Δύο καβαφογενή ποιήματα

Μα­χλο­σύ­νη

Εις το δω­μά­τι­oν το κρυ­φόν
από μα­τιές ψευ­δείς και αδιά­κρι­τες,
tableau νε­α­ρού ει­κο­σι­πέ­ντε ετών
εμπή­κα να τι­μή­σω, μό­νη πά­λι από­ψε εδώ,
υπό το φως της λά­μπας πε­τρε­λαί­ου.                                                                       5
Πρα­σι­νω­πά τα μά­τια του, φι­λή­δο­να τα χεί­λη,
αρ­ρε­νω­πόν κορ­μί με σφρί­γος κι αρ­μο­νία
αγάλ­μα­τος ελ­λη­νι­κού κι απεί­ρου κάλ­λους.
Θυ­μού­μαι το χα­μάμ στην Πό­λιν, ‘κει που τον εγνώ­ρι­σα.
Ώραν πολ­λήν τον κοί­τα­ζα μες στον ατμό και τον ιδρώ­τα                                 10
με­τά πα­ρα­δο­θή­κα­με σ’ ορ­μές ηδυ­πα­θείς.
Για πέ­ντε μή­νες αγα­πιό­μα­σταν εις έρω­ταν
αι­σθη­τι­κόν, με βλέ­φα­ρα σβη­στά σε κλί­νην εξαι­σί­αν.
Ει­κό­να πρό­στυ­χη γι’ αν­θρώ­πους κοι­νο­τύ­πους.
Τες απο­λαύ­σεις μας πο­σώς εχά­λα­γεν η γνώ­μη τους.                                         15
Οι μέ­ρες όμως πέ­ρα­σαν, σα­φώς ετέ­λε­ψε ο έρω­τας.
Ο πί­να­κας εν­θύ­μιον από της νιό­της μου το πέ­ρα­σμα.
Με τρώ­γει το πα­ρά­πο­νον γνω­ρί­ζο­ντας πως έφυ­γε.
Αλί­μο­νον στο γή­ρας το σκλη­ρόν,
χω­ρίς ακ­μήν σω­μα­τι­κήν, την πτώ­σιν φέρ­νει,                                                         20
στε­ρή­σεις πό­θων κι απου­σί­αν ερώ­των.
Η κά­μα­ρη αυ­τή βω­μός στους από μνή­μης ερα­στές.



Δύο καβαφογενή ποιήματα



Αντά­μω­σις


Απ΄ το ξη­μέ­ρω­μα πο­θεί,                     να πέ­σει το σκο­τά­δι,
για να βρε­θεί                         σ΄ υπό­γειο κα­φε­νέ,
στη γει­το­νιά που μό­νο                  εταί­ροι του συ­χνά­ζουν.
Μες στον κα­πνό                         φι­γού­ρα του γνω­στή.
Κορ­μί στη­τό, ώμοι φαρ­δείς,                         εβέ­νι­να μαλ­λιά.                                   5
Κι όταν γυ­ρί­ζει                          στην με­ριά του,
δυο μά­τια λά­μπουν                         φα­νε­ρά μες στο σκο­τά­δι.
Νω­πές ακό­μα θύ­μη­σες                         από προ­χθές το βρά­δυ.
Όταν πλα­γιά­σα­νε μα­ζί                         κι ενώ­θη­καν με πά­θος.
Καρ­διά σαν πόρ­νη,                         το κορ­μί πα­ρά­δει­σος,                                         10
που πε­ρι­μέ­νει να γευ­τεί                         το μή­λον τ΄ απα­γο­ρευ­μέ­νο.
Χω­ρίς στα­μα­τη­μό                         κο­φτές ανά­σες,
ζε­στήν η σάρ­κα από ηδο­νή,                         γυ­ρεύ­ει λύ­τρω­σιν.
Η φόρ­τι­σις ερω­τι­κή,                         μ΄αγ­γίγ­μα­τα λα­τρεί­ας.
Η μυ­ρω­διά της ηδο­νής                         δε φεύ­γει με σα­πού­νι                                 15
Άρω­μα εί­ναι ακρι­βό που                         για πο­λύ θα μεί­νει.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: