Ο θαυματοποιός

Ο θαυματοποιός

Συνέλαβε τον εαυτό του να έχει χάσει την επαφή με τα συνήθη καθοδηγητικά ορόσημα, που προσέφερε φαινομενικά ο κόσμος του. Ο ήλιος, οι αστερισμοί και οι περιφερόμενοι πλανήτες εμφανίζονταν στα μάτια του μόνο σαν αντικατοπτρισμοί, σαν ψεύτικοι συμβολισμοί και τρόποι παγίδευσης των ανυποψίαστων από τη μάγισσα του παραμυθιού του σύμπαντος. Αυτή η εύθραυστη τοποθέτηση, πως οι έναστρες, μαγευτικές νύχτες δεν έκρυβαν μέσα στην εναλλαγή τους κάποιο μήνυμα για τον ίδιο και πως αν κάθε τόσο σήκωνε το κεφάλι του προς τον βουβό ουρανό δεν ήταν από θαυμασμό αλλά για να επιβεβαιώσει το αναπόδραστο μιας απαρασάλευτης σιωπής, του παρείχε της αίσθηση μιας αφόρητης μοναξιάς, που μόνο οι για χρόνια ξοδεμένες στην ψευδαίσθηση ζωές μπορούν παρόλα αυτά να αναγνωρίσουν ως λυτρωτική. Τα οράματά του ήταν γεμάτα με μέρες μοναχικού βαδίσματος σε ερημιές απρόσιτες και άγονους, απαράλλαχτους τόπους. Κόκκινος, χωμάτινος άνεμος βούιζε στα αυτιά του και τρύπωνε στις σχισμές των ματιών του, με τον ίδιο να περιφέρεται σαν βιβλική φιγούρα, όμοιος με ευθυτενές ιδεόγραμμα στο μέσο της παραζάλης και του τίποτα.

«Πόση υπομονή δείχνει ο κόσμος για να σηκώνει το βάρος των ανθρώπων; Για να σηκώνει το βάρος των λέξεων τους; Πώς και δεν τσακίζει σαν κλαδί παγωμένου δέντρου με τους χυμούς στις φλέβες του μεταστοιχειωμένους σε συμπαγή υδράργυρο; Κάθε ματαιωμένη ζωή και μια σταγόνα υδραργύρου να τρέχει σαν αφηνιασμένη σφαίρα, να κατηφορίζει προς την ανυπαρξία. Από το τίποτα στο τίποτα με ενδιάμεση στάση το απέραντο πουθενά. Ποια ήταν η πρώτη λέξη για το ψεύδος, προτού το ψεύδος γεννηθεί στον κόσμο; Πώς προχωράς μέσα στην ύπαρξη, όταν αποτελείς προσβολή για την ίδια την ύπαρξη, σαν κατάρα ριγμένη από στοιχειά που δραπέτευσαν μέσα από τη μαύρη κερκόπορτα ενός κόσμου καταδικασμένου ερήμην;».

Ο άνεμος που στεκόταν πιστός συνοδοιπόρος του για μέρες, κατέκλυζε τις ερημιές, από τις κόχες των βράχων και τις ξεραμένες κοίτες αρχαίων ποταμών μέχρι τον άδειο πια από άστρα ουρανό, με όλες αυτές τις ερωτήσεις, που τις μετέφερε από άγνωστες πηγές, σαν μαντατοφόρος περασμένων εποχών, ο οποίος αγνοούσε το περιεχόμενο του σφραγισμένου, γεμάτου με δυσοίωνα μηνύματα ή φριχτά νέα, γράμματος που κουβαλούσε. Ένας εφήμερος άνεμος ριγμένος μέσα στη χαραμάδα του εφήμερου κόσμου, σαν ψεύτικη υπόσχεση διάρκειας και σταθερότητας.

Βάδιζε για μέρες πάνω σε μια παγωμένη γη, που έδειχνε να μην έχει ούτε την ανάμνηση κάποιας καλύτερης εποχής. Έμοιαζε να έχει χάσει για πάντα την ανάμνηση της προσδοκίας κάποιας άνοιξης. Το γκρίζο διαδεχόταν το καφέ και συραμμένα με τον τεφρό ουρανό σχημάτιζαν τον δυσδιάκριτο ορίζοντα, που μόνο η εναλλαγή της μέρας και της νύχτας προσπαθούσε μάταια να αποκαλύψει. Ο ίδιος προσποιούνταν πως προσανατολίζονταν μόνο και μόνο γιατί δεν υπήρχε κανένας προορισμός χαραγμένος εντός του. Στα μάτια ενός παρατηρητή το βήμα του μπορεί να φάνταζε αποφασιστικό αλλά ο λιπόσαρκος άνδρας δε φύλαγε την αποφασιστικότητά του για όσα του επεφύλασσε το μέλλον, παρά μόνο για όσα άφηνε πίσω του, για όσα είχαν καταμετρηθεί από τη γύμνια των πελμάτων του. Όσο βάδιζε τον ακολουθούσε καταπόδας, σαν σερνάμενος μελανός ίσκιος, η αίσθηση μιας ανεπανόρθωτης απώλειας. Ένιωθε βαθιά μέσα του πως είχε συντελεστεί μια ανίερη παραβίαση όλων των νόμων που γνώριζε ή που προσποιούνταν ότι γνώριζε και τους οποίους αποδεχόταν έως τώρα. Και ήταν παράξενη η αίσθηση για έναν έκνομο, έναν αποστάτη που δεν αποδεχόταν να είναι δέσμιος κανενός νόμου και για αυτό το λόγο διάβαζε την ίδια την πλάση με μισό μάτι και κρατούσε τις επιφυλάξεις του, αποφεύγοντας την εξαγωγή εύκολων συμπερασμάτων εκεί όπου άλλοι απέδιδαν, ελαφρά τη καρδία, όλες τις ευθύνες σε μια κατά τα άλλα ανεξιχνίαστη φύση. Οι άηχες αστραπές, αλαζονικά αλλά ταυτόχρονα ντροπαλά και βραχύβια λυχνάρια, που γέμιζαν με ασημένιες φλέβες το μαύρο κενό που υψώνονταν πίσω από τα βουνά, αντί να τον συντροφεύουν, επέτειναν αυτή την αίσθηση.

Στο διάβα του συναντούσε τα σπαρμένα ερείπια περασμένων, χαμένων μέσα στο χρόνο πολιτισμών, ξεπλυμένα από παμπάλαιες καταιγίδες η ανάμνηση των οποίων αποτελούσε μια αόριστη φήμη για τις άνυδρες εκτάσεις που απλώνονταν παντού μπροστά του. Ξεδοντιασμένοι, σακάτηδες διακονιάρηδες σφετερίζονταν το χώρο γύρω του, με τα σερνάμενα πόδια τους να χαράζουν παράξενες γραφές πάνω στη σκόνη, ακατανόητα μηνύματα για μελλοντικούς ταξιδιώτες, που δεν έμελλε να περάσουν ποτέ από αυτά τα μέρη. Τα κουρελιασμένα ρούχα αριστοκρατών που φορούσαν, ραμμένα σε άλλους τόπους και άλλες εποχές από περιζήτητους τεχνίτες, εραστές της λεπτομέρειας και τα λευκά λιγδιασμένα τους ημίψηλα, έμοιαζαν παράταιρα πάνω τους, σαν ακατονόμαστη βωμολοχία σε στόμα μικρού παιδιού. Παραιτημένοι σε μια μοίρα που τη θεωρούσαν πια ταυτόσημη με την ύπαρξή τους, δε ζητούσαν τίποτα από τον περαστικό, που εμφανίστηκε σαν όραμα μπροστά στα εμβρόντητα, μισότυφλα μάτια τους, σαν ξέφτι από μύθους βασιλιάδων που βεβήλωσαν κάποτε την ησυχία της ερήμου με στρατούς υπέρλαμπρους, που κάλυπταν τους μυστικούς, ιερούς ψιθύρους του ανέμου με βούκινα και τουμπελέκια, πριν τους καταπιεί η χωμάτινη άβυσσος του χρόνου, νόθο παιδί της αλαζονείας τους και της ματαιότητας πράξεων υπερτιμημένων στα σκοτισμένα από τον εγωισμό μάτια τους. Αν κάποιοι από αυτούς τους ρακένδυτους προσκυνητές του αναπόδραστου εξέφρασαν για μια στιγμή στη, σβησμένη από καιρό από τα κατάστιχα της επικοινωνίας, γλώσσα τους την έκπληξή τους για την εκεί παρουσία του, ο ίδιος δεν το κατάλαβε και συνέχισε το δρόμο του χωρίς απόκριση, χωρίς καν ένα νεύμα, αρνούμενος να δώσει υπόσταση στον οίκτο, που στη συνείδησή του εμφανίζονταν ως σιαμαίος αδερφός με τα κούφια λόγια.

Κάθε νέο βήμα του μέσα σε αυτό το περιβάλλον, μέσα στο όλον, που οι αρχαίες γλώσσες στην αποτυχημένη προσπάθεια τους να εξευμενίσουν πράγματα άγνωστα και αδιαπέραστα, ονόμαζαν άστοχα κόσμο, του δημιουργούσε την ιδέα, που εμφανίζονταν σαν ψηφιδωτό από χιλιάδες αδιόρατα θραύσματα, πώς το εξωτερικό χάος και το άπειρο χάος εντός του ήταν αδιαίρετα. Και αναγνώριζε πεισματικά αργά αλλά με μια αναγνώριση που έτεινε να μεταμορφωθεί σε βεβαιότητα, πώς το ταπεινό και ταλαιπωρημένο σώμα του, αποτελούσε τη μοναδική, απαρτισμένη από σάρκα και οστά, γέφυρα που ένωνε αυτές τις δύο εκφάνσεις του χάους. Η κάθε ανεπαίσθητη ανάσα του, η κατάφαση του ζωντανού σώματός του, διαπερνούσε σα λεπτή κλωστή, από τη μία τον απέραντο εξωτερικό κόσμο με τις απώτατες γωνιές του, που ανήκαν στην επικράτεια του αδιαπέραστου σκότους και με τους φωτεινούς, περιστρεφόμενους γαλαξίες του και από την άλλη το μέγα δημιούργημα εντός του, με όλα τα πρωτόγονα συναισθήματα και τις εκλεπτυσμένες ιδέες του, με όλα τα δικά του σκοτάδια, φτιαγμένα από μια ύλη λεπτή και συμπαγή, και τα ένωνε σε ένα αρραγές σύνολο, που αποτελούσε τη μία και μοναδική εκδήλωση κάθε ορατού και αοράτου.

Τα χαμηλά σύννεφα που περνούσαν γοργά πάνω από το κεφάλι του, έδειχναν ασυγκίνητα από την παράξενη μουσική, την οποία μετέφερε ο ίδιος άνεμος, που επέτρεπε και στα ίδια να έρπουν κάτω από τον βαρύ, μολυβί ουρανό και η οποία γέμιζε το χώρο παντού γύρω από το μοναχικό οδοιπόρο, καθώς χτυπούσε πάνω στους βράχους, περνούσε μέσα από τις θρυμματισμένες πέτρες και έβαφε με τη μελωδία της κάθε μόριο της συμπαγούς ατμόσφαιρας. Μπλεγμένη με τον αιώνιο σύντροφό της τον λόγο ήταν αυτή η μουσική και έφτιαχναν μαζί ένα άσμα των βουνών και των ερήμων, το τραγούδι των Σειρήνων, που μιλούσε για την ακατανίκητη δύναμη ενός ήχου μαυλιστή, που εισχωρούσε ύπουλα στις καρδιές των ανθρώπων και επέτεινε τη μεγάλη ψευδαίσθηση, η οποία κάλυπτε και απέκρυπτε τα μυστικά ενός τερατώδους κόσμου μέσα στον οποίο ο άνθρωπος δεν είχε ποτέ θέση και είχε εισέλθει λαθραία εκμεταλλευόμενος ποιος ξέρει ποια στιγμή αφηρημάδας του ίδιου αυτού κατά τα άλλα αδυσώπητου και στιβαρού κόσμου. Το τραγούδι φερμένο από διαφορετικές γωνίες παραπλανούσε τον ακροατή, που δεν μπορούσε να διακρίνει αν οι φωνές που έφταναν στα αυτιά του ήταν αντρικές, γυναικείες ή παιδικές. Υπήρχαν στιγμές που τα λόγια χάνονταν και τη θέση τους έπαιρνε ένα βουητό μαινόμενο, που θα μπορούσε να είναι η ανάσα του σύμπαντος ή ένα μικρό κομμάτι της προσαρμοσμένο να χωρά σε αυτόν τον περιορισμένο γήινο τόπο. Το βουητό εναλλάσσονταν με το τραγούδι και παρήγαγαν έναν καταιγισμό από ήχους μυστηριακούς, δημιουργώντας την αίσθηση της τρικυμίας μέσα στον έρημο τόπο, όπου δεν υπήρχε σταγόνα νερού.

Σκούρες, ακαθόριστες φιγούρες απάρτιζαν το κουαρτέτο των μουσικών και καθοδηγούνταν από μια γυναικεία μορφή, που έμοιαζε σμιλεμένη από τη σμαραγδένια άμμο που κουβαλούσε ο άνεμος. Η παρουσία της τύλιγε το χώρο σαν την ομίχλη που ξεπροβάλει αργόσυρτα μέσα από τις συστάδες αόρατων δέντρων. Έμοιαζε σαν όλες οι παρελθούσες ασήμαντες λεπτομέρειες που απαρτίζουν μια ζωή να ζωντάνευαν στο πέρασμά της και να λάμβαναν διαστάσεις τεράστιες, παρατηρούμενες κάτω από έναν μεγεθυντικό φακό – συλλέκτη χρονικών σημείων. Στιγμές που συνήθως οι άνθρωποι υποβαθμίζουν αγνοώντας πως τα κατ’ επίφαση σημαντικά γεγονότα της ζωής τους προετοιμάζονται για χρόνια από τις απλές αυτές στιγμές, για να επιστρέψουν σε αυτές, όταν καταλαγιάσει ο θόρυβος από τις ονειροφαντασίες που οι ίδιοι καλλιεργούν για να μασκαρέψουν τη μονοτονία ενός βίου που στα κατάστιχα απατεώνων ψευδοσοφών έχει καταγραφεί ως ιδανικός, με μια εξιδανίκευση αιτιολογημένη από το απλό γεγονός της ύπαρξής του.

Το κίτρινο στα μάτια της γυναίκας, που λαμπύριζαν απόκοσμα κάτω από έναν τεφρό ουρανό, χαραγμένο από τα νύχια εκατοντάδων αστραπών, διασταυρώθηκε με το μαύρο των δικών του ματιών και γέννησαν διαλόγους και ιδέες πρωτάκουστες και άγνωστες για εκείνον τον σκοτεινό και απάνθρωπο τόπο. Έδωσαν πνοή σε βουβές διαπραγματεύσεις που αφορούσαν γεγονότα ζωτικής σημασίας, διαπραγματεύσεις ισάξιες με τα αρχαία αινίγματα μιας άφτερης Σφίγγας, κατά τις οποίες διακυβεύονταν οι τύχες όλων των εκδηλωμένων κόσμων και η ύπαρξη μιας ζωής υπονομευμένης από τους ίδιους τους φορείς της.

«Είμαι η Αλήθεια και είμαι το Ψεύδος. Ενσαρκώνω την Ανάμνηση και τη Λήθη. Είμαι η Καταγραφή και είμαι η Αποσιώπηση. Κατέχω όλες τις σκέψεις και τις πράξεις των ανθρώπων. Αντιστροφή και Ψευδαίσθηση είναι δύο από τα ατέλειωτα ονόματα που κουβαλώ από τις απαρχές του χρόνου. Κάποιοι με αποκάλεσαν η Μονάδα και όλοι παραλύουν και υποκλίνονται και μόνο στη σκέψη μου. Με διεκδικούν στις αιματοβαμμένες αγκαλιές τους και ορκίζονται όρκο βαρύ στο όνομά μου. Ο χρόνος γίνεται παιχνίδι στα χέρια μου, μια μαριονέτα για να αποκοιμίζω τα θλιβερά όντα που τον καταμετρούν σοδιάζοντάς τον στο μαύρο πηγάδι της ματαιοπονίας τους. Εγώ δένω και κόβω τα νήματα των κόσμων, στέλνω στρατιές στον όλεθρο και σκεπάζω τα πεδία των άσκοπων μαχών τους με τα χρώματα της ανθισμένης πνοής μου. Λαξεύω τις μοίρες στις μαλακές παλάμες των εμβρύων και τους αποκρύπτω τον τρόπο της αποκρυπτογράφησής τους. Είμαι εγώ, που καθοδήγησα τα πλανεμένα βήματά σου ως εδώ».

Η φωνή έμοιαζε να τον πολιορκεί από κάθε κατεύθυνση, προερχόμενη όχι από το σφραγισμένο στόμα της φασματικής γυναικείας μορφής αλλά από το αχανές των ματιών της, που τώρα είχαν κατακυριεύσει όλη του την υπόσταση. Λέξεις και έννοιες θαμμένες στο χρόνο αιωρούνταν γύρω από την αναμμένη φωτιά που μαινόταν στο μυαλό του. Ο κόσμος μεγάλωνε και μίκραινε με κάθε του αναπνοή, με κάθε του ανάσα που έμοιαζε να διαρκεί όσο ο καιρός που χρειάζεται για να δημιουργηθούν τα σύμπαντα , πριν επιστρέψουν στις κρυφές μήτρες της απαρχής της δημιουργίας.

Καθώς προχωρούσε μόνος προς έναν ορίζοντα, που ήταν αδύνατο να φανερώσει την έλευση της καινούριας μέρας ή κάποιας παντοτινής νύχτας, η σιωπή του εξακολουθούσε να συνοδεύει τους άηχους δρόμους από υδράργυρο, που χάραζαν οι κεραυνοί στο βάθος του ορίζοντα και αυλάκωναν τον ουρανό κάνοντάς τον τώρα να μοιάζει με θρυμματισμένο στρώμα πάγου. Το τραγούδι των περιπλανόμενων μουσικών τον ακολουθούσε διακριτικά από μακριά αλλά τώρα μέσα από τους ήχους που έσβηναν σιγά σιγά και χάνονταν μπορούσε να διακρίνει τα λόγια τους, σαν ψιθυριστές προσευχές όντων καταδικασμένων στην ανυπαρξία. «Κι όταν θ ’ακούσεις τις καμπάνες να μετράνε το χρόνο, μην πιστέψεις λέξη. Τις σοφές κουβέντες των γερόντων και τις καυχησιές των Αντίνοων καθώς πιάνονται απ΄ τις έννοιες, μην πιστέψεις λέξη. Τ ’αλήθεια σα διαχωρίζουν απ΄ τα ψέματα και σταυρώνουν στην αγορά τον όχλο που επέλεξε τους Βαραβάδες, μην πιστέψεις λέξη. Η σκέψη σου η ενδόμυχη σα σε τυλίξει και συρίζει γλείφοντας τα σωθικά σου, ρίξε την ψυχή σου σε λήθαργο βαθύ, στης Λήθης τα αιώνια μαύρα χιόνια, ξέμαθε κάθε σύμβολο και μην πιστέψεις λέξη». Αν στο πρόσωπό του σχηματίστηκε ένα αδιόρατο χαμόγελο, το έκρυψε γρήγορα η σκόνη που μετέφερε ο μαινόμενος άνεμος, που είχε βαλθεί να σβήσει κάθε περίγραμμα ενός φθίνοντος κόσμου.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: