Είναι που όλα ήρθαν αργά

Είναι που όλα ήρθαν αργά

Paul Lynch, «Το τραγούδι του προφήτη», Gutenberg

«Γιατί στο βιβλίο είναι ήδη πολύ αργά». Διαβάζω και ξαναδιαβάζω την φράση αυτή του Paul Lynch στην συνέντευξη που έδωσε στην Lifo και στην Βένα Γεωργακοπούλου και σκέφτομαι πάλι και πάλι το πιο σκληρό κι αληθινό τραγούδι που γράφτηκε ποτέ – «Το τραγούδι του προφήτη» (εκδ. Gutenberg). Φαντάζομαι τον Lynch να κάνει παρέα με τα Διάφανα Κρίνα, να τραγουδούν μαζί το άρτια ενορχηστρωμένο άσμα του. Σκέφτομαι τον παλμό του, τις κορυφώσεις του, τις εναγώνιες παύσεις του που σταματούν την αναπνοή· μα το πρώτο πράγμα που μου έρχεται μεγάλο και ανυπέρβλητο στο μυαλό, είναι η νύχτα. Η νύχτα που «ήρθε και κανείς δεν την άκουσε», μαζί με το κενό και το χάος.

Κι η ξαφνική λύπη καθώς ανεβαίνει τη σκάλα, βλέποντας πως ο χρόνος δεν είναι οριζόντιο επίπεδο, όχι, είναι κάθετη κατρακύλα, πτώση κατακόρυφη στην άβυσσο κι ο χρόνος αυτός γίνεται αόρατος μέσα στο βιβλίο, παίρνει την πραγματική του υπόσταση, την άυλη, την ασώματη, την αδιευκρίνιστη και προχωρά ακίνητος προς το τέλος του κόσμου. Όμως, ο προφήτης δεν τραγουδάει το τέλος του κόσμου, τραγουδάει ό,τι συνέβη και ό,τι θα συμβεί και τι συμβαίνει σε κάποιους αλλά όχι σε κάποιους άλλους, ο κόσμος συνεχώς τελειώνει και ξανατελειώνει σ' έναν τόπο κι όχι σ' έναν άλλον, το τέλος του κόσμου είναι πάντα τοπικό γεγονός, έρχεται στη χώρα σου, επισκέπτεται την πόλη σου, χτυπάει την πόρτα σου, για τους άλλους είναι μια μακρινή προειδοποίηση, μια σύντομη είδηση, μια ηχώ γεγονότων που επιβιώνουν στην λαϊκή παράδοση. Κι ακόμα κι αν ο ίδιος ο Lynch δεν εμπιστεύεται το τραγούδι του προφήτη ―όπως μας είπε στο πατάρι του Gutenberg, το Σάββατο, 2 Μαρτίου―, οφείλουμε να το ακούσουμε μέχρι να μας πονέσει τ' αυτιά, μέχρι να ανοίξει την πύλη της κόλασης που σιγοβράζει δίπλα μας και προσπαθούμε με οποιοδήποτε κόστος να την αποφύγουμε.

Έχουμε μπει σ' ένα τούνελ και δεν υπάρχει τρόπος να γυρίσουμε πίσω, λέει, πρέπει να προχωρήσουμε, να προχωρήσουμε μέχρι που να φτάσουμε στο φως στην άλλη μεριά. Και οι ήρωες του βιβλίου, η Άιλις μαζί με τον Μπεν, την Μόλι, τον Μαρκ και τον Μπέιλι, τα τέσσερα παιδιά της, μπαίνουν στο σκοτεινό αυτό τούνελ χωρίς να το καταλάβουν. Έρχεται αυτό το τούνελ από πάνω τους και τους σκεπάζει χωρίς να κάνει θόρυβο, ούτε καν έναν ανεπαίσθητο τριγμό. Ακόμα κι όταν ο άντρας της ο Λάρι συλλαμβάνεται κι εξαφανίζεται, η Άιλις δεν ακούει τα βουτηγμένα στο αίμα βήματα που πλησιάζουν, δεν αντιλαμβάνεται το σκοτάδι που σιγά σιγά πυκνώνει γύρω της και μέσα της και κυκλώνει ό,τι και όσους αγαπά, δίχως οίκτο. Η Άιλις δεν θέλει να ακούσει, να αντιληφθεί, να αφουγκραστεί τίποτα απ' όλα αυτά. Δεν θέλει να δει το πραγματικό που είναι πάντα μπροστά σου, αλλά δεν το βλέπεις, ακόμα κι αν το κοιτάζει στα μάτια. Κι αυτό γιατί η οικογένεια και τα παιδιά της, χρειάζονται μια αγκαλιά να τους δώσει έστω και λίγη ελπίδα, ένα σημάδι μικρό πως ο κόσμος δεν θα είναι για πάντα έτσι, πως σε λίγο όλα θα έχουν τελειώσει – κι όλα θα γίνουν εν τέλει όπως ήταν πριν.

Σκέφτομαι πως ο χρόνος είναι ταυτόχρονα πρόσθεση και αφαίρεση, ο χρόνος προσθέτει τη μια μέρα στην άλλη και πάντα αφαιρεί απ' ό,τι μένει. Ως τέως κριτικός κινηματογράφου ο Lynch, μπαίνει στο πετσί πολλών μεγάλων παλαιών και σύγχρονων σκηνοθετών, με εικόνες και σταλαγματιές απ' όλο το φάσμα κι όλα τα είδη του παγκόσμιου σινεμά. Επηρεάζεται άμεσα από την μεγάλη οθόνη όπως λέει ο ίδιος στην συνέντευξή του στην Β. Γεωργακοπούλου: «είμαι πολύ επηρεασμένος από το σινεμά και επίσης η φαντασία μου είναι γεμάτη εικόνες. Βλέπω αυτά που γράφω». «Το τραγούδι του προφήτη» είναι μια ιστορία γεμάτη εικόνες από ραγισμένους και καπνισμένους δρόμους, από κατεστραμμένα αυτοκίνητα και λεωφορεία, από φυλάκια και πρόχειρα αναχώματα και οδομαχίες, από εκρήξεις και σκόνη, από ημίφως και σκοτάδι, από αδιάφορα δέντρα και άσπρες κορδέλες, από νοσοκομεία και χακί παντελόνια, από δάκρυα παγωμένα και κοντέινερ ψυχρά, από πείνα κι εξαθλίωση, από μωρά που κλαίνε κι εφήβους που χάνουν μέρα με την ημέρα την ζωή μέσα από τα μάτια τους.

Ήρθε η αυγή, αλλά όχι η μέρα, σε μια Ιρλανδία που βρέθηκε να μάχεται για ένα αόριστο δίκιο σε δυο αόριστα αντίπαλα στρατόπεδα, να σκοντάφτει πάνω σε εμπόδια που κανείς δεν ξέρει πως βρέθηκαν μπροστά του, να αγκομαχά στον αέναο κύκλο της δίνης που μοιάζει να μην έχει τέλος ούτε αρχή. Κανείς δεν μπορεί να φύγει, κανείς δεν ξέρει που να πάει, κανείς δεν γνωρίζει αν θα σωθεί ή αν θα πεθάνει, αν θα αντέξει ή όχι. Κανείς δεν γνωρίζει πια όσα ήξερε, κανείς δεν θυμάται καθώς η μνήμη λέει ψέματα, παίζει τα δικά της παιχνίδια, κρύβει μια εικόνα κάτω από μιαν άλλη, που μπορεί να είναι αλήθεια, μπορεί και όχι, με τον καιρό οι στρώσεις μπερδεύονται, ενώνονται, διαλύονται και γίνονται σαν καπνός – κι ο καπνός που βγαίνει από το στόμα της χάνεται, εξαφανίζεται μέσα στη μέρα.

Ο Lynch είναι, αν μη τι άλλο, ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς που ήρθαν στο προσκήνιο τα τελευταία χρόνια, κερδίζοντας το Βραβείο Booker 2023 μ' ένα βιβλίο σταθμό για την Ευρωπαϊκή λογοτεχνία, το οποίο απολαμβάνουμε στην γλώσσα μας στην αριστουργηματική μετάφραση του Άγγελου και της Μαρίας Αγγελίδου. Με βαθιά υπόκλιση, σεβασμό και χαιρετισμό στον σπουδαίο Cormac McCarthy και στον δικό του Δρόμο, ο Paul Lynch εφόρμησε για τα καλά στην καρδιά μας, φροντίζοντας να μεγαλουργήσει «παίζοντας στα άκρα», ενώ φέρνει επανειλημμένα στο φως την σκληρή κι αληθινή πραγματικότητα με την ικανότερη μαεστρία που μπορεί κανείς να το κάνει: με την δύναμη και την ομορφιά της ποίησης.

Ο τίτλος είναι από τραγούδι που έηραψαν τα «Διάφανα Κρίνα».

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: