στην Αμαλία
Ήμουνα στα ρηχά μια τεράστιας παραλίας
το ένα κύμα μετά το άλλο έσκαγαν στα πόδια μου
αυτά που υψώνονταν τρομακτικά μπροστά μου
μέχρι να με αγγίξουν είχανε ήδη κάνει τη τούμπα τους
μέσα στο αλμυρό νερό εκείνα που από μακριά
μου φαίνονταν μικρά και ακίνδυνα
έμεναν έτσι μέχρι το τέλος
μικρά και ακίνδυνα.
Δεν είχα τίποτα να φοβάμαι απ' ό,τι έβλεπα
κατά πάνω μου να έρχεται.
Πίσω από την πλάτη μου μια απέραντη ακτή εκτεινόταν, άδεια.
Σε ένιωσα να στέκεσαι δίπλα από το δεξί πλευρό μου
σιγά σιγά αθόρυβα πέρασες το αριστερό σου χέρι από πίσω μου
και χτύπησες με το δείκτη σου τον αριστερό μου ώμο.
Γύρισα ασυναίσθητα για να δω ποιος με ζητούσε
δεν είδα κανέναν.
Στο βάθος γερανοί υψώνονταν μες την ομίχλη
ακίνητοι
ποτέ δεν τους είχα δει εν κινήσει.
Κατάλαβα την παιδική σου φάρσα
γύρισα απότομα το κεφάλι μου προς τα δεξιά
για να σε πιάσω επ' αυτοφόρω
δεν είδα κανέναν.
Η θάλασσα ξέβραζε δεκάδες νεκρές μέδουσες
μπορούσα να πλησιάσω και να τις αγγίξω δίχως κανένα κίνδυνο.
Κοιτάζοντάς τες σενάρια πόνου
που δεν είχαν πλέον καμιά πιθανότητα να πραγματοποιηθούν
ξετυλίγονταν στο μυαλό μου.
Η ύπαρξη τους
όπως συμβαίνει σε κάθε τι πλέον νεκρό
ήταν απλά ένα σύμβολο
όσων κάποτε υπήρξαν.