Λάκσμι

Λάκσμι



Όταν έγι­να τριών ετών, ο πα­τέ­ρας μου, ο Τζι­ι­τμπάι, έμπο­ρος με­τα­ξιού στο Κό­χι, στην Κε­ρά­λα, μου χά­ρι­σε τη Λάκ­σμι. Ήταν μό­λις τεσ­σά­ρων μη­νών και ήδη ορ­φα­νή. Οι λα­θρο­θή­ρες πυ­ρο­βό­λη­σαν τη μη­τέ­ρα της, έβγα­λαν φω­το­γρα­φία πα­τώ­ντας πε­ρή­φα­να με το αρι­στε­ρό πό­δι πά­νω της, και με­τά της ξε­ρί­ζω­σαν τους χαυ­λιό­δο­ντες.

Εγώ, που μό­λις λί­γους μή­νες πριν εί­χα επι­τέ­λους αφή­σει το μπι­μπε­ρό, το ξα­νά­πια­σα για να τα­ΐ­ζω τη Λάκ­σμι. Ήταν τό­σο μι­κρή και φο­βι­σμέ­νη που της στρώ­σα­με γω­νιά στο δω­μά­τιο μου. «Το πιο φρέ­σκο άχυ­ρο θέ­λω, και το πιο φρέ­σκο γά­λα», μά­λω­να κά­θε μέ­ρα την Αρου­ντά­τι. Άλ­λα παι­διά εί­χαν για κα­τοι­κί­δια γά­τες, κα­να­ρί­νια, μπο­ρεί και κα­μιά κα­τσί­κα, εγώ με­γά­λω­σα με έναν ελέ­φα­ντα στο δω­μά­τιο.

Γύ­ρω στα δε­κά­ξι, κα­τά­λα­βα ότι η Λάκ­σμι θα ήταν και το μο­να­δι­κό θη­λυ­κό που θα αγα­πού­σα πο­τέ. Τί­πο­τα δεν μου έλε­γαν τα μα­κριά μαύ­ρα μαλ­λιά, τα σχέ­δια από χέ­να στους λε­πτε­πί­λε­πτους καρ­πούς των κο­ρι­τσιών, τα κρυ­φά βλέμ­μα­τα που μου έρι­χναν. Αντι­θέ­τως, όταν περ­νού­σε ο Ρού­μι από δί­πλα μου, ο βοη­θός του πα­τέ­ρα στο μα­γα­ζί, μ΄ έπια­νε λι­γο­θυ­μιά.

Η Λάκ­σμι με­γά­λω­σε, ζει πια στο πί­σω μέ­ρος του κή­που. Εξα­κο­λου­θώ να μα­λώ­νω τη γριά πια Αρου­ντά­τι για το άχυ­ρο της φω­λιάς της. Η Λακ­σμι εί­ναι 37, εγώ 40 πα­τη­μέ­να, αλ­λά μπο­ρεί να πει κα­νείς ότι ακό­μη ζω με τον ελέ­φα­ντα στο δω­μά­τιο. Έχω γυ­ναί­κα και παι­διά, αλ­λά κά­θε δεύ­τε­ρο βρά­δυ, όταν το αε­ρά­κι φέρ­νει τα βα­ριά αρώ­μα­τα της νύ­χτας, φο­ράω τα πιο χτυ­πη­τά σά­ρι της συ­ζύ­γου μου και οδεύω στα πιο κα­κό­φη­μα και σκο­τει­νά δρο­μά­κια του Κό­χι.

Όταν γυρ­νώ τα ξη­με­ρώ­μα­τα, εκεί­νη πά­ντα κά­νει ότι κοι­μά­ται.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: