Ο Φάις σε θέλει, με το που θα πιάσεις το βιβλίο του στα χέρια σου, να την πατήσεις και να κολλήσεις στην αρχική φράση «Κάποιες στιγμές νιώθεις ότι πεθαίνεις στη θέση ενός άλλου» και στην κατακλείδα «Αμήν» κάθε φορά, έτσι που εμφανίζονται στερεότυπα σε καθένα από τα 87 κείμενα στο βιβλίο του, τις «ιστορίες» όπως ονομάζονται από τον συγγραφέα.
Λες και μας ζητάει, μας εκλιπαρεί να τη λάβουμε αυτή τη δομή, αυτό το σχήμα, σοβαρά υπόψη μας για να μην παρασυρθούμε από τη μια μετά την άλλη εικόνα, καθώς αναμετριόμαστε με μικρότερα και μεγαλύτερα κείμενα. Θέλοντας να μας επιβάλει ένα ρυθμό, τον ρυθμό ενός θρήνου. Έτσι μοιάζει να μας σπρώχνει στο να ξεχάσουμε όχι μόνο την αλληλουχία τους, αλλά το περιεχόμενό τους, το τι δείχνεται και τι κρύβεται, το κυνήγι των υπονοουμένων. Δείχνοντας ότι εδώ κανείς τα βρίσκει όλα και τίποτα: όσα ονομάζει ο ίδιος, κάτι ανάμεσα σε «ημερολόγιο, αφορισμό και όνειρο». Κι ας τα λέει «προσευχές στο κενό». Στο κενό ΤΟΥ. Παριστάμενος ενώπιόν μας και δηλώνοντας στεγνά: «Ιδού εγώ».
Για όσους είναι ψυλλιασμένοι, κι όχι αδρανείς αναγνώστες, έρμαια, για εκείνους που έχουν άλλοτε δεινοπαθήσει ψάχνοντας στους μαιάνδρους της φαντασίας του Φάις, αυτά έτσι κι αλλιώς είναι προπετάσματα καπνού: όσο πας να τα περιγράψεις, να πεις τι είναι το καθένα, να ψάξεις για τα δήθεν πιο αντιπροσωπευτικά, για το δήθεν νόημα που κρύβει η διαδοχή τους, εκείνος σε κοροϊδεύει χωρίς να κρύβεται και μετά, σου ξεφουρνίζει ανελέητα άλλο ένα κι άλλο ένα. Οι 87 ιστορίες δεν είναι 87, είναι άπειρες καθώς ούτε αρχίζουν κάπου ούτε οδηγούν κάπου. Είναι σαν φακός μάκρο φωτογραφικής μηχανής, που εστιάζει οπουδήποτε θες καταργώντας τις πραγματικές αποστάσεις, φέρνοντας τα πίσω μπρος. Ό,τι νομίζεις εξομολόγηση είναι κατάφωρο ψέμα κι ό,τι διαβάζεται φτιαχτό είναι σπαρακτική αλήθεια.
Εκείνο που υποτίθεται υπάρχει, το ψαχνό, «ανάμεσα στο αμήν και το αμήν» όπως λέει ο ίδιος, έχει εξαερωθεί, είναι χωρίς σημασία, καθώς εκείνο που μετράει είναι ό,τι νομίζεις πως είναι σκέτο σχήμα λόγου – αμήν, αμήν, αμήν, επαναλαμβανόμενο, ένα τυφλό σύνθημα. Κι αφού περάσεις 145 σελίδες με όλα αυτά τα μουρμουρητά, φτάνεις στο υποτιθέμενο τέλος, κι εκεί σου προσφέρει ένα ακόμα άχρηστο κλειδί, τέσσερις ομόηχες λέξεις του «Αμήν», που ξαφνικά σε ρίχνουν στα βράχια μιας ακατάληπτης προσευχής: «αξιόπιστος, εγκρίνω, πίστη, πιστεύω». Εδώ στέκεσαι κοιτάζοντας την ταμπέλα ΑΔΙΕΞΟΔΟ.
Εκτός από μια ελάχιστη σχισμή. Την «κατά Μάρκον» διήγηση, βασισμένη στη μαγική παρουσία ενός νέου χαρακτήρα στον θίασο του Φάις, σαν μια μικροσκοπική οπτασία από το πουθενά. Ο Μάρκος φθέγγεται, θυμίζοντας άλλες εξίσου θαυματουργές παρουσίες, πλημμυρισμένες στο φως.
Ύστερα υπάρχει η λέξη «ξόρκι» χαμένη μέσα στο βιβλίο, νομίζω για μια μόλις φορά. Αρκετή όμως για να μετρήσει σαν το σημάδι εκείνου που ψάχνουμε. Που είναι ο ρυθμός, η χρονική επανάληψη, που από μόνη της αρκεί ως νόημα. Και τίποτε άλλο.
Η Παλαιά Διαθήκη διασώζει άπειρους διαλόγους με τον θεό, που εξίσου στηρίζονται στην άγια αυτή επανάληψη. Ο άγριος και τιμωρός εκείνος, ο αυθεντικός θεός, δεν χάνει ευκαιρία να υπενθυμίσει στους πιστούς του ότι είναι ο ένας και μοναδικός, που τους προστατεύει και τους καθοδηγεί. «Ἐγώ εἰμί ὁ ἀναβιβάσας ὑμᾶς ἐξ Αἰγύπτου καὶ ἐξήγαγον ὑμᾶς ἐξ οὄκου δουλείας καὶ ἐξειλάμην ὑμᾶς ἐκ χειρὸς Αἰγύπτου καὶ ἐκ χειρὸς πάντων τῶν θλιβόντων ὑμᾶς …» [Κριταί, 6 8-10] Οι επαναληπτικές αυτές δηλώσεις του, που κάποτε παίρνουν μορφή ρητορικής ερώτησης (Λέει συχνά: «Δεν είμαι εγώ που σας έβγαλα από την Αίγυπτο;») , είναι ένα μοτίβο. Όπως εξαγγέλλεται ο κάθε ηθοποιός που βγαίνει στη σκηνή με ένα χαρακτηριστικό τραγούδι, θυμηθείτε τον Καραγκιόζη. Αυτές όμως οι φράσεις είναι μαγικές, γιατί θέλουν να είναι αποτρεπτικές: ν’ αποφύγουν πειρασμούς και κινδύνους. Ο θεός συμπάσχει με τον λαό του, κι οι φοβέρες του κρύβουν την άφατη αγωνία του.
Έρχονται στιγμές όπου ο Φάις κάνει τον γελωτοποιό, λες κι είναι μια φάρσα. Κάνει γκριμάτσες, δεν γελάει όμως. Έχει παρασυρθεί από αυτό τον ρυθμό, επιτελεί ένα εκστατικό χορό που δεν διακόπτεται ποτέ. Κάτι σαν τον παλμό στις φλέβες που διώχνει το αίμα ξανά και ξανά. Δεν είναι μόνος του, χορεύει ανάμεσα στους άλλους πιστούς, μέρος μιας κοινότητας που κινούνται μηχανικά σε σχηματισμούς προδιαγραμμένους, μουρμουρώντας, βγάζοντας κάποιους ήχους, ίσως ψέλνοντας, και καταλήγοντας με την επωδό «Αμήν» και ξανά «Αμήν», «Αμήν». Ο ρυθμός είναι ανελέητος, τα σχήματα μεταλλάσσονται σταδιακά, υπάρχει μια αρμονική ένταση και μια διαδοχή χαλαρωτικών ενδιάμεσων σημείων.
Ας θυμηθούμε τα συνεχή μικρά βήματα πάνω στα κάρβουνα των δικών μας Αναστενάρηδων με τις εικόνες των αγίων στα χέρια και το θολό βλέμμα. Όπως κι εκείνους τους άπειρους άλλους χορευτές στον κόσμο, με τα ίδια γυμνά πέλματα, την ίδια υπνωτική μουσική. Ή τους στροβιλισμούς άλλων – των Περσικών Σούφι. Πάντα με την ίδια μέθοδο, το φτάσιμο στην έκσταση με εργαλείο την επανάληψη. Σε πιο εξευγενισμένη μορφή, μουσικά έργα όπως το “Shaker Loops” του Charles Ives ή του John Adams. Εκεί που συναντιέται το άφατο με το αιώνιο. Ή εκείνο που ο Φάις ονομάζει «κόβουν και ράβουν» στην πλάτη του βιβλίου του. Πάλι καγχάζοντας, για να παίρνει θάρρος.