Σώμα δεν έχω
παρά μονάχα τη σιωπή Σου
κι ας μη μιλάς, μονάχα κοίτα με
Κεντώ στο μέτωπό μου τον χρησμό
Όσοι είναι ανίκανοι να διδαχτούν
απ’ τη ζωή,
βάζουν μυαλό από τη φύση
και γράφω στην καρδιά μου
Σαν τη ζωή κι ο θάνατος που θ’ αξιωθώ
ας είναι
Σημάδεψέ με τον αβασίλευτο
με του αντέρωτα τη σαϊτιά
κρύψε με από τον έρωτα, Άρτεμη
Κι εγώ Σου φέρνω άνθη
να στολιστείς από
λιβάδι αμάραντο, ανέγγιχτο
το Σώμα μου
αχ, πώς λυγίζει από σπαργή
δεκαεννιά χρονώ ξέφρενος Μάης
και γίνονται μια άνοιξη
όλες οι εποχές
Κι αντιφεγγίζουνε
στα εβένινά Σου μάτια
έτσι μιλούν στο Σώμα μου
για Σένα γονατίζουν
όλα μαζί και προσκυνούν
λυγίζουνε τα πράγματα
Όσα σηκώνει ο ουρανός
κι η γη κοιλοπονάει
Όσα φαντάζεσαι κι Όσα θα δεις
παίρνουν το σχήμα τους
στο Σώμα μου
εικόνες γράφονται μελωδικά
γεννιέται το τοπίο σαν τραγούδι
οι φλέβες μου χαράζουν τους γκρεμούς
από το Σώμα μου
που ακουμπά η ματιά Σου
βουνά και κάμποι, ποτάμια, θάλασσες
δέντρα σημαδεμένα κι ασημάδευτα
να’ χουν οι άνεμοι παιχνίδι
για να χαίρονται
οι ερωδιοί, τα ελάφια Σου, οι πάνθηρες, οι σπίνοι
για Σένα μόνο
μελωδώ το Σώμα μου
ανέγγιχτο, αμάραντο
ένα λιβάδι παπαρούνες
τις νύχτες να στολίζεσαι
κι εγώ να καμαρώνω
Συγχώρα με, θεά του κυνηγιού,
των πλανεμένων κρύπτη Δίκτυννα,
δεν έχω Σώμα
παρά για να Σε σκέφτομαι
να έχει κάπου να κουρνιάσει
η σκέψη μου για Σένα.