Αισθήσεις ≈ 7/3
Αδαής διπλώνεσαι και χώνεσαι στην αγκαλιά μου. Τα χέρια σου μου φράζουνε τη μέση. Για λίγο δε μιλάς. ‘Όταν σε ρωτάω κάτι πάλι δε μιλάς. Μου δίνεις ένα λοξό χαμόγελο και λες πως δεν πρόκειται να πεις τίποτε παραπάνω. Τα φώτα είναι έντονα. Δεν αντέχω. Τα κλείνω κι ανάβεις του διαδρόμου. O τοίχος σου γίνεται απαλό γαλάζιο. Ένα γαλάζιο που χαίρεσαι να το κοιτάς. Ρουφάει μέσα του ανακουφίζει. Κοιτάζω μια τον τοίχο. Μια εσένα. Πας και κάθεσαι στη μεριά που είχες στον καναπέ. Πλησίασα κάπως δειλά και πήγα να καπνίσω. Άνοιξα το παράθυρο να μπει φρέσκος αέρας. Μετά από λίγο έπιασε δυνατή βροχή. Μόνο την άκουγα. Δε μπορούσα να τη δω. Φανταζόμουν πώς θα έσκαγε πάνω στο τσιμέντο. Την έκανα εικόνα κάτω απ’ το φως. Τις σταγόνες που μαζεύονταν. Αν το φως ήτανε κίτρινο ή ελαφρύ πορτοκαλί και πώς φαινόταν το μπαλκόνι απέναντι. Αν μας βλέπανε, όπως τους βλέπαμε εμείς.
Φάρος ≈ 17/3
Κάθισα απέναντι απ’ τον φάρο. Είχε νυχτώσει. Οι σκέψεις τρέχαν γρήγορα. Απέναντι πετούσανε κάτι πουλιά. Θα ήταν γλάροι, δεν θυμάμαι καλά. Είχα βάλει τα ακουστικά κι άκουγα το ίδιο κομμάτι. Πρέπει να το είχα ακούσει πολλές φορές εκείνη τη μέρα. Δίπλα απ’ τον φάρο ήτανε κάτι σιντριβάνια. Θυμάμαι να τα κοιτάζω και να στρέφω το βλέμμα μου αλλού. Δεν είχαν ενδιαφέρον. Απ’ την άλλη μεριά στ’ αριστερά, στέκονταν κάποιοι νεαροί που κοίταζαν με περιέργεια. Κλεφτές ματιές όχι κάτι τ’ αδιάκριτο. Καθόμουν με τη τσάντα πάνω στα πόδια σαν να τη φυλούσα. Είχα να καπνίσω όλη μέρα. Με φόντο το φάρο θα έκανα όλο το πακέτο αν μπορούσα. Κοίταζα το λευκό του φως και αναρωτιόμουν πόσο μακριά μπορούσε να φτάσει. Αν το έβλεπαν όντως τα πλοία. Δε γίνεται όμως να μη το βλέπανε γιατί δεν ήταν διακοσμητικός. Δούλευε στ’ αλήθεια. Κάπου εκεί, σηκώθηκα και κατέβηκα τα σκαλοπάτια για την παραλία. Σκεπτόμενη το ίδιο έντονα το άτομο που σκεφτόμουν και πριν.
Ψαράκια ≈ 24/3
Τη δεύτερη φορά που συναντηθήκαμε μετά από κείνο το βράδυ μ’ έβγαλες στα μέρη σου να φάμε ψάρια. Με ρώτησες αν μ’ άρεσαν και σου ’πα ναι. Κατά βάθος ήθελα ν’ αρέσει σε σένα, γιατί εσύ το πρότεινες. Αν ήθελες θάλασσα, θα βλέπαμε θάλασσα. Ψάρια, ψάρια. Έτσι λοιπόν έκλεισε, μετά από σύντομη διαπραγμάτευση μεταξύ ιταλικού, σούσι και ψαριών. Κανένας δεν αποφάσιζε πού να πάμε, το πήραμε περπατητά λίγο πολύ ό,τι λάχει και τη τύχη με το μέρος μας. Σε συνάντησα σχεδόν έξω απ’ το σπίτι σου και θυμάμαι να μ’ ενοχλεί ο ήλιος. Δεν είπα τίποτα όμως ή προσπάθησα να μη το δείξω, γιατί εσένα σ’ άρεσε κι είπες ήθελες να βγεις νωρίς να τον προλάβεις. Ήσουν υπερκινητικός. Δε μπορούσες να περιμένεις στην ουρά. Περνούσαμε έξω από τα μαγαζιά που σ’ άρεσαν και φεύγαμε με το που ’βλεπες κόσμο να περιμένει. Σιγά σιγά άρχισε να μ’ αρέσει ο ήλιος. Είδα ότι δεν έκαιγε και κατάλαβα πως μου ’χε λείψει να ’μαι έξω τέτοιες ώρες. Ορκισμένος εχθρός του να καίγομαι, έβγαινα σχεδόν πάντα όταν ξεκίναγε να πέφτει, μ’ εξαίρεση τις διακοπές που ήταν αναγκαίο κακό. Έτσι φτάσαμε στην άλλη άκρη της Πειραϊκής κι εσύ λιαζόσουν. Μια ήθελα να σε πάρω αγκαλιά μια να σε ρίξω κάτω. Αν και τελευταία στιγμή το ’παιρνα πίσω γιατί μ’ άρεσες και ήθελα να σε κοιτώ. Στο τέλος κάπου κάτσαμε γιατί δεν σ’ άφησα να φύγεις. Σούφρωνες το στόμα σου. Κουνιόσουνα δεξιά και αριστερά μέχρι να πάρουμε τραπέζι. Έγινε γρήγορα ευτυχώς και ησύχασες.