Στα 1817 «la mélancolie pointrait pour les femmes comme, plus tard, le byronisme pour les homes» παρατηρεί στην αρχή των «Αθλίων» του ο Βίκτορας Ουγκό. [«Κατ’ εκείνον τον καιρόν, το μελαγχολικόν ήθος ήτο του συρμού εις τας γυναίκας, καθώς βραδύτερον ο βυρωνισμός ήτο το ήθος του συρμού εις τους άνδρας» (μτφρ. Ι. Ισιδωρίδης Σκυλίτσης)]
Έτσι ένας νεαρός χειρουργός και επίδοξος ποιητής, που γεννήθηκε το 1805 στο Westminster του Λονδίνου, γιος ανθρακέμπορου, ο Henry Joseph Steel Bradfield, δημοσιεύει το 1826 τη δική του ρομαντική σύνθεση σε βυρωνικό ύφος: Waterloo; or the British Minstrel. A Poem, in Five Cantos. [Λονδίνο 1826, εκδότες Simpkin & Marshall, T. Egerton & William Sams, σσ. 218].
Ποιήματα για την περίφημη μάχη, που έγινε στα μέσα Ιουνίου του 1815 στην πεδιάδα της «Βατερλούης» στη Φλάνδρα, είχαν ήδη τυπωθεί από όλη σχεδόν τη γενιά εκείνη των υστερό-ρομαντικών Άγγλων: Byron, Napoleon’s farewell [1815] και Ode from the French [1816], Walter Scott, The Field of Waterloo [A poem, 1815], John Haskins, The Battle of Waterloo [A poem in two cantos, 1816], Robert Southey The Poet’s Pilgrimage to Waterloo [1816] William Wordsworth, Occasioned by the Battle of Waterloo – After visiting the fielδ of Waterloo [1816], William Whitehead, A poem on the Battle of Waterloo [1820] και ας σημειωθεί ακόμη εδώ το παράδοξο: Advertisement [1830] του Ιρλανδού Thomas Moore και το μεταγενέστερο: L’expiation, από τον Γάλλο V. Hugo [Ο εξιλασμός 1852, όπου την περίφημη αρχή της δεύτερης στροφής «Waterloo! Waterloo! Waterloo! Morne plaine!» παρωδούν οι René Goscinny - Albert Uderzo σε «Waterzooie! Waterzooie! Waterzooie! Morne plat!» σατιρίζοντας τη βελγική προφορά και κουζίνα στον Astérix chez les Belges το 1979].
Ο Bradfield, στον Πρόλογο της έκδοσης [με χρονολογία 12 Ιανουαρίου 1826], αναφέρεται στον W. Scott και τον R. Southey αλλά μοιάζει να ακολουθεί στη σύνθεση και στη στιχουργική τον W. Whitehead. Σε πέντε ενότητες, άσματα (cantos) και ένα μικρό Επίλογο (Conlusion) μοιράζει άνισα 1882 ιαμβικούς στίχους που σχηματίζουν οκτάβες με απλή, ζευγαρωτή κυρίως, ομοιοκαταληξία. Στο περιεχόμενο, το λυρικό θέμα της αγγλικής φύσης συγκεράζεται με την αγάπη και τον αγώνα για την ελευθερία από τα πανάρχαια χρόνια [με αναφορά στις πηγές του Aswhell στο Hertforshire, όπου σύμφωνα με κάποιο θρύλο οι Βρετανοί Κέλτες αντιστάθηκαν εκεί στις ρωμαϊκές λεγεώνες κατά την εξέγερση της ηρωικής βασίλισσάς τους Βοαδίκειας], με το πατριωτικό ιδανικό κατά της δεσποτείας και με τη μόνιμη αντίσταση της γηραιάς Αλβιώνος στη τυραννία. Στο τέταρτο άσμα εξυμνείται η θέληση και το ήθος του νέου βρετανού στρατιώτη Οράτιου, που ξεκινά να πολεμήσει και να πεθάνει για το ιδανικό της αξιοπρέπειας του ελεύθερου ανθρώπου στην Ιβηρική εκστρατεία [μάχη της Talavera και της Albuera, 1809-1811] και στο εκτενέστερο πέμπτο με την περιγραφή της λυσσώδους μάχης στο Βατερλώ προβάλλεται το σθένος των Άγγλων. Η ιδιοφυία και το ταλέντο του Ναπολέοντα εξαιτίας της απερίσκεπτης φιλοδοξίας και της αγέρωχης θέλησης για κυριαρχία, προδίδουν την ίδια τη Γαλλία, σύμφωνα και με την αμφίρροπη ποιητική προσέγγιση του Λόρδου Βύρωνα. Ακολουθούν εκτεταμένες Σημειώσεις από δύο βασικά ιστορικά έργα της εποχής: [Moyle Sherer] Recollections of the Peninsula, 1824 και The Battle of Waterloo, containing the series of accounts published by Authority British and Foreign, with circumstantial details, previous, during and after the battle, from a variety of authentic and original sources, with relative official documents, forming an historical record of the operations in the Campaign of the Netherlands 1815, 7η έκδοση J. Booth.
Ωστόσο το βιβλίο του Bradfielf κλείνει με μια ακόμη ενότητα, που περιλαμβάνει 23 ποιημάτα με διαφορετικά θέματα και ποικίλη στιχουργία. Τα περισσότερα είναι του 1825, εκτός από δύο, που προφανώς μόλις πρόλαβαν να περιληφθούν στην έκδοση καθώς χρονολογούνται τον Ιανουάριο και Φεβρουάριο του 1826.
Το ύστατο απροσδόκητα αναφέρεται στην Ελλάδα με τίτλο: «On Greece». Πρόκειται για 13 εξάστιχες ισομετρικές στροφές (stanzas, με ιαμβικό στίχο και κλειστή ομοιοκαταληξία ααβγγβ) σε ενθουσιώδες ύφος. Τα «παιδία της Αγγλίας», οι «ευγενείς Βρετανοί», καλούνται να συντρέξουν την καταδυναστευόμενη Ελλάδα, καθώς «ένας Μπάιρον έχει ήδη πεθάνει γι’ αυτήν», να καταπολεμήσουν πάλι την τυραννία και να φανούν ακόμη μία φορά υπερασπιστές της ελευθερίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Το ποίημα εντάσσεται φυσικά στο πνεύμα της όλης συλλογής και ο συγραφέας του με μια σημείωση προτάσσει τη σημαντική λεπτομέρεια, πως εκείνη την εποχή στις αρχές του 1826, που το βιβλίο τυπώνεται, ο ίδιος είναι έτοιμος και περιμένει να έρθει στην Ελλάδα:
Five of the following Stanzas were written at Brighton, and inserted in the "Herald'' of that place, previous to the restrictive Proclamation from our Government having appeared, at a time when the Author, with others of his Countrymen, were in full anticipation of a tour to Greece, to the assistance of that unfortunate and oppressed nation.
[Πέντε από τις ακόλουθες στροφές γράφτηκαν στο Brighton, και δημοσιεύτηκαν στον εκεί Κήρυκα, πριν από τη περιοριστική Διακήρυξη της Κυβέρνησής μας, που ανακοινώθηκε την ώρα που ο Συγγραφέας, μαζί με άλλους Συμπατριώτες του, ανέμενε πανέτοιμος την αναχώρηση στην Ελλάδα, για να βοηθήσουν αυτό το δύστυχο και καταπιεσμένο έθνος ].
Η αναφορά γίνεται στη βασιλική Διακήρυξη του Σεπτεμβρίου 1825, κατά την οποία η αγγλική κυβέρνηση απαγορεύει την αναχώρηση εθελοντών και τον εξοπλισμό πλοίων για την υποστήριξη της ελληνικής επανάστασης. Στο μεταξύ με ενέργειες της φιλελληνικής επιτροπής του Λονδίνου έχουν ήδη παραγγελθεί τα πρώτα ατμοκίνητα πλοία του ελληνικού στόλου και ο λόρδος Κόχραν τον Αύγουστο υπογράφει συμβόλαιο αρχιναυάρχου με τους Έλληνες αντιπροσώπους. Τον Οκτώβριο φτάνει στα χέρια του Κάνινγκ η αίτηση των Ελλήνων για βρετανική προστασία, το Δεκέμβριο ο νέος Άγγλος πρέσβης στο δρόμο για την Κωνσταντινούπολη συναντιέται με τον Μαυροκορδάτο, γραμματέα του εκτελεστικού, και τον Κωνστ. Ζωγράφο, από το βουλευτικό σώμα, στην Ύδρα και στις αρχές Απριλίου του 1826 (λίγες μέρες πριν την πτώση του Μεσολογγίου) συντάσσεται στην Πετρούπολη από την Αγγλία και τη Ρωσία το πρώτο διεθνές έγγραφο που αναγνωρίζει πολιτική ύπαρξη σε ένα νέο κράτος, την Ελλάδα.
Τον Ιούνιο του 1826 ο Κόχραν με τους ανθρώπους του φεύγει από το Bantry Bay της Ιρλανδίας με τη ναυλωμένη σκούνα «Unicorn» [Μονόκερως] για την Ελλάδα, όπου, μετά από πολύμηνες καθυστερήσεις στη Μασσαλία, θα φτάσει την ερχόμενη άνοιξη. Στις αρχές Απριλίου 1827 σε συνεδρίαση της Γ΄ Εθνοσυνέλευσης της Τροιζίνας (Δαμαλά) θα επικυρωθεί η «πληρεξουσιότης να κινή τας κατά θάλασσαν δυνάμεις της Ελλάδος εναντίον των εχθρών όπου, όταν και όπως κρίνη...» και στον Πόρο θα υψώσει τη σημαία του «στόλαρχου» στη φρεγάτα «Ελλάς» πρόσφατο απόκτημα του ελληνικού στόλου.
Ο George Cochrane, συγγενής του Λόρδου Κόχραν, που τον συνοδεύει ως γραμματέας και ταμίας του, σημειώνει: «The English that were on board consisted of the Admiral, Captain St. George, myself, two English surgeons, Mr. Masson, the public secretary, and about eight common seamen, who were part of an English crew that had been engaged to accompany the Admiral to Greece». Κάποια στιγμή σε επίσκεψη στην Ύδρα παρακάθονται σε τραπέζι: «Lord Cochrane, George and Lazarus Conduriotti, Orlando. Mr. Masson, myself, and the surgeon, set down to table, with about six of the primates of the town…» και λίγο πιο κάτω κατά την επίσκεψη στην οικία του [Ιωάννη] Ορλάνδου: «In the course of our visit, Doctor Bradfield, who accompanied us, took occasion to present one of the young ladies with a snuff-box, with the sounds of which all the four were greatly delighted…» [Σε ένα άλλο σημείο όμως τον συγχέει με τον Ελβετό γιατρό Louis-André Gosse]. Wanderings in Greece, τόμ. I, κεφ. III και VI, 1837.
Έτσι, ο Άγγλος χειρουργός και ποιητής Bradfield θα μείνει στην Ελλάδα τουλάχιστον τους επόμενους έντεκα μήνες, ως το Φεβρουάριο του 1828 (όταν ο Κόχραν φεύγει προσωρινά στη Μασσαλία για να παραλάβει ένα νέο ατμόπλοιο) και ίσως το διάστημα τέλη Σεπτεμβρίου – τέλη Δεκεμβρίου του 1828, (επάνοδος Κόχραν ως την οριστική αποχώρηση). Είναι λοιπόν προφανές ότι θα παρευρεθεί στα περισσότερα γεγονότα εκείνης της περιόδου, όπου κυρίως κινείται η φρεγάτα «Ελλάς».
Επιστρέφοντας, δημοσιεύει στο Λονδίνο δύο νέες συλλογές.
Η πρώτη: The Athenaid; or, Modern Grecians. A Poem.
[Λονδίνο 1830, έκδοση Marsh & Miller, Oxford street, σσ. 234]. Στην σελίδα τίτλου υπάρχει προμετωπίδα από την αρχή της Αινειάδας του Βιργίλιου: «Arma virumque cano» [Όπλα και άνδρες τραγουδώ] και ακολουθεί ένθερμη αφιέρωση στον γνωστό Ιρλανδό ποιητή Thomas Moore, φίλο του Λόρδου Βύρωνα και από τα ιδρυτικά μέλη της φιλελληνικής επιτροπής του Λονδίνου.
Ο τίτλος είναι μάλλον δάνειο από τον Richard Glover, Άγγλο ποιητή του νεο-κλασικισμού, που δημοσίευσε κατά τα ελληνικά πρότυπα στα μέσα του 18ου αιώνα το έπος Leonidas, για τη μάχη των Θερμοπυλών, την τραγωδία Baodicea (την αρχαία βασίλισσα των Βρετανών) αλλά και μια Medea. Μετά θάνατον ένα ακόμη επικό ποίημά του με 30 άσματα για την εισβολή του Ξέρξη στην Αθήνα, The Athenaid, a Poem τυπώνεται το 1787. [Το Athenaid, («Αθηναΐς», τα σχετικά με την Αθήνα, γύρω από τη Αθήνα) είναι όνομα, που σχηματίζεται προφανώς κατά μίμηση της αγγλικής απόδοσης «Thebaid» του τίτλου του λατινικού έπους Thebais του Στάτιου ή «The Thebaid» για την νεότερη τραγωδία La Thébaïde του Γάλλου Ρακίνα. Όλα από την αρχαιοελληνική Θηβαΐδα το χαμένο έπος για τη σύγκρουση των γιων του Οιδίποδα στη Θήβα].
Το νέο The Athenaid; or, Modern Grecians. A Poem του Bradfield, σε 1736 ιαμβικούς στίχους, χωρισμένους σε αριθμημένες οκτάστιχες stanzas – στροφές με πιο σύνθετη (τρεις πλεχτές και ζευγαρωτή στο τέλος abababcc) ομοιοκαταληξία, που συναρθρώνουν τέσσερα cantos, επιχειρεί να αφηγηθεί τη μεγάλη και καταστρεπτική μάχη του Φαλήρου (ή Ανάλατου) στίς 24 Απριλίου (6 Μαΐου, νέο ημερολόγιο) 1827, όταν δοκιμάστηκε να αναγκαστεί ο Κιουταχής να αποσυρθεί από την Ακρόπολη, που πολιορκούσε από τον Αύγουστο του προηγούμενου χρόνου.
Έτσι φυσικά, θα ήταν σε σχέση με το πρότυπο του Richard Glover ένα νέο έπος για τη σύγχρονη εισβολή βαρβάρων στην Αθήνα. Η ιδέα δεν αποκλείεται να κρύβεται ήδη και στις σχετικές vi και vii στροφές του «On Greece».
Ωστόσο το βέβαιο είναι ότι αποτελεί το μόνο ίσως τόσο εκτεταμένο έργο ξένου ποιητή, που αναφέρεται εξ ολοκλήρου σε ένα σημαντικό γεγονός της ελληνικής επανάστασης του 1821.
Ο Bradfield παρακολουθεί από τα βράχια του Φαλήρου δίπλα στον Κόχραν, όπως και αρκετοί άλλοι Άγγλοι, Γάλλοι και Γερμανοί στρατιωτικοί, την επιχείρηση και γίνεται αυτόπτης μάρτυρας της θλιβερής ελληνικής ήττας, που επέρχεται από την κακή τακτική των Ελλήνων, την ξέφρενη επέλαση ντελήδων Τούρκων ιππέων και από την έλλειψη (κατά τον ίδιο) πραγματικού σθένους σε ορισμένους οπλαρχηγούς.
Εδώ στην Ανατολή και με αρχή της λυρικής του αφήγησης νυχτερινό γλέντι στο ελληνικό στρατόπεδο, είναι σχεδόν φυσικό να θυμηθεί τον Childe Harold του Βύρωνα. Με υπαινικτικό στίχο στο πρώτο canto η περιγραφή του ανοιξιάτικου αττικού πεδίου γεμάτο ανθισμένα lady’s smock (κρίταμος - κάρδαμο) με το νερό σε έλλειψη και το φόβο των ντελήδων ιππέων, σύγχρονου «πολεμικού γρύπα»:
Our wants were much the same as you may deem, / The water in the camp being very scarce, / Since the glad spot whence flowed the cooling stream / Was under Turkish influence; of course / The precious post was dangerous to redeem, / When guarded by a troop of Delhi horse; / A sort of animal the Greek abhors, / And looked on as a griffin in the wars. (xxiv)
Λίγοι δείχνουν αποφασιστικότητα και πραγματικό πατριωτισμό και πολλοί είναι περισσότερο γενναίοι με τους νεκρούς παρά με τον εχθρό [συνήθεια αποκεφαλισμών και σύλησης]. Ένας που ξεχώριζε σκοτώθηκε πρόσφατα [Καραϊσκάκης]. Ο τρόπος που μάχονται οι Έλληνες άτακτοι είναι τυπικός: αρχίζει πολύ νωρίς το πρωί με βρισιές, πυκνό τουφεκίδι στη συνέχεια από κοντινή απόσταση πίσω από βράχους και ασταθή εξόρμηση στο τέλος με συνηθισμένο αποτέλεσμα ελαφρούς τραυματισμούς και ελάχιστους θανάτους. Όμως εκείνη η ημέρα «The sixth of May, the awful sixth of May» [«Η έκτη του Μάη, η φρικτή έκτη του Μάη»] ήταν εξαίρεση με εκατοντάδες νεκρούς «in that red fray» [«στην αιμοσταγή ετούτη σύγκρουση»].
Στις Υποσημειώσεις, με αφορμή τη διευκρίνηση των στίχων του, ο Bradfield δίνει αρκετές πληροφορίες ως άμεσος παρατηρητής της όλης εξέλιξης της μάχης: την καθυστέρηση για την κατασκευή ταμπουριών σε πεδινό μέρος, την εξόρμηση του ιππικού των ντελήδων Τούρκων, την αυτοθυσία των τακτικών του [Χαράλαμπου] Ιγγλέση, τον ηρωισμό του Σκώτου [φιλέλληνα Charles-Gordon] Urquhart, την αδράνεια των Ρουμελιωτών [στα αριστερά και στο κέντρο της παράταξης, με αρχηγό τον Κίτσο Τζαβέλλα που, απαθής, κάπνιζε], τον απέλπιδα θάνατο του [Τούσια] Μπότσαρη, τον ανδρείο Νικήτα [Νικηταρά], την τουρκική θηριωδία με τους αποκεφαλισμούς αιχμαλώτων, τον γενναίο [Σουλιώτη Γιώργο] Δράκο, τις απώλειες 2000 νεκρών και πληγωμένων, την φυγή μετά το θλιβερό πανικό των ατάκτων, τη διάλυση τελικά τού στρατοπέδου. Ένα στρατόπεδο σε ελάχιστο χώρο, όπου όλοι κάθονταν σταυροπόδι και έτρωγαν με τα χέρια αρνί και παξιμάδια. Η γραφικότητα των ελληνικών στολών [εδώ η γνωστή εικόνα ενός Γάλλου που πήρε «sheet» (σεντόνι) για να φτιάξει φουστανέλα] συμβαδίζει με την κομπορρημοσύνη των οπλαρχηγών, μια τάξη «unprincipled, vain, and avaricious» [χωρίς αρχές, ματαιόδοξη και φιλάργυρη].
Στα επόμενα cantos ένα παράδοξο είναι η παράθεση στίχων από το σατιρικό-ιπποτικό ποίημα Il Ricciardetto, ενός ξεχασμένου σήμερα Ιταλού καρδινάλιου και ποιητή, του Niccolò Forteguerri, που έζησε στις αρχές του 18ου αιώνα. [Το έργο, αποτελούμενο από 30 άσματα, τυπώθηκε με το ψευδώνυμο Niccolò Carteromaco σε δύο τόμους και έγινε αρκετά γνωστό. Ο λιμπρετίστας Francesco Berio di Salsa το χρησιμοποιεί στην κωμική όπερα Ricciardo e Zoraide του Ροσσίνι].
Στα λυρικά θέματα του δεύτερου και τρίτου άσματος επιχειρεί τη διερεύνηση χαρακτήρων και νοοτροπιών σε μια ανθρωπογεωγραφία γεμάτη «beautiful sublimities» [γραφικές υπερβολές] από τον Childe Harold ενός Βύρωνα «Passion’s oracle» [μύστη του Πάθους]: παρέκβαση για την ηρωική απόφαση του Φαβιέρου να κλειστεί στην Ακρόπολη (Νοέμβριος 1826), η συμπεριφορά των Φιλελλήνων, η ακατάβλητη μαχητικότητα του Νικηταρά σε αντίθεση με την γενική απογοήτευση και θλίψη σε ένα τόπο όπου ο τάφος του ένδοξου Θεμιστοκλή, οι ιδιότροποι Υδραίοι, η κομψή παρουσία των Ελληνίδων, ως και οι αντιγνωμίες των «learned» γιατρών για την περίθαλψη των τραυματιώ [προφανής καταγγελία και των άστοχων φλεβοτομήσεων, που έγιναν στον Λόρδο Βύρωνα στο Μεσολόγγι, ακολουθώντας τις θεωρίες του Γάλλου François Broussais]. Από την άλλη μεριά ο τουρκικός απόλυτος δεσποτισμός και η τυραννία του ξίφους με τους συχνούς αποκεφαλισμούς, που ελέγχει έτσι ακόμη και τον Έρωτα, έχει κληροδοτήσει στους επαναστατημένους πολλές άσχημες συνήθειες. Οι στίχοι για τη θέση των γυναικών, συνοδεύονται με την περιγραφή σε υποσημείωση της επίσκεψης σε έναν Υδραίο οικοδεσπότη, που βρέθηκε «among civilized people» [σε πολιτισμένη κοινωνία], αλλά μετά ξαναγύρισε στην συντηρητική νοοτροπία· είναι το περιστατικό που διηγείται και ο George Cochrane για την οικογένεια του Ορλάνδου [ταξίδι στο Λονδίνο με Ανδ. Λουριώτη για νέο δάνειο, όπου και πρόσληψη του Λόρδου Κόχραν, Μάρτιος-Σεπτέμβριος 1825].
Στις Υποσημειώσεις διευκρινίσεις πάνω σε στίχους για τις παλινωδίες των Ελλήνων, τις αρετές και τις αντιφάσεις τους: οι επίμονες πολιτικές και στρατιωτικές έριδες, όταν η πραγματικότητα απαιτεί δράση, για τον ωφελιμισμό τους [σε αυτό τους μοιάζουν και οι Γάλλοι] που φτάνει ως την αχαριστία συχνά προς τους Φιλέλληνες, αλλά και για την επιδεξιότητα και την τόλμη, το έμφυτο πνεύμα τους, ενώ τους διακρίνει μια ρομαντική άποψη για την ελευθερία, χωρίς να κατανοούν την ανάγκη ενός ενεργητικού και αποφασιστικού κυβερνήτη.
Υπάρχουν ακόμη εδώ πληροφορίες για δικές του κινήσεις και εικόνες απ’ όπου παρευρίσκεται πριν ή μετά το Φάληρο: η άφιξη με τον Λόρδο Κόχραν και η ακατανόητη διαφωνία των νησιωτών με τους Μοραΐτες για το τόπο της Εθνοσυνέλευσης, γεγονός που θεωρεί καθυστέρηση και αιτία ουσιαστικά της αποτυχίας στη μάχη της Αθήνας· το πέρασμά του από τα κατεστραμμένα, τελείως ακατοίκητα, Ψαρά και κατόπιν από τη Χίο, όπου έχουν αφανιστεί εξήντα χωριά, στα περίχωρα της πόλης μένουν ρημαγμένα τα αρχοντικά ανάμεσα σε πορτοκαλιές και λεμονιές ενώ τα γύρω βουνά, καθώς ήταν Δεκέμβρης, ασπρίζουν από τα χιόνια [ο Κόχραν υποστήριξε με τη φρεγάτα «Ελλάς» και άλλα πλοία την αρχή της εκστρατείας Φαβιέρου, Οκτώβρης 1827-Μάρτιος 1828]· την παρανοϊκή άρνηση ενός Χιώτη ιερέα όχι μόνο να παραστεί στην κηδεία ενός γενναίου νέου Φιλέλληνα, πρώην «officer of Hanoverian cavalry» [αξιωματικό του ιππικού του Ανόβερου], αλλά και την απειλή του για «ανάθεμα» σε όσους Έλληνες θα μιαίνονταν από το άγγιγμα του σώματος του «Φράγκου».
Τέλος, καθώς έχει ιδιότυπο λόγο «from the “penchant” I have to mystery» [από τη “penchant” (τάση) που έχω για το μυστήριο] και η ενότητες αυτές διαφοροποιούνται από την απλή εξιστόρηση της μάχης «purporting to give some idea of character, it would be an injustice (more especially to the Greeks), were I to particularize their errors alone» [φιλοδοξώντας να δώσουν μια ιδέα του χαρακτήρα, θα ήταν αδικία (κυρίως για τους Έλληνες) αν ξεχώριζα μόνον τα δικά τους λάθη] , ανατρέχει στα έργα συγγραφέων, που γνώρισαν καλά την ελληνική νοοτροπία, όπως στο Charles MacFarlane, Constantinople in 1828. A residence of sixteen months in the Turkish capital and provinces, Λονδίνο 1829, στο James Emerson, Letters from the Aegean, in two volumes, Λονδίνο 1829 και στο George Waddington, A visit to Greece in 1823 and 1824, Λονδίνο 1825 και παραθέτει ευρύτατα αποσπάσματα.
Στην αρχή του τέταρτου και τελευταίου canto, του εκτενέστερου, με 63 οκτάστιχα, μια γνήσια βυρωνική σκηνή συνδυάζει λυρικά την ανάμνηση ενός άτυχου έρωτα, στις όχθες του Αιγαίου που λούζει το φεγγαρόφωτο, με τον κίνδυνο της επικείμενης μάχης. Πολεμικοί ήχοι, ο αιφνίδιος θάνατος ενός νεαρού Υδραίου, η εμφάνιση των ντελήδων ιππέων και το στήθος σκιρτά για ένδοξη πράξη.
Ακολουθούν η εικόνα του λιπόψυχου οπλαρχηγού Βάσου [Μαυροβουνιώτη], του ιδιοτελούς Φιλέλληνα πάστορα και του υπερφίαλου, ψεύτη Έλληνα αρχιερέα, o θάνατος του γενναιόφρονα και ευγενικού Gordon Urquhart, η δειλία των Γάλλων μπροστά στα βλήματα των κανονιών, η έπαρση των Τούρκων, που μετριέται με τα κομμένα κεφάλια, μύτες κι αυτιά των αντιπάλων, ο Νέος Κίμων, προσφώνηση του Λόρδου Κόχραν, που όμως δεν στάθηκε λόγω των περιστάσεων εξίσου ικανός.
Στο υμνητικό τέλος ο Bradfield δηλώνει περήφανος που στρατεύτηκε σε αυτόν τον αγώνα για την ελευθερία και ανεξαρτησία της Ελλάδας, καθώς η Αγγλία πρωτοστατεί πάντα στους αγώνες κατά του δεσποτισμού, απόδειξη άλλωστε πως κανένας Άγγλος δεν τάχθηκε στην υπηρεσία κάποιου τυράννου (υπαινιγμός για τους Γάλλους αξιωματικούς στο στρατό του Ιμπραΐμ).
Η ευημερία των Ελλήνων κατακτήθηκε μετά από έναν ανηλεή και εξοντωτικό πόλεμο και πολλοί θα είχαν σωθεί από τον φρικτό θάνατο αν οι μονάρχες της Ευρώπης είχαν σπεύσει να τους συνδράμουν από την αρχή. Η παρατήρηση αυτή που απηχεί φιλελεύθερες απόψεις συνδυάζεται με την αναφορά στους Φιλέλληνες Edward Blaquiere και Leister Stanhope, γνωστοί τότε για τις προοδευτικές τους πολιτικές ιδέες. Όμοια απήχηση υπάρχει και όταν οικτίρει τους Έλληνες για την διπλή τους σκλαβιά (από τους Τούρκους και τους Κοτσαμπάσηδες-Οπλαρχηγούς: «They've been the slaves to guiltier slaves than they» [(LX) « υπήρξαν σκλάβοι σε πιο ένοχους σκλάβους από αυτούς»]. Με τον αυτούσιο λόγο του Stanhope για τον Βύρωνα ως πρώτο στίχο στην stanza xxiii: «“The very blaze of such a costellation” / Would give more energy than could the sword, / To rouse the dormant spirit of the nation / …», [«“Η λαμπρή λάμψη ενός τέτοιου αστερισμού” / θα μπορούσε να δώσει περισσότερη δύναμη απ’ ό,τι το σπαθί, / Για να ξεσηκώσει το κοιμισμένο πνεύμα του έθνους /…»] επιχειρεί να τιμήσει καθαρά και τον ίδιο τον Λόρδο ποιητή. Το ίδιο νόημα έχει βέβαια και η στροφή ix στο πρώιμο «On Greece».
Οι Έλληνες, καθώς δείχνει η ιστορία τους, πάλεψαν χρόνια μέσα σε σκληρές στερήσεις και κινδύνους, και είναι ένα ταλαίπωρος λαός που για αιώνες υπέστη τέτοιο θηριώδη κατατρεγμό και τρόμο, ώστε δεν είναι δυνατόν να υποτιμούμε την υπομονή του ή να τον κατηγορούμε για έλλειψη αρετής. Παρατήρηση που ο Bradfield δανείζεται παραλλαγμένη από τον πρόλογο μιας πρόσφατης έκδοσης: Eleazar and Napthaly, an Hebrew Tale, Translated from the French, by H.H. Young, Λονδίνο 1827. Στις Υποσημειώσεις χρησιμοποιεί ακόμη και το γνωστό βιβλίο του Χριστόφ. Περραιβού: History of Suli and Parga, containing their chronology and their wars, particularly those with Ali Pasha, Prince of Greece, written originally in modern Greek by ΒΥΚ ΨΟ ΦΞΗΛΑ, ΑΩΚΑ, and translated into English from the Italian of C. Gherardini of Milan, corresponding member of the Ionian Academy, Εδιμβούργο 1823.
Η δεύτερη συλλογή του Bradfield τυπώνεται μέσα σε λιγότερο από ένα χρόνο: Tales of the Cyclades and other Poems, by Henry J. Bradfield, [1830, Λονδίνο, έκδοση William Kidd, 6 Old Bond street, σσ. 186].
Προμετωπίδα έχει ένα εξάστιχο από το αφηγηματικό ποίημα Don Juan του Byron: «The isles of Greece, the isles of Greece! / Where burning Sappho loved and sung, / Where grew the arts of war and peace, / Where Delos rose, and Phoebus sprung! / Eternal summer gilds them yet, / But all, except their sun, is set» (Don Juan canto III stanza lxxxvi,1)· ενώ η αφιέρωση στον Πρίγκιπα Λεοπόλδο του Σαξ- Κοβούργου γίνεται προφανώς επειδή για ένα διάστημα εκείνο το χρόνο είχε οριστεί βασιλιάς στο νεοσύστατο θρόνο μιας ανεξάρτητης πλέον Ελλάδας [Πρωτόκολλο του Λονδίνου, 3 Φεβρουαρίου 1830].
Είκοσι ποιήματα με διαφορετικά στιχουργικά σχήματα συγκροτούν τα παραλειπόμενα της παρουσίας του συγγραφέα στην Ελλάδα:
« Introduction», «Leandro; or The vision’s prophecy», «Death of Marco Botzaris» [Σημειώσεις], «The fate of Ipsara» [Σημειώσεις], «The sea fight of Salona» [Σημειώσεις], «The Maid of Scio» [Σημειώσεις], «Record of Woman» [Υποσημείωση], «Sappho», «Record of Woman, or The death of Karaiskaki» [Σημειώσεις], «The Maid of Paros», «The last words of Draco» [Υποσημείωση], «Stanzas to Hebe» [Υποσημείωση], «The field of Athens» [Σημειώσεις], «To the Shade of Byron», «Stanzas to Agnes», «Stanzas to Augusta», «Stanzas to General Montholon» [Υποσημείωση], «Stanzas to Ellen», «The Lovers of Delos», «Farewell to Greece» [Σημειώσεις].
Διαβάζοντας και μόνο τους τίτλους είναι εμφανής η επίδραση του έργου του Λόρδου Βύρωνα. Στη θεματική τους εκτός από τα ιστορικά ποιήματα, που κάποιοι στίχοι διευκρινίζονται με σημειώσεις, υπάρχουν τα λυρικά με τα νησιά, τα τοπία, τις αρχαίες μνήμες, τις κόρες και τους μύθους τους, και λίγα πιο προσωπικά, όπως το «Stanzas to Hebe», για μία νέα που είδε όταν ήταν στο Brighton, ή το «Stanzas to General Montholon» για το παράδειγμα αφοσίωσης του Γάλλου στρατηγού [Charles Tristan, Marquis de] Montolon (έμεινε με το Ναπολέοντα ως τον θάνατό του, στην εξορία της Αγίας Ελένης).
Στις σημειώσεις στα ποιήματα «The sea fight of Salona» [πρόκειται για τη νίκη του ελληνικού στόλου στον κόλπο της Ιτέας, Σεπτέμβριος 1827] και «The field of Athens» αναφέρεται πως ο συγγραφέας έχει παράλληλα δημοσιεύσει σχετικά άρθρα στο The United Service Journal and Naval and Military Magazine, μια επιθεώρηση στρατιωτική, που τυπωνόταν στο Λονδίνο [1829 τόμος Ι και ΙΙ: τεύχος 5, Μάιος (μάχη στο Φάληρο), τχ. 7, Ιούλιος (ναυμαχία Ιτέας), και ένα ακόμη στο τχ. 10, Οκτώβριος (σφαγή Αλβανών στο μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνα στον Πειραιά, Απρίλιος 1827)].
Πιο πρωτότυπο, κατά τη στιχουργία είναι το «Leandro; or The vision’s prophecy», μια ψευδό-χορική σύνθεση: ανάμεσα σε 28 εξάστιχες στροφές εντάσσονται με διαφοροποιημένα μέτρα: ένα song [τραγούδι], τριπλό chorus [χορικό], strophe, antistrophe Ι-ΙΙΙ, antiphone [στροφή, τρεις αντιστροφές, αντιφώνηση]. Στα «Death of Marco Botzaris» και «The fate of Ipsara» αλλάζουν τα μέτρα με έναν «Oath»[Όρκο] και ένα «Dirge» [Μοιρολόι] αντίστοιχα.
Ο Πρόλογος [με ημερομηνία 1η Οκτωβρίου 1830] είναι μια μικρή απολογία του Bradfield, καθώς δηλώνει ότι επειδή στην The Athenaid τόνισε υπαρκτά ελαττώματα των Ελλήνων ο παρόν τόμος θα αναιρέσει τις όποιες υπερβολικές εντυπώσεις δημιουργήθηκαν, καθώς ο ίδιος είναι «too much devoted to the interests of Greece» και δεν θα επιθυμούσε να συσκοτιστούν «the noble achievements and heroic devotion they have evinced, more especially in the earlier period of their wars against the Sublime Porte». Η συλλογή όντως θα πρέπει να σημείωσε κάποια επιτυχία, ενώ σήμερα βρίσκεται στη γνωστή The Corvey Collection, τη μεγάλη σειρά της ευρωπαϊκής ρομαντικής ποίησης του 1790-1840.
Ένα από τα ποιήματά της όμως μοιάζει να έχει μια ιδιαίτερη αξία. Πρόκειται για το «The last words of Draco», όπου δραματοποιείται η τύχη του γενναίου Σουλιώτη οπλαρχηγού Γιωργάκη Δράκου στην μάχη της Αθήνας.
Οι λεπτομέρειες είναι σχεδόν γνωστές: μετά την νυχτερινή προώθηση των ελληνικών σωμάτων από την παραλία προς την Ακρόπολη, πήραν θέση το πρωί στην πρώτη γραμμή οι Σουλιώτες με αρχηγούς τον Λάμπρο Βέικο και τον Δράκο και οι Κρητικοί με τον Δημήτρη Καλλέργη. Πίσω τους σε ανοικτό πεδίο συντάχθηκε το τάγμα των τακτικών με διοικητή τον Κεφαλλονίτη Ιγγλέση και πιο πίσω ένα τμήμα από τους Ρουμελιώτες του Καραϊσκάκη, κυρίως Δερβενοχωρίτες, με αρχηγό πλέον τον Βάσο Μαυροβουνιώτη. Με την πρώτη εμπλοκή και την αρχόμενη σφαγή των τακτικών από τους ντελήδες του τουρκικού ιππικού, οι άτακτοι του Βάσου διαλύονται και τρέπονται σε φυγή παρασύροντας όλους τους άλλους.
Ο Βέικος, έπεσε στη μάχη, και ο Γιωργάκης Δράκος, που πληγώθηκε στο δεξιό βραχίονα, αιχμαλωτίστηκε, ο Κιουταχής προσπάθησε να τον χρησιμοποιήσει ως μέσον πίεσης των έγκλειστων στην Ακρόπολη και τελικά χάνεται, αυτοκτόνησε ή σφαγιάστηκε (κατά ορισμένους), στο δρόμο για τον Εύριπο, έξω από τη Χαλκίδα.
Η δημοτική ποίηση έχει αφήσει τη δική της μαρτυρία:
Το λεν’ τ’ αηδόνια φλιβερά κ’ οι κούκοι λυπημένα / κι αυτοί οι Ρωμαίοι της Ρούμελης στα μαύρα είν’ ντυμένοι. / Πολλή μαυρίλα ν-έρχεται, πεζούρα και καβάλλα· / Γεωργάκη Δράκος χούγιαξεν, από το καραούλι· / ― «Λάμπρο, δεν είμεστε καλά, να πάμε παραπέρα». / Κι ο Λάμπρο Βέικος χούγιαξε ’πό μέσ’ από την κούλια. / ― «Ν-όπο ’ν’ ο Λάμπρος ζωντανός, νταμπούρι δεν αλλάζει». / Και την ημέραν τ’ Αγι- Γιωργιού που κάνουν πανηγύρι / κ’ ένα γερούσι ν-έκαναν οι Τούρκοι στους Ρωμαίους. / Πιάνουν το Δράκο ζωντανό, το Λάμπρο σκοτωμένο, / στο Ρούμελη τον πάησαν, στο Ρούμελη τον πάνουν. / ―«Καλ’ μέρ’, αφέντη Ρούμελη», ― «Καλώς το Δράκο πού ’ρθε. / Ν-εσύ – ’σαι ο Δράκος ο κακός ν-οπού σκοτώνεις Τούρκους;» / ―«Ν-εγώ είμαι, αφέντη Ρούμελη, ν-οπού σκοτώνω Τούρκους». / «Για πάρτε τον και σύρτε τον και κάν’ τε τον σοργούνι [= διαπομπεύστε τον]».
Ελληνικά δημοτικά τραγούδια (Εκλογή), Τόμος Α΄, Ακαδημία Αθηνών 1962.
Αυτή η έλλειψη σθένους και η επονείδιστη εγκατάλειψη του πεδίου από τον Βάσο, που αντί να βοηθήσει, άφησε τους άλλους να διασπαθιστούν, αν και δεν καταγράφεται ως ρητή κατηγόρια στις μαρτυρίες, απηχεί προφανώς την άποψη του κύκλου των ξένων αξιωματικών γύρω από τον Cochrane και ίσως των άλλων Φιλελλήνων, που έχασαν αρκετούς συντρόφους. Η ίδια θεώρηση είναι εμφανής στο ποίημα του Bradfield με την αντιπαραβολή της γενναίας στάσης του Σουλιώτη με την ντροπιαστική εκείνη του Βάσου. Σε πιο συνοπτική μορφή υπάρχει φυσικά και σε στίχους στην The Athenaid και καθαρά στις Σημειώσεις (IV, xix). Παράλληλα, στο ποίημα υπάρχει και η κυρίαρχη γνώμη περί της αυτοκτονίας του περήφανου Δράκου, προκειμένου να μην συλληφθεί και διαπομπευθεί από τους Τούρκους (αν και όχι την ώρα της μάχης, όπως λανθασμένα υποσημειώνεται). Οι αντίθετες παρεμπιπτόντως μαρτυρίες, όπως του Ιωάννου Σταυριανού, ή Χριστόφορου Περραιβού είναι μάλλον θολές, αν συνεξεταστούν με το πόσο δύσκολα ηθικά προσεγγίζεται η αυτοχειρία σε μια θρησκευόμενη και προκατειλημμένη, όπως η προεπαναστατική, κοινωνία· παρόμοια, στο δημοτικό τραγούδι το τέλος μένει ανοικτό μετά το γεγονός, που όλοι συμφωνούν: το «σοργούνι».
Ωστόσο με το ποίημα αυτό ο σχεδόν ξεχασμένος Σουλιώτης οπλαρχηγός ανήκει σίγουρα πια στην ομάδα των λίγων προσώπων του ’21 που τιμήθηκαν τόσο από την ελληνική ανώνυμη λαϊκή όσο και από την ξένη, έντεχνη και προσωπική ποίηση.
Ο Bradfield στη συνέχεια αναλαμβάνει διάφορες υπηρεσίες στις αποικιακές διοικήσεις της Καραϊβικής και δεν φαίνεται να δημοσιεύει, αν πιθανόν δεν λανθάνουν, άλλα ποιητικά έργα. [Ενα μόνο με τίτλο: «Lost love» στο γνωστό τότε γυναικείο περιοδικό La belle ensemblée: or Court and fashionable magazine, no. LXXIII, Τόμ. XIII, Ιανουάριος 1831, Λονδίνο, σσ. 25-26 και δύο ολιγόστιχα, μελοποιημένα και τυπωμένα σε ξεχωριστά μουσικά φυλλάδια: «Beauty’s bower», συνθέτης Isaac Nathan, 1839 (National Library of Australia) και «The flowers may fade away», σε σύνθεση D. Lee [1845] (University of Glasgow)].
Το 1841 περνάει από το νησί Μπαρμπέιντος [«εκ της νήσου Βαρβάδας»], όπου στην περιοχή του Αγίου Ιωάννη στην ανατολική ακτή του δείχνουν τον τάφο ενός Ferdinado Paleologus, που έζησε εκεί στα μέσα του 17ου αιώνα και τον αποκαλούσαν «The Greek Prince from Cornwall» γιατί είχε έρθει από την Κορνουάλη. Έτσι με ένα ελληνικό πάλι θέμα δημοσιεύει το άρθρο: «Memorials of Ferdinando Paleologus, of Barbadoes; the last of the Greeks», στην επιθεώρηση The Gentleman’s magazine, [Ιανουάριος 1843, τόμ. XIX Λονδίνο, σσ. 17-21].
Εκτός από πραγματικά στοιχεία που βρίσκονται σε κοινοτικά έγγραφα πληροφορήθηκε τότε ότι κατά τη διάρκεια της επανάστασης η ελληνική κυβέρνηση προσκάλεσε τυχόν μέλος αυτής της οικογένειας να προσέλθει να διεκδικήσει τα δικαιώματά του και ο Bradfield καταλήγει ότι ακόμη και από τη θηλυκή πλευρά αν βρεθεί απόγονος του λαμπρού αυτοκράτορα Παλαιολόγου, είναι πιθανόν οι Έλληνες να του αποδώσουν με ενθουσιασμό τα νόμιμα δικαιώματά του, ειδικά τούτη την ώρα της σκληρής αναρχίας, που υποφέρουν με ξένο δυνάστη (τα γεγονότα της 3ης
Σεπτεμβρίου 1843, που υποχρέωσαν τον Όθωνα να δώσει Σύνταγμα, δημοσιεύονται στο τεύχος Νοεμβρίου). Το άρθρο με τα όσα πραγματικά ή φημολογούμενα θα αποτελέσει αρχή για μια σειρά άλλα παρόμοια, ως πανομοιότυπα: Sir Robert H. Schomburgk (The History of Barbados, Λονδίνο 1848), Γ. Δάνος Πέκος (Πανδώρα, 15 Νοεμβρίου 1859, τόμ.Ι΄, τχ. 232 και απάντηση: Δ. Βικέλα Πανδώρα 1 Απριλίου 1860, τόμ. ΙΑ΄, τχ. 241), Patric Leight Fermor (The traveller’s Tree, Λονδίνο 1950), Γ.Θ. Ζώρας (Παρνασσός τόμ. ΙΘ΄, τχ. 2, Απρ.- Ιούν. 1977). Λίγους μήνες αργότερα, στο Τρινιδάδ, θα καταπιαστεί με το αρχείο ενός Άγγλου στρατηγού που εξεστράτευσε στη Γουαδελούπη: «Memoir of Major – Gen[eral] Thomas Dundas, and the Expedition to Guadeloupe 1794 in » (The Gentleman’s magazine, [Aύγ.-Σεπτ.-Oκτ. 1843, τόμ. XX, σσ.155-160, 249-256, 372-379]).
Τον επόμενο χρόνο ο Bradfield τυπώνει το βιβλίο: A Russian’s Reply to the Marquis de Custine’s “Russia in 1839” [Λονδίνο 1844, σ. 168], με σχόλια στο πρόσφατο τετράτομο ταξιδιωτικό έργο του Γάλλου [Astolphe-Luis] Marquis de Custine, La Russie en 1839 [Παρίσι, 1843 και στα Αγγλικά με τίτλο The empire of the Czar, or Observations of he social, political, and religious state and prospects of Russia. Translated from the French, Λονδίνο1843 σε τρεις τόμους] όπου στοχεύει κατά τη γνώμη του λάθη, αδικίες και μονομερείς θεωρήσεις για τους ανθρώπους και τη Ρωσία του Νικολάου Α΄.
Εδώ βρίσκει την ευκαιρία να ανατυπώσει στις δύο τελευταίες σελίδες δέκα κριτικά αποσπάσματα εφημερίδων και περιοδικών για την συλλογή του Tales of the Cyclades and other Poems, που τώρα βρίσκεται σε δεύτερη έκδοση.
Πέντε χρόνια αργότερα και σχεδόν είκοσι από την πρώτη έκδοση, τον Ιούλιο του 1849, ο Bradfield αναδημοσιεύει σε μια οικονομική (και όχι μόνον) επιθεώρηση της ΝέαςΥόρκης, το Holden’s Dollar Magazine, [τόμ. IV, Nέα Yόρκη, Ιούλιος 1849, τχ. I(1), σ. 424)] το ποίημά του για τον Γιωργάκη Δράκο με διαφοροποιημένο ελαφρά τον τίτλο και την υπογραφή του: «“Souveniers of Greece; or, the Last words of Draco” by Capt. Henry Bradfield, author of “Tales of the Cylades”, &c». [«“Ενθυμήματα από την Ελλάδα, ή τα Τελευταία λόγια του Δράκου” από τον Λοχ[αγό] Henry Bradfield, συγγραφέα των “Ιστοριών από τις Κυκλάδες” κ.ά.»]. Η συμπλήρωση του τίτλου είναι χρήσιμη για την κατατόπιση των αναγνωστών (όπως και λίγες διευκρινίσεις στην αρχική σημείωση, που τώρα γίνεται σύντομη εισαγωγή) και είναι ακόμη ένα μικρό βιογραφικό στοιχείο ο νέος τίτλος «Capt[ain]» δίπλα στο όνομά του, όταν ως τώρα χρησιμοποιούσε απλώς το «Esq[uire]».
Δεν διακρίνονται σήμερα οι λόγοι ή η αιτία αυτής της μεμονωμένης και μάλλον άκαιρης ανατύπωσης, ωστόσο, ο Άγγλος φίλεργος ποιητής Henry Joseph Steel Bradfield τρία χρόνια και τρεις μήνες μετά, τον Οκτώβριο του 1852 βρίσκεται νεκρός σε ένα ξενοδοχείο του Λονδίνου. Οι εφημερίδες της εποχής γράφουν για αυτοκτονία.