« Η Ραψωδία ράπτει μεταξύ τους έξι ενότητες έργων που αναφέρονται στον χρόνο: τη στιγμή, την αιωνιότητα, την διάρκεια, τον καιρό, την εποχή, την αλλαγή, την αύξηση και την μεταμόρφωση, την ταυτοχρονία, το ρυθμό, τη διάβαση, το διάστημα, τη φθορά και τον θάνατο, το παρόν, την μνήμη, το άπειρο και το πεπερασμένο. Μέσα από αυτές τις θεματικές η Ραψωδία διαπραγματεύεται ως ποικιλία μορφών επίσης το ζήτημα της θέσης του υποκειμένου της γραφής και της σχέσης του με τη φωνή, το τραγούδι, την ανάγνωση.»
Φοίβη Γιαννίση, Ραψωδία, εκδ. Gutenberg
Όλα αυτά τα περιέχει η ποίησή της Χριστοδούλου. Κατ’ εμέ η μουσικότητα και το νόημα των στίχων της γράφουν μια παγκόσμια ραψωδία:
Τα ποιήματα της Χριστοδούλου. Είναι διαμάντια πολύτιμα. Χαράζουν τις πιο ανελέητες ψυχές.
Συνήθως μέσα από τα προσωπικά βιώματα, απευθυνόμαστε δραματικά στον Κόσμο. Άριστο το αποτέλεσμα. Ανθρώπινο
Εκείνη μέσα από τα δεινά του Κόσμου απευθύνεται στα αγριόχορτα του τάφου της συνείδησης μας! Κάτι που μοσχοβολάει πρόοδο, είσοδο στο νέο, κάτι που αφήνει χώρο στην Τεχνητή Νοημοσύνη να ονειρεύεται. Κάτι ίσως σωτήριο οδύρεται στην άκρη του γκρεμού!
Όσο και να δονούνται οι τάφοι, όσο και να τραντάζονται οι νεκροί από τα ποιήματα της σήψης, εμείς οι κουφοί του Κόσμου ξεκαρδιζόμαστε στα γέλια με το αίμα να τρέχει απ’ τα σκισμένα χείλη μας. Ίσως ενδόμυχα γνωρίζουμε πως όλοι εκείνοι από ψηλά, αδέκαστα μας φροντίζουνε. Η πιο σοβαρή τους επιείκεια να είμαστε όμορφοι εμείς οι άνθρωποι-παπαγάλοι; Τι φτέρωμα, τι χρώματα θαλασσινά, τι ηλιοτρόπια!. Και τι φωνή! Σαν όνειρο που κρώζει στο προσκεφάλι ετοιμοθάνατου θέλοντας να τον αναστήσει δια του θανάτου.
Το σημαντικό στα ποιήματα της Χριστοδούλου, δεν είναι τόσο τα νοήματα που κυριεύουν τον Κόσμο και τον άνθρωπο, το οικουμενικό που μας απλώνει το χάρτη του μπρος στα μάτια μας, όσο ο τρόπος που τα διαχειρίζεται. Έντονη ποιητικότητα, θαυμάσιες εικόνες πίσω από λέξεις που δονούνται ερωτικά στο πρόσωπο του λόγου. Οι άξαφνες ακροβασίες της έκφρασης που αναποδογυρίζουν τις σκέψεις και τον χαρακτήρα των νοημάτων, σε ανασηκώνουν ανάλαφρα από το βάρος των εννοιών τους.
Είναι αυτή η ζάλη που φέρνει ο απρόσμενος στίχος, το εύφλεκτο που κουβαλά ανατινάζοντας τον ορίζοντα της σκέψης σου πέρα από τα όριά της. Είναι το κύμα της μουσικής των λέξεων που σε σπρώχνει μια στο βυθό, μια στα ουράνια.
Νομίζω πως ο τίτλος είναι συνεπής προς την σεμνότητα και την λεπτή ειρωνεία που διακρίνει την Χριστοδούλου. Ξέρει πως αυτά που ομολογεί δεν είναι τραγουδάκια, είναι ο μέγας τρόμος που μας κατέχει, και τον σκεπάζουμε δήθεν ανέμελα σφυρίζοντας. Στην ουσία μειώνουμε το δράμα, τα ξεφωνητά και το παραλήρημα του φόβου. Και μια υπερηφάνεια να μην υποκύψουμε στην ήττα, να μην κάνουμε το σάλτο μορτάλε, αλλά να ημερέψουμε όσο μπορούμε, όσο μας επιτρέπει το χάος, σ’ αυτό τον Κόσμο που εμείς οι βάναυσα Αθώοι κατακρεουργούμε.
Και τελικά η κομψότητα της ποιητικής δημιουργίας, ο λαμπυρίζων μουσικός δρόμος, επιτρέπει όχι μόνο να τον αντέχουμε αλλά τον οδηγεί σε μια άνθιση μέσα από τα νεκρά όνειρα και τις ποδοπατημένες ελπίδες.
Ένας: ― Βγαίνοντας από τον τάφο μιας ημέρας
(τι διείσδυση και απόδοση της καθημερινότητας και του κενού της)
ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΕΝΟΣ ΒΙΒΛΙΟΥ
Πεινούσε ο λύκος κι όμως με συγχώρησε,
Άφησε ανέγγιχτο το χέρι μου το ένα.
Έτσι ξεκίνησε ο χειμώνας και προχώρησε
Κι άφησα πίσω μου τα τραύματα γραμμένα.
Κι αν η γραφή στο νόημα δεν φτάνει
Είναι που χύνω κάθε τόσο το μελάνι.
Κι όλο πετάω μουτζούρες μες στα δάση,
Κίτρινα φύλλα θα τις έχουνε σκεπάσει.
Με τα δυο δάχτυλα στα μάτια του χωμένα
Γυρίζει ο κόσμος γύρω απ’ την ουρά του.
Τα πατρικά τα σπίτια γίναν ξένα,
Τρίζουν οι πόρτες σα χαμόγελο θανάτου.
Σπουδές, πτυχία, παρτιτούρες του ωδείου,
Όλα γραμμένα με το βάμμα του ιωδίου
Κι ο σκοτωμένος το θεό του βλέπει
Χωμένος μέσα στου φονιά την τσέπη.
Μένω λοιπόν με την ορφάνια πενταγράμμου
Όπου δεν γράφτηκε η σωτήρια η νότα.
Μόνον ο βήχας απ’ τ’ αλλόκοτα όνειρά μου
Κάθε που μ’ έπνιγε στο ξύπνημά μου πρώτα
Κι εγώ, μετά από ‘κείνο, άντε πάλι,
Να το ξανασηκώσω το κεφάλι
Ν’ αφήσω πίσω του κενού μου τα πειστήρια
Κάνοντας μια μουτζούρα εξιλαστήρια.
Ο σαρκασμός, η ασημαντότητα της ύπαρξης ακόμα και της ίδια της ποίησης, αλλά κυρίως η περήφανη μετριοφροσύνη της ποιήτριας την οδηγεί στην ομολογία του ανέφικτου, που μουντζουρώνει κι αυτήν την ίδια την δημιουργία. Φυσικά δεν θέλει να μας πείσει, ούτε έχει τέτοιο σκοπό, απλώς φωτογραφίζει τον ίσκιο του Θεού και του ανθρώπου. Όσο μπορεί διακριτικά να κλείσει το στόμα της κραυγής της. Το τραγικό, το οδυνηρό, το αποτρόπαιο, ακούγεται σαν μουσική, που ξαφνικά υψώνεται από τον ήχο των κρουστών σαν δάχτυλο ματωμένο και μας δείχνει.
Σπουδές, πτυχία, παρτιτούρες του ωδείου,
Όλα γραμμένα με το βάμμα του ιωδίου
Κι ο σκοτωμένος το θεό του βλέπει
Χωμένος μέσα στου φονιά την τσέπη.
Τα τραγούδια της δεν τα σφυρίζει τα γκρεμίζει από τον βρόχο του λαιμού.
Γενικά εμείς οι άνθρωποι σιγοσφυρίζουμε για ν’ αποφύγουμε τον εφιάλτη του μέλλοντός μας.
Η ποίησή της προχωράει με προσεχτικά και υπερυψωμένα βήματα ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο, σε μια υπέροχη σύγκρουση της ήττας με την υπερηφάνεια. Στο έλεος του μάταιου σκοπού και της επώδυνης ομορφιάς του. Πάνω απ’ τους τάφους κρούει τα αγγελικά φτερά των δαιμόνων μας.
Ποιήματα που σε ταράζουν και σε ηρεμούν ταυτόχρονα.
Ένας τόπος κρυμμένος στην κόλαση και τον παράδεισο όπου ο άνθρωπος, το αιώνιο θύμα και θύτης, βλέπει το ίχνος από την απατηλή αρμονία των άστρων, ως την μελαγχολική κωμωδία της ύπαρξης μας.
Τρίζουν οι πόρτες σα χαμόγελο θανάτου.
Κι έσκασε σα κρανίο από γυαλί
Το πρώτο φως της μέρας
(βόσκει ο ουρανός στην καρδιά μου)
Όλοι παίζουμε χαρτιά με τους λύκους.
Έχουμε όλοι αίμα στα χέρια μας.
Τέλειωσε η μέρα μου. Θα πάω για ύπνο.
Όπως σκυλί που το σπαράξανε σκυλιά
Και μετά κάποιος το πετάει στο ποτάμι,
Θα ονειρευτώ το κόκαλο του βίου
Που το τραβολογούν και τόσοι άλλοι
Μιλάω μέσα από φυσαλίδα ατμού
Δεν μ’ άκουσε ποτέ κανένας.
Ούτε έκρινα πως άξιζε ν’ ακούσει άλλος
Το μουγκρητό της γης στα κύτταρά μου.
Η ευγένεια του λόγου της, κατασταλάζει στην πικρή ελευθερία της ματιάς της! Στο ερωτικό πλάνο της εφήμερης ζωής.
Ποτέ δεν έριξα βλέμμα απόγνωσης στο ρημαγμένο χωριό, στα ελάχιστα ερειπωμένα σπίτια, που ούτε ο λύκος δεν καταδεχόταν πια, Και σ’ αυτόν τον μισοτελειωμένο παράδεισο πήρα μια καρέκλα και κάθισα στο κατώφλι, κάτω απ’ το γεμάτο φεγγάρι. Ξέροντας ότι κανείς δεν μ’ αγαπά αρκετά για να έλθει στα μέρη μου, άρχισα να τραγουδάω δυνατά, φάλτσα κι ελεύθερα μια ραψωδία για το τίποτε που κρατάει ακόμη.
Τελικά ο φαινομενικά ήσυχος αλλά στην ουσία ανήσυχος ποιητικός της βηματισμός, καθηλωτικός, αέρινος, αφυπνιστικός, υπόγεια ρεαλιστικός, παραμένει προσηλωμένος πέρα από τα γεγονότα στην κυτταρική ύλη του μηδενός.
Του μηδενός που γεννάει ερωτικά το πλήθος των μορφών που γεμίζουν ασφυκτικά και εφήμερα το σύμπαν των μεταμορφώσεών του. Εμάς. Τους άχρονους επιβάτες του μηδενός.