«Ο Σολομώντας και η Μάγισσα» στο σύμπαν του Γέιτς

«Ο Σολομώντας και η Μάγισσα» στο σύμπαν του Γέιτς


«Ο Σο­λoμώ­ντας και η Μά­γισ­σα», ένα από τα πιο όμορ­φα ερω­τι­κά ποι­ή­μα­τα του Ουί­λιαμ Μπά­τλερ Γέιτς, εκ­δό­θη­κε στην ποι­η­τι­κή του συλ­λο­γή Ο Μάικλ Ρο­μπάρ­τες και η Χο­ρεύ­τρια, το 1921. Ο Γέιτς έγρα­ψε το συ­γκε­κρι­μέ­νο ποί­η­μα για την σύ­ντρο­φο ζω­ής του, την George Yeats. Η συγ­γρα­φή του έγι­νε το 1918 στο Glendalough, ένα από το πιο ση­μα­ντι­κά μο­να­στι­κά κέ­ντρα της Ιρ­λαν­δί­ας και τό­πος πο­τι­σμέ­νος στους πα­λαιούς πα­γα­νι­στι­κούς μύ­θους.
Με αφορ­μή τη συ­μπλή­ρω­ση 159 χρό­νων από την γέν­νη­ση τού ποι­η­τή στις 13 Ιου­νί­ου 1865, πα­ρα­θέ­του­με το συ­γκε­κρι­μέ­νο ποί­η­μά του στο πρω­τό­τυ­πο και τη με­τά­φρα­σή του.

Η George Yeats, έργο του Edmund Dulac
Η George Yeats, έργο του Edmund Dulac



Solomon
and the Witch (1918)

And thus declared that Arab lady:
'Last night, where under the wild moon
On grassy mattress I had laid me,
Within my arms great Solomon,
I suddenly cried out in a strange tongue
Not his, not mine.'
                    
Who understood
Whatever has been said, sighed, sung,
Howled, miau-d, barked, brayed, belled, yelled, cried,
                                crowed,
Thereon replied: 'A cockerel
Crew from a blossoming apple bough
Three hundred years before the Fall,
And never crew again till now,
And would not now but that he thought,
Chance being at one with Choice at last,
All that the brigand apple brought
And this foul world were dead at last.
He that crowed out eternity
Thought to have crowed it in again.
For though love has a spider's eye
To find out some appropriate pain –
Aye, though all passion's in the glance –
For every nerve, and tests a lover
With cruelties of Choice and Chance;
And when at last that murder's over
Maybe the bride-bed brings despair,
For each an imagined image brings
And finds a real image there;
Yet the world ends when these two things,
Though several, are a single light,
When oil and wick are burned in one;
Therefore a blessed moon last night
Gave Sheba to her Solomon.'
'Yet the world stays.'
                                        
'If that be so,
Your cockerel found us in the wrong
Although he thought it worth a crow.
Maybe an image is too strong
Or maybe is not strong enough.'
'The night has fallen; not a sound
In the forbidden sacred grove
Unless a petal hit the ground,
Nor any human sight within it
But the crushed grass where we have lain;
And the moon is wilder every minute.
O! Solomon! let us try again.'


Ο Σο­λο­μώ­ντας και η Μά­γισ­σα

Και τό­τε η Κυ­ρά από την Αρα­βία ταύ­τα ανή­γει­λε:
“Εψές τη νύ­χτα, σαν κά­τω από τ' άγριο φεγ­γά­ρι
Πά­νω σε στρώ­μα από χορ­τά­ρι, ξά­πλω­σα
Και πή­ρα στην αγκα­λιά μου τον Μέ­γα Σο­λο­μώ­ντα,
Ξάφ­νου σε γλώσ­σα πα­ρά­ξε­νη λά­λη­σα,
Ού­τε δι­κή μου, μα ού­τε και δι­κή του.”
                                                Eκεί­νος που κα­τά­λα­βε
Κα­θέ­ναν που μί­λη­σε, στέ­να­ξε, τρα­γού­δη­σε,
Αλύ­χτη­σε, γά­βγι­σε, νια­ού­ρι­σε,
Γκά­ρι­ξε, έκρω­ξε, κου­δού­νι­σε,
Φώ­να­ξε κι έκλα­ψε, κραύ­γα­σε κι υλά­κτη­σε,
Αυ­τός και απο­κρί­θη­κε:
“Ο αλέ­κτωρ λά­λη­σε πά­νω σε κλω­νά­ρι μη­λιάς με­στής απ' άν­θη,
Τρια­κό­σια χρό­νια πριν από την Πτώ­ση.
Και από τό­τε δεν ξα­να­λά­λη­σε, ίσα­με τώ­ρα,
Και δεν θα λα­λού­σε αν δεν πί­στευε πως ήρ­θε η ώρα
Πια σε ολό­τη­τα να έλ­θουν Σύμ­πτω­ση και Επι­λο­γή,
Και όλα όσα επέ­φε­ρε η μη­λιά η λη­στρι­κή,
Μα και ετού­τος ο σά­πιος κό­σμος, στά­χτη να γί­νουν.
Νό­μι­σε εκεί­νο που πρω­το­λά­λη­σε την αιω­νιό­τη­τα
Πως τώ­ρα πί­σω την κα­λού­σε.
Για­τί και αν η αγά­πη μά­τι αρά­χνης έχει
Που κά­θε εί­δους πό­νο εντο­πί­ζει για κά­θε νεύ­ρο που κε­ντρί­ζει
— Ω ενώ το πά­θος όλο μες στο βλέμ­μα εδρά­ζει —
Τον ερω­τευ­μέ­νο ανή­λεα δο­κι­μά­ζει
Με πλήγ­μα­τα Σύμ­πτω­σης και Επι­λο­γής.
Μα σαν το φο­νι­κό αυ­τό πια τε­λειώ­σει,
Ίσως το νυ­φι­κό κρε­βά­τι από­γνω­ση βιώ­σει,
Για­τί κα­θέ­νας απ' τους δυο ει­κό­να φέ­ρει ονει­ρε­μέ­νη
Ώσπου βρί­σκει εκεί ει­κό­να αλη­θι­νή.
Μα ο κό­σμος τε­λειώ­νει σαν ετού­τα τα δυο,
μο­λο­νό­τι διά­φο­ρα, μια φλό­γα γί­νο­νται
Σαν το λά­δι και το φι­τί­λι καί­γο­νται μα­ζί.
Έτσι λοι­πόν και το βλο­γη­μέ­νο χθε­σι­νό φεγ­γά­ρι
Πα­ρέ­δω­σε τη Σί­βα στο Σο­λο­μώ­ντα της.”
“Κι όμως, ο κό­σμος πα­ρα­μέ­νει.”
                                                                        “Αν έτσι εί­ναι να γε­νεί,
O αλέ­κτωρ σου μας βρή­κε τη λά­θος τη στιγ­μή,
Αν και νό­μι­σε πως άξι­ζε να λα­λή­σει.
Ίσως μια ει­κό­να πα­ρα­εί­ναι δυ­να­τή,
Ίσως να μην εί­ναι και τό­σο δύ­να­τη”.
“Έπε­σαν οι σκιές της νύ­χτας, νε­κρι­κή σι­γή
Μες στον απα­γο­ρευ­μέ­νον ιε­ρό οπω­ρώ­να´
Μό­νο κα­νά αν­θο­πέ­τα­λο κά­που κά­που χτυ­πά τη γη´
Ού­τε περ­πα­τη­σιά αν­θρώ­που, ού­τε φω­νή,
Πα­ρά μό­νο το πα­τη­μέ­νο χορ­τά­ρι όπου ξα­πλώ­σα­με μα­ζί
Και το φεγ­γά­ρι που ολο­έ­να αγριεύ­ει από στιγ­μή σε στιγ­μή...
Ω Σο­λο­μώ­ντα! Έλα να προ­σπα­θή­σου­με απ' την αρ­χή.”


(από τη συλ­λο­γή Ο Μάικλ Ρο­μπάρ­τες και η Χο­ρεύ­τρια [1921])
[Maria Kampyli, Yeats Reborn (Schwall H. (Eπιμ.), Leuven: Peeters, Δε­κέμ­βριος 2015]


«Ο Σολομώντας και η Μάγισσα» στο σύμπαν του Γέιτς

Οι ερα­στές και οι χο­ρευ­τές απο­τε­λούν αγα­πη­μέ­να επα­να­λαμ­βα­νό­με­να μο­τί­βα στο ποι­η­τι­κό και θε­α­τρι­κό έρ­γο του Oυί­λιαμ Γέιτς. Τα μο­τί­βα αυ­τά εκ­φρά­ζουν τη σπει­ροει­δή κί­νη­ση του χο­ρού των ζω­ντα­νών και των νε­κρών, του θνη­τού και του υπερ­βα­τι­κού, του θα­νά­του και της ζω­ής, και λει­τουρ­γούν στο σύ­νο­λο του έρ­γου του τό­σο σε μι­κρο­κο­σμι­κό (εμπει­ρι­κό) όσο και μα­κρο­κο­σμι­κό (κο­σμο­λο­γι­κό, με­τα­φυ­σι­κό, οντο­λο­γι­κό) επί­πε­δο. Αυ­τές τις ιδέ­ες ο ποι­η­τής τις ανέ­λυ­σε διε­ξο­δι­κά στο φι­λο­σο­φι­κό του έρ­γο Α Vision, όπου συμ­βο­λι­κά σχη­μα­το­ποιεί εκ­φάν­σεις του κό­σμου, κύ­κλους της ιστο­ρί­ας και αν­θρώ­πι­νες συ­μπε­ρι­φο­ρές, μέ­σα από δυο αλ­λη­λο­πλε­κό­με­νες κι­νού­με­νες σπεί­ρες που αντα­να­κλούν την πά­λη των φαι­νο­με­νι­κά αντι­θέ­των. Κα­θ' όλη τη διάρ­κεια του έρ­γου του, τό­σο του αι­σθη­τι­κού και του φι­λο­σο­φι­κού, ο Γέιτς εκ­φρά­ζει την ενα­γώ­νια προ­σπά­θειά του να δώ­σει απά­ντη­ση στο με­τα­φυ­σι­κό αυ­τό ερώ­τη­μα.

«Ο Σολομώντας και η Μάγισσα» στο σύμπαν του Γέιτς



Ωστό­σο, ήδη από τη δε­κα­ε­τία του 1910, ο Γέιτς εί­χε έρ­θει σε επα­φή με πλευ­ρές της Ασια­τι­κής σκέ­ψης που υμνούν τη ζωή και απο­δέ­χο­νται τη θνη­τό­τη­τα, όπως ο ια­πω­νι­κός Ζεν Βου­δι­σμός και η ια­πω­νι­κή τέ­χνη, μα και με φι­λο­σο­φι­κές, σα­μα­νι­στι­κές και ανι­μι­στι­κές σχο­λές της ασια­τι­κής σκέ­ψης, όπως η ιν­δουι­στι­κή Τά­ντρα, το Σί­ντο και εί­δη Ια­πω­νι­κού Θε­ά­τρου όπως το Νοh. Στις σχο­λές αυ­τές σκέ­ψης ο Γέιτς θα αντι­κρύ­σει την απά­ντη­ση στο φι­λο­σο­φι­κό ερώ­τη­μα που τον τα­λα­νί­ζει πέ­ρα από τον δυ­ϊ­σμό.
Ο ποι­η­τής στα­δια­κά θα με­του­σιώ­σει τον ρο­μα­ντι­σμό του πρώ­ι­μου έρ­γου του, όπως και την επιρ­ροή της φι­λο­σο­φι­κής σκέ­ψης του Πλά­τω­να, ο οποί­ος όπως έγρα­ψε αρ­γό­τε­ρα στο επα­νεκ­δο­μέ­νο έρ­γο του A Vision «προ­ε­τοί­μα­σε την έρη­μο του Χρι­στια­νι­σμού και την αυ­το­κτο­νία των Στω­ι­κών». Αντί­στοι­χα, θα ανα­ζη­τή­σει απα­ντή­σεις πέ­ραν του δυι­σμού που δια­κα­τέ­χει την συμ­βο­λι­κή αλ­χη­μι­στι­κή σκέ­ψη στην οποία εί­χε εντρυ­φή­σει ήδη από τα τέ­λη του 19ου αιώ­να ως μέ­λος πρώ­τα της Σχο­λής Θε­ο­σο­φι­στών και, κα­τό­πιν, της Στο­άς του Hermetic Μagical Order, μιας ελι­τί­στι­κης στο­άς στους κόλ­πους ωστό­σο της οποί­ας εί­χαν βρει κα­τα­φύ­γιο ανα­τρε­πτι­κά πνεύ­μα­τα του Αγ­γλο-Ιρ­λαν­δι­κού προ­τε­στα­ντι­κού κα­τε­στη­μέ­νου, όπως και φε­μι­νί­στριες καλ­λι­τέ­χνες της επο­χής.
Το πα­ρόν ποί­η­μα βρί­σκε­ται σε αυ­τή τη στα­δια­κή με­τά­βα­ση στη σκέ­ψη του Γέιτς: εκ­φρά­ζει την πί­στη του ότι η ερω­τι­κή πρά­ξη απο­τε­λεί την κι­νη­τή­ριο δύ­να­μη της ίδιας της ύπαρ­ξης, ενώ ταυ­τό­χρο­να δί­νει μια άλ­λη προ­σέγ­γι­ση στο εξε­λισ­σό­με­νο φι­λο­σο­φι­κό του σύ­στη­μα.
Οι δυο ερα­στές, «Ο Σο­λο­μώ­ντας και η Μά­γισ­σα», πε­ρι­δι­νού­νται σε έναν κο­σμι­κό και μι­κρο­κο­σμι­κό ερω­τι­κό χο­ρό απο­ζη­τώ­ντας την από­λυ­τη ένω­ση. Όμως οι δυο σπεί­ρες δεν βρί­σκουν τό­πο συ­νά­ντη­σης, πα­ρά αλ­λά­ζουν κά­θε φο­ρά αντι­δια­με­τρι­κά θέ­σεις όσο η Σύμ­πτω­ση και η Επι­λο­γή δια­φο­ρο­ποιού­νται. Όταν η σύμ­πτω­ση ενω­θεί με την επι­λο­γή, όπως πί­στευε ο Γέιτς στο πρώ­ι­μο έρ­γο του, οι ερα­στές θα κα­τα­φέ­ρουν μέ­σα από κύ­κλους επα­να­συν­δέ­σε­ων να επι­τύ­χουν την από­λυ­τη ένω­ση, όταν όλες οι συν­θή­κες θα “συ­νω­μο­τή­σουν” με τις “ταυ­τό­χρο­νες” επι­λο­γές τους και όταν όλοι οι καρ­μι­κοί κό­μποι τους θα έχουν λυ­θεί.
Αυ­τή η ανα­μο­νή βα­σα­νί­ζει ως άλυ­το ερώ­τη­μα τον ποι­η­τή όσο πα­λεύ­ει σκλη­ρά με μιαν αγά­πη ανεκ­πλή­ρω­τη κα­τά τα χρό­νια της επα­φής του με την ρε­που­μπλι­κα­νή Maud Gonne, τον έρω­τα της νιό­της του που ενέ­πνευ­σε το πρώ­ι­μο έρ­γο του.
Ωστό­σο, κα­τά τη συ­νύ­παρ­ξή του με τη σύ­ντρο­φό ζω­ής του, την George, στην ώρι­μη πλέ­ον φά­ση της ζω­ής του, ο Γέιτς θα πει­ρα­μα­τι­στεί με την αυ­τό­μα­τη γρα­φή και την ερω­τι­κή επα­φή, και ταυ­τό­χρο­να θα εμ­βα­θύ­νει στη γνώ­ση της ασια­τι­κής σκέ­ψης.
Μια ώρι­μη αλή­θεια για τη φύ­ση της αγά­πης στα­δια­κά τού απο­κα­λύ­πτε­ται.
Εί­ναι αξιο­ση­μεί­ω­τη η μά­χη που δί­νει ο με­τα­φρα­στής στην προ­σπά­θεια ερ­μη­νεί­ας του «several» στο ποί­η­μα, κα­θό­τι αν έχει εντρυ­φή­σει στο πε­ρί­πλο­κο έρ­γο του Γέιτς στο σύ­νο­λό του, συ­νει­δη­το­ποιεί ότι εί­ναι μάλ­λον διτ­τή η ση­μα­σία της: αρε­σκό­με­νος στα λο­γο­παί­γνια και τους γρί­φους, ίσως εδώ ο ποι­η­τής ταυ­τό­χρο­να υπο­νο­εί ότι οι δυ­νά­μεις της Σύμ­πτω­σης και της Επι­λο­γής δύ­να­νται να δια­πλέ­κο­νται και να δια­σταυ­ρώ­νο­νται πο­λυ­τρό­πως. Το ερώ­τη­μα πα­ρα­μέ­νει για­τί να ερ­μη­νευ­θούν ως ετε­ρό­τρο­πες ή αντι­δια­με­τρι­κά αντί­θε­τες.
Η με­τά­φρα­σή του ως «διά­φο­ρες» αντι­κα­το­πτρί­ζει αυ­τό τον προ­βλη­μα­τι­σμό, όπως και τη στα­δια­κή με­τα­βο­λή της κα­τα­νό­η­σης του Γέιτς πε­ρί της πά­λης των αντι­θέ­των όχι ως ατε­λεύ­τη­της μά­χης, μα ενός αιώ­νιου γί­γνε­σθαι, της εμπι­στο­σύ­νης στο άνοιγ­μα νέ­ων κύ­κλων δη­μιουρ­γί­ας όταν οι ερα­στές αντι­κρύ­ζουν, σε κά­θε τους ανά τους αιώ­νες συ­νά­ντη­ση, τη Σύμ­πτω­ση και την Επι­λο­γή ως «μια φλο­γα [...] σαν το λά­δι και το φι­τί­λι καί­γο­νται μα­ζί», μα πλέ­ον ως σε­να­ριο­γρά­φοι της δι­κής τους κο­σμι­κής-μι­κρο­κο­σμι­κής ιστο­ρί­ας ως μια κα­τά­στα­σης εν δυ­νά­μει και εν ενερ­γεία.
Στο ποί­η­μα «Ο Σο­λο­μώ­ντας και η Μά­γισ­σα», ο Γέιτς ανα­φέ­ρε­ται σε εκεί­νο το ση­μείο «.», την αέ­ναη στιγ­μή στον χρό­νο όταν οι ερα­στές απο­γειώ­νο­νται ερω­τι­κά σε ρυθ­μούς που αγ­γί­ζουν τα όρια της σιω­πής. Ο αλέ­κτωρ λά­λη­σε δυο φο­ρές στον κό­σμο, σύμ­φω­να με τον Σο­λο­μώ­ντα: κα­τά την δη­μιουρ­γία του 300 χρό­νια πριν την Πτώ­ση των πρω­τό­πλα­στων και τώ­ρα τη στιγ­μή της σαρ­κι­κής ένω­σης με τη «Μά­γισ­σα». Πρό­κει­ται για τη σο­φή Βα­σί­λισ­σα Σί­μπα από την Αρα­βία που ζει στην καρ­διά Ισλα­μι­κών, Εβραϊ­κών και Χρι­στια­νι­κών με­τα­βι­βλι­κών θρύ­λων, επί­σης γνω­στή σε εξω­βι­βλι­κές πη­γές για την τέ­χνη της να θέ­τει γρί­φους ή «σκλη­ρά ερω­τή­μα­τα».
Στο γή­ι­νο αυ­τό ση­μείο συ­νά­ντη­σής τους «.», οι δυο αλ­λη­λο­πλε­κό­με­νες σπεί­ρες, όπως γρά­φει ο Γέιτς στο φι­λο­σο­φι­κό έρ­γο του A Vision, αγ­γί­ζουν τη μορ­φή της Σφαί­ρας, δη­λα­δή της αιω­νιό­τη­τας (ή του Thirteenth Cone).
Το ίδιο φι­λο­σο­φι­κό έρ­γο, ωστό­σο, λί­γα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα ο ποι­η­τής θα προ­σπα­θή­σει με κά­θε τρό­πο να απο­δο­μή­σει. Το έρ­γο του θα κα­τα­κλύ­σουν ει­κό­νες από αχα­νή πε­δία, από ερή­μους και άδειες βου­νο­κορ­φές, ει­κό­νες που πα­σχί­ζουν να αγ­γί­ξουν την έκ­φρα­ση του γό­νι­μου κε­νού. Με ανε­ξά­ντλη­τη διά­θε­ση αυ­το­σαρ­κα­σμού ο ποι­η­τής θα απο­κη­ρύ­ξει το φι­λο­σο­φι­κό του έρ­γο ως «στυ­λι­ζα­ρι­σμέ­νες συν­θέ­σεις», «απλές αυ­τα­πά­τες», «λια­στούς σκε­λε­τούς που­λε­ρι­κών» [A Vision B 63,214], «Ζώα Τσίρ­κου σε Λι­πο­τα­ξία» που πα­ρε­λαύ­νουν πά­νω στους αχα­νείς αμ­μό­λο­φους μα­ζί με τα σύμ­βο­λα και τις ποι­η­τι­κές του ει­κό­νες [«The Circus Animas Desertion», ένα από τα τε­λευ­ταία του ποι­ή­μα­τα τη δε­κα­ε­τία του ‘30].
Όταν απο­κη­ρύσ­σει την αφη­ρη­μέ­νη σκέ­ψη και τους δια­νοη­τι­κούς πει­ρα­μα­τι­σμούς, ο ποι­η­τής έχει ήδη δώ­σει την απά­ντη­ση στο με­τα­φυ­σι­κό ερώ­τη­μα της πά­λης των αντι­θέ­των μέ­σα από το ίδιο το αι­σθη­τι­κό του έρ­γο, όταν οι λέ­ξεις ασθμαί­νουν με μια τέ­λεια ροή ικα­νή να εκ­φρά­σει προς στιγ­μήν την εν­σώ­μα­τη επί­δρα­ση του αν­θρώ­που με τον κό­σμο.
Εκεί­νη την αέ­ναη στιγ­μή στον χρό­νο, όπου “η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα εί­ναι Σφαί­ρα» (όπως επα­νε­ξε­τά­ζει στο Α Vision τη δε­κα­ε­τί­ας του 20 και 30), οι ερα­στές του ποι­ή­μα­τος «Ο Σο­λο­μώ­ντας και η Μά­γισ­σα» βρί­σκο­νται οντο­λο­γι­κά και εμπει­ρι­κά πα­ρό­ντες σε κά­θε μό­ριο του Κύ­κλου, σε όλες τις εκ­φάν­σεις του κό­σμου, όπως και στα «πλήγ­μα­τα της Σύμ­πτω­σης και Επι­λο­γής». Η ένω­σή τους αγ­γί­ζει πλευ­ρές του ανεί­πω­του, εκεί­νου που κα­μία γλώσ­σα δεν μπο­ρεί να εκ­φέ­ρει, όπως ανα­φέ­ρε­ται στο ποί­η­μα που βρί­θει από εσκεμ­μέ­να πα­ρα­ποι­η­μέ­νους βι­βλι­κoύς υπαι­νιγ­μούς και παι­γνιώ­δη διά­θε­ση, σε μια προ­σπά­θεια του ποι­η­τή να αγ­γί­ξει τη σο­φία της Σί­μπα. Γί­νε­ται η γλώσ­σα που κα­τα­νο­εί εκεί­νος που “στέ­να­ξε, τρα­γού­δη­σε, / Αλύ­χτη­σε, γαύ­γι­σε, νια­ού­ρι­σε, / Γκά­ρι­ξε, έκρω­ξε, κου­δού­νι­σε,/ Φώ­να­ξε κι έκλα­ψε, κραύ­γα­σε κι υλά­κτη­σε”.
Εί­ναι η γλώσ­σα των βου­νο­κορ­φών του όψι­μου έρ­γου του Γέιτς, κα­τοι­κού­με­νες από το γό­νι­μο θη­λυ­κό κε­νό – με­στό από βρυ­χό­με­να γέ­λω­τα («roaring laughter») μω­ρών (“fools”), και από τα κα­θαρ­τή­ρια δα­κρύα των σο­φών (βλ. ποι­ή­μα­τα «Meru», «Lapis Lazuli») και όσων αντι­τί­θε­νται σε ένα στεί­ρο πα­τριαρ­χι­κό κα­τε­στη­μέ­νο (βλ. συλ­λο­γή ποι­η­μά­των για την Τρε­λο-Τζέ­ην).
Στο εν λό­γω ποί­η­μα τα λό­για γί­νο­νται διά­φα­νο πέ­πλο που πα­σχί­ζει να ντύ­σει μια ακα­τέρ­γα­στη μυ­στι­κή δύ­να­μη, εκεί­νη της ερω­τι­κής σαρ­κι­κής επι­κοι­νω­νί­ας.
Εί­ναι η Σί­μπα αυ­τή που πα­ρα­κι­νεί στο τέ­λος τον Σο­λο­μώ­ντα για τη δη­μί­ουρ­γία ενός σύ­μπα­ντος εκ νέ­ου, σαν μια δύ­να­μη Τα­ντρι­κή, σαν μια νέα ζω­η­φό­ρος δύ­να­μη Σά­κτι ― εί­ναι η Shakti-Lila στον κυ­κλι­κό κο­σμι­κό Χο­ρό της δη­μιουρ­γί­ας και της απο­σύν­θε­σης – χο­ρός ζω­ής, θα­νά­του, ανα­γέν­νη­σης, όπως μα­θαί­νει ο Υeats από τα έρ­γα του J. Woodroffe, του πρώ­του με­τα­φρα­στή στη δύ­ση του 20ού αιώ­να των Τα­ντρι­κών Κει­μέ­νων. Με­λε­τώ­ντας τα την πε­ρί­ο­δο συγ­γρα­φής του ποι­ή­μα­τος, ο Γέιτς εί­ναι πι­θα­νόν να επι­κα­λέ­στη­κε τον Σο­λο­μώ­ντα και τη Σί­μπα ως δια­φο­ρο­ποι­ή­σεις της Σά­κτι. Στο έρ­γο του Woodroffe μα­θαί­νει πως η ένω­ση του Σί­βα και της Σά­κτι εκ­φρά­ζε­ται φι­λο­σο­φι­κά-κο­σμο­λο­γι­κά μέ­σω του Sri Chakra mandala, του Κύ­κλου με το Κε­νό. Ο Κύ­κλος που ορί­ζει την ύπαρ­ξη, που μορ­φο­ποιεί, εί­ναι η Σά­κτι, η έκ­φρα­ση του Κε­νού εί­ναι ο Σί­βα. Σί­βα-Σά­κτι ― οι εκ­φρα­στές της ένω­σης της μορ­φής με το κε­νό, του πνέ­υ­μα­τος με την ύλη, της συ­νει­δη­τό­τη­τας με τη δύ­να­μη που της δί­νει πνοή, κι­νούν τον χο­ρό του σύ­μπα­ντος.

«Ο Σολομώντας και η Μάγισσα» στο σύμπαν του Γέιτς



Η δο­νή­σεις της Σά­κτι (Σι­βα) εκ­φρά­ζουν την αέ­ναη, ακού­ρα­στη ενέρ­γεια που ενυ­πάρ­χει στις μορ­φές του εμπει­ρι­κού κό­σμου και απο­τε­λεί τον πιο υπέ­ρο­χο συμ­βο­λι­σμό για τις μυ­στι­κές δυ­νά­μεις του θνη­τού έρω­τα ανά­με­σα στον γε­ρα­σμέ­νο Μά­γο και τη γε­ρα­σμέ­νη Μά­γισ­σα της ζω­ής, λί­γο πριν την εκ νέ­ου απο­σύν­θε­ση του χο­ρού της (ζω­ής τους).
Όπως γρά­φει ο Γέιτς στο ημε­ρο­λό­γιό του το 1910: «Μου φαί­νε­ται ότι η πραγ­μα­τι­κή αγά­πη εί­ναι μια μορ­φή πει­θαρ­χί­ας, και πό­ση σο­φία χρειά­στη­κε για να επι­βιώ­σει επί τό­σους αιώ­νες ο έρω­τας ανά­με­σα στον Σο­λο­μώ­ντα και τη Σί­μπα, πα­ρά τη Σιω­πή των Γρα­φών! O κα­θέ­νας από τους ερω­τευ­μέ­νους μα­ντεύ­ει μια μυ­στι­κή πλευ­ρά του άλ­λου, και αρ­νού­με­νος/αρ­νού­με­νη να πι­στέ­ψει στον απλό κα­θη­με­ρι­νό εαυ­τό, δη­μιουρ­γεί έναν κα­θρέ­φτη μέ­σα στον οποίο βλέ­πει την ει­κό­να που θα μι­μη­θεί στην κα­θη­με­ρι­νή ζωή. Για­τί ο έρω­τας εί­ναι επί­σης δη­μιουρ­γός της Μά­σκας».
Στην ερω­τι­κή επα­φή και στον συμ­βο­λι­σμό της ένω­σης του Χο­ρευ­τή με τον Χο­ρό ανα­ζή­τη­σε ο Γέιτς την Ένω­ση του Όντος/της Ύπαρ­ξης (Unity of Being) στον κό­σμο τον εμπει­ρι­κό, εκεί όπου η «τέ­χνη» της «πραγ­μα­τι­κής αγά­πης» εί­ναι μια μυ­στη­ρια­κή διο­νυ­σια­κή τε­λε­τουρ­γία που δεν πρου­πο­θέ­τει πά­ντα μό­χθο και κό­πο. Εί­ναι μέ­θε­ξη.
Ωστό­σο, λί­γο αρ­γό­τε­ρα, στο φι­λο­σο­φι­κό του έρ­γο Α Vision στα τέ­λη της δε­κα­ε­τί­ας του ‘20 και του ‘30, έχο­ντας πλέ­ον εντρυ­φή­σει στον Ζεν Βου­δι­σμό μέ­σω του έρ­γου του Νταϊ­σέ­τσου Σου­ζού­κι, μα και στο έρ­γο του Νί­τσε, o Γέιτς θα δώ­σει μια ακό­μη πιο χω­μά­τι­νη εκ­δο­χή του εξε­λισ­σό­με­νου ορι­σμού της Ένω­σης της Ύπαρ­ξης/του Όντος : εί­ναι η δύ­να­μη του αν­θρώ­που να αγκα­λιά­σει την τρα­γι­κό­τη­τα της ύπαρ­ξής του και να αι­σθαν­θεί εκεί­νη την «τρα­γι­κή» «αγνή ανε­πι­τή­δευ­τη χα­ρα» (tragic joy, aimless joy) που απορ­ρέι από αυ­τή τη συ­νει­δη­το­ποί­η­ση. «Εί­ναι ο άν­θρω­πος που ενώ δί­νει σκλη­ρή μά­χη με το πε­πρω­μέ­νο και την Τύ­χη του μέ­χρι που κά­θε ενέρ­γεια μέ­σα του δο­νεί­ται σθε­να­ρά, εί­ναι χα­ρού­με­νος που πρέ­πει να πα­λέ­ψει, δί­χως τε­λι­κή νί­κη. Δεν μπο­ρεί να κά­νει διά­κρι­ση ο άν­θρω­πος αυ­τός ανά­με­σα στη μοί­ρα και την ελευ­θε­ρία. Δεν εί­ναι πια πι­κρα­μέ­νος, αγα­πά μπο­ρεί να πει κα­νείς την τρα­γω­δία όπως ‘όσοι αγα­πούν τους Θε­ούς, και τους αντι­στέ­κο­νται όσο και τους υπο­μέ­νου­ν’.* Τέ­τοιοι άν­θρω­ποι έχουν τη δύ­να­μη να φέ­ρουν όλα όσα τους συμ­βαί­νουν, μα και όλα όσα επι­θυ­μούν, σε μια ψυ­χι­κή και πνευ­μα­τι­κή σύν­θε­ση, και με τον τρό­πο αυ­τό να κα­τα­κτούν την Ενό­ρα­ση όχι μό­νο του Κα­λού μα και του Κα­κού» [A Vision, 1925, σελ. 28-29).].
Τον σπό­ρο αυ­τής της ιδέ­ας πε­ρί Ενό­ρα­σης του Κα­λού και του Κα­κού, μπο­ρεί να ανα­ζη­τή­σει ο ανα­γνώ­στης στο γράμ­μα του Γέιτς προς τον George Russell στις 22 Γε­νά­ρη του 1898, όταν θα εκ­φρά­σει ότι Ένω­ση του Όντος/της Ύπαρ­ξης βιώ­νει εκεί­νος που κα­τα­φέρ­νει «να έρ­θει αντι­μέ­τω­πος με το ετε­ρο­γε­νές και να θέ­σει σε δο­κι­μα­σία την αρ­μο­νία που ενυ­πάρ­χει μέ­σα του μέ­σα από τη δύ­να­μή του να το απορ­ρο­φή­σει και να το εναρ­μο­νί­σει»
Ήταν την πε­ρί­ο­δο της συγ­γρα­φής του πιο όμορ­φου ερω­τι­κού ποι­ή­μα­τος της ποι­η­τι­κής συλ­λο­γής του – «Ο Σο­λο­μώ­ντας και η Μά­γισ­σα», όταν στο αντί­στοι­χο έρ­γο του Per Amica Silentia Lunae (1918) ο Γέιτς έγρα­ψε ότι «η δια­φώ­τι­ση του σο­φού και του μύ­στη», μα και του ερα­στή ως μύ­στη, έρ­χε­ται μέ­σα από το βί­ω­μα ενός «ρυθ­μι­κού συ­ναι­σθή­μα­τος» που «εκλύ­ε­ται απρό­σκο­πτα», «ελεύ­θε­ρα», «αφή­νο­ντας το απο­τύ­πω­μά του ως μια ξαφ­νι­κή σιω­πή στο κέ­ντρο της σκέ­ψης, ή ίσως, εν μέ­σω κρί­σης μιαν αχνή φω­νή»

Eί­ναι η σιω­πή των ερα­στών του ώρι­μου έρ­γου του –
μια αχνή φω­νή εν μέ­σω της τρα­γω­δί­ας της ύπαρ­ξης,
μια εκ­στα­τι­κή σιω­πή πριν από κά­θε εκ νέ­ου αρ­χή...

«Ο Σολομώντας και η Μάγισσα» στο σύμπαν του Γέιτς



[Οι με­τα­φρά­σεις δί­χως άλ­λη έν­δει­ξη εί­ναι της συγ­γρα­φέ­ως]

*those who love the gods and withstand them = Σύμ­φω­να με την Margaret Μills Harper, στο έρ­γο του A Vision o Γέιτς πα­ρα­θέ­τει μια φρά­ση από την προ­σω­πι­κή ερ­μη­νεία από τον Oυί­λιαμ Μό­ρις της Ισλαν­δι­κής Σά­γκα του 13ου αιώ­να, The Story of Sigurd the Volsung and the Fall of the Niblungs, στο The Collected Works of William Morris: With Introductions by His Daughter May Morris (Λον­δί­νο: Longmans Green & Co., 1911). Συ­γκε­κρι­μέ­να, εδώ ανα­φέ­ρε­ται στο ση­μείο όπου η Brynhild δί­νει την εξής οδη­γία στον Sigurd: “Love thou the Gods—and withstand them, lest thy fame should fail in the end.” Εί­ναι ωστό­σο γε­γο­νός ότι ο Μό­ρις συ­γκε­κρι­μέ­να, πα­ρα­βλέ­πει την από­δο­ση της ωμής σκλη­ρό­τη­τας στην ερω­τι­κή ιστο­ρία του πρω­τό­τυ­που έπους.




ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

W.B. Yeats, The Poems, επιμ. Daniel Albright, Λον­δί­νο, Εveryman 1994)
W.B. Yeats, The Collected Works of W.B. Yeats Volume XIII: A Vision: The Original 1925 Version, επιμ. Margaret Mills Harper and Catherine E. Paul, Nέα Yόρ­κη, Simon & Schuster 2013.
W.B. Yeats, A Vision, Λον­δί­νο, Macmillan 1937.
W.B. Yeats, Per Amica Silentia Lunae, Mythologies (Νέα Υόρ­κη, Macmillan 1959)
Suzuki, Daisetsu Teitaro. Essays in Zen Buddhism (Λον­δί­νο: Luzac and Company). Εκ­δό­θη­κε αρ­χι­κά για το Eastern Buddhist Society, 1927
Woodroffe John George (Arthur Avalon) επιμ.“The Tantras and The Religion of the Tantras”, Chap. 5, Shakti and Shakta (Λον­δί­νο, Luzac & Co. 1918).
Μaria Kampyli (Μα­ρία Κα­μπύ­λη) στο Yeats and Asia (ed. Sean Golden, Cork University Press, 2021) και The Yeats Journal of Korea (http://​dx.​doi.​org/​10.​14354/​yjk.​2017.​52.​143) Vol. 52, (April 2017): 143-18. Eπί­σης στο «Τζόις και Γέιτς: Ποιος θα πά­ει με τον Φέρ­γκους», Χάρ­της#46, Οκτώ­βριος 2022, https://www.hartismag.gr/hartis-46
Maria Kampyli (μτ­φρ.), «Ο Σο­λο­μώ­ντας και η Μά­γισ­σα», Yeats Reborn (Schwall H. (επιμ.), Leuven: Peeters, Δε­κέμ­βριος 2015).

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: