Ο κύριος Λεβή είχε χάσει την υπομονή του με το γιό του.
«Μου είναι αδύνατο να σε καταλάβω Ιζάκ. Προς τι όλη αυτή η φάρσα; Να παριστάνεις ότι εσύ και η Σαμίρα δεν είσαστε ήδη παντρεμένοι! Εξαπατώντας τους γονείς της.»
Ο Ιζάκ αναγνώρισε πως δεν είχε καμία δικαιολογία. Είχε σπαταλήσει μήνες αναβάλλοντας, αλλά είχε πια φτάσει ο κόμπος στο χτένι. Έπειτα από παρατεταμένη αλληλογραφία όπου είχε δηλώσει πως ενδιαφερόταν για την κόρη τους χωρίς να προχωρήσει σε συγκεκριμένη πρόταση, οι γονείς της Σαμίρας είχαν στείλει ειδοποίηση ότι θα ερχόντουσαν να συναντηθούν με αυτόν και τους γονείς του και να μάθουν τι συνέβαινε. Θα έφταναν στο αεροδρόμιο Αθηνών το ίδιο απόγεμα και ο πατέρας του Ιζάκ τού το είχε ξεκαθαρίσει πως δεν υπήρχε περίπτωση να συναντηθεί μαζί τους μέχρι να μάθαιναν την αλήθεια. Κι έτσι, ο Ιζάκ και η Σαμίρα έπρεπε να πάνε στο αεροδρόμιο, να καταπιούν τη ντροπή τους και να εξηγηθούν.
Είχαν γνωριστεί ως συμφοιτητές σε αμερικανικό πανεπιστήμιο στη Βοστώνη, ώσπου ανέπτυξαν στενό δεσμό και άρχισαν να ζουν μαζί. Ήταν ερωτικό ζευγάρι αλλά και φίλοι, που χαιρόντουσαν ο ένας την παρέα του άλλου και κουβέντιαζαν για ένα σωρό πράγματα, σοβαρά και μη, και μοιραζόντουσαν χωρίς ενδοιασμούς την προσωπική τους ιστορία, τα συναισθήματά, τα μυστικά και τα οικογενειακά τους προβλήματα. Μέχρι να φτάσει ο καιρός να αποφοιτήσουν, είχαν έρθει τόσο κοντά, που τούς ήταν πια αδύνατο να φανταστούν πώς θα μπορούσαν να ζήσουν μακριά ο ένας από τον άλλον. Όμως η Σαμίρα καταγόταν από μια εύπορη, συντηρητική εβραϊκή οικογένεια από την Τεχεράνη και οι γονείς της θα το θεωρούσαν απαράδεκτο να μην επιστρέψει μετά από την αποφοίτησή της. Το να έρθει στην Αμερική να σπουδάσει ήταν ήδη μεγάλο τόλμημα: μπόρεσε να αψηφήσει τον αυστηρό, παραδοσιακό της πατέρα, που ήθελε να την κρατήσει σπίτι και να την παντρέψει με γαμπρό από τον δικό τους κοινωνικό κύκλο, όπως είχε κάνει με τη μεγαλύτερή της αδελφή· και χρειάστηκε η ίδια να χρηματοδοτήσει τις σπουδές της με τις δικές της οικονομίες και με υποτροφία που φρόντισε να εξασφαλίσει από μόνη της. Η επανάστασή της, όμως, είχε προκαθορισμένα όρια: δεν ήταν έτοιμη να κόψει τους δεσμούς με την οικογένειά της κι έτσι θα ήταν αδιανόητο γι αυτήν και τον Ιζάκ να ζήσουν μαζί στην Αμερική χωρίς να παντρευτούν επισήμως.
Ο Ιζάκ δεν αγνοούσε το πρόβλημα, αλλά γι’ αυτόν το να παντρευτεί ήταν εξίσου αδιανόητο με το να μείνει μακριά από τη Σαμίρα. Μοναχογιός μορφωμένων, καλλιεργημένων Εβραίων της επαγγελματικής τάξης, είχε αναπτύξει πρώιμα διανοητικά και καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα. Πηγαίνοντας για σπουδές στην Αμερική, είχε διαλέξει τη φιλοσοφία χωρίς συγκεκριμένα σχέδια για επάγγελμα ή καριέρα. Η βαθύτερή του φιλοδοξία ήταν να γίνει συγγραφέας—στη φιλοσοφία ή στη λογοτεχνία, δεν το είχε ακόμα ξεκαθαρίσει. Αυτό που αναζητούσε και αισθανόταν οδυνηρά ότι τού έλειπε ήταν οι στέρεες πεποιθήσεις και ο τόνος της φωνής με τον οποίο θα μπορούσε να τις εκφράσει. Αν και ο πατέρας του καλωσόριζε τα λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα της μητέρας του Ιζάκ, δεν τα έβλεπε με καλό μάτι στο γιο του. Και ο πατέρας του ήταν άνθρωπος ανοιχτόμυαλος, με ευρεία μόρφωση. Πώς θα αντιδρούσαν οι άκρως συντηρητικοί γονείς της Σαμίρας σε τέτοιου είδους κλίσεις και ασαφή σχέδια για το μέλλον; Όχι μόνο αυτό: παρόλο που ο Ιζάκ είχε την τάση να ονειροπολεί, ποτέ δεν ονειρευόταν τον εαυτό του ως οικογενειάρχη με ένα σωρό κουτσούβελα.
Ο Ιζάκ ήταν δύσκολη περίπτωση. Ήταν άψητος, με ενοχλητικές υπερευαισθησίες, και τού έλειπε η πείρα με τους ανθρώπους και τις καθημερινές περιστάσεις. Ούτε θα μπορούσε να καυχηθεί ότι είχε πείρα με τις γυναίκες. Αλλά ήταν και πεισματάρης και πνεύμα αντιλογίας, απρόθυμος να ακολουθήσει ένα συνηθισμένο επάγγελμα και να προσαρμοστεί σε έναν καθορισμένο κοινωνικό ρόλο.
Δεν είχε ποτέ του σκεφτεί το γάμο και όσο πιο πολύ ανάγκαζε τον εαυτό του να τον σκεφτεί, τόσο πιο άτοπος γι αυτόν τού φαινόταν. Δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία πως οι γονείς της Σαμίρας θα τον μυριζόντουσαν και θα τον έβρισκαν όχι μόνο ακατάλληλο ως σύζυγο για την κόρη τους αλλά και ανέντιμο εφόσον θα δήλωνε υποψηφιότητα για ένα ρόλο που στην πραγματικότητα δεν ήθελε να παίξει. Καταλάβαινε από όσα τού είχε πει η Σαμίρα για τους γονείς της ότι αυτό που θα περίμεναν από έναν υποψήφιο γαμπρό ήταν πάνω από όλα ο πλούτος, η επιτυχία και οι στενοί οικογενειακοί και κοινωνικοί δεσμοί—ενώ αυτός ενσυνείδητα απεχθανόταν τα δύο πρώτα και ένιωθε έντονη αλλεργία προς το τελευταίο. Έτσι, απλώς τους έδιωξε από το νου του και συγκεντρώθηκε σε αυτό που ήταν ικανός να σκεφτεί, δηλαδή κατά πόσον σε τόσο νεαρή ηλικία, μόλις πάνω από είκοσι, ήταν έτοιμος να δεσμευθεί να περάσει την υπόλοιπη ζωή του με μια και μόνη γυναίκα, τη Σαμίρα.
Αυτό το ερώτημα είχε πράγματι τα εφόδια να το σκεφτεί και το σκέφτηκε έντονα και για αρκετό καιρό. Πίστευε πως ό,τι κι αν συνέβαινε ανάμεσα στη Σαμίρα κι αυτόν, δεν θα ερχόταν ποτέ η μέρα που θα ξυπνούσαν ο ένας δίπλα στον άλλον και θα ένιωθαν ξένοι, ώστε να μη μπορούν να αντικρύσουν ο ένας τον άλλον με συμπάθεια και να κουβεντιάσουν με ειλικρίνεια. Κι έτσι, έπεισε τον εαυτό του πως ήταν έτοιμος. Και όταν πια οι ενδοιασμοί του βγήκαν από τη μέση, η Σαμίρα κι αυτός ένιωσαν τόση χαρά και ανακούφιση που δεν θα αναγκαζόντουσαν να ζήσουν χωριστά, που το γιόρτασαν επί τόπου με το να παντρευτούν. Το έκαναν αυθόρμητα, απλά και ιδιωτικά, με ένα ραβίνο που συμπαθούσαν και μονάχα με δύο στενούς τους φίλους παρόντες ως μάρτυρες. Κι έτσι έληξε η υπόθεση.
Όμως γρήγορα συνειδητοποίησαν ότι η υπόθεση κάθε άλλο παρά είχε λήξει. Εξακολουθούσε να υπάρχει ένα μικρό πρόβλημα: οι γονείς της Σαμίρας, χιλιάδες μίλια απόσταση στο Ιράν, και το βαρύ φορτίο από τις έγνοιες και τις προσδοκίες τους. Η όλη υπόθεση του γάμου είχε δημιουργηθεί μόνο και μόνο εξ αιτίας τους, αλλά για εκείνους ήταν σαν να μην είχε συμβεί απολύτως τίποτα. Θα έπρεπε να τούς το ανακοινώσουν και να ζητήσουν τη συγκατάθεσή τους, αλλά πώς θα γινόταν αυτό κατόπιν εορτής; Η Σαμίρα ήταν έτοιμη να τούς δώσει τις απαραίτητες εξηγήσεις, αλλά χρειαζόταν να συμφωνήσει κι ο Ιζάκ. Κι αυτός για την ώρα δεν φαινόταν καθόλου διατεθειμένος να το κάνει.
Κι έτσι οι δύο νεόνυμφοι συνεχώς ανέβαλαν, ώσπου έφτασε το τέλος του ακαδημαϊκού έτους και ήρθε το καλοκαίρι. Ήθελαν να πάνε στην Ελλάδα, όπως και τα προηγούμενα καλοκαίρια, αλλά τι θα έκαναν με τους γονείς της Σαμίρας, που την περίμεναν να γυρίσει σπίτι μετά την αποφοίτησή της; Οι γονείς του Ιζάκ είχαν πληροφορηθεί για το γάμο, οπότε δεν υπήρχε πρόβλημα να μείνουν μαζί τους στην Ελλάδα, αλλά αργά ή γρήγορα θα έπρεπε να μάθουν τα νέα και οι γονείς της Σαμίρας. Ακολούθησε μια παράξενη αλληλογραφία, με υπαινιγμούς από τον Ιζάκ και τη Σαμίρα, αλλά χωρίς καθαρά λόγια. Έτσι, οι γονείς της πήραν στο τέλος από μόνοι τους την απόφαση να έρθουν να μάθουν τι συνέβαινε με την κόρη τους κι αυτόν τον νεαρό.
«Θεέ μου, τι μπλέξιμο!», σκέφτηκε ο Ιζάκ καθώς το ταξί τούς πήγαινε στο αεροδρόμιο. Όχι μόνο είχε να δώσει εξετάσεις με τα πεθερικά του—αυτό που τόσο ανόητα είχε προσπαθήσει να αποφύγει—αλλά, ακόμη χειρότερα, είχε σίγουρα καταφέρει να τούς βάλει υποψίες πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Ευτυχώς που ήταν δίπλα του η Σαμίρα, πολύ πιο πεπειραμένη από εκείνον. Είχε πάει να δουλέψει μετά το γυμνάσιο, είχε ταξιδέψει σε άλλες χώρες μοναχή της, είχε κάνει κρυφούς ερωτικούς δεσμούς και είχε υποφέρει απογοητεύσεις· κι έτσι, ήταν πια μια ώριμη γυναίκα έτοιμη να υπερασπισθεί το δικαίωμά της να παντρευτεί τον άντρα της εκλογής της. Οι δεσμοί της με την οικογένειά της ήταν ακατάλυτοι και νοιαζόταν βαθιά γι αυτούς, αλλά γνώριζε τους περιορισμούς και τις προκαταλήψεις τους και δεν ήταν πρόθυμη να ικανοποιήσει την κάθε τους προσδοκία. Ο Ιζάκ θαύμαζε τη γυναίκα του και υπολόγιζε στην άνεσή της με κάθε λογής ανθρώπους και μερικές φορές αναρωτιόταν για ποιό λόγο ήταν έτοιμη να ζήσει στο πλάι του και να υπομείνει τις ανασφάλειές του ενώ με το χαρακτήρα και την πείρα της είχε εξασφαλίσει ένα πιο στέρεο πάτημα σ’ αυτόν τον κόσμο. Όμως να που ήταν πλάι του, ανήσυχη μεν γι αυτό το μπελά με τους γονείς της αλλά συγχρόνως δείχνοντάς του κατανόηση και έτοιμη να καταπραϋνει τις δικές του ανησυχίες.
Τώρα στεκόντουσαν όρθιοι στην αίθουσα αφίξεων και οι γονείς της γυναίκας του θα εμφανιζόντουσαν από στιγμή σε στιγμή. Η Σαμίρα τους είδε από μακριά, τους χαιρέτησε και τους έδειξε στον Ιζάκ. Καθώς οι Μπασραβί πλησίαζαν, μια πληθώρα εντυπώσεων κατέκλυσε τον Ιζάκ, που βρισκόταν σε πλήρη υπερένταση. Η μητέρα τράβηξε την προσοχή του σαν μαγνήτης. Παρόλο που δεν ήταν ψηλή ή παχιά, φάνταζε μεγαλόσωμη. Δεν ήταν εύκολο να εξηγήσει κανείς γιατί. Είχε ίσως να κάνει με τη στάση και τις κινήσεις της: όπως περπατούσε, έγερνε και σειόταν από τη μια πλευρά στην άλλη σαν φρεγάτα στα κύματα--λόγω αρθριτικών στα γόνατα. Πάνω απ’ όλα, όμως, ήταν η μεγάλη της κεφαλή και ένα πρόσωπο που αποσβόλωνε: μάτια σκούρα διαπεραστικά, μάγουλα με βαθιές χαρακιές και στόμα με σφιχτόκλειστα χείλη, αυταρχικό. Ο πατέρας, πιο συγκρατημένος, με ένα φευγαλέο χαμόγελο να τρεμοπαίζει στα μάτια, άνετος και άψογος με το παραδοσιακό, καλοραμμένο του κουστούμι και το κομψό του καπέλο, έστεκε μια χαρά πλάι σ’ αυτήν την εντυπωσιακή γυναίκα. Η κυρία Μπασραβί, αφού περιεργάστηκε τον Ιζάκ από την κορφή ως τα νύχια, αναφώνησε κάτι στα αραβικά. Ο πατέρας συμφώνησε και ο Ιζάκ στράφηκε προς τη Σαμίρα για να τού κάνει μετάφραση.
«Η μαμά είπε πως μοιάζουμε τόσο πολύ που θα μπορούσαμε να είμαστε αδελφός και αδελφή», μετάφρασε η Σαμίρα, χαμογελώντας με ανακούφιση. Ήταν το τελευταίο που περίμενε να ακούσει ο Ιζάκ από αυτά τα επιβλητικά πρόσωπα κι όμως αυτό φαινόταν να συνοψίζει τις πρώτες τους εντυπώσεις.
Πήραν ένα ταξί για το κέντρο της Αθήνας, όπου ο Ιζάκ και η Σαμίρα είχαν κάνει κράτηση σε ένα πολυτελές ξενοδοχείο, και ο κύριος και η κυρία Μπασραβί ανέβηκαν στο δωμάτιό τους. Το νεαρό ζευγάρι τους ακολούθησε και κάθισαν όλοι μαζί στο μπαλκόνι. Παράγγειλαν ποτά και ο κύριος Μπασραβί μπήκε αμέσως στο θέμα, ρωτώντας τον Ιζάκ τι ακριβώς συνέβαινε. Και ο τρόπος με τον οποίο έκανε την ερώτηση φάνηκε να διευκολύνει τον Ιζάκ να εξηγηθεί στα ίσια πως, τελοσπάντων..., είχαν ήδη παντρευτεί στην Αμερική.
Ω, απάντησε ο κύριος Μπασραβί, χαμογελώντας ενθαρρυντικά, η γυναίκα του κι αυτός το είχαν μαντέψει και δεν υπήρχε πρόβλημα. Ήταν σε θέση να διαπιστώσουν, είπαν, πως ο Ιζάκ ήταν νέος με καλή ανατροφή και, συνεπώς, ήταν ευχαριστημένοι με την εκλογή της κόρης τους. Το μόνο που χρειαζόντουσαν ήταν μερικές φωτογραφίες από το γάμο, να τις δείξουν σε συγγενείς και φίλους. Και, φυσικά, να γνωριστούν με τους συμπεθέρους τους. Επί τη ευκαιρία, γιατί δεν ήταν κι αυτοί εκεί να τους καλωσορίσουν; Ο Ιζάκ εξήγησε την άποψη του πατέρα του και οι Μπασραβί συμφώνησαν, χαμογελώντας με νόημα.
Ύστερα, ο κύριος Μπασραβί ρώτησε τον Ιζάκ τι δουλειά σκόπευε να κάνει τώρα που ήταν πλέον παντρεμένος. Ο Ιζάκ δυσκολεύτηκε να εξηγήσει πως σπούδαζε φιλοσοφία και είχε ακόμα μερικά χρόνια μεταπτυχιακών σπουδών πριν πάρει το διδακτορικό του και μπορέσει να εξασφαλίσει μόνιμη διδακτική θέση. Απέφυγε βέβαια να διευκρινίσει πως οι φιλοσοφικές σπουδές δεν ήταν παρά ένας εύσχημος τρόπος να κερδίσει χρόνο μέχρι να ξεκαθαρίσει τι είχε νόημα γι’ αυτόν να κάνει σ’ αυτόν τον κόσμο.
Ο πεθερός του φάνηκε να υποδέχεται τα νέα για τις επαγγελματικές προοπτικές του Ιζάκ με καλή διάθεση και χιούμορ. Έγειρε εμπιστευτικά και άπλωσε το μπράτσο του γύρω από τους ώμους του νεαρού. «Α, αγαπητέ Ιζάκ», είπε, «πόσο θα ήθελα να ζούσαμε ο ένας κοντά στον άλλον και να βλεπόμασταν συχνά και να είχαμε την ευκαιρία να τα πούμε. Τότε θα μπορούσα να σε συμβουλέψω να σπουδάσεις κάτι λιγάκι πιο πρακτικό και κατάλληλο για τους καιρούς, κάτι π.χ. σαν την ηλεκτρονική... Ή και τα πλαστικά, γιατί όχι, τα πλαστικά είναι σήμερα σε μεγάλη ζήτηση.»
Ο Ιζάκ έμεινε εμβρόντητος, ανίκανος να σκεφτεί στα γρήγορα μια καλή απάντηση. Δεν μπόρεσε να κρύψει την αμηχανία και τη δυσαρέσκειά του. Η Σαμίρα έσπευσε να βοηθήσει με μερικές κουβέντες στα αραβικά και ο κύριος Μπασραβί επιτέλους σταμάτησε αυτή τη συζήτηση. Δεν ήταν προφανές ποιο ζήτημα θα μπορούσε να αντικαταστήσει το θέμα των επαγγελματικών προοπτικών του Ιζάκ, αλλά με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, οι τέσσερίς τους κατάφεραν μια κουτσοσυζήτηση, με συχνές παρεμβολές στα αραβικά, ενίοτε συνοδευόμενες από απόπειρες μετάφρασης στα αγγλικά. Στο τέλος, η Σαμίρα έπεισε τους γονείς της πως, μετά το ταξίδι, χρειαζόντουσαν λίγη ανάπαυση. Συμφώνησαν ότι την επόμενη μέρα θα περνούσαν να τους πάρουν οι γονείς του Ιζάκ και να τους δείξουν τα αξιοθέατα των Αθηνών. Κι έτσι, οργανώθηκε η Διάσκεψη Κορυφής μεταξύ των Μπασραβί και των Λεβή.
Ο Ιζάκ δεν μπόρεσε να μάθει λεπτομέρειες. Οι Μπασραβί και οι Λεβή πέρασαν ώρες μαζί. Επισκέφθηκαν αρχαιότητες, κάθισαν σε καφενεία, έφαγαν για βράδυ και κουβέντιασαν για τα οικογενειακά τους και το γάμο των παιδιών τους. Όταν οι γονείς του γύρισαν σπίτι, τούς ρώτησε πώς τα πήγαν και είπαν αρκετά ώστε να γίνει φανερό ότι η αυτή η συνάντηση δεν ήταν και τόσο εύκολη. Ο πατέρας του, που είχε μεγάλη συμπάθεια στη Σαμίρα και σιχαινόταν το κουτσομπολιό, δεν ήθελε να πει περισσότερα. Όμως δεν υπήρχε αμφιβολία πως, παρόλο που είχε άνεση με κάθε λογής ανθρώπους, οι Μπασραβί τον έφερναν σχεδόν σε τόσο δύσκολη θέση όσο και τον Ιζάκ.
Για τον Ιζάκ, που επέμενε να συναναστρέφεται μονάχα με έναν προσεκτικά διαλεγμένο κύκλο φίλων και απέφευγε να ασχοληθεί με την υπόλοιπη ανθρωπότητα, οι Μπασραβί ήταν ένα μεγάλο πρόβλημα. Τού φερόντουσαν σαν να τον θεωρούσαν αποδεκτό ως σύζυγο για την κόρη τους, αλλά ήταν φανερό πως δεν είχαν κανένα ενδιαφέρον για το τι σκεφτόταν ή αισθανόταν. Αυτό κάπως διευκόλυνε την κατάσταση, αλλά, από την άλλη μεριά, αποθάρρυνε οτιδήποτε πέρα από την κοινωνική κουβεντούλα. Και ο Ιζάκ δεν ήταν συνηθισμένος, άνετος ή επιδέξιος σε τέτοιου είδους κουβέντα. Τον έκανε να νιώθει αμήχανος, ταπεινωμένος και η μόνη του αντίδραση ήταν να επαναστατεί μέσα του, να κατακρίνει και να απορρίπτει. Σ’ αυτήν, όμως, την περίπτωση, το να απορρίπτει δεν είχε κανένα νόημα. Πράγματι, οι Μπασραβί τού φαινόντουσαν σαν όντα από κάποιον άλλο πλανήτη, αλλά συγχρόνως έδιναν την εντύπωση πως είχαν εξασφαλίσει μια εξαιρετικά σταθερή θέση σε αυτόν
τον πλανήτη. Κι έτσι, παρόλο που η κριτική στάση του πατέρα του προς τους Μπασραβί πρόσφερε στον Ιζάκ λίγη παρηγοριά, είχε αρκετή αίσθηση της πραγματικότητας ώστε να καταλάβει πως για τους Μπασραβί τους ίδιους, αυτές οι κρίσεις ήταν εντελώς άνευ σημασίας.
Ήταν μια σύγκρουση διαφορετικών ηθών και εθίμων, αλλά και αξιών. Εδώ ήταν δύο ζευγάρια Εβραίων· και τα δύο είχαν πληρώσει ακριβά το ότι ήταν Εβραίοι. Αλλά πέρα από αυτή την κοινή τους μοίρα, όλα τ΄άλλα ήταν σχεδόν αντιθετικά: Εβραίοι από την Ανατολή έναντι Εβραίων από τη Δύση. Οι Μπασραβί—που είχαν ευημερήσει στη Βασόρα, το λιμάνι του Ιράκ, υπό βρετανική ημι-αποικιακή διακυβέρνηση—αναγκάστηκαν να δραπετεύσουν για να σώσουν τη ζωή τους όταν τη δεκαετία του 1950 το καθεστώς Μπαθ που επικράτησε στο Ιράκ στράφηκε φανερά σε αραβικό εθνικισμό και αντι-Εβραϊσμό. Κατέφυγαν στο Ιράν και άρχισαν από την αρχή σε μια ξένη χώρα. Από πρόσφυγες, κατόρθωσαν πάλι να ευημερήσουν χάρις στη σκληρή εργασία και την ευστροφία τους στο εμπόριο. Οπωσδήποτε βοήθησε και το γεγονός ότι το Ιράν ήταν επίσης ημι-αποικιακό υπό τον Σάχη, με περιορισμένο ανταγωνισμό και υψηλά κέρδη. Για τους Μπασραβί τώρα όλα ήταν μεγάλου μεγέθους, ευρύχωρα, άνετα, άφθονα: ζούσαν σε μια τεράστια έπαυλη με μεγάλο κήπο· ήταν μια μεγάλη οικογένεια, με πολυάριθμους υπηρέτες, και ζούσαν όλοι τους κάτω από μια ευρεία στέγη· το σόι τους ήταν κι αυτό πολυπληθές και οι εκδηλώσεις και τα γλέντια τους μάζευαν άφθονο κόσμο. Όταν καθόντουσαν να φάνε, ακόμα κι αν ήταν ένα καθημερινό γεύμα, το τραπέζι τους ήταν στρωμένο με μεγάλη ποικιλία από εκλεκτά φαγητά—και του πουλιού το γάλα.
Εν μέσω όλης αυτής της αφθονίας, οι Μπασραβί φρόντιζαν να προστατέψουν την υπόληψή τους και να λογαριάζονται ως καθωσπρέπει Εβραίοι. Όμως οι κοινωνικές και πολιτικές τους πεποιθήσεις ήταν οπισθοδρομικές. Όπως θα περίμενε κανείς, ήταν πιστοί υποστηρικτές της μοναρχίας πάνω στην οποία προφανώς βασιζόταν η ευημερία, ακόμα και η επιβίωσή τους ανάμεσα σε μιαν άλλη όχι και τόσο φιλική μουσουλμανική μάζα. Η συνείδησή τους δεν ήταν ιδιαίτερα εκλεπτυσμένη: οι δοσοληψίες τους δεν ήταν διαφανείς, ούτε υπεράνω υποψίας. Γνώριζαν πως τα είχαν καταφέρει μια χαρά χωρίς πολλή μόρφωση και ενώ έστειλαν τους γιούς τους να σπουδάσουν ως παραχώρηση στους νέους καιρούς, πίστευαν ότι για τις κόρες τους το πανεπιστήμιο θα ήταν χάσιμο χρόνου και χρήματος. Η Σαμίρα ήταν η πρώτη στην οικογένεια που είχε το θάρρος να τους αντιταχθεί και η απόφασή της να κάνει μεταπτυχιακές σπουδές και να γίνει ψυχολόγος αντιμετωπιζόταν με συγκατάβαση, σχεδόν χλευασμό. Όσο για τα σχέδια του Ιζάκ να γίνει καθηγητής πανεπιστημίου, ούτε κι αυτά τους φάνταζαν ιδιαίτερα λαμπρά: τα πεθερικά του, χωρίς κανέναν ενδοιασμό, έβλεπαν με περιφρόνηση τους μορφωμένους που κατέληγαν να παίζουν τον υποδεέστερο ρόλο ενός υπαλλήλου—στο λεξιλόγιο των Μπασραβί, προφανώς μια βρόμικη λέξη —ενώ αμόρφωτοι σαν τους Μπασραβί ήταν στην αξιοζήλευτη θέση να μην έχουν άλλους αφεντικά αλλά αυτοί να κάνουν κουμάντο σε λιγότερο τυχερούς ανθρώπους. Ο Ιζάκ ήταν ικανός να κατανοήσει πως η έλλειψη παιδείας και εσωτερικής καλλιέργειας εξόπλιζε τα πεθερικά του με μεγαλύτερη προσαρμοστικότητα και δυναμισμό. Δεν τους περιόριζαν ένα σωρό ενδοιασμοί όπως τους Λεβή. Χαιρόντουσαν το καλό φαΐ χωρίς μέτρο, απολάμβαναν το κουτσομπολιό, ξεδίνανε με τη χαρτοπαιξία, ενέδιδαν σε διάφορες δεισιδαιμονίες, όπως το κακό μάτι, και το πάθος τους για κοινωνικές ιεροτελεστίες δεν είχε όρια: δεξιώσεις, θρησκευτικές τελετές, αρραβώνες, γάμοι, κηδείες—όσο περισσότερες, τόσο το καλύτερο. Στα μάτια του Ιζάκ, οι Μπασραβί φάνταζαν πληθωρικοί, αλλά και άξιοι παρωδίας. Όμως, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, είχαν καταφέρει να χωθούν κάτω από το πετσί του.
Ενώ για τους Μπασραβί όλα περιστρέφονταν γύρω από την οικογένεια, το σόι και την παράδοση, οι Λεβή είχαν πορευτεί προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ο κύριος Λεβή καταγόταν από εύπορη εβραϊκή οικογένεια της Θεσσαλονίκης, που έμοιαζε αρκετά στους Μπασραβί. Παρόλο το σεβασμό που έδειχνε πάντα στους γονείς του, όμως, είχε έρθει σε ρήξη με την εμπορική νοοτροπία του πατέρα του και του μεγαλύτερού του αδελφού πηγαίνοντας με υποτροφία στο Παρίσι για να σπουδάσει αεροναυπηγική. Εκεί είχε ασπασθεί τον κομμουνισμό—μια ακόμη ρήξη με την συντηρητική του οικογένεια. Τέλος, μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, είχε ερωτευτεί και αποφασίσει να παντρευτεί την μητέρα του Ιζάκ, μια γυναίκα που τού ταίριαζε σε εξυπνάδα, μόρφωση και ιδεολογική ζέση, αλλά που—προς μεγάλη δυσαρέσκεια της οικογένειάς του—καταγόταν από μια πολύ λιγότερο ευκατάστατη οικογένεια και δεν φαινόταν όσο αφοσιωμένη θα έπρεπε στο ρόλο της σαν σύζυγος και μητέρα: ήθελε να γίνει γιατρός και δεν ήταν πρόθυμη να θυσιάσει όλα τα άλλα της ενδιαφέροντα για να αφιερωθεί στο νοικοκυριό και στην ανατροφή παιδιών.
Έτσι, οι γονείς του Ιζάκ είχαν ξεκινήσει τη ζωή τους με ιδέες και φιλοδοξίες κάθε άλλο παρά συμβατικές. Αυτό όμως που τούς σημάδεψε και επηρέασε τη ζωή τους πάνω απ’ όλα ήταν ο πόλεμος, η κατοχή και ο εμφύλιος που ακολούθησε την απελευθέρωση. Αντί να συλληφθούν και να καταλήξουν στα στρατόπεδα και τους θαλάμους αερίων, όπως η πλειονότητα των Ελληνοεβραίων και των δικών τους συγγενών, πήραν τα βουνά με το ΕΑΜ και μπήκαν στον αγώνα εναντίον των Γερμανών. Αλλά μετά την απελευθέρωση και τον εμφύλιο, οι Λεβή έζησαν μιαν ακόμα καταδίωξη, αυτή τη φορά σαν αριστεροί. Ο κύριος Λεβή δεν μπορούσε να βρεί δουλειά για χρόνια επειδή είχε επιστρατευτεί στο ΕΑΜ — παρόλο που αναγκάστηκε να αποκηρύξει επίσημα αυτήν την οργάνωση που είχε σώσει το εβραϊκό τους πετσί. Κι όταν επιτέλους κατόρθωσε να βρει δουλειά ως μηχανικός, επρόκειτο για στοιχειώδεις εφαρμογές σε σύγκριση με αυτά που είχε σπουδάσει προπολεμικά στο Παρίσι.
Οι Λεβή τώρα ήταν σε όλα τους ολιγαρκείς και μετρημένοι. Ήταν μια μικρή οικογένεια με ένα μονάχα παιδί. Έμεναν σε ένα διαμέρισμα μετρίου μεγέθους, επιπλωμένο με μετριοφροσύνη, είχαν ένα αυτοκίνητο συνηθισμένης μάρκας και μεγέθους, ζούσαν με τα μετρημένα εισοδήματα μορφωμένων ανθρώπων της επαγγελματικής τάξης με μετριοπαθείς κοινωνικές και οικονομικές φιλοδοξίες σε μια μικρή ημι-ευρωπαϊκή χώρα όπου, αντίθετα με τα ημι-αποικιακά καθεστώτα στο Ιράν και το Ιράκ, τεράστια πλούτη και απελπιστική φτώχεια περιορίζονταν μονάχα σε λίγους. Η αλήθεια είναι πως όλη αυτή η ολιγάρκεια και μετριοφροσύνη πρέπει να ήταν αρκετά πιεστική. Όμως, ήταν μια στάση που είχαν επιλέξει με πλήρη επίγνωση και τηρούσαν με επιμονή. Είχαν πάρει τα μέτρα της κοινωνίας μέσα στην οποία ζούσαν και η απόφασή τους ήταν να μείνουν στο περιθώριο. Αλλά η μετριοφροσύνη τους είχε μια μαχητική αιχμή: ήταν μια ησυχία ανήσυχη. Παρά την ευδιάθετή του ιδιοσυγκρασία και τους χαμογελαστούς του τρόπους, ο κύριος Λεβή είχε ένα ιδιαίτερο βλέμμα με το οποίο κοιτούσε τους άλλους, κάθε λογής ανθρώπους, υψηλά ή χαμηλά ιστάμενους, ξεγυμνώνοντας και ζυγίζοντάς τους για να φανεί από τι υλικό ήταν φτιαγμένοι. Ένα βλέμμα σκληρό—σαν να ήταν ακόμα καιρός πολέμου, κατοχής ή εμφυλίου και είχε ανάγκη να προσδιορίσει σε ποια παράταξη ανήκαν και κατά πόσον, στην κρίσιμη στιγμή, θα μπορούσε κανείς να τους εμπιστευτεί ως ανθρώπινα όντα. Αυτό το βλέμμα ήταν μέρος της κληρονομιάς του Ιζάκ και σιγά-σιγά, όσο μεγάλωνε, έπαιρνε υπόσταση μέσα στα δικά του μάτια. Ο σκεπτικισμός του προς τους ανωτέρους του, η προσοχή του να αποφύγει συμβιβασμούς που κάθε τόσο χρειάζονται για να πάει κανείς μπροστά, η κριτική του στάση απέναντι σε άτομα που αισθάνονται πολύ άνετα με τον εαυτό τους ή θεωρούνται ιδιαίτερα επιτυχημένοι στα μάτια της κοινωνίας, όλα αυτά δεν ήταν ξένα στοιχεία στην οικογένεια Λεβή.
Μια από τις μεγάλες διαφορές ανάμεσα στους Μπασραβί και τους Λεβή είχε να κάνει με τη φύση του γάμου τους. Ενώ ο κύριος και η κυρία Μπασραβί, σαν επικεφαλής στην οικογένεια και το σόι σε μια παραδοσιακή κοινωνία, ήταν σε θέση να κάνουν κουμάντο στα παιδιά τους, αλλά ακόμα και σε πολλά απο τα αδέλφια τους, η κυρία Μπασραβί είχε αιωνίως το παράπονο πως ο άντρας της ασκούσε κυριαρχία επάνω της. Τον κατηγορούσε ότι τής έδινε χρήματα με το σταγονόμετρο και σπανίως τής έδειχνε τρυφερότητα και εκτίμηση ή αναγνώριση. Οι Μπασραβί τσακωνόντουσαν πικρά και μεγαλόφωνα κι αυτοί οι καβγάδες ανάμεσα σε δύο ισχυρές προσωπικότητες είχαν αφήσει πληγές στα παιδιά τους. Ανάμεσα στον κύριο και την κυρία Λεβή, αντίθετα, δεν υπήρχε τέτοιου είδους ανταγωνισμός και οι δυο τους είχαν ζήσει μαζί συντροφικά, ίσος προς ίσον.
Έτσι, ο Ιζάκ μεγάλωσε κάνοντας σχέσεις με γυναίκες, ερωτικές ή και απλώς φιλικές, που ήταν λίγο-πολύ ελεύθερες από παραδοσιακούς ρόλους. Και ένιωθε πως η ικανότητα για τέτοιου είδους σχέσεις ήταν ένας βασικός λόγος που η Σαμίρα ήθελε να ζήσει μαζί του και ήταν έτοιμη να πάει κόντρα στις προσδοκίες της οικογένειάς της για να τον παντρευτεί.
Για τους Λεβή και τους Μπασραβί, η συνάντηση των παιδιών τους μακριά από τις οικογένειές τους, σε έναν ξένο, ουδέτερο τόπο, ήταν ο μόνος δυνατός τρόπος να βρεθούν μαζί και να γνωριστούν. Και έχοντας αναγκαστεί να βρεθούν μαζί, πάσχισαν να φερθούν ευγενικά και να δείξουν αμοιβαία εκτίμηση, ενώ δεν έβλεπαν την ώρα να λήξει αυτή η επίσκεψη ώστε να επιστρέψουν στη δική τους ζωή και να μπορέσουν να ξεχάσουν οι μεν την εκνευριστική παρουσία των δε επί της Γης.
Αυτό που προκάλεσε το δεύτερο γάμο ήταν η εμμονή των Μπασραβί για επίσημα πιστοποιητικά. Η ανάγκη να επικυρωθεί το αμερικανικό πιστοποιητικό γάμου από τις εβραϊκές αρχές στην Ελλάδα οδήγησε στην διαπίστωση πως ένας από τους μάρτυρες του γάμου, ονόματι «Μπέτσυ», ήταν γυναίκα. Και σύμφωνα με τον ορθόδοξο Ιουδαϊσμό που είχε το μονοπώλιο στην Ελλάδα, αλλά και στο Ιράν, αυτό έκανε τον πρώτο γάμο άκυρο. Επομένως, για να μπορέσουν να βγάλουν πιστοποιητικό γάμου που να ισχύει εκτός Αμερικής, έπρεπε ο Ιζάκ και η Σαμίρα να κάνουν δεύτερο γάμο, ορθόδοξο. Κι έτσι, οι Μπασραβί δεν θα εισέπρατταν μονάχα τις φωτογραφίες και τα πιστοποιητικά για τα οποία είχαν έρθει, αλλά και έναν καθωσπρέπει, οικογενειακά στημένο γάμο.
Η μνήμη του Ιζάκ είχε αποτυπώσει λιγοστές μονάχα εικόνες από τις προετοιμασίες του γάμου και τη γαμήλια τελετή, αλλά κάθε μια τους ήταν συναισθηματικά φορτισμένη.
Πώς να ξεχάσει την απελπισμένη προσπάθεια να βρεθεί κουστούμι να φορέσει για την τελετή; Ο Ιζάκ μισούσε τα κουστούμια και είχε καταφέρει να αποφύγει κάθε τυπική περίσταση που θα τον υποχρέωνε να φορέσει κουστούμι. Επομένως, δεν είχε δικό του. Χρειάστηκε να ζητήσει από φίλους του και, τελικά, βρέθηκε ένα σκούρο μπλε που, αν και λίγο στενό, τού πήγαινε αρκετά καλά. Έτσι ήταν έτοιμος για την παράσταση με την κατάλληλη ενδυμασία για το ρόλο που είχε να παίξει.
Μια άλλη έντονη ανάμνηση από τις μέρες πριν το γάμο είχε πιο λεπτές αποχρώσεις. Ήταν ένα ζεστό αθηναϊκό μεσημέρι και η Σαμίρα κι αυτός είχαν αποκοιμηθεί ο ένας δίπλα στον άλλον. Ο Ιζάκ ξύπνησε πρώτος και, ναρκωμένος ακόμα από τον βαθύ ύπνο, έστρεψε τη ματιά του στο γυμνό κορμί και το πρόσωπο της Σαμίρας. Όπως ήταν ξαπλωμένη, πλήρως χαλαρωμένη στον ύπνο, τού φάνηκε σαν ένα πλάσμα τελείως διαφορετικό από τη Σαμίρα που γνώριζε σαν φίλη και σύντροφό του. Τού φάνηκε οδυνηρά όμορφη, με μια ομορφιά εξωτική που τού ήταν ξένη, μια ομορφιά που δεν είχε ποτέ πριν αντιληφθεί, μια ομορφιά που είχε καλλιεργηθεί από ανθρώπους πολύ διαφορετικούς από εκείνους που αυτός ήξερε—ανθρώπους με τους οποίους αυτή ήταν βαθιά δεμένη. Και τον έπιασε αγωνία αν θα ήταν ικανός να κρατήσει στο πλευρό του τούτο το εξωτικό πλάσμα.
Από τη γαμήλια τελετή, τού είχε χαραχτεί στη μνήμη η στιγμή που η νύφη και ο γαμπρός είχαν να πιουν κρασί από το ίδιο κύπελλο. Δεν ήξερε αν έφταιγε το κρασί ή αν τα συναισθήματα που τον κατείχαν ήταν αυτά που είχαν προκαλέσει τη βίαια αντίδραση της γεύσης του—αλλά τού ήταν αδύνατο να καταπιεί αυτό το απαίσιο, ξυνισμένο κρασί και χρειάστηκε μεγάλη προσπάθεια για να καταστείλει την αηδία του και να το κρατήσει στο στόμα του.
Γυρίζοντας σπίτι μετά την τελετή, ο Ιζάκ σωριάστηκε στο κρεβάτι, σε τέτοια εξάντληση που δεν μπορούσε καν να βγάλει το κουστούμι του, αδειανός και εξευτελισμένος, μην ξέροντας αν ήταν έτοιμος να βάλει τα γέλια ή τα κλάματα.
Δίπλα του, η Σαμίρα τον ήξερε τόσο καλά που δεν τής ήταν καθόλου δύσκολο να μαντέψει πώς αισθανόταν. Η ίδια, όμως, ένιωθε πως ο δεύτερος γάμος δεν τούς είχε κοστίσει και τόσο πολύ. Οι γονείς της είχαν δεχτεί το γάμο σαν τετελεσμένο γεγονός και, από το μακρινό το Ιράν, δεν θα ήταν σε θέση να επηρεάσουν τη ζωή του νεαρού ζευγαριού στην Αμερική. Επομένως, όλα πήγαιναν καλά για τους δις νεόνυμφους.
Μετά από λίγο, οι Μπασραβί έφυγαν για να γυρίσουν σπίτι τους, με τις φωτογραφίες τους και τα πιστοποιητικά τους. Η επίσκεψή τους ήταν, κατά τη γνώμη τους, επιτυχής. Δεν ήταν ακριβώς πανευτυχείς με την επιλογή της κόρης τους και δεν ήταν σίγουροι για πόσο θα κρατούσε αυτός ο γάμος. Από την άλλη μεριά, όμως, δεν είχαν πληρώσει για την τελετή από την τσέπη τους και κανείς δεν είχε αναφέρει τίποτα περί προίκας, οπότε τα έξοδά τους ήταν περιορισμένα και η προίκα έμεινε άθικτη για περίπτωση ανάγκης.
Ο Ιζάκ και η Σαμίρα ήταν πια ελεύθεροι να χαρούν ό,τι απέμενε από τις διακοπές τους.
Και για πολλά χρόνια, ο Ιζάκ έβλεπε με περιφρόνηση το δεύτερο γάμο τους σαν ένα κακόγουστο αστείο και θεωρούσε γνήσιο μόνο τον πρώτο γάμο, τον απλό, τον φυσικό, τον αυθόρμητο-- εκείνον που δεν ήταν μπλεγμένος με την ιστορία και τους κοινωνικούς δεσμούς. Όμως, η Ισλαμική Επανάσταση ανάγκασε τους γονείς και συγγενείς της Σαμίρας να ξερριζωθούν από το Ιράν και να έρθουν να εγκατασταθούν στην Αμερική, εκεί κοντά όπου ζούσαν ο Ιζάκ και η Σαμίρα. Κι όπως, με τα χρόνια, το πεδίο βαρύτητάς τους έγινε ολοένα πιο αισθητό, ο Ιζάκ μπόρεσε να συνειδητοποιήσει την ισχύ και την εμβέλεια του δεύτερου γάμου και να θέσει στον εαυτό του το ερώτημα αν ήταν πιο έτοιμος τώρα από όσο ήταν πριν να δεχτεί το σόι των Μπασραβί, με τις ατέλειωτές τους τις ιεροτελεστίες—να δεχτεί τη βαθιά ανάγκη της γυναίκας του να κρατήσει τους δεσμούς της με αυτούς τους ανθρώπους και τα ήθη τους και να μην ξεστρατίσει. Και ο δεύτερος γάμος, ο παραπανίσιος, ο στημένος, ο καταναγκαστικός, τού φάνηκε να εκφράζει με περισσότερη αλήθεια το ποιόν του γάμου τους όπως είχε εξελιχθεί μέσα στο χρόνο.
________________
Το κείμενο γράφτηκε στα αγγλικά και μεταφράστηκε από τον συγγραφέα. Βοήθησε ο Φίλιππος Καργόπουλος.