Παπαρούνα του νόστου / Δεν ήταν παραμύθι

Πώς φτάνεις ζωντανός στ' ανήλιαγα σκοτάδια κάτω, γιε μου;
Στους ζωντανούς είναι ανημπόρετο να τ' αντικρίζουν τούτα
Οδύσσεια, Νέκυια, λ 155-156 (μτφρ. Ν. Καζαντζάκη - Ι.Θ.Κακριδή)



Παπαρούνα του νόστου

Με τον καιρό αγκάλιασα τον χρόνο
κρέμασα τη μοναδικότητα
σε ένα μυστηριώδες μαύρο φόντο.
Και μόνο τότε άνοιξε μια πόρτα απόκρυφη
προς την ανάπαυση ψυχών
οικείων.

Ένα σύμπαν σε διάταση απλώθηκε
ανάληψη της «Νέκυιας» του Μπότσογλου
μπροστά στα μάτια.
Γενιές ανακατεύονται
μπάμπουσκες αιθέριες χωρίς τη μαθηματική ακολουθία.
Το αίμα που αδιάκοπα μεταπηδά
φλέβα πλακούντας φλέβα
δεν ξέρει ποια κατεύθυνση να πάρει.
Ένα θαύμα αποτοξίνωσης
από την τρέχουσα πραγματικότητα
― Ωκεανός είναι ρέει μακριά!

Μέσα στο ατέλειωτο σκοτάδι της ακτής
κατέβηκα σκαλοπάτια από καπνό.
Έψαξα για θεμέλια απτά
μα αντί στηρίγματος λίγα κεριά φυτρώναν.
Φέρουσα κατασκευή το φως τους
τουτέστιν η πίστη συνεπαρμένων ασθενών και οδοιπόρων
και οι δυο τους αβοήθητοι.

Τώρα μπροστά στο τελετουργικό παρέα μ’ έναν μάντη.
Η χειραψία διφορούμενη
με άυλους μονομάχους στη σιωπή
και ηρωίδες απολιθωμένες.
Ο μάντης γίνεται σκόνη μαζί με τα φύλλα δάφνης.
― Πόσο ν’αντέξει ο ζωντανός
με επαγγελματίες του νόστου.
Οι πόρτες χάνουνε ισχύ
το ανήμερο κεφάλι της Γοργόνας πλησιάζει.
Ένας μπλε χιτώνας με καλεί στην έξοδο.
Τρεχάλα.

Επιστροφή ξανά σε χώμα υγρό
ανάταση ανάσκελα σε φρεσκοκουρεμένο τριφύλλι.
Μια παπαρούνα δειλά ανατέλλει
επέζησε καρτερικά τόσους χειμώνες.
Κι εγώ μπερδεύω τα λόγια μου
αλληγορώ
σε ποιον να εξιστορήσω
η ανάμνηση στην κάθοδο νωπή.
Ψυχοσάββατο είναι;

Η παπαρούνα με κοιτά βαθιά στα μάτια.
― Κόκκινη είσαι, ζωντανή
μη σταματάς
ν’ ανθίζεις.

Χρόνης Μπότσογλου: «Νέκυια» (Εικόνες από το βίντεο του Τάκη Χατζόπουλου για την «Προσωπική Νεκυια» της Λάρυ Χάνου και του Σωτήρη Φέλιου)
Χρόνης Μπότσογλου: «Νέκυια» (Εικόνες από το βίντεο του Τάκη Χατζόπουλου για την «Προσωπική Νεκυια» της Λάρυ Χάνου και του Σωτήρη Φέλιου)



Δεν ήταν παραμύθι

Τη δεύτερη φορά δεν ήσουν μόνος στο δωμάτιο.
Τριγύρω σου φιγούρες καθισμένες
κάτι περίπου οσονούπω λευκοί νάνοι*
το κορμί τους τυλιγμένο με συρματοπλέγματα. Δε συνομιλούνε.
Υπομένουν.
Με βλέμμα απλανές σ’ένα παρόν που απομυζεί τα σπλάχνα
τ’αλείφει απαλά με μέταλλα.
Στις φλέβες τους ελλοχεύουν ουσίες αμύθητης αξίας
― αμύθητης, διότι ένα νανο-ελάχιστο λάθος στη δοσολογία
ισοδυναμεί με κλωστή σπασμένη. Ταλάντωση και ρήξη.

Την επομένη της εξόδου απ’ το θάλαμο
το βλέμμα στραμμένο σε μέλλον αβέβαιης καταδίκης
ή μήπως όχι. Ποιος να το φανταστεί.
Πόσα κιλά ευγνωμοσύνης κρύβονται μες στα σπλάχνα.
Μια ελπίδα στριφογυρνάει.
Πότε αστράφτει στη γωνία, ίδια πυγολαμπίδα.
Πότε κρύβεται πίσω από τα κρεμαστά μπουφάν
του ξύλινου καλόγερου.
Χαμογελά, σε ξεγελά, δύει μετά ανατέλλει.

Στο διπλανό δωμάτιο ενστερνίζεσαι το τώρα.
Για να φτιάξεις σκυρόδεμα θα χρειαστείς
σκόνη τσιμέντου, άμμο, χαλίκια και νερό.
Προπαντός μην ξεχάσεις να ρίξεις το χαλίκι.
Απαραίτητο για τη βελτιστοποίηση του μείγματος
― κι ας μοιάζει λίγο με τα κόλλυβα
που κάποτε ίσως φέρουν μακρινοί συγγενείς.
Προσθέτεις απαραιτήτως κι έναν υπερχειλισμένο κουβά από πίστη.

Έτσι, με τη σωστή αναλογία
ο τοίχος πάλι στέρεος.
Αναδομείται με υλικά ποιότητας άλφα-άλφα
ανθεκτικά
             μαζί με πόθο για επαναλαμβανόμενες μικρο-επεκτάσεις χρόνου.

Όχι, δεν ήταν παραμύθι.
Αλλά Χιονάτη γίνε έστω για λίγο μήπως και σώσεις καταδικασμένους νάνους.
Λευκούς, πολύχρωμους και αναχρωματισμένους.
Χωρίς περιστροφές εσύ να συνεχίζεις.
Την ελπίδα να γραπώνεις από παμπόνηρες κρυψώνες
στο δέρμα σου βδέλλα την κολλάς, την χιλιο-καρφιτσώνεις.
Προσεύχεσαι. Παρακαλάς
σε τέτοιο δωμάτιο μη χρειαστεί
ποτέ ΠΟΤΕ κανείς να ξαναμπεί.




_______________
*Οι λευκοί νάνοι είναι νεκρά άστρα, το υπόλειμμα του πυρήνα ενός αστέρα μικρής ή μεσαίας μάζας που απομένει μετά τον θάνατό του.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: