Τη νύχτα μεταξύ 1ης και 2ας Αυγούστου 1948, ο διαχειριστής του πύργου Βίλελμ Σουλτς από το Ρούγκενβαλντ της Ανατολικής Πομερανίας, το σημερινό Γκίτερσλο στη Βεστφαλία, είδε ένα μάλλον άσχημο όνειρο, το οποίο δεν χρειάζεται να λάβουμε σοβαρά υπόψιν μας, δεδομένου ότι ο Σουλτς, που στο μεταξύ είχε πεθάνει, είχε αποδεδειγμένα πρόβλημα με το στομάχι του. Το στομάχι ευθύνεται για τα άσχημα όνειρα, είτε επειδή παραφάγαμε, είτε επειδή το αφήσαμε εντελώς άδειο.
Ένα τρένο που ταξιδεύει αργά. Οι φωνές στο βαγόνι.
ΥΠΕΡΓΗΡΟΣ: Ήταν η ώρα 4 τη νύχτα, που μας πήραν μέσα από τα κρεβάτια μας. Το ρολόι χτύπησε 4.
ΕΓΓΟΝΟΣ: Όλο τα ίδια και τα ίδια μας λες. Είναι βαρετό, παππού.
ΥΠΕΡΓΗΡΟΣ: Ναι, αλλά, ποιος ήταν αυτός που ήρθε και μας πήρε;
ΕΓΓΟΝΟΣ: Τέσσερις άνδρες με καλυμμένα πρόσωπα, δεν είπαμε; Κάθε μέρα τα ίδια και τα ίδια, να μας αναμασάς το παρελθόν. Ηρέμησε και κοιμήσου!
ΥΠΕΡΓΗΡΟΣ: Ναι, αλλά ποιοι ήταν αυτοί οι άνδρες; Από την αστυνομία; Φόραγαν μια στολή, που δεν την αναγνώριζα. Δεν ήταν ακριβώς στολή, αλλά φόραγαν και οι τέσσερις τα ίδια.
ΥΠΕΡΓΗΡΗ: Εγώ πάντως νομίζω πως ήταν η πυροσβεστική.
ΥΠΕΡΓΗΡΟΣ: Πάντα το ίδιο λες. Για ποιο λόγο τότε η πυροσβεστική να μας πάρει νυχτιάτικα από τα κρεβάτια μας και να μας κλειδώσει σε ένα φορτηγό βαγόνι;
ΥΠΕΡΓΗΡΗ: Δεν θα με παραξένευε περισσότερο, αν ήταν και η αστυνομία.
ΥΠΕΡΓΗΡΟΣ: Με τον καιρό συνηθίζει κανείς. Η ζωή που ζούσαμε μέχρι τότε καθημερινά, ήταν στην πραγματικότητα πολύ πιο παράξενη.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Ένας Θεός ξέρει, πόσο παράξενη ήταν τελικά.
ΥΠΕΡΓΗΡΟΣ: Και καταλήγουμε να θεωρούμε τη ζωή μέσα στο βαγόνι συνηθισμένη;
ΥΠΕΡΓΗΡΗ: Σώπα, δεν πρέπει να το λες αυτό.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Για πάψτε εκεί πέρα! Αυτή η ανόητη φλυαρία;
(Σιγανά) Έλα πιο κοντά, Γκούσταφ, να με ζεστάνεις.
ΕΓΓΟΝΟΣ: Ναι.
ΥΠΕΡΓΗΡΟΣ: Κάνει κρύο. Γριά, έλα πιο κοντά!
ΥΠΕΡΓΗΡΗ: Δεν μπορώ πια να σε καλοζεστάνω.
ΥΠΕΡΓΗΡΟΣ: Πόσος καιρός πέρασε, που αφήσαμε το σπίτι μας; Πόσο καιρό είμαστε και ταξιδεύουμε σε αυτό το βαγόνι;
ΥΠΕΡΓΗΡΗ: Χωρίς ρολόι, χωρίς ημερολόγιο…Εντωμεταξύ μεγάλωσαν τα παιδιά, μεγάλωσαν και τα εγγόνια, και όταν είναι λίγο φωτεινά έξω…
ΥΠΕΡΓΗΡΟΣ: Εννοείς όταν έξω είναι μέρα.
ΥΠΕΡΓΗΡΗ: Όταν έξω είναι πιο φωτεινά και μπορώ να δω το πρόσωπό σου, διαβάζω στις ρυτίδες σου, ότι είσαι πια γέρος κι εγώ γριά.
ΥΠΕΡΓΗΡΟΣ: Σίγουρα έχουν περάσει σαράντα χρόνια από τότε.
ΥΠΕΡΓΗΡΗ: Ναι, κάπου τόσο περίπου. Ακούμπα το κεφάλι σου στο μπράτσο μου. Μην είσαι στα σκληρά.
ΥΠΕΡΓΗΡΟΣ: Σ’ ευχαριστώ.
ΥΠΕΡΓΗΡΗ: Θυμάσαι, υπήρχε κάτι που το λέγαμε ουρανό και δέντρα.
ΥΠΕΡΓΗΡΟΣ: Πίσω από το σπίτι μας υπήρχε ένας δρόμος που έβγαζε μέχρι την άκρη του δάσους. Στο λιβάδι φύτρωναν τον Απρίλη οι πικραλίδες.
ΥΠΕΡΓΗΡΗ: Πικραλίδες, τι παράξενες λέξεις χρησιμοποιείς!
ΥΠΕΡΓΗΡΟΣ: Πικραλίδα, το κίτρινο λουλούδι δεν το θυμάσαι, που έντυνε τα λιβάδια στα κίτρινα, στα τοιχώματα του μίσχου του υπήρχε ένας γαλακτώδης λευκός χυμός. Κι όταν τέλειωνε η ανθοφορία, κάτι άσπρα τριχωτά μπαλάκια έμεναν πάνω στο μίσχο του, που όταν τα φυσούσες, τα φτερωτά σπόρια του πέταγαν μακριά.
ΥΠΕΡΓΗΡΗ: Σχεδόν τα είχα ξεχάσει, μα τώρα δα τα ξαναθυμήθηκα.
ΥΠΕΡΓΗΡΟΣ: Θυμάσαι και την κατσίκα, που είχαμε στο σταύλο;
ΥΠΕΡΓΗΡΗ: Τη θυμάμαι ακόμα. Την άρμεγα κάθε πρωί.
ΥΠΕΡΓΗΡΟΣ: Στο υπνοδωμάτιο ήταν η ντουλάπα, που είχα το καλό μου το σκούρο μπλε κοστούμι. Τί το θυμήθηκα τώρα; Λες και το σκούρο μπλε ήταν το πιο σημαντικό, το καλύτερο κουστούμι που είχα!
ΥΠΕΓΗΡΗ: Και ποιο ήταν το καλύτερο;
ΥΠΕΡΓΗΡΟΣ: Όλα καλά ήσαν, και η ακακία μπροστά στο σπίτι και τα βατόμουρα στο φράχτη.
ΥΠΕΡΓΗΡΗ: Το καλύτερο ήταν, που είμασταν ευτυχισμένοι.
ΥΠΕΡΓΗΡΟΣ: Αλλά τότε δεν το ξέραμε.
ΥΠΕΡΓΗΡΗ: Πώς το είπες το λουλούδι, το κίτρινο;
ΥΠΕΡΓΗΡΟΣ: Πικραλίδα.
ΥΠΕΡΓΗΡΗ: Πικραλίδα, α ναι, μπράβο.
Ένα παιδί αρχίζει να κλαίει.
ΥΠΕΡΓΗΡΗ: Τι έχει η μικρή;
ΓΥΝΑΙΚΑ: Τι έπαθες Φρίντα;
ΠΑΙΔΙ: Όλο γι’ αυτό το κίτρινο λουλούδι λέτε.
ΕΓΓΟΝΟΣ: Μιλούν όλη την ώρα για πράγματα που δεν υπάρχουν.
ΠΑΙΔΙ: Θέλω κι εγώ ένα κίτρινο λουλούδι.
ΕΓΓΟΝΟΣ: Ορίστε τί πάθαμε με αυτά που λες, παππού. Θέλει τώρα και το παιδί ένα κίτρινο λουλούδι. Και κανείς μας δεν ξέρει τι είναι αυτό.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Δεν υπάρχουν κίτρινα λουλούδια, παιδί μου.
ΠΑΙΔΙ: Αφού όλο γι’ αυτά μιλάνε.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Παραμύθια, παιδί μου.
ΠΑΙΔΙ: Παραμύθια;
ΓΥΝΑΙΚΑ: Τα παραμύθια δεν είναι αληθινά.
ΥΠΕΡΓΗΡΟΣ: Δεν έπρεπε να του το πεις αυτό του παιδιού. Αφού είναι αλήθεια.
ΕΓΓΟΝΟΣ: Ε, τότε δειξ’ το μας, το κίτρινο λουλούδι!
ΥΠΕΡΓΗΡΟΣ: Αφού δε γίνεται, το ξέρεις.
ΕΓΓΟΝΟΣ: Ε, τότε είναι ψέματα.
ΥΠΕΡΓΗΡΟΣ: Δηλαδή πρέπει γι’ αυτό το λόγο να’ ναι ψέματα;
ΕΓΓΟΝΟΣ: Όχι μόνο το παιδί, αλλά και μας θες να μας τρελάνεις με αυτά που λες. Τέλος με αυτά τα παραμύθια πια, δεν θέλουμε να ξέρουμε μέρα-νύχτα τι ονειρεύεσαι.
ΥΠΕΡΓΗΡΟΣ: Μα δεν είναι όνειρα. Αυτή ήταν η ζωή που ζούσαμε παλιά. Καλά δεν τα λέω, γριά;
ΥΠΕΡΓΗΡΗ: Πράγματι, έτσι ήταν.
ΕΓΓΟΝΟΣ: Σημασία δεν έχει εάν είναι αλήθεια ή όχι. Πιστεύεις δηλαδή ότι μας κάνεις χαρούμενους όταν μας διηγείσαι ότι παλιότερα ήταν πιο ωραία και ότι κάπου αλλού είναι καλύτερα, απ’ ότι σε μας τώρα; Ότι υπάρχουν, λέει, κίτρινα λουλούδια και κάτι πλάσματα που τα λένε ζώα, και ότι κοιμόσουν πάνω σε κάτι που το αποκαλείς κρεβάτι, και ότι έπινες κάτι που το λένε κρασί; Όλο λόγια, λόγια, κι εμείς τώρα τι να τα κάνουμε;
ΥΠΕΡΓΗΡΟΣ: Μα πρέπει να το γνωρίζεις, δεν μπορεί κανείς να μεγαλώνει δίχως ιδέα για το πως είναι ο πραγματικός κόσμος.
ΕΓΓΟΝΟΣ: Άλλος κόσμος πέρα από αυτόν εδώ δεν υπάρχει.
ΥΠΕΡΓΗΡΟΣ: Πέρα από αυτό εδώ το κλουβί που ζούμε; Πέρα από αυτό το βαγόνι που κινείται διαρκώς;
ΕΓΓΟΝΟΣ: Μια ανεπαίσθητη εναλλαγή ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι, τίποτα άλλο.
ΥΠΕΡΓΗΡΟΣ: Κι από που νομίζεις προέρχεται αυτό το αμυδρό φως;
ΕΓΓΟΝΟΣ: Από το άνοιγμα, που μας σπρώχνουν το ψωμί.
ΥΠΕΡΓΗΡΟΣ: Αυτό το μουχλιασμένο ψωμί.
ΕΓΓΟΝΟΣ: Το ψωμί είναι ούτως ή άλλως μουχλιασμένο.
ΥΠΕΡΓΗΡΟΣ: Ναι, επειδή δεν γνωρίζεις άλλο πέρα από αυτό.
ΥΠΕΡΓΗΡΗ: Γι’ άκουσέ με, εγγονέ μου. Ποιος μας σπρώχνει το ψωμί εδώ μέσα;
ΕΓΓΟΝΟΣ: Και πού να ξέρω.
ΥΠΕΡΓΗΡΗ: Υπάρχει λοιπόν και κάτι έξω από αυτό εδώ το δωμάτιο που βρισκόμαστε.
ΕΓΓΟΝΟΣ: Οπωσδήποτε, αλλά δεν θα ‘ναι καλύτερο από αυτό εδώ.
ΥΠΕΡΓΗΡΟΣ: Είναι καλύτερο.
ΕΓΓΟΝΟΣ: Αυτό δε το ξέρουμε και καλύτερα να μας λείπουν οι φαντασιοπληξίες. Αυτός είναι ο κόσμος μας, εδώ που ζούμε. Αποτελείται από τέσσερις τοίχους και σκοτάδι και κινείται προς μια κατεύθυνση. Είμαι σίγουρος, ότι και το έξω δεν είναι παρά ίδια σκοτεινά δωμάτια που κινούνται μέσα στη νύχτα.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Δίκιο έχει.
ΦΩΝΕΣ: Ναι, δίκιο έχει.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Δεν πιστεύουμε ότι υπάρχει ο κόσμος για τον οποίο μιλάτε. Στον ύπνο σας τα είδατε.
ΥΠΕΡΓΗΡΟΣ: Ήταν μονάχα όνειρο, γριά;
ΥΠΕΡΓΗΡΗ: Δεν ξέρω.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Κοιτάξτε γύρω σας. Δεν υπάρχει ίχνος από τον κόσμο σας.
ΥΠΕΡΓΗΡΟΣ: Μπας και έχουν δίκιο; Χριστέ μου, έχει περάσει και τόσος καιρός. Ίσως τελικά και να τα ονειρεύτηκα όλα αυτά, το μπλε κοστούμι, την κατσίκα, την πικραλίδα…
ΥΠΕΡΓΗΡΗ: …και ‘γω να τα γνωρίζω απλά επειδή μου τα πες.
ΥΠΕΡΓΗΡΟΣ: Ναι, αλλά πώς βρεθήκαμε μέσα σε αυτό το βαγόνι; Τέσσερις τη νύχτα δεν ήταν, που μας πήραν από τα κρεβάτια μας; Ναι, το ρολόι χτύπησε τέσσερις.
ΕΓΓΟΝΟΣ: Τώρα αρχίζεις τα ίδια πάλι από την αρχή, παππού.
Το παιδί αρχίζει ξανά να κλαίει.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Τι είναι παιδί μου;
ΠΑΙΔΙ: Να, κοίτα εκεί, στο πάτωμα!
ΕΓΓΟΝΟΣ: Ένα γυαλιστερό ραβδί που λάμπει. Όμως δεν μπορείς να το αγγίξεις. Δεν πιάνεται.
ΥΠΕΡΓΗΡΟΣ: Μια δέσμη φωτός. Πρέπει να άνοιξε μια ρωγμή στον τοίχο και μπαίνει μια ηλιαχτίδα.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Μια ηλιαχτίδα, τι είναι αυτό;
ΥΠΕΡΓΗΡΟΣ: Τώρα με πιστεύεις που σου λέω, ότι έξω είναι αλλιώς;
ΥΠΕΡΓΗΡΗ: Αν υπάρχει τρύπα στον τοίχο, τότε μπορούμε να δούμε έξω.
ΕΓΓΟΝΟΣ: Εντάξει, για να ρίξω μια ματιά.
ΥΠΕΡΓΗΡΗ: Τί βλέπεις;
ΕΓΓΟΝΟΣ: Βλέπω πράγματα που δεν καταλαβαίνω.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Περίγραψέ τα.
ΕΓΓΟΝΟΣ: Δε ξέρω τις λέξεις να τα περιγράψω.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Γιατί σταμάτησες να κοιτάς;
ΕΓΓΟΝΟΣ: Όχι άλλο, φοβάμαι.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Δεν είναι καλό αυτό που βλέπεις;
ΕΓΓΟΝΟΣ: Είναι τρομακτικό.
ΥΠΕΡΓΗΡΟΣ: Γιατί είναι καινούριο.
ΕΓΓΟΝΟΣ: Να την κλείσουμε την τρύπα.
ΥΠΕΡΓΗΡΟΣ: Πώς; Δεν θέλετε να δείτε τον κόσμο όπως πραγματικά είναι;
ΕΓΓΟΝΟΣ: Όχι, φοβάμαι.
ΥΠΕΡΓΗΡΟΣ: Άσε με να δω.
ΕΓΓΟΝΟΣ: Δες και πες μου αν είναι αυτός ο κόσμος για τον οποίον μου μίλαγες συνέχεια.
Παύση
ΥΠΕΡΓΗΡΗ: Τί βλέπεις;
ΥΠΕΡΓΗΡΟΣ: Αυτός είναι ο έξω κόσμος. Μας προσπερνάει.
ΥΠΕΡΓΗΡΗ: Βλέπεις τον ουρανό, τα δέντρα;
ΥΠΕΡΓΗΡΟΣ: Βλέπω την πικραλίδα, κίτρινα τα λιβάδια από δαύτη. Πέρα τα βουνά και τα δάση, Θεέ μου!
ΕΓΓΟΝΟΣ: Αντέχεις να το βλέπεις αυτό;
ΥΠΕΡΓΗΡΟΣ: Αλλά (διστάζοντας) αλλά κάτι είναι διαφορετικό.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Γιατί δεν κοιτάς άλλο έξω;
ΥΠΕΡΓΗΡΟΣ: Οι άνθρωποι είναι διαφορετικοί.
ΥΠΕΡΓΗΡΗ: Τί έχουν οι άνθρωποι;
ΥΠΕΡΓΗΡΟΣ: Ίσως να κάνω λάθος. Για κοίτα κι εσύ!
ΥΠΕΡΓΗΡΗ: Ναι.
Παύση
ΥΠΕΡΓΗΡΟΣ: Τι βλέπεις;
ΥΠΕΡΓΗΡΗ σοκαρισμένη: Οι άνθρωποι δεν είναι πια όπως τους ξέραμε.
ΥΠΕΡΓΗΡΟΣ: Το βλέπεις κι εσύ;
ΥΠΕΡΓΗΡΗ: Φτάνει, δεν θέλω να δω άλλο. (Ψιθυριστά) Είναι γίγαντες ψηλοί ίσα με τα δέντρα. Φοβάμαι.
ΥΠΕΡΓΗΡΟΣ: Να την κλείσουμε την τρύπα.
ΕΓΓΟΝΟΣ: Ναι, να την κλείσουμε. Να, έτσι.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Δόξα τω Θεώ, όλα είναι όπως πριν.
ΥΠΕΡΓΗΡΟΣ: Δεν είναι όπως πριν.
ΥΠΕΡΓΗΡΗ: Στη σκέψη των κίτρινων λουλουδιών ανατριχιάζω.
ΥΠΕΡΓΗΡΟΣ: Και τι θα σκεφτόμαστε τώρα;
ΥΠΕΡΓΗΡΗ: Οι αναμνήσεις μου φέρνουν φόβο.
ΕΓΓΟΝΟΣ: Μην κουνιέστε! Δεν νιώθετε κάτι;
Παύση
ΓΥΝΑΙΚΑ: Τι;
Το παιδί αρχίζει πάλι να κλαίει
ΥΠΕΡΓΗΡΗ: Τι έχεις, Φρίντα;
ΕΓΓΟΝΟΣ: Δεν το νιώθετε κι εσείς; Κάτι έχει αλλάξει.
ΥΠΕΡΓΗΡΟΣ: Ναι, ο κόσμος έξω.
ΕΓΓΟΝΟΣ: Όχι, σε μας εδώ κάτι.
Παύση, ενώ ακούγονται ευκρινώς οι τροχοί που κυλάνε.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Γιατί έκλαιγες παιδί μου;
ΠΑΙΔΙ: Δεν ξέρω.
ΕΓΓΟΝΟΣ: Κάτι έχει αλλάξει. Το παιδί το κατάλαβε.
ΥΠΕΡΓΗΡΗ: Ξέρω τι είναι. Δεν το νιώθετε κι εσείς;
ΓΥΝΑΙΚΑ ψιθυριστά, γεμάτο φρίκη: Πηγαίνουμε πιο γρήγορα.
ΥΠΕΡΓΗΡΗ: Ναι, ταξιδεύουμε πιο γρήγορα.
Παύση
Οι τροχοί επιταχύνουν ελαφρά.
ΥΠΕΡΓΗΡΟΣ: Τι να σημαίνει αυτό;
ΓΥΝΑΙΚΑ: Δεν ξέρω τι, αλλά σίγουρα δεν είναι καλό.
ΥΠΕΡΓΗΡΟΣ: Πρέπει να καταλάβετε, αν η ταχύτητα θα παραμείνει σταθερή.
ΕΓΓΟΝΟΣ: Αλλιώς;
ΥΠΕΡΓΗΡΟΣ: Ή αν αυξηθεί περισσότερο.
ΥΠΕΡΓΗΡΗ: Ακούστε!
Παύση
Οι τροχοί επιταχύνουν ακόμα περισσότερο.
ΥΠΕΡΓΗΡΟΣ ψιθυριστά: Πάει όλο και πιο γρήγορα.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Ναι, όλο και πιο γρήγορα.
Οι τροχοί επιταχύνουν και ακούγονται πιο δυνατά.
ΥΠΕΡΓΗΡΟΣ: Νομίζω θα συγκρουστούμε. Να μας βοηθήσει δεν μπορεί κάποιος;
ΕΓΓΟΝΟΣ: Ποιος όμως;
Ο ήχος του τρένου κορυφώνεται, στη συνέχεια απομακρύνεται με μεγάλη ταχύτητα και σβήνει ολοένα ξεμακραίνοντας.