Η Άντεια Φραντζή (Αρχείο Α. Ταμπάκη)





Στον αποχαιρετισμό της Άντειας-Καλλιόπης Φραντζή, που με το ονοματεπώνυμό της γεφύρωνε την ομηρική και ησιόδεια Αρχαιότητα με το ύστερο Βυζάντιο, την Πόλη των γονιών της, δεν θα μπορούσαμε να παραλείψουμε την αναφορά σε δύο γνωρίσματά της, που τα κράτησε ώς το τέλος της: τη μαχητική γενναιότητα και τη δοτική γενναιοδωρία.
Όσοι την πρωτογνωρίσαμε από τα χρόνια της προετοιμασίας της διδακτορικής της διατριβής στο Παρίσι υπό την εποπτεία τού κωνσταντινουπολίτικης καταγωγής Κωνσταντίνου Θ. Δημαρά, δηλαδή από τη σταυρική ηλικία των τριάντα τριών χρόνων της, είναι αδύνατο να μη θυμόμαστε τη φιλέρευνη εργατικότητά της, τα πολλά λογοτεχνικά, φιλολογικά, πολιτιστικά και πολιτικά ενδιαφέροντα της προοδευτικής όσο και γειωμένης προσωπικότητάς της, μα και την εξομολογητική φλεγματικότητα και τη συναισθηματική γενναιοδωρία με την οποία αντιμετώπιζε, από τη μια τα έντονα βιωματικά τραύματά της, από την άλλη τις οικονομικές και άλλες δυσκολίες του ξενιτεμού της σε έναν τόπο που η γλώσσα του δεν ήταν η κύρια ξένη γλώσσα που ήξερε (δηλαδή η αγγλική, χάρη κυρίως στις προπανεπιστημιακές σπουδές της στο αθηναϊκό Pierce College). Όσοι μεταπτυχιακοί συσπουδαστές της είχαμε την ευκαιρία να τη γνωρίσουμε μόλις τότε, αν και είχε υπάρξει αφανής συμφοιτήτριά μας στη Φιλοσοφική Θεσσαλονίκης τη χρονιά 1965-1966, προτού αποφασίσει να μεταγραφεί, με στόχο ιστορικές, ιδίως, σπουδές, στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, αρχίσαμε να χαιρόμαστε την παρέα της και τις συζητήσεις μαζί της στη Cité Universitaire, στο Institut Néo-hellénique της Σορβόννης και στις αίθουσες σεμιναρίων της École Pratique des Hautes Études, στο I.NA.L.C.O. και στα αναγνωστήρια των κεντρικών κτηρίων της Bibliothèque Nationale: χάρη στην Άντεια, άλλωστε, γνωριστήκαμε με ξεχωριστούς έλληνες επιστήμονες και διδάσκοντες του Παρισιού, όπως ο μακαρίτης Σπύρος Ασδραχάς, ο εύγλωττος ιστορικός του νεότερου ελληνισμού Βασίλης Παναγιωτόπουλος και ο γοητευτικότατος, ως διδάσκων, νεοελληνιστής φιλόλογος Χρήστος Παπάζογλου.
Η τύχη, αλλά και οι προτροπές κάποιων φίλων της, το έφεραν ώστε η Άντεια να ξανασυνδεθεί με το πρώτο της Πανεπιστήμιο, της Θεσσαλονίκης, από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, και να δράσει εκεί ως διδάσκουσα, πολύ αγαπητή στους φοιτητές της, έως και τη συνταξιοδότησή της το 2012, μα και αργότερα, αφού ακόμη και στα τέλη της δεκαετίας του 2010 ήταν ολοπρόθυμη να αναλαμβάνει ανιδιοτελώς την εποπτεία και την καθοδήγηση πολλών υποψήφιων διδακτόρων και διδακτορισσών, πάνω σε θέματα τόσο νεοελληνιστικά όσο και συγκριτολογικά.
Πριν, όμως, από αυτή τη μακρόχρονη πανεπιστημιακή θητεία της, ή και μετέπειτα, παράλληλα με τα πρώτα χρόνια της πανεπιστημιακής διδακτικής και ερευνητικής δουλειάς της, δεν μπορούμε να μη θυμηθούμε τη διαρκή και αφιλοκερδή δραστηριότητα και προσφορά της στο αθηναϊκό περιοδικό Αντί, και κατόπιν στις υπόλοιπες εκδόσεις του. Ιδιαίτερα θα πρέπει να τονίσουμε τη συμβολή της στην οργάνωση και τη μεγάλη επιτυχία της Συνάντησης «Kύπρος. Πολιτιστική Πράξη ’83», τον Ιούλιο του 1983, δείγμα της σταθερής αγάπης της στον δοκιμαζόμενο ελληνοκυπριακό λαό, καθώς και της νηφάλιας επαγρύπνησης όσο και της γόνιμης απαισιοδοξίας της σε ζητήματα εθνικά (της Κύπρου, της Δυτικής Θράκης, της Β. Ηπείρου) και σε θέματα καταπάτησης ανθρώπινων δικαιωμάτων.
Η επαγγελματική της σταδιοδρομία στο ΑΠΘ και η παράλληλη «ερασιτεχνική» (με την καλύτερη έννοια του όρου) εργασία της στο Αντί, που συνεχίστηκε έως και το σταμάτημα της έκδοσης του περιοδικού, συνδέθηκαν όχι μόνο με το δικό της πλούσιο λογοτεχνικό – κυρίως ποιητικό – λυρικό έργο με υπαρξιακό και ερωτικό, περισσότερο, περιεχόμενο, μα και με το καθαυτό λογοτεχνοκριτικό και φιλολογικό έργο της: με την εκδοτική, ανθολογική και κριτική ενασχόλησή της με αρκετούς συγγραφείς της περιόδου του Διαφωτισμού και ιδιαίτερα με τη λεγόμενη φαναριώτικη ποίηση και λογιοσύνη, με μεμονωμένους λογίους της ελληνικής διασποράς (π.χ. στις ΗΠΑ), με τη μοντερνιστική (υπερρεαλιστική και άλλη) νεοελληνική λογοτεχνική παραγωγή από τον Μεσοπόλεμο κ.ε., με πολιτικοποιημένους και κοινωνι(στι)κούς συγγραφείς της Α´ Μεταπολεμικής Γενιάς, αλλά και των κατοπινών περιόδων της λογοτεχνίας μας ώς σήμερα. Ακόρεστη μα και συστηματική αναγνώστρια λογοτεχνικών και κριτικών-δοκιμιακών εκδόσεων, ιδίως γυναικείων έργων του 20ού και 21ου αιώνα, καθιέρωσε στο Αντί μια δική της στήλη σύντομου κριτικού σχολιασμού και παρουσίασης, που πρόσφερε πολλά στη γνωριμία του κοινού με αρκετούς δημιουργούς, καθώς και στην προβολή του έργου τους. Εδώ εντάσσεται και η συχνή παρουσία της, ως οργανώτριας και επιμελήτριας, σε σημαντικά λογοτεχνικά Αφιερώματα του περιοδικού αυτού, που το έκαναν να διευρύνει τη σκόπευσή του και έξω από τα αμιγή πολιτικά ζητήματα και, κάποτε, και από την ίδια την «αριστερή» προπτική του. Καθοριστικό ήταν το μπελαλίδικο έργο της και στην εκδοτική σειρά των μικρόσχημων βιβλίων του «Πολύτυπου», όπως και σε ανθολογίες μεταφράσεων με ευρύτερη (βαλκανική π.χ.) εμβέλεια.
Τέλος, αποχαιρετώντας την Άντεια-Καλλιόπη Φραντζή και από εδώ, μερικοί από εμάς δεν μπορούμε να ξεχάσουμε και να μην τονίσουμε – μέσα από την πλατιά γκάμα των ιδιαίτερων, καθαρά ανθρώπινων, γνωρισμάτων και αρετών της:
αφενός μια περήφανη όσο και πεισματική προσήλωση σε ορισμένες πεποιθήσεις, ιδέες και πρακτικές (π.χ. στον καθαρά φιλολογικό τομέα, αλλά και στην πανεπιστημιακή «διαπάλη»), που την έφερνε κάποτε σε σφοδρή σύγκρουση ακόμη και με φίλους της, φανερώνοντας την απροθυμία ή και την αδυναμία της να αποστεί από, ή να «προδώσει», κάποια δεδομένα στάδια της πολιτικής και ιστορικοφιλολογικής διαμόρφωσής της (όπως, π.χ., μεταξύ άλλων, την προσήλωσή της στις αρχειοδιφικές και ιστοριοκεντρικές εκδοτικές, ορθογραφικές και άλλες εμμονές της Σχολής Κ. Θ. Δημαρά και Φίλιππου Η. Ηλιού),
αφετέρου, όμως, και μιαν αφειδώλευτη τάση για προσφορά φιλοξενίας, δώρων φιλίας και αγάπης, και για συμπαράσταση σε δοκιμασίες και περιστάσεις δύσκολες, τάση που συνοδευόταν με το συχνό χαμόγελο, με την πάντοτε ειλικρινή ευγένεια και με μια μοναδική θερμότητα τρόπων και ψυχής.

Θεσσαλονίκη, 2.6.2024


«Πεταλούδα» της Άντειας Φραντζή: Τελευταία χειρονομία της στον »Χάρτη» (Μάιος 2024)