Είναι εξωφρενικό ότι θα προτιμούσα να έχει έρθει το πρωί και να είμαι στη δουλειά από το να είμαι σπίτι. Θα με καταλάβαινε ένας άνθρωπος, όμως. Δεν θα μιλούσα σε ένα κομμάτι χαρτί. Καλύτερα να γράφω, γιατί αν ανοίξω το στόμα μου, θα βρίσω. Και η σιωπή καλή είναι· Τον εξαγριώνει. Αλλά δεν θα σωπάσω εις τους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
Ό,τι και να πω είναι λάθος. Τα λόγια μου βγαίνουν μπερδεμένα και στραπατσαρισμένα. Τώρα διαβάζω, διαβάζω μήπως και βρω τον ρυθμό της γλώσσας μου πίσω. Μου; Διαβάζω για τον Mobutu (Sese Seko Kuku Ngbendu Wa Za Banga, που συμπληρώνει πάντα η μαμά). Πράγματα πέφτουν, κάνουν θόρυβο γύρω μου. Δεύτερη γενιά, καταραμένη. Καταραμένη να τρέχει από δω κι από κει μήπως και βρει μια σταλιά τόπο να στεριώσει.
Ποιος γυρνάει πίσω και πού ακριβώς είναι αυτό; Ο Mobutu. Εμβριθής βλαξ. Κάθομαι τριάντα χρόνια μετά να καταλάβω ποιες είναι οι ρίζες μου –αν και η Maya θα έλεγε ότι οι άνθρωποι δεν είναι δέντρα για να έχουν ρίζες– και ποια η γλώσσα μου. Η μαμά δεν μιλάει ούτε για το Κονγκό, ούτε για τον πόλεμο, ούτε για τον Lumumba, αν και τα έζησε όλα. Μόνο το διάβασμα μου έμεινε.
Με ρώτησε πάλι ένας σερβιτόρος πώς έμαθα Ελληνικά και απάντησα ότι είμαι Ελληνοκονγκολέζα. Ελληνίδα είσαι, πετάχτηκε Εκείνος. Η μαμά σου είναι από το Κονγκό. Ο σερβιτόρος στον κόσμο του. Τι να καταλάβει; Περνάνε Εκείνον για Έλληνα κι εμένα για ξένη. Τι θέλω και βγαίνω; Τέτοιους καβγάδες έχουμε. Να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι. Το κακομαθημένο μέσα μου αρνείται. Καλά, και για τη μαγιονέζα έχουμε τσακωθεί.
Δεν είναι η συναισθηματική μου γλώσσα τ’ αγγλικά, του έχω πει. Ακόμα μου το κοπανάει αυτό. Κι έχω να μάθω κι άλλες γλώσσες που δεν τις πάει το στόμα μου, γιατί αλλιώς έχει μάθει να φωνάζει τα α του, κι όχι να τα κολλάει δυο-δυο, και γίνονται όλες ένας υπέροχος αχταρμάς που ανάθεμα στ’ αφτιά αυτού που θα τ’ ακούσει. Χαρά στην υπομονή τους.
Στα ελληνικά δεν ξέρω πια αν θα μπορούσε κανείς να πει «αυτής» που θα τ’ ακούσει. Θέλω να πω, δεν ξέρω αν έχει νόημα. Στο μυαλό μου εννοείται ο άνθρωπος, τα αφτιά «του ανθρώπου» που θα τ’ ακούσει. Άρα, η άνθρωπος; Διαβάζω Ελληνικά κι αισθάνομαι πως είμαι στο κρυφό σχολειό όταν μου έρχονται τα πακέτα απ’ το ταχυδρομείο. Τώρα, θα μου πεις, ωραία αναλογία· το κρυφό σχολειό (τελικά υπήρχε ή δεν υπήρχε αυτό; Με τόση προπαγάνδα που φάγαμε, για τίποτα δεν είμαι σίγουρη –κι εκείνο το βιβλίο για τον εμφύλιο που μου έδωσε ο Νικόλας ακόμα να το διαβάσω).
Τώρα η γάτα κάθεται και κοιτάζει παρακλητικά και υποτιμητικά παράλληλα τον Κύριο του καναπέ. Πώς το έχουν αυτό το ταλέντο μου διαφεύγει, με ξεπερνά τελείως. Το κρυφό σχολειό και η πολυτέλεια του να αράζεις στο σπιτάκι σου και να σου φέρνουν βιβλία από την Ελλάδα στην πόρτα σου, στις Κάτω Χώρες.
Πρέπει να μάθω να τελειώνω τις προτάσεις μου, τις σκέψεις μου, τα βιβλία μου. Θα διάβαζα μόνο βιβλία που έχω ξεκινήσει –έτσι, λέω ψέματα στον εαυτό μου, να περάσει η ώρα–, μα μια που δουλεύω στη βιβλιοθήκη και δανείζομαι από δύο λογαριασμούς (και από τον δικό μου και από αυτόν της βιβλιοθήκης)· Ελληνάρας φουλ, –μα να μην είμαι ενήμερη για τα καλλιτεχνικά δρώμενα; σε ινστιτούτο τέχνης δουλεύω!–, μια που όλοι μου προτείνουν και μου αγοράζουν τα άπαντα των απάντων, καταλήγω αιωνίως να έχω λίστες ατελείωτες με λογοτεχνικά και μη, που θέλει κανείς δέκα ζωές να τα διαβάσει. Και σιγά μην προλάβαινε.
Σκεφτόμουν αν γίνεται ή αν είναι σωστό στα ελληνικά να λέμε «αυτή» αντί «αυτός», γιατί μόνο γι’ αυτό συζητάμε στο ινστιτούτο. Για ταξικά προβλήματα, ψηφιοποίηση και βιομετρικά δεδομένα δεν μιλάμε ποτέ. Ούτε για το γεγονός ότι βρισκόμαστε σε μια προνομιούχα σαπουνόφουσκα μέσα στην οποία κανείς δε θα χρησιμοποιούσε το λάθος γένος ούτως ή άλλως. Βαρέθηκα τ’ αγγλικά και τις ίδιες λέξεις που βγαίνουν από διαφορετικά στόματα που μοιάζουν ίδια. Πριν από λίγες μέρες, διάβαζα το ηλεκτρονικό μου ταχυδρομείο, αστειεύομαι, το email μου, και μου έβαλε ο Γιώργος μαχαιριά στην καρδιά Νομίζω πως το ξέρεις κι εσύ, στα Αγγλικά εκφράζεσαι καλύτερα. Κλαίω και οδύρομαι.
Αυτό για το αυτή/αυτός το συνάντησα χάρη στην Alexandra που διάβαζε Darby English, 1971: a year in the life of color. Μετά έκανε την εμφάνισή του κάτι σχετικό και στην Clelia Rodríguez, που μιλάει για ιστορία, αγγλιστί history, και το γράφει HIS/story. Η ιστορία του, καταλαβαίνετε. Tὸ ’σπῆτι μας εἶχε (καθὼς καὶ ἀκόμη ἔχει) ἐκεῖνο τὸ παλαιόν, βάρβαρον καὶ ἀφύσικον καὶ ἀπάνθρωπον ἦθος, ὁποῦ θέλει ταὶς γυναίκαις ξεχωρισμέναις ἀπὸ τὴν ἀνθρωπίνην ἑταιρίαν. Στην Ελλάδα, σε ποιο κύμα φεμινισμού είμαστε άραγε;
Ήθελα να γράψω στο υπουργείο και με θαύμαζε και με κορόιδευε ο Άλλος –μήπως είναι κι αυτός γάτος; Είχε πέσει στα χέρια μου ένα σχολικό βιβλίο Νεοελληνικής Γλώσσας λυκείου. Στις πρώτες σελίδες, κιόλας ταράχτηκα. Ο φραγκικής καταγωγής συγγραφέας του Χρονικού του Μορέως έγραφε στη δημώδη, αλλά το έργο του, λέει, δεν έχει καμία ποιητική αξία. Ναι, καμία. Έγραφε σελίδες και σελίδες και είδα περί τίνος επρόκειτο και μου φάνηκε τραβηγμένο το “καμία ποιητική αξία”. Οι συγγραφείς του βιβλίου, όλοι άντρες. Μετά κάτι έλεγαν για ανδρεία και θάρρος και τους μεγάλους Έλληνες και μου ήρθε να το πετάξω απ’ το παράθυρο. Συγκρατήθηκα όμως και, αντί αυτού, έψαξα να δω τι λέει το βιβλίο του καθηγητή. Ο τάδε έγραψε τότε και τότε. Κανένα σχόλιο περί κακού έργου. Καταγωγή, μισή ελληνική, μισή φραγκική, και όχι αφηρημένα “φραγκική”, όπως παρουσιάζει το βιβλίο του μαθητή. Οι συγγραφείς, όλες γυναίκες. Ενδιαφέρον.
Δεν ήταν μόνο αυτός ο λόγος που ήθελα να γράψω στο υπουργείο. Λες και θα μου απαντούσαν, θα μου πεις, αλλά πρέπει να τα βγάζω από μέσα μου. Ήθελα να παραπονεθώ για την εξεταστέα ύλη του μεταπτυχιακού Νεοελληνικής Φιλολογίας του Καποδιστριακού. Κοίταξα την ύλη, πεζογράφοι του 20ού αιώνα κυρίως, μοντέρνοι τέλος πάντων, και ήταν όλοι άντρες. Στον Καζαντζάκη παιδιά από την Αφρική αγαπιούνται από τους Έλληνες γονείς τους σαν να ήταν “σκυλάκια ή γατάκια”, στον Καραγάτση ο “ξένος” ποτέ δεν εντάσσεται στην ελληνική κοινωνία, και ακόμα και στον Θεοτόκη, που απορρίπτει τις φυλετικές θεωρίες της εποχής του, το σκούρο της επιδερμίδας συνδέεται με την ασχήμια και την αγριότητα.
Όλοι οι συγγραφείς στην εξεταστέα ύλη –για να επανέλθω– ήταν άντρες. Ούτε μια Άλκη Ζέη, μια Πηνελόπη Δέλτα, Μαρία Ιορδανίδου, Μέλπω Αξιώτη, Μαργαρίτα Λυμπεράκη και θυγατέρα Μαργαρίτα Καραπάνου, Αιμιλία Δάφνη, Αμαλία Μεγαπάνου, Μάρω Δούκα, Μαρία Ασπιώτη, Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ, Ελένη Ουράνη (Άλκης Θρύλος), Έλλη Αλεξίου, Διδώ Σωτηρίου, Λούλα Αναγνωστάκη, Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου, τέλος πάντων μία. Δώστε μου έστω μία στους δεκαπέντε (για να μην πω τις μισές, δηλαδή εφτά ή οχτώ, και δε διαβάσουμε πάλι Παπαδιαμάντη και πάθουμε τίποτα). Μα ποιος την έκανε αυτήν την επιλογή; Και μετά πώς να μη γράφει η Virginia Woolf ότι οι γυναίκες διαγράφηκαν από την Ιστορία;
Τέλος καβγά. Τον κύριο στον καναπέ τον λένε Sebastian.