Δεκατρία ακόμη, γρουσούζικα, «Ποιήματα του καιρού»

Δεκατρία ακόμη, γρουσούζικα, «Ποιήματα του καιρού»

του Huang Yong Ping



Εμπνευ­σμέ­να εν μέ­ρει από την ευαγ­γε­λι­κή ρή­ση: «Mα­κά­ριοι όσοι έχουν δια­λέ­ξει κά­θε λέ­ξη σε ό,τι έχουν πει»,
ΚΑΤΑ ΜΕΛΧΙΣΕΔΕΚ, 17.2





Ξύ­πνη­μα στα χρό­νια της αφύ­πνι­σης

Πά­ει και­ρός πια που ξυ­πνά έχο­ντας
κά­τι πα­ρά­ξε­νες και και­νο­τό­μες φρά­σεις
στην άκρη της γλώσ­σας. Συ­ναρ­πα­στι­κές.
Πο­λύ συ­χνά τις σκέ­φτε­ται όλη μέ­ρα
και αρ­πά­ζε­ται τε­λι­κά με πολ­λούς.
Σή­με­ρα ξύ­πνη­σε με τη σύ­ντο­μη φρά­ση:
«Ο Τρα­φα­ρέ­ας και οι εφτά μασ­ρού­τες».
Ήταν ίσως πο­λύ ση­μα­ντι­κή η νε­ό­κο­πη φρά­ση,
το ‘νιω­θε, δί­χως να κα­τα­λα­βαί­νει τι ση­μαί­νει.
―προ­φα­νώς δεν ήξε­ρε τις λέ­ξεις.

    Σύ­ντο­μα την ξέ­χα­σε, για τα κα­λά.
    Τι να την κά­νει; Κα­λά δεν έκα­νε;

    Δεν αρ­πά­χτη­κε­με κα­νέ­ναν,
    δεν υπήρ­ξαν αρ­πα­γές σή­με­ρα.


    Εμ­μο­νή 1

    Εί­ναι να μη σφη­νω­θεί κά­τι στο νου του αν­θρώ­που.
    Πί­στευε ακρά­δα­ντα πως θα ήταν κα­λύ­τε­ρα
    ο θά­να­τός του να συμ­βεί μέ­ρα Τε­τάρ­τη.
    «Κα­λύ­τε­ρα για ποιον;», τον ρω­τού­σες.
    Δεν ήξε­ρε να σου απα­ντή­σει.
    Δεν ήταν, πά­ντως, ο τύ­πος που θα προ­κα­λού­σε
    ή θα επέ­σπευ­δε κά­πως το θα­να­τό του.
    Τον βα­σά­νι­ζε πο­λύ αυ­τή του η έγνοια
    κα­θώς ψυ­χο­ρα­γου­σε. (Δυο βδο­μά­δες!).
    Μέ­χρι και την μοι­ραία Τρί­τη,
    που πα­ρέ­δω­σε τε­λι­κά το πνεύ­μα.


    Ουουου…

    Κά­τι ποι­ή­μα­τα περ­νάν πο­λύ γορ­γά απ’ το νου.
    Αδύ­να­τον να αντι­λη­φθείς κα­λά-κα­λά τι λέ­νε.
    Όμοια με μι­κρά αγρί­μια μες στις λόχ­μες:
    βλέ­πεις μο­νά­χα λί­γο τις ου­ρές απ’ αυ­τά.
    Αδύ­να­τον να τα κα­τα­γρά­ψεις τέ­τοια ποι­ή­μα­τα.

    Σή­με­ρα εί­δα μια ου­ρά.
    Σύ­ντο­μη πο­λύ. Αχ, ας ήτα­νε,
    έστω, μια ουουου­ρά.

    Ο υφι­στά­με­νος επι­σκέ­φθη­κε τε­λι­κά τον προϊ­στά­με­νο
    που εί­χε κά­νει εγ­χεί­ρι­ση προ­στά­τη

    ― Κα­κή ιδέα αυ­τή η επί­σκε­ψη στο αφε­ντι­κό.
    Τον εί­δα με κα­θε­τή­ρα, ορό και πι­τζά­μες…
    Δεν εί­πε, και δε θα μου πει κου­βέ­ντα…
    Δε θα μου το συγ­χω­ρή­σει όμως πο­τέ, να δεις.

    ―Ωραία ιδέα να έρ­θει να με δει στο νο­σο­κο­μείο.
    Να κα­τα­λά­βει πως και το αφε­ντι­κό εί­ναι άν­θρω­πος.
    Δεν συ­νέ­τρε­χε λό­γος να τον ευ­χα­ρι­στή­σω.
    Στοί­χη­μα πως το χά­ρη­κε κι αυ­τός, να δεις.


    Μη!

    ―Mι­σά-μι­σά, λέω,
    αυ­τό εί­ναι το δί­κιο.
    ―Κα­μιά φο­ρά, όμως,
    το δί­κιο βγά­ζει μί­σος
    ―Λες να έχει έρ­θει
    η ώρα να μι­σέ­ψου­με;


    Με­λί­χροη επι­λο­γή

    Τα ήξε­ρε τα δι­καιώ­μα­τά του,
    ου­δε­μία ανη­συ­χία ως προς αυ­τά,
    του τα εί­χαν πει κα­τα­λε­πτώς,
    τα ήξε­ρε απέ­ξω κι ανα­κα­τω­τά·
    άχα­ρο έρ­γο επί­πο­νο — δυ­στυ­χώς.
    Μια μό­νον έγνοια, αδυ­σώ­πη­τη,
    έμε­νε να του τρι­βε­λί­ζει τα μυα­λά:
    Τι ταυ­τό­τη­τα να δη­λώ­σει,
    —πλην της αστυ­νο­μι­κής, προ­φα­νώς.
    (Όρος γαρ απα­ρά­βα­τος ο αυ­το­κα­θο­ρι­σμός,
    αλ­λιώς… «άντε γεια» και στους εκτός.)
    Θυ­μή­θη­κε το πα­ρα­τσού­κλι
    που ‘χε όταν ήταν μι­κρός·
    μά­τω­νε, βλέ­πε­τε, συ­χνά τα γό­να­τα
    στο κυ­νη­γη­τό και στη μπά­λα.
    Το εί­χε κρα­τή­σει, ευ­τυ­χώς — μα­ζί με άλ­λα,
    ατυ­χή — και τώ­ρα που ήταν με­γά­λος,
    γλυ­κιά βο­ρά συ­χνά των κου­νου­πιών.
    «Μπε­τα­ντίν» θα δή­λω­νε, σα­φώς!
    Τον μά­γευε, εξάλ­λου, το χρώ­μα του:
    ακα­θό­ρι­στο με­λί χρυ­σί­ζον, εμ­φα­νώς.


    Στιγ­μές και σκέ­ψεις
    Public

    To εί­χε εμπε­δώ­σει για τα κα­λά:
    Εί­ναι πο­λύ αμ­φι­λε­γό­με­νες
    οι επι­λο­γές, όταν πρό­κει­ται
    πε­ρί πνευ­μα­τι­κής τρο­φής.

    Τους έβλε­πε συ­χνά:
    πή­γαι­ναν στο τα­μείο
    κου­βα­λώ­ντας τα βι­βλία,
    βα­σα­νι­σμέ­να αβέ­βαιοι
    για τις επι­λο­γές τους.

    Κά­ποιοι στα­μά­τα­γαν δι­στα­κτι­κά,
    σα να το σκέ­φτο­νταν άξαφ­να ξα­νά.
    Κά­ποιοι βα­δί­ζαν βια­στι­κά,
    κοι­τώ­ντας γύ­ρω κά­πως απλα­νώς.
    Κά­ποιοι πη­γαί­ναν πο­λύ αρ­γά,
    κοι­τώ­ντας τα βι­βλία σκε­φτι­κά.

    Σκέ­φτη­κε τι θα σκέ­φτο­νταν
    κά­ποιοι άλ­λοι για εκεί­νον,
    που προ­χω­ρού­σε ξέ­γνοια­στος,
    και με τα χέ­ρια άδεια.
    Λες να σκέ­φτο­νταν πως ήδη αυ­τός σκε­φτό­τα­νε
    το μπα­μπά­τσι­κο σά­ντουιτς στην κα­φε­τέ­ρια;
    Με προ­σού­το, ρό­κα και φορ­μα­έ­λα; Πι­θα­νόν.
    Για­τί όλοι ξέ­ρου­νε πως για την υλι­κή τρο­φή
    υπάρ­χουν αλάν­θα­στες επι­λο­γές. Πά­ντα.



    Εύ­λο­γο

    Συ­χνά μι­λά­νε οι άν­θρω­ποι πο­λύ.
    Εί­ναι επει­δή θέ­λουν να ανα­πλη­ρώ­σουν 
    πράγ­μα­τα που τους λεί­που­νε
    με τα ονό­μα­τά τους.

    Οι πλού­σιοι σπά­νια μι­λούν για λε­φτά



    Αλη­θι­νό

    Για πολ­λούς, ο μό­νος ακα­τά­βλη­τος,
    τε­λι­κά, εθι­σμός εί­ναι η δυ­στυ­χία.
    Ει­δι­κά για κά­ποιους απ’ αυ­τούς 
    που πα­λεύ­ουν να απαλ­λα­γούν
    απ’ αυ­τόν δια της ομοιο­πα­θη­τι­κής.



    Του καύ­σω­να

    Υπάρ­χουν, βλέ­πε­τε, και οι αναί­σχυ­ντοι
    και ιδιο­τε­λείς, που σε τί­πο­τα δεν το ‘χουν
    να εκ­με­ταλ­λευ­θούν ασύ­στο­λα
    ακό­μη και τον μέ­γα καύ­σω­να.
    Βά­ζουν το χέ­ρι βα­θιά μες στην κα­τά­ψυ­ξη
    και στο προ­σφέ­ρουν βια­στι­κά
    για μια θερ­μή γορ­γή χει­ρα­ψία,
    προ­σφέ­ρο­ντάς σου — νο­μί­ζουν — εξυ­πη­ρέ­τη­ση.



    Κα­βα­φο­γε­νές

    Φοι­τη­τής οι­κο­νο­μι­κών στο LSE,
    στο 21ο έτος της ηλι­κί­ας του,
    με­λε­τά τα πα­ρά­γω­γα
    και ξαφ­νι­κά με­λαγ­χο­λεί,
    σκε­πτό­με­νος πως,
    αν τον ρώ­τα­γαν σή­με­ρα,
    πό­σα θα έδι­νε σή­με­ρα,
    για να προ­σθέ­σει μια ημέ­ρα
    στο τέ­λος της ζω­ής του,
    θα αδυ­να­τού­σε να απα­ντή­σει.

    Ολο­κλή­ρω­σε τις σπου­δές του,
    έκα­νε και δι­δα­κτο­ρι­κό.

    Στα­θε­ρός χα­ρα­κτή­ρας

    Εί­χε ακού­σει πως πολ­λοί
    διέ­δι­δαν πως ήταν κε­νός.
    Επαι­ρό­ταν και χαι­ρό­ταν:
    «Το κε­νό αφή­νει χώ­ρο
    για ένα σω­ρό πράγ­μα­τα,
    εί­ναι ανοι­χτό σε όλα»,
    έλε­γε.
    Δια­φύ­λασ­σε το κε­νό του
    ως κό­ρη οφθαλ­μού.
    Οι δια­δό­σεις συ­νε­χί­ζο­νταν.
    Eπαι­ρό­ταν και χαι­ρό­ταν.



    Δύο Θα­νά­ση­δες την ίδια μέ­ρα

    Σέρ­βι­ρε: ένα πιά­το γί­γα­ντες, τσί­που­ρο, φέ­τα και βλή­τα.
    Τέ­λεια όλα. Έφε­ρε και το λο­γα­ρια­σμό, 14 ευ­ρώ.
    Ο Θα­νά­σης στο κα­φε­νείο θε­ω­ρεί πο­λύ ση­μα­ντι­κό αυ­τό που κά­νει.
    Έκ­θαμ­βος, σκέ­φτη­κα να τον ρω­τή­σω πώς του φά­νη­κε φέ­τος το ΛΕΑ.
    Δεν το έκα­να. Με προ­βλη­μά­τι­ζε η εν­δε­χό­με­νη απά­ντη­σή του.

    Σέρ­βι­ρε: ντά­κο, μι­σή με­ρί­δα γύ­ρο και ένα κα­το­στα­ρά­κι.
    Τέ­λεια όλα. Έφε­ρε και το λο­γα­ρια­σμό, 14 ευ­ρώ.
    Ο Θα­νά­σης στην ψη­στα­ριά θε­ω­ρεί πο­λύ ση­μα­ντι­κό αυ­τό που κά­νει.
    Έκ­θαμ­βος, σκέ­φτη­κα να τον ρω­τή­σω πώς του φά­νη­κε φέ­τος το ΛΕΑ.
    Δεν το έκα­να. Με προ­βλη­μά­τι­ζε η εν­δε­χό­με­νη απά­ντη­σή του.

    ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
     

    αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: