Ζήτημα χρόνου κλπ.

Α. ΖΗ­ΤΗ­ΜΑ ΧΡΟ­ΝΟΥ


Όταν στα­μα­τούν τα ρο­λό­για

«…clocks slay time…time is dead as long as it is being clicked off by little wheels; only when the clock stops does time come to life».
WΙLLIAM FAULKNER ―The Sound and the Fury

Όταν απα­γκι­στρώ­νο­μαι από τον σι­δε­ρέ­νιο κυ­κλι­κό μη­χα­νι­σμό,
Όταν ξε­φορ­τώ­νο­μαι το πρέ­πει, το θέ­λω, το προ­σθέ­τω κι αφαι­ρώ,
Όταν για λί­γο το σκά­σω από τα ημε­ρο­λό­για γρα­φεί­ων και γνω­στών,

Ο χρό­νος γί­νε­ται χώ­ρος ν’ απλω­θώ
Γί­νε­ται ένα ελα­φρύ πλω­τό, εγώ πλοη­γός
Χω­ρίς γνώ­σεις και χω­ρίς προ­ο­ρι­σμό,
Επι­πλέω σε ένα απέ­ρα­ντο ρευ­στό,
Κοι­τά­ζο­ντας από εκεί και από εδώ,
Ό,τι τύ­χει να μου βρε­θεί κα­θ’ οδόν …

Ο χρό­νος εμ­φα­νί­ζε­ται από το που­θε­νά,
Μια ευ­λύ­γι­στη φι­γού­ρα που μ’ αγκα­λιά­ζει σφι­χτά
Και με οδη­γεί σε ένα τα­χύ τα­γκό, πε­ρι­στρο­φι­κό
Ώσπου με πιά­νει μια ζά­λη, γε­μά­τη κάλ­λη!

Ο χρό­νος γί­νε­ται ένας εντυ­πω­σια­κός μά­γος
Που εμ­φα­νί­ζει πράγ­μα­τα απ’ τον αέ­ρα τον άδειο
Και μας μι­κραί­νει, μα­γι­κά, στο μπόι των παι­διών
Και απο­σπά­ει το θερ­μό μας χει­ρο­κρό­τη­μα.

Κι ο χρό­νος κά­πο­τε γί­νε­ται ένα κε­νό,
Και όταν πα­νι­κο­βάλ­λε­σαι και κοι­τάς
να πια­στείς από τους στε­ρε­ούς ωρο­δεί­κτες
Ανε­βαί­νουν κα­πνοί μέ­σα στο μυα­λό,
σαν κά­ποιες αρ­χαί­ες προ­φη­τεί­ες,
και ο νους σου δί­νει επι­σφα­λείς ερ­μη­νεί­ες.

Εί­σαι αρ­κε­τός εσύ μό­νος. Έγι­νες ο χρό­νος!

Ζήτημα χρόνου κλπ.



Β. ΑΜ­ΣΤΕΡ­ΝΤΑΜ

΄Ενα το­πίο αλ­λού

Ο Βίν­σεντ βαν Γκογκ έφυ­γε
με μια βα­λί­τσα χρώ­μα­τα,
για­τί δεν τον χώ­ρα­γαν πια
τα δι­κά του τα χώ­μα­τα.

Εγώ όμως φω­λιά­ζω εδώ,
στο δι­κό του από­λυ­το γκρι.
Με να­νου­ρί­ζει το δυ­να­τό
πο­λυ­βο­λη­τό της βρο­χής,

έξω από το πα­ρά­θυ­ρο μου,
στον προ­τε­τα­μέ­νο τσί­γκο.
Αδειοι δρό­μοι χω­ρίς έκ­φρα­ση
για να με­τρή­σω πού βα­δί­ζω.

Συ­ντο­νί­ζο­μαι με την κου­βέ­ντα
του ανέ­μου και των φύλ­λων.
Έχουν σβή­σει οι σι­δε­ρέ­νιοι ήχοι,
στο μυα­λό, μη­χα­νών κι αριθ­μών.

Για τον κα­θ' έναν που το γνω­ρί­ζει
ότι έχει φτά­σει η ώρα για να φύ­γει,
ένα το­πίο αλ­λού αρ­χί­ζει και παίρ­νει
μορ­φή, τό­πος που τον κα­λω­σο­ρί­ζει.

Πο­λε­ο­δο­μί­ες

Με τέ­τοια τέ­λεια τά­ξη
στον κό­σμο τον ορα­τό,
λες, Δεν μπο­ρεί! Σ’ αυ­τή την πό­λη
η πο­λε­ο­δο­μι­κή αναρ­χία της Αθή­νας
μάλ­λον επα­να­λαμ­βά­νε­ται κα­θη­με­ρι­νώς
στο εσω­τε­ρι­κό των μι­κρών σπι­τιών
που ξε­δι­πλώ­νο­νται σαν αλυ­σί­δα
ανοί­γο­ντας έναν τε­ρά­στιο χώ­ρο
αμ­φι­θε­α­τρι­κό όπου παί­ζε­ται το δρά­μα
κε­κλει­σμέ­νων των θυ­ρών. Εδώ,
η τι­μή ει­σό­δου ξε­πλέ­νε­ται κά­θε πρωί στο
σιω­πη­ρό, βλο­συ­ρό, νε­ρό των κα­να­λιών.


Η πα­λιά τέ­χνη της βόλ­τας

Βά­ζω χι­λιό­με­τρα
άσκο­πα, με τα πό­δια,
ταπ ταπ ο ρυθ­μός
στου πε­ζο­δρό­μιου
τις πλά­κες ―

(οι ει­κό­νες εί­ναι
πά­ντο­τε άλ­λες,
ακό­μη και αν εί­ναι
ίδιος ο διά­κο­σμος)

βά­ζω χι­λιό­με­τρα
με τα πό­δια
στης πό­λης
τις γει­το­νιές,
βά­ζει κι ο νους
μύ­ριες στρο­φές,

μι­κρές πλο­κές
που δια­δέ­χο­νται
η μια την άλ­λη,
και πά­ει, και πά­ει


Η πη­γή

Φα­ντα­στεί­τε το χρώ­μα της στά­χτης.
Μάλ­λον το χρώ­μα στα­χτιάς λά­σπης.
Ένα γκρι που αρ­χί­ζει και πρα­σι­νί­ζει.
Φα­ντα­στεί­τε έτσι όλον τον ου­ρα­νό,
συ­νέ­χειά του γκρί­ζο το πλα­τύ νε­ρό,
το ίδιο και η στε­ριά με ό,τι κου­βα­λά.

Αυ­τό το μου­ντό το­πίο εί­ναι πί­σω από
έναν πε­λώ­ριο, διά­φα­νο, γυά­λι­νο τοί­χο.
Και από την με­ριά την από εδώ,
απ’ όπου το πα­ρα­τη­ρώ, λά­μπει
το φως ένα σω­ρό μι­κρών ήλιων.
Το γέ­λιο των αν­θρώ­πων τρι­γύ­ρω.

Και λες, Μα πώς εί­ναι δυ­να­τόν;

…………………………………

Πά­ντα υπάρ­χει κά­που
ένας τό­πος-πη­γή, προ­φα­νώς,
απ’ όπου μυ­στι­κά αντλεί
η ψυ­χή ― η ψυ­χή του κα­θε­νός.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: