων εις τους λιμένας όπου,
με τι χαράν, πρώτην φοράν εμβαίνεις.

Μια τέτοια εντύπωση όμως θα ήταν πέρα για πέρα σφαλερή. Άλλο το κλίμα της «Ιθάκης» και άλλο της «Δευτέρας Οδυσσείας». Στο νεότερο ποίημα, η Ιθάκη ορίζεται κατηγορηματικά ως ο απαρασάλευτος προορισμός του ταξιδιού, έστω κι αν αποδεικνύεται εντέλει «πτωχική» — ή μάλλον επειδή αποδεικνύεται «πτωχική». Είναι ο προορισμός που δικαιώνει αναδρομικά το τραχύ αλλά «ωραίο ταξίδι» προς την ποιητική ωριμότητα. Αντίθετα, στο παλιότερο ποίημα, η «μικρά» Ιθάκη είναι, ίσα-ίσα, ο τόπος από τον οποίο αγωνιά να αποδράσει ο Οδυσσέας, γιατί τον «εβαρύνθη» — και το πετυχαίνει, κερδίζοντας έτσι μια ψυχρή ευφροσύνη, «κενή αγάπης». Στην «Ιθάκη» ο Καβάφης όχι μόνο δεν προεκτείνει το θέμα της «Δευτέρας Οδυσσείας», αλλά αντιθέτως μοιάζει να αποκηρύσσει εκείνο το ποίημα και μαζί μ’ αυτό να απορρίπτει και ολόκληρη την ποιητική παράδοση του Δάντη και του Τέννυσον, όπου η Ιθάκη είναι, το πολύ-πολύ, προσωρινός σταθμός και όχι τελικός προορισμός.[33] Αν η «Δευτέρα Οδύσσεια» προεξαγγέλλει κάποιο ποίημα του καβαφικού κανόνα, αυτό δεν είναι η «Ιθάκη», αλλά η «Πόλις», που η πρώτη μορφή της (με τίτλο «Πάλι στην ίδια πόλι») γράφτηκε τον Αύγουστο του 1894, δηλαδή λίγους μήνες μετά τη «Δευτέρα Οδύσσεια».[34] Τόσο η «Δευτέρα Οδύσσεια» όσο και «Η Πόλις» διαπνέονται από το ίδιο βαρύθυμο ήθος: η απόδραση από τον αδρανή μαρασμό και την ψυχική καχεξία δεν οδηγεί παρά σε μιαν άφιλη αυτονομία («Δευτέρα Οδύσσεια») ή, ακόμη χειρότερα, στη συνειδητοποίηση ότι καμία απόδραση δεν είναι δυνατή («Η Πόλις»). Άβυσσος χωρίζει τον σκυθρωπό πεσιμισμό των ποιημάτων αυτών από την πανηγυρική ευφροσύνη του ταξιδιού που οδηγεί προς τον προορισμό της «Ιθάκης».


ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ
Ευχαριστώ θερμά τον Μιχάλη Καρδαμίτση, τον Γιάννη Κωνσταντάκο και την Gonda Van Steen, που διάβασαν το δοκίμιο αυτό και με τις παρατηρήσεις τους με βοήθησαν να το βελτιώσω. Δεν πρέπει να θεωρηθεί πως οι τρεις αυτοί αναγνώστες συμφωνούν κατ’ ανάγκη με όλες τις θέσεις που εκφράζω εδώ. Είναι βεβαίως αυτονόητο πως εγώ φέρω ακέραιη την ευθύνη για όσα λάθη και αστοχίες απομένουν. 

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: