«Ο Σολoμώντας και η Μάγισσα», ένα από τα πιο όμορφα ερωτικά ποιήματα του Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς, εκδόθηκε στην ποιητική του συλλογή Ο Μάικλ Ρομπάρτες και η Χορεύτρια, το 1921. Ο Γέιτς έγραψε το συγκεκριμένο ποίημα για την σύντροφο ζωής του, την George Yeats. Η συγγραφή του έγινε το 1918 στο Glendalough, ένα από το πιο σημαντικά μοναστικά κέντρα της Ιρλανδίας και τόπος ποτισμένος στους παλαιούς παγανιστικούς μύθους.
Με αφορμή τη συμπλήρωση 159 χρόνων από την γέννηση τού ποιητή στις 13 Ιουνίου 1865, παραθέτουμε το συγκεκριμένο ποίημά του στο πρωτότυπο και τη μετάφρασή του.
«Ο Σολομώντας και η Μάγισσα» στο σύμπαν του Γέιτς
Solomon and the Witch (1918)
And thus declared that Arab lady:
'Last night, where under the wild moon
On grassy mattress I had laid me,
Within my arms great Solomon,
I suddenly cried out in a strange tongue
Not his, not mine.'
Who understood
Whatever has been said, sighed, sung,
Howled, miau-d, barked, brayed, belled, yelled, cried,
crowed,
Thereon replied: 'A cockerel
Crew from a blossoming apple bough
Three hundred years before the Fall,
And never crew again till now,
And would not now but that he thought,
Chance being at one with Choice at last,
All that the brigand apple brought
And this foul world were dead at last.
He that crowed out eternity
Thought to have crowed it in again.
For though love has a spider's eye
To find out some appropriate pain –
Aye, though all passion's in the glance –
For every nerve, and tests a lover
With cruelties of Choice and Chance;
And when at last that murder's over
Maybe the bride-bed brings despair,
For each an imagined image brings
And finds a real image there;
Yet the world ends when these two things,
Though several, are a single light,
When oil and wick are burned in one;
Therefore a blessed moon last night
Gave Sheba to her Solomon.'
'Yet the world stays.'
'If that be so,
Your cockerel found us in the wrong
Although he thought it worth a crow.
Maybe an image is too strong
Or maybe is not strong enough.'
'The night has fallen; not a sound
In the forbidden sacred grove
Unless a petal hit the ground,
Nor any human sight within it
But the crushed grass where we have lain;
And the moon is wilder every minute.
O! Solomon! let us try again.'
Ο Σολομώντας και η Μάγισσα
Και τότε η Κυρά από την Αραβία ταύτα ανήγειλε:
“Εψές τη νύχτα, σαν κάτω από τ' άγριο φεγγάρι
Πάνω σε στρώμα από χορτάρι, ξάπλωσα
Και πήρα στην αγκαλιά μου τον Μέγα Σολομώντα,
Ξάφνου σε γλώσσα παράξενη λάλησα,
Ούτε δική μου, μα ούτε και δική του.”
Eκείνος που κατάλαβε
Καθέναν που μίλησε, στέναξε, τραγούδησε,
Αλύχτησε, γάβγισε, νιαούρισε,
Γκάριξε, έκρωξε, κουδούνισε,
Φώναξε κι έκλαψε, κραύγασε κι υλάκτησε,
Αυτός και αποκρίθηκε:
“Ο αλέκτωρ λάλησε πάνω σε κλωνάρι μηλιάς μεστής απ' άνθη,
Τριακόσια χρόνια πριν από την Πτώση.
Και από τότε δεν ξαναλάλησε, ίσαμε τώρα,
Και δεν θα λαλούσε αν δεν πίστευε πως ήρθε η ώρα
Πια σε ολότητα να έλθουν Σύμπτωση και Επιλογή,
Και όλα όσα επέφερε η μηλιά η ληστρική,
Μα και ετούτος ο σάπιος κόσμος, στάχτη να γίνουν.
Νόμισε εκείνο που πρωτολάλησε την αιωνιότητα
Πως τώρα πίσω την καλούσε.
Γιατί και αν η αγάπη μάτι αράχνης έχει
Που κάθε είδους πόνο εντοπίζει για κάθε νεύρο που κεντρίζει
— Ω ενώ το πάθος όλο μες στο βλέμμα εδράζει —
Τον ερωτευμένο ανήλεα δοκιμάζει
Με πλήγματα Σύμπτωσης και Επιλογής.
Μα σαν το φονικό αυτό πια τελειώσει,
Ίσως το νυφικό κρεβάτι απόγνωση βιώσει,
Γιατί καθένας απ' τους δυο εικόνα φέρει ονειρεμένη
Ώσπου βρίσκει εκεί εικόνα αληθινή.
Μα ο κόσμος τελειώνει σαν ετούτα τα δυο,
μολονότι διάφορα, μια φλόγα γίνονται
Σαν το λάδι και το φιτίλι καίγονται μαζί.
Έτσι λοιπόν και το βλογημένο χθεσινό φεγγάρι
Παρέδωσε τη Σίβα στο Σολομώντα της.”
“Κι όμως, ο κόσμος παραμένει.”
“Αν έτσι είναι να γενεί,
O αλέκτωρ σου μας βρήκε τη λάθος τη στιγμή,
Αν και νόμισε πως άξιζε να λαλήσει.
Ίσως μια εικόνα παραείναι δυνατή,
Ίσως να μην είναι και τόσο δύνατη”.
“Έπεσαν οι σκιές της νύχτας, νεκρική σιγή
Μες στον απαγορευμένον ιερό οπωρώνα´
Μόνο κανά ανθοπέταλο κάπου κάπου χτυπά τη γη´
Ούτε περπατησιά ανθρώπου, ούτε φωνή,
Παρά μόνο το πατημένο χορτάρι όπου ξαπλώσαμε μαζί
Και το φεγγάρι που ολοένα αγριεύει από στιγμή σε στιγμή...
Ω Σολομώντα! Έλα να προσπαθήσουμε απ' την αρχή.”
(από τη συλλογή Ο Μάικλ Ρομπάρτες και η Χορεύτρια [1921])
[Maria Kampyli, Yeats Reborn
(Schwall H. (Eπιμ.), Leuven: Peeters, Δεκέμβριος 2015]
Οι εραστές και οι χορευτές αποτελούν αγαπημένα επαναλαμβανόμενα μοτίβα στο ποιητικό και θεατρικό έργο του Oυίλιαμ Γέιτς. Τα μοτίβα αυτά εκφράζουν τη σπειροειδή κίνηση του χορού των ζωντανών και των νεκρών, του θνητού και του υπερβατικού, του θανάτου και της ζωής, και λειτουργούν στο σύνολο του έργου του τόσο σε μικροκοσμικό (εμπειρικό) όσο και μακροκοσμικό (κοσμολογικό, μεταφυσικό, οντολογικό) επίπεδο. Αυτές τις ιδέες ο ποιητής τις ανέλυσε διεξοδικά στο φιλοσοφικό του έργο Α Vision, όπου συμβολικά σχηματοποιεί εκφάνσεις του κόσμου, κύκλους της ιστορίας και ανθρώπινες συμπεριφορές, μέσα από δυο αλληλοπλεκόμενες κινούμενες σπείρες που αντανακλούν την πάλη των φαινομενικά αντιθέτων. Καθ' όλη τη διάρκεια του έργου του, τόσο του αισθητικού και του φιλοσοφικού, ο Γέιτς εκφράζει την εναγώνια προσπάθειά του να δώσει απάντηση στο μεταφυσικό αυτό ερώτημα.
Ωστόσο, ήδη από τη δεκαετία του 1910, ο Γέιτς είχε έρθει σε επαφή με πλευρές της Ασιατικής σκέψης που υμνούν τη ζωή και αποδέχονται τη θνητότητα, όπως ο ιαπωνικός Ζεν Βουδισμός και η ιαπωνική τέχνη, μα και με φιλοσοφικές, σαμανιστικές και ανιμιστικές σχολές της ασιατικής σκέψης, όπως η ινδουιστική Τάντρα, το Σίντο και είδη Ιαπωνικού Θεάτρου όπως το Νοh. Στις σχολές αυτές σκέψης ο Γέιτς θα αντικρύσει την απάντηση στο φιλοσοφικό ερώτημα που τον ταλανίζει πέρα από τον δυϊσμό.
Ο ποιητής σταδιακά θα μετουσιώσει τον ρομαντισμό του πρώιμου έργου του, όπως και την επιρροή της φιλοσοφικής σκέψης του Πλάτωνα, ο οποίος όπως έγραψε αργότερα στο επανεκδομένο έργο του A Vision «προετοίμασε την έρημο του Χριστιανισμού και την αυτοκτονία των Στωικών». Αντίστοιχα, θα αναζητήσει απαντήσεις πέραν του δυισμού που διακατέχει την συμβολική αλχημιστική σκέψη στην οποία είχε εντρυφήσει ήδη από τα τέλη του 19ου
αιώνα ως μέλος πρώτα της Σχολής Θεοσοφιστών και, κατόπιν, της Στοάς του Hermetic Μagical Order, μιας ελιτίστικης στοάς στους κόλπους ωστόσο της οποίας είχαν βρει καταφύγιο ανατρεπτικά πνεύματα του Αγγλο-Ιρλανδικού προτεσταντικού κατεστημένου, όπως και φεμινίστριες καλλιτέχνες της εποχής.
Το παρόν ποίημα βρίσκεται σε αυτή τη σταδιακή μετάβαση στη σκέψη του Γέιτς: εκφράζει την πίστη του ότι η ερωτική πράξη αποτελεί την κινητήριο δύναμη της ίδιας της ύπαρξης, ενώ ταυτόχρονα δίνει μια άλλη προσέγγιση στο εξελισσόμενο φιλοσοφικό του σύστημα.
Οι δυο εραστές, «Ο Σολομώντας και η Μάγισσα», περιδινούνται σε έναν κοσμικό και μικροκοσμικό ερωτικό χορό αποζητώντας την απόλυτη ένωση. Όμως οι δυο σπείρες δεν βρίσκουν τόπο συνάντησης, παρά αλλάζουν κάθε φορά αντιδιαμετρικά θέσεις όσο η Σύμπτωση και η Επιλογή διαφοροποιούνται. Όταν η σύμπτωση ενωθεί με την επιλογή, όπως πίστευε ο Γέιτς στο πρώιμο έργο του, οι εραστές θα καταφέρουν μέσα από κύκλους επανασυνδέσεων να επιτύχουν την απόλυτη ένωση, όταν όλες οι συνθήκες θα “συνωμοτήσουν” με τις “ταυτόχρονες” επιλογές τους και όταν όλοι οι καρμικοί κόμποι τους θα έχουν λυθεί.
Αυτή η αναμονή βασανίζει ως άλυτο ερώτημα τον ποιητή όσο παλεύει σκληρά με μιαν αγάπη ανεκπλήρωτη κατά τα χρόνια της επαφής του με την ρεπουμπλικανή Maud Gonne, τον έρωτα της νιότης του που ενέπνευσε το πρώιμο έργο του.
Ωστόσο, κατά τη συνύπαρξή του με τη σύντροφό ζωής του, την George, στην ώριμη πλέον φάση της ζωής του, ο Γέιτς θα πειραματιστεί με την αυτόματη γραφή και την ερωτική επαφή, και ταυτόχρονα θα εμβαθύνει στη γνώση της ασιατικής σκέψης.
Μια ώριμη αλήθεια για τη φύση της αγάπης σταδιακά τού αποκαλύπτεται.
Είναι αξιοσημείωτη η μάχη που δίνει ο μεταφραστής στην προσπάθεια ερμηνείας του «several» στο ποίημα, καθότι αν έχει εντρυφήσει στο περίπλοκο έργο του Γέιτς στο σύνολό του, συνειδητοποιεί ότι είναι μάλλον διττή η σημασία της: αρεσκόμενος στα λογοπαίγνια και τους γρίφους, ίσως εδώ ο ποιητής ταυτόχρονα υπονοεί ότι οι δυνάμεις της Σύμπτωσης και της Επιλογής δύνανται να διαπλέκονται και να διασταυρώνονται πολυτρόπως. Το ερώτημα παραμένει γιατί να ερμηνευθούν ως ετερότροπες ή αντιδιαμετρικά αντίθετες.
Η μετάφρασή του ως «διάφορες» αντικατοπτρίζει αυτό τον προβληματισμό, όπως και τη σταδιακή μεταβολή της κατανόησης του Γέιτς περί της πάλης των αντιθέτων όχι ως ατελεύτητης μάχης, μα ενός αιώνιου γίγνεσθαι, της εμπιστοσύνης στο άνοιγμα νέων κύκλων δημιουργίας όταν οι εραστές αντικρύζουν, σε κάθε τους ανά τους αιώνες συνάντηση, τη Σύμπτωση και την Επιλογή ως «μια φλογα [...] σαν το λάδι και το φιτίλι καίγονται μαζί», μα πλέον ως σεναριογράφοι της δικής τους κοσμικής-μικροκοσμικής ιστορίας ως μια κατάστασης εν δυνάμει και εν ενεργεία.
Στο ποίημα «Ο Σολομώντας και η Μάγισσα», ο Γέιτς αναφέρεται σε εκείνο το σημείο «.», την αέναη στιγμή στον χρόνο όταν οι εραστές απογειώνονται ερωτικά σε ρυθμούς που αγγίζουν τα όρια της σιωπής. Ο αλέκτωρ λάλησε δυο φορές στον κόσμο, σύμφωνα με τον Σολομώντα: κατά την δημιουργία του 300 χρόνια πριν την Πτώση των πρωτόπλαστων και τώρα τη στιγμή της σαρκικής ένωσης με τη «Μάγισσα». Πρόκειται για τη σοφή Βασίλισσα Σίμπα από την Αραβία που ζει στην καρδιά Ισλαμικών, Εβραϊκών και Χριστιανικών μεταβιβλικών θρύλων, επίσης γνωστή σε εξωβιβλικές πηγές για την τέχνη της να θέτει γρίφους ή «σκληρά ερωτήματα».
Στο γήινο αυτό σημείο συνάντησής τους «.», οι δυο αλληλοπλεκόμενες σπείρες, όπως γράφει ο Γέιτς στο φιλοσοφικό έργο του A Vision, αγγίζουν τη μορφή της Σφαίρας, δηλαδή της αιωνιότητας (ή του Thirteenth Cone).
Το ίδιο φιλοσοφικό έργο, ωστόσο, λίγα χρόνια αργότερα ο ποιητής θα προσπαθήσει με κάθε τρόπο να αποδομήσει. Το έργο του θα κατακλύσουν εικόνες από αχανή πεδία, από ερήμους και άδειες βουνοκορφές, εικόνες που πασχίζουν να αγγίξουν την έκφραση του γόνιμου κενού. Με ανεξάντλητη διάθεση αυτοσαρκασμού ο ποιητής θα αποκηρύξει το φιλοσοφικό του έργο ως «στυλιζαρισμένες συνθέσεις», «απλές αυταπάτες», «λιαστούς σκελετούς πουλερικών» [A Vision B 63,214], «Ζώα Τσίρκου σε Λιποταξία» που παρελαύνουν πάνω στους αχανείς αμμόλοφους μαζί με τα σύμβολα και τις ποιητικές του εικόνες [«The Circus Animas Desertion», ένα από τα τελευταία του ποιήματα τη δεκαετία του ‘30].
Όταν αποκηρύσσει την αφηρημένη σκέψη και τους διανοητικούς πειραματισμούς, ο ποιητής έχει ήδη δώσει την απάντηση στο μεταφυσικό ερώτημα της πάλης των αντιθέτων μέσα από το ίδιο το αισθητικό του έργο, όταν οι λέξεις ασθμαίνουν με μια τέλεια ροή ικανή να εκφράσει προς στιγμήν την ενσώματη επίδραση του ανθρώπου με τον κόσμο.
Εκείνη την αέναη στιγμή στον χρόνο, όπου “η πραγματικότητα είναι Σφαίρα» (όπως επανεξετάζει στο Α Vision τη δεκαετίας του 20 και 30), οι εραστές του ποιήματος «Ο Σολομώντας και η Μάγισσα» βρίσκονται οντολογικά και εμπειρικά παρόντες σε κάθε μόριο του Κύκλου, σε όλες τις εκφάνσεις του κόσμου, όπως και στα «πλήγματα της Σύμπτωσης και Επιλογής». Η ένωσή τους αγγίζει πλευρές του ανείπωτου, εκείνου που καμία γλώσσα δεν μπορεί να εκφέρει, όπως αναφέρεται στο ποίημα που βρίθει από εσκεμμένα παραποιημένους βιβλικoύς υπαινιγμούς και παιγνιώδη διάθεση, σε μια προσπάθεια του ποιητή να αγγίξει τη σοφία της Σίμπα. Γίνεται η γλώσσα που κατανοεί εκείνος που “στέναξε, τραγούδησε, / Αλύχτησε, γαύγισε, νιαούρισε, / Γκάριξε, έκρωξε, κουδούνισε,/ Φώναξε κι έκλαψε, κραύγασε κι υλάκτησε”.
Είναι η γλώσσα των βουνοκορφών του όψιμου έργου του Γέιτς, κατοικούμενες από το γόνιμο θηλυκό κενό – μεστό από βρυχόμενα γέλωτα («roaring laughter») μωρών (“fools”), και από τα καθαρτήρια δακρύα των σοφών (βλ. ποιήματα «Meru», «Lapis Lazuli») και όσων αντιτίθενται σε ένα στείρο πατριαρχικό κατεστημένο (βλ. συλλογή ποιημάτων για την Τρελο-Τζέην).
Στο εν λόγω ποίημα τα λόγια γίνονται διάφανο πέπλο που πασχίζει να ντύσει μια ακατέργαστη μυστική δύναμη, εκείνη της ερωτικής σαρκικής επικοινωνίας.
Είναι η Σίμπα αυτή που παρακινεί στο τέλος τον Σολομώντα για τη δημίουργία ενός σύμπαντος εκ νέου, σαν μια δύναμη Ταντρική, σαν μια νέα ζωηφόρος δύναμη Σάκτι ― είναι η Shakti-Lila στον κυκλικό κοσμικό Χορό της δημιουργίας και της αποσύνθεσης – χορός ζωής, θανάτου, αναγέννησης, όπως μαθαίνει ο Υeats από τα έργα του J. Woodroffe, του πρώτου μεταφραστή στη δύση του 20ού
αιώνα των Ταντρικών Κειμένων. Μελετώντας τα την περίοδο συγγραφής του ποιήματος, ο Γέιτς είναι πιθανόν να επικαλέστηκε τον Σολομώντα και τη Σίμπα ως διαφοροποιήσεις της Σάκτι. Στο έργο του Woodroffe μαθαίνει πως η ένωση του Σίβα και της Σάκτι εκφράζεται φιλοσοφικά-κοσμολογικά μέσω του Sri Chakra mandala, του Κύκλου με το Κενό. Ο Κύκλος που ορίζει την ύπαρξη, που μορφοποιεί, είναι η Σάκτι, η έκφραση του Κενού είναι ο Σίβα. Σίβα-Σάκτι ― οι εκφραστές της ένωσης της μορφής με το κενό, του πνέυματος με την ύλη, της συνειδητότητας με τη δύναμη που της δίνει πνοή, κινούν τον χορό του σύμπαντος.
Η δονήσεις της Σάκτι (Σιβα)
εκφράζουν την αέναη, ακούραστη ενέργεια που ενυπάρχει στις μορφές του εμπειρικού κόσμου και αποτελεί τον πιο υπέροχο συμβολισμό για τις μυστικές δυνάμεις του θνητού έρωτα ανάμεσα στον γερασμένο Μάγο και τη γερασμένη Μάγισσα της ζωής, λίγο πριν την εκ νέου αποσύνθεση του χορού της (ζωής τους).
Όπως γράφει ο Γέιτς στο ημερολόγιό του το 1910: «Μου φαίνεται ότι η πραγματική αγάπη είναι μια μορφή πειθαρχίας, και πόση σοφία χρειάστηκε για να επιβιώσει επί τόσους αιώνες ο έρωτας ανάμεσα στον Σολομώντα και τη Σίμπα, παρά τη Σιωπή των Γραφών! O καθένας από τους ερωτευμένους μαντεύει μια μυστική πλευρά του άλλου, και αρνούμενος/αρνούμενη να πιστέψει στον απλό καθημερινό εαυτό, δημιουργεί έναν καθρέφτη μέσα στον οποίο βλέπει την εικόνα που θα μιμηθεί στην καθημερινή ζωή. Γιατί ο έρωτας είναι επίσης δημιουργός της Μάσκας».
Στην ερωτική επαφή και στον συμβολισμό της ένωσης του Χορευτή με τον Χορό αναζήτησε ο Γέιτς την Ένωση του Όντος/της Ύπαρξης
(Unity of Being) στον κόσμο τον εμπειρικό, εκεί όπου η «τέχνη» της «πραγματικής αγάπης» είναι μια μυστηριακή διονυσιακή τελετουργία που δεν προυποθέτει πάντα μόχθο και κόπο. Είναι μέθεξη.
Ωστόσο, λίγο αργότερα, στο φιλοσοφικό του έργο Α Vision στα τέλη της δεκαετίας του ‘20 και του ‘30, έχοντας πλέον εντρυφήσει στον Ζεν Βουδισμό μέσω του έργου του Νταϊσέτσου Σουζούκι, μα και στο έργο του Νίτσε, o Γέιτς θα δώσει μια ακόμη πιο χωμάτινη εκδοχή του εξελισσόμενου ορισμού της Ένωσης της Ύπαρξης/του Όντος : είναι η δύναμη του ανθρώπου να αγκαλιάσει την τραγικότητα της ύπαρξής του και να αισθανθεί εκείνη την «τραγική» «αγνή ανεπιτήδευτη χαρα» (tragic joy, aimless joy) που απορρέι από αυτή τη συνειδητοποίηση. «Είναι ο άνθρωπος που ενώ δίνει σκληρή μάχη με το πεπρωμένο και την Τύχη του μέχρι που κάθε ενέργεια μέσα του δονείται σθεναρά, είναι χαρούμενος που πρέπει να παλέψει, δίχως τελική νίκη. Δεν μπορεί να κάνει διάκριση ο άνθρωπος αυτός ανάμεσα στη μοίρα και την ελευθερία. Δεν είναι πια πικραμένος, αγαπά μπορεί να πει κανείς την τραγωδία όπως ‘όσοι αγαπούν τους Θεούς, και τους αντιστέκονται όσο και τους υπομένουν’.* Τέτοιοι άνθρωποι έχουν τη δύναμη να φέρουν όλα όσα τους συμβαίνουν, μα και όλα όσα επιθυμούν, σε μια ψυχική και πνευματική σύνθεση, και με τον τρόπο αυτό να κατακτούν την Ενόραση όχι μόνο του Καλού μα και του Κακού» [A Vision, 1925, σελ. 28-29).].
Τον σπόρο αυτής της ιδέας περί Ενόρασης του Καλού και του Κακού, μπορεί να αναζητήσει ο αναγνώστης στο γράμμα του Γέιτς προς τον George Russell στις 22 Γενάρη του 1898, όταν θα εκφράσει ότι Ένωση του Όντος/της Ύπαρξης βιώνει εκείνος που καταφέρνει «να έρθει αντιμέτωπος με το ετερογενές και να θέσει σε δοκιμασία την αρμονία που ενυπάρχει μέσα του μέσα από τη δύναμή του να το απορροφήσει και να το εναρμονίσει»
Ήταν την περίοδο της συγγραφής του πιο όμορφου ερωτικού ποιήματος της ποιητικής συλλογής του – «Ο Σολομώντας και η Μάγισσα», όταν στο αντίστοιχο έργο του Per Amica Silentia Lunae (1918) ο Γέιτς έγραψε ότι «η διαφώτιση του σοφού και του μύστη», μα και του εραστή ως μύστη, έρχεται μέσα από το βίωμα ενός «ρυθμικού συναισθήματος» που «εκλύεται απρόσκοπτα», «ελεύθερα», «αφήνοντας το αποτύπωμά του ως μια ξαφνική σιωπή στο κέντρο της σκέψης, ή ίσως, εν μέσω κρίσης μιαν αχνή φωνή»
Eίναι η σιωπή των εραστών του ώριμου έργου του –
μια αχνή φωνή εν μέσω της τραγωδίας της ύπαρξης,
μια εκστατική σιωπή πριν από κάθε εκ νέου αρχή...
[Οι μεταφράσεις δίχως άλλη ένδειξη είναι της συγγραφέως]
*those who love the gods and withstand them = Σύμφωνα με την Margaret Μills Harper, στο έργο του A Vision o Γέιτς παραθέτει μια φράση από την προσωπική ερμηνεία από τον Oυίλιαμ Μόρις της Ισλανδικής Σάγκα του 13ου αιώνα, The Story of Sigurd the Volsung and the Fall of the Niblungs, στο The Collected Works of William Morris: With Introductions by His Daughter May Morris (Λονδίνο: Longmans Green & Co., 1911). Συγκεκριμένα, εδώ αναφέρεται στο σημείο όπου η Brynhild δίνει την εξής οδηγία στον Sigurd: “Love thou the Gods—and withstand them, lest thy fame should fail in the end.” Είναι ωστόσο γεγονός ότι ο Μόρις συγκεκριμένα, παραβλέπει την απόδοση της ωμής σκληρότητας στην ερωτική ιστορία του πρωτότυπου έπους.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
W.B. Yeats, The Poems, επιμ. Daniel Albright, Λονδίνο, Εveryman 1994)
W.B. Yeats, The Collected Works of W.B. Yeats Volume XIII: A Vision: The Original 1925 Version, επιμ. Margaret Mills Harper and Catherine E. Paul, Nέα Yόρκη, Simon & Schuster 2013.
W.B. Yeats, A Vision, Λονδίνο, Macmillan 1937.
W.B. Yeats, Per Amica Silentia Lunae, Mythologies (Νέα Υόρκη, Macmillan 1959)
Suzuki, Daisetsu Teitaro. Essays in Zen Buddhism (Λονδίνο: Luzac and Company). Εκδόθηκε αρχικά για το Eastern Buddhist Society, 1927
Woodroffe John George (Arthur Avalon) επιμ.“The Tantras and The Religion of the Tantras”, Chap. 5, Shakti and Shakta (Λονδίνο, Luzac & Co. 1918).
Μaria Kampyli (Μαρία Καμπύλη) στο Yeats and Asia (ed. Sean Golden, Cork University Press, 2021) και The Yeats Journal of Korea (http://dx.doi.org/10.14354/yjk.2017.52.143) Vol. 52, (April 2017): 143-18. Eπίσης στο «Τζόις και Γέιτς: Ποιος θα πάει με τον Φέργκους», Χάρτης#46, Οκτώβριος 2022, https://www.hartismag.gr/hartis-46
Maria Kampyli (μτφρ.), «Ο Σολομώντας και η Μάγισσα», Yeats Reborn (Schwall H. (επιμ.), Leuven: Peeters, Δεκέμβριος 2015).