Παιχνίδια μπουντουάρ




Έχει πάει επτά η ώρα το απόγευμα σε λίγο θα νυχτώσει. Ο δυνατός ήχος μιας ομάδας μουσικών τζαζ κάτω στην πολύβουη λεωφόρο ψυχαγωγεί τους περαστικούς ενώ κάτι μαύρα μικρά πουλιά σαν θρυμματισμένα φιμέ κρύσταλλα πετούν στον ουρανό παιχνιδίζοντας ανάμεσα στα σύννεφα. Κάθεστε αντικριστά στο μικρό σαλονάκι του μπουντουάρ εναρμονισμένοι με την μεταφυσική κενότητα του απόβραδου που σκορπίζει πλήθος υπονοούμενα. Αφουγκράζεστε τον γλυκό ήχο του σαξόφωνου που διαπερνά τις βελούδινες μπορντό κουρτίνες. Ένας άνδρας και μια γυναίκα μάταια μαζί είκοσι χρόνια, τόσο ίδιοι και τόσο διαφορετικοί. Προχωρείτε μέσα στην ζωή λοξά, μοιράζεστε μια λωρίδα γης χωρίς να κοιτάζεστε στα μάτια, τρώτε από το ίδιο κουτάλι, σαν ένα είδος δίπολου, σαν συγκοινωνούντα δοχεία. Ο ένας έχει πάρει το παρελθόν του άλλου το έχει κάνει μέρος του εαυτού του και το κουβαλάει θέλοντας και μη μέσα του σαν σε γυάλινο δοχείο. Η κάθε ημέρα σας κυλά γλυκά, πληκτικά και ανεπαίσθητα η μια ολόιδια με την προηγούμενη και την επόμενη. Η δυνατότητα της ευτυχίας είναι για όλους δελεαστικό δόλωμα και συγχρόνως παγίδα.

Όταν φτάνει το σούρουπο όπως απόψε, εσύ φοράς ένα παλιό διάφανο μαύρο φόρεμα με αχανές ντεκολτέ, απλώνεις στο κορμί σου δυνατό άρωμα, πασαλείβεις άτσαλα τα μάγουλα σου με πούδρα και με κόκκινο κραγιόν τα χείλη σου. Όσο ξεδιπλώνει τα φτερά του ο χρόνος χαράζονται στο δέρμα σου ίχνη πλήξης και αδιαφορίας. Το πρόσωπο σου μοιάζει με φιλήδονη μάσκα, γύρω από το στόμα σου ρυτίδες ανικανοποίητου. Αυτός με επίσημο κοστούμι ανάβει το πούρο του και με κομψότητα τζέντλεμαν και την επιβλητική αυτοκυριαρχία που τον χαρακτηρίζει χαλαρώνει τον κόμπο της γραβάτας του. Πίνετε ένα καλό μπέρμπον με πάγο στα ακριβά κρυστάλλινα ποτήρια σας. Αναρωτιέσαι αν τελικά ο έρωτας καταλήγει σε κομφορμισμό. Ξεκινάς για κάτι που σε προκαλεί κάτι που αξίζει για σένα και φθάνεις σε μέρος ενδεχομένως βολικό αλλά διαφορετικό από αυτό για το οποίο ξεκίνησες, τίποτα δεν είναι όπως φαινόταν, τα πρόσωπα έχουν αλλάξει βαθιά μέσα τους, η παλίρροια έχει σβήσει τα παλιά χνάρια τους στην άμμο και όλα πλέον μοιάζουν με απωθημένη εκκρεμότητα όπως οι παρεξηγήσεις στις ταινίες που λύνονται ή και όχι στην τελευταία σεκάνς.

Μπλεγμένοι αενάως σε ένα δίχτυ αδιάκοπης ψευτιάς δίνετε νόημα στις άδειες βραδιές σας παίζοντας αφηρημένα ένα σαδομαζοχιστικό δραματικό παιχνίδι μπουντουάρ όπου είστε και δεν είστε ο εαυτός σας. Η λύση του δράματος, η μοιραία συνακολουθία καταλήγει συνήθως τις πρώτες πρωινές ώρες σε αδιέξοδα διλλήματα, τα πάντα είναι θέμα τύχης και καραμπινάτης υποκρισίας. Θαμπές απροσδιόριστες εικόνες σε κινούμενο πλάνο ανεβαίνουν στη μνήμη σας μέσα σε γκρι θολό φόντο, χάνονται στιγμιαία και επανέρχονται μαζί με τους ψιθύρους σας. Από τα ερμητικά σφραγισμένα σας χείλη ξεφεύγουν ανάμεσα σε μεγάλες σιωπές κάποιες κουβέντες που εναλλάσσονται με αναστεναγμούς, σαρκαστικά χαμόγελα, πνιχτά αγκομαχητά. Διάλογοι θεατρικοί που γραπώνονται από τις ασταθείς χειρολαβές της μνήμης σας και ενέχουν ενίοτε κίνδυνο εκτροχιασμού σας ειδικά όταν αναφέρονται στον ντετερμινισμό του παρελθόντος. Ξαπλωμένη στον καναπέ κάνεις πως διαβάζεις με μισόκλειστα τα μάτια, «ούτε ζωντανή, ούτε νεκρή» σκέφτεσαι για τον εαυτό σου, τα συναισθήματα σου παγόβουνα βυθισμένα στο χρόνο, ενώ μια δύναμη μέσα σου σε σπρώχνει να εγκαταλείψεις το σκηνικό να ανοίξεις την πόρτα και να ξεφύγεις, μα η πόρτα στο βάθος του διαδρόμου σου φαίνεται να κυλά, να απομακρύνεται στην αθέατη άκρη σκοτεινού τούνελ. «Εμείς ποτέ δεν αγαπηθήκαμε ούτε είμαστε τρελά ερωτευμένοι έτσι δεν είναι;», του λες σπάζοντας την σιωπή, «Θυμάμαι τον πρώτο καιρό που διασχίζαμε τις πλατείες πιασμένοι αγκαζέ μα κάποια στιγμή εγώ έστριψα δεξιά, εσύ αριστερά και όλα άλλαξαν, αν οπλιστώ με την δύναμη και φύγω απόψε κιόλας θα είναι σαν να μην συνέβη τίποτα για σένα». Του ρίχνεις κλεφτές ματιές και στις ανταποδίδει. Κατασκοπεύετε ο ένας τον άλλον λες και σας δένει μια αντιπαλότητα συνενόχων, μια κατάσταση μπερδεμένη που την κρατάτε για χρόνια κρυφή ακόμα και από τους εαυτούς σας. Η συζυγική ευτυχία είναι δύσκολη αν όχι ανέφικτη και είναι εντυπωσιακό το πόσο εύκολα μπορεί να παραδοθεί στην παρακμή ένα ζευγάρι, να αφήσει την ζωή να τυλιχθεί σαν μεταξωτό σκοινί γύρω από τον λαιμό. Ξεστρατίζει τότε η σκέψη σε παραλογισμούς, ψάχνει να πιαστεί από ανάκατα παλιά σκουριασμένα παλιοσίδερα, ποντάρει σε ιστορίες φανταστικές για να βρει εξηγήσεις , για να γεμίσει το κενό.

«Τα ξέρω όλα για σένα, για τις επιδέξιες απιστίες, τους κρυφούς, ανήθικους έρωτές σου, τα πράγματα μιλάνε από μόνα τους, τίποτα δεν αποκλείεται ή σχεδόν τίποτα» σου λέει βγάζοντας ειρωνικό γρύλισμα. «Τρέφεις αυταπάτες», του απαντάς μετά από σύντομη παύση «αυτά τα πλάσματα δεν υπήρξαν ποτέ, ότι και αν έχεις στο μυαλό σου είναι δική σου εντύπωση, μπορώ να σου πω ποια νομίζω πως είμαι, να σου μιλήσω ξεκάθαρα με το χέρι στην καρδιά για μένα, μα δεν θα αλλάξει τίποτα, δεν υπάρχουν μάρτυρες στα συναισθήματα μας, άλλωστε εμείς εδώ απόψε είμαστε απλοί κομπάρσοι δεν υπάρχει πρωταγωνιστής». Σε φαντάζεται σε ξεδιάντροπες ερωτικές περιπτύξεις με αγνώστους σε δωμάτια φτηνών ξενοδοχείων, σε ελέγχει εξονυχιστικά και εξυφαίνει συνεχώς νεφελώματα παρανοϊκών εικασιών και φανταστικές προδοσίες. Κρύβεται στο στενό του δρόμου και σε ακολουθεί κρυφά. Στρίβεις ξαφνικά το κεφάλι σου και τον βλέπεις πίσω σου να ξεπροβάλλει από το σκοτάδι κάτω από το φιλάσθενο φως των φαναριών. Φτιάχνει με τα απωθημένα του το πρόσωπο ενός άλλου σφριγηλού και νεότερου άνδρα που θα ήθελε ο ίδιος να είναι και κάποιες φορές σκορπίζει επάνω σου στο κρεβάτι επιδεικτικά και περιφρονητικά χούφτες χαρτονομίσματα. Υποτιμά τον εαυτό του θίγοντας αυτά τα τετριμμένα θέματα, τα αποκαρδιωτικά κοινότοπα που προκαλούν σαματά για το τίποτα. Σε αυτήν την ατμόσφαιρα διπλής απάτης μοιάζει να ταυτίζεται με τις ασκητικές ανυπόφορα σοβαρές και καταπιεσμένες ανδρικές φυσιογνωμίες τού Ι. Μπέργκμαν εγκλωβίζεται σε αυστηρά πειθαρχημένους ρόλους ευπρέπειας και πουριτανισμού γιατί έτσι αντιμάχεται την αλήθεια του, την φυσική ροπή του προς τις πόρνες και την έκλυτη ζωή. Φταίνε οι χημικές ουσίες του εγκεφάλου του για αυτές τις μπανάλ ιδεοληψίες τις καρφωμένες σαν ξένο αιχμηρό σώμα στο μυαλό του. Φταίνε τα πλαδαρά του άκρα που ποτέ δεν έγιναν μυώδη. Φταίει και το συρρικνωμένο μικρό του πέος ένα αδιόρθωτο ναρκισσιστικό πλήγμα, ένας καημός αθεράπευτος, πηγή βασάνων, η κρυφή τραγωδία της ζωής του. «Βουλιάξαμε κανείς από τους δυο μας δεν κατάλαβε τόσα χρόνια τι πραγματικά είναι ο άλλος, δεν με γνωρίζεις δεν ξέρεις ποιος είμαι δεν το έμαθες ποτέ, δεν φταις εσύ ούτε εγώ που δεν γνωριζόμαστε, δυστυχώς το χάρισμα της λογικής δεν είναι σε θέση να ερμηνεύσει την πραγματικότητα», τον ακούς να λέει ήρεμα σαν να μιλά στον εαυτό του.

Εσύ στην άλλη άκρη του μπουντουάρ ξυπόλητη, τρεκλίζοντας ελαφρά στο μισοσκόταδο, με το μισογεμάτο ποτήρι του ουίσκι στο χέρι τον κοιτάζεις με μισόκλειστα μάτια μέσα από τον καθρέφτη. Τον φαντάζεσαι σε μια παγερή άσκηση θανάτου. Να ανεβαίνει την εσωτερική σκάλα στο σκοτεινό δωμάτιο με το χαμηλό ταβάνι να στέκεται σε απόγνωση ακίνητος στο επάνω σκαλοπάτι εκεί που απλώνεται η φωτεινή λωρίδα πανέτοιμος να κυλήσει σε αμετάκλητες υπαρξιακές πράξεις. Με τα μάτια δεμένα με το μαύρο του μαντήλι να βγάζει από την τσέπη του ένα μικρό, οπλισμένο περίστροφο και να αυτοπυροβολείται στο κεφάλι, να αδειάζει μια σφαίρα στον δεξί κρόταφο με το όπλο που είχε επιμελώς προετοιμάσει. Να αγκαλιάζει την άβυσσο με ανοιχτά τα χέρια όπως οι ακροβάτες στο τσίρκο. Το βουβό του σώμα να κατρακυλά στην σκάλα σε αργή κίνηση, να αγγίζει το πάτωμα απαλά χωρίς θόρυβο σαν κομφετί, σαν τις νιφάδες του χιονιού. Μπορείς να το φανταστείς να γίνεται, είναι σαν να το βλέπεις ήδη, νοιώθεις μια νευρικότητα σαν να κρατάς εσύ το όπλο στο γαντοφορεμένο χέρι σου και να τον πυροβολείς, ακούς ήδη τον ξηρό κρότο του πυροβολισμού που θα συμβεί ένα δευτερόλεπτο αργότερα. Και πιστεύεις τα πάντα ή δεν πιστεύεις τίποτα, απόψε είσαι ηθοποιός.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: