Ο άνθρωπος είναι το μόνο ζώο που μπορεί να συλλογιστεί. Ή θα έπρεπε.
Π Ρ Ω Τ Α Γ Ο Ρ Α Σ
Δεν ξέρω γιατί, αλλά το τηλεκοντρόλ του ερκοντίσιον είναι το πρώτο πράγμα που πρόσεξα όταν κάθισα στον καναπέ που μου υπέδειξε η ρεσεψιονίστ. Ακόμη και τώρα, τρία τέταρτα αργότερα, κι ενώ τα μάτια μου έχουν περιπλανηθεί σε όλα τα αντικείμενα της αίθουσας αναμονής που παρά τη μίνιμαλ διακόσμηση δεν είναι, τελικά, και λίγα, πάλι αυτό με βρίσκω να κοιτάζω. Είναι λες και τα μάτια μου αποφάσισαν από μόνα τους, αν αυτό γίνεται δηλαδή, ότι αυτές οι δύο βίδες κι η θήκη που στερεώνουν το τηλεκοντρόλ στον τοίχο είναι το σημείο που πρέπει πάντα να επιστρέφουν αφού ολοκληρώσουν τη διαδρομή: τηλεόραση, γυάλινο τραπεζάκι με περιοδικά, αφηρημένος πίνακας σε χρώμα μπλε, φουσκωμένη κοιλιά και δάχτυλα πάνω στον απέναντι καναπέ σε χρώμα μπεζ (ο καναπές), μαύρη αγκράφα τσάντας που ανοιγοκλείνει και καφετί δάχτυλα γυναίκας που την ανοιγοκλείνουν, ρεσεψιονίστ που ίσως και να με έχει ξεχάσει, τηλεκοντρόλ του ερκοντίσιον.
Ούτε ξέρω τι έπαθα σήμερα και κάθομαι και αναλύω τόσο την πορεία των ματιών μου. Ή μάλλον όχι, αυτό το ξέρω. Ανάμεσα στο σπίτι, τη δουλειά, τη φροντίδα της μικρής και τα ψώνια που πρέπει να κάνω και για τις τρεις μας, συνήθως δεν έχω χρόνο να κάθομαι να με παρατηρώ. Σήμερα, όμως, ή, τελοσπάντων, για όση ώρα θα με έχουν εδώ να περιμένω, έχω όλο τον χρόνο στον κόσμο.
Σχετικά με το τηλεκοντρόλ, αυτό που σκέφτομαι είναι ότι οποιοδήποτε αντικείμενο κρεμασμένο στον τοίχο αυτόματα με κάνει να νιώθω ασφάλεια. Νομίζω για αυτό επέμεινα τόσο να βάλουμε πίνακες στο σπίτι όταν γεννήθηκε η μικρή, κι ας γκρινιάζει η μαμά ότι θα μας βάλουν σε μπελάδες με τον σπιτονοικοκύρη. Τότε, βέβαια, δεν ήξερα για ποιον λόγο οι πίνακες, τα κάδρα δηλαδή, είναι για μένα σημαντικότερα από κάθε σπιτονοικοκύρη, αλλά σήμερα, με τη βοήθεια του τηλεκοντρόλ, το κατάλαβα. Με λίγα λόγια, οι πίνακες με κάνουν να νιώθω θαλπωρή, και το τηλεκοντρόλ ότι βρίσκομαι σε καλά χέρια. Σε αυτήν εδώ την αίθουσα, πριν ακόμη μπουν οι καναπέδες κι αρχίσουν να κάθονται πάνω τους γυναίκες άσπρες, κίτρινες και καφετί, πριν ακόμα καθίσει στη θέση της η ρεσεψιονίστ που όλο και καρφώνω με το βλέμμα μου για να της θυμίσω ότι είμαι κι εγώ εδώ και περιμένω, κάποιος, πιθανότατα ο ίδιος που στερέωσε και τους πίνακες σε κάπως οινοπνευματί, τώρα που τους ξαναβλέπω, χρώμα, σκέφτηκε να καρφώσει δύο βίδες και μια υποδοχή για τηλεκοντρόλ στον τοίχο, για να μη χάνει τον χρόνο της η ρεσεψιονίστ ψάχνοντας στα συρτάρια. Δεν είναι, λοιπόν, λογικό να νιώθω ασφάλεια όταν μου αποκαλύπτεται, χάρη στο τηλεκοντρόλ, ότι πίσω από αυτό το δωμάτιο υπάρχει κάποιος που μας φροντίζει; Κάποιος που θέλει να κοιτάμε κάτι όμορφο (πίνακες), να μη βαριόμαστε (τηλεόραση), να μαθαίνουμε κάτι χρήσιμο (περιοδικά και τηλεόραση) και κυρίως να μη χάνουν οι άνθρωποι τον πολύτιμο χρόνο τους;
Το παράδοξο, βέβαια, είναι πως σε αυτό το μέρος όπου ο χρόνος των ανθρώπων μετράει τόσο πολύ, εμένα με έχουν αφήσει να περιμένω τόση ώρα. Και, εντάξει, ίσως ο δικός μου χρόνος να μην είναι τόσο πολύτιμος όσο της ρεσεψιονίστ, του γιατρού με το πολυάσχολο πρόγραμμα, των υποψήφιων μαμάδων σαν τη καφετί ξένη διπλανή μου που, κρίνοντας από την πανάκριβη τσάντα και το κινητό που δε σταματάει να δονείται, μάλλον πίσω στη χώρα της την περιμένει κάποια δουλειά πολύ πιο σημαντική από τη δική μου, αλλά εγώ δεν έχω έρθει εδώ μόνη μου. Σα να μου φαίνεται πως όλοι το ξεχνάνε αυτό, με πρώτη και καλύτερη τη ρεσεψιονίστ. Θέλω να πω, μια γυναίκα με το προφίλ της καφετί διπλανής μου, δηλαδή όχι ακριβώς αφού εκείνη δεν ήταν καφετί αν και η τσάντα και τα παπούτσια της ήταν, πέρασε πριν από πέντε λεπτά στο γραφείο του γιατρού, κι ας είχε φτάσει αρκετή ώρα μετά από εμένα.
Δε λέω, οι γυναίκες αυτές είναι πολυάσχολες και, τέλοσπάντων, στην περίπτωσή μου μια από εκείνες πληρώνει την αμοιβή μου, οπότε θα μπορούσε κάποιος να πει πως είναι λογικό ο γιατρός να δει πρώτα το αφεντικό και μετά εμένα, την υπάλληλο. Αλλά τι θα γίνει αν στο ενδιάμεσο εμένα μου πέσουν τα ωάρια; Η συμφωνία μας ήταν πως οι γονείς θα πληρώσουν όλα τα έξοδα της κλινικής και τα φάρμακα κι όταν εγώ παραδώσω τα τέσσερα ή πέντε ωάρια που υπολογίζουν πως θα βγάλει μια γυναίκα «του δικού μου ιστορικού και ηλικίας», τότε και μόνο τότε θα μου δώσουν την αμοιβή μου. Δεν μου είπαν, όμως, τι θα γίνει αν, για οποιονδήποτε λόγο, για παράδειγμα επειδή με άφησαν να περιμένω περισσότερο από όσο θα έπρεπε, κάποιο ή όλα τα ωάρια μου πέσουν χωρίς να έχουν προλάβει να μου τα πάρουν; Θα με πληρώσουν, τότε, κανονικά ή θα με βάλουν να επιστρέψω και την προκαταβολή που μου έδωσαν;
Η αλήθεια είναι πως θα μπορούσαν να μου πουν ό,τι θέλουν. Κι αυτό, σε αντίθεση με το τηλεκοντρόλ στον τοίχο, με κάνει να νιώθω ανασφαλής. Από αυτή την άποψη, η ιδέα που είχε η μάνα μου μπορεί και να μην ήταν και τόσο κακή. Ίσως έπρεπε να την είχα ακούσει. Κι ίσως να το είχα κάνει αν δε μου το έλεγε τόσο εκνευριστικά. Όταν ζήτησα από τον γιατρό να κάνουμε συμβόλαιο και μου είπε ότι αυτό δε γίνεται, δυστυχώς, αφού η συμφωνία μας, αν και απολύτως ηθική και εξυπηρετική για όλους, δεν είναι καθ’ όλα νόμιμη, έπρεπε να έχω ζητήσει να με προσλάβουν ως κάτι άλλο. Ως οικιακή βοηθό, κηπουρό, οτιδήποτε και να βάλουν το ποσό που συμφωνήσαμε ως αμοιβή μου. Τουλάχιστον έτσι θα είχα ένα χαρτί που θα με προστάτευε. Αλλά ο γιατρός είπε ότι ούτε κι αυτό γίνεται, δυστυχώς, αφού ο ίδιος νόμος που απαγορεύει την αμοιβή στις δότριες απαγορεύει και την κάθε επικοινωνία ανάμεσα σε εμένα, δηλαδή τη δότρια, και τους γονείς. Αν ήταν να υπογράψουμε συμβόλαιο, είπε, θα έπρεπε να ανταλλάξουμε στοιχεία κι αυτό ούτε κι εγώ θα το ήθελα, σύμφωνα πάντα με τον γιατρό. «Για φαντάσου», μου είπε, «να έρθει το παιδί να σε βρει στο σπίτι σου στα δεκαοχτώ και να αρχίσει να λέει στην κόρη σου πως είναι αδερφός ή αδερφή της;»
Τότε εγώ είδα αυτό το ωάριο που θα παραδώσω να είναι ολόκληρο παιδί, μάλλον όχι και πολύ χαρούμενο με τους γονείς του για να πηγαίνει να ψάχνει αλλού για μάνα. Και επίσης το είδα να μιλάει με τη μικρή που ήταν όπως τώρα ακριβώς, απλά λίγο πιο μακρόστενη και, τελοσπάντων, ανησύχησα πάλι. Ο γιατρός, όμως, για να με καθησυχάσει, μου είπε ότι οι γονείς προσπαθούσαν χρόνια κι ήθελαν πάρα πολύ το μωρό, οπότε σίγουρα θα το αγαπούσαν και θα τους αγαπούσε. Και πριν προλάβω να τον ρωτήσω πώς γίνεται να είναι σίγουρος ποιον θα αγαπήσει και ποιον όχι ένα παιδί που δεν υπάρχει ακόμα, εκείνος συνέχισε να με καθησυχάζει, λέγοντάς μου ότι μια γυναίκα «του δικού μου ιστορικού και ηλικίας» αποκλείεται να μην έβγαζε τέσσερα, πέντε ή ακόμα και έξι ωάρια. Κι αλήθεια είναι ότι εκείνη τη στιγμή πράγματι τα κατάφερε να με καθησυχάσει αλλά τώρα, με όλον αυτόν τον χρόνο που έχω να σκεφτώ, σκέφτομαι και κάτι άλλο που με κάνει πάλι να ανησυχώ. Δε λέω, έμπιστος άνθρωπος μού φαίνεται ο γιατρός, κι αυτό είπα και στη μάνα μου όταν μου είπε πως, αν είναι έτσι, θα έπρεπε να ζητήσω τα λεφτά μπροστά, αλλά να τώρα που ανακαλύπτω ότι, παρά το τηλεκοντρόλ του ερκοντίσιον στον τοίχο, τελικά δε νιώθω και εκατό τοις εκατό ασφαλής. Αν είχα αυτή τη στιγμή μπροστά μου αυτόν τον υπεύθυνο, ας τον πούμε, που έχει φτιάξει τον χώρο τόσο όμορφα και έχει φροντίσει να προστατέψει τον χρόνο όλων εκτός από τον δικό μου, θα του έλεγα πως εκτός από το ρολόι πάνω από το κεφάλι της ξινής ρεσεψιονίστ υπάρχει κι άλλο ένα, ακόμη πιο σημαντικό τόσο για τους πελάτες της κλινικής του όσο και για τον κόσμο γενικότερα, και πως αυτό το ρολόι δεν το ρυθμίζουμε εμείς αλλά τα αγέννητα μωρά που χωρίς αυτά το μαγαζί του δε θα υπήρχε. Όπως δε θα υπήρχε κι η καφετέρια αν, για παράδειγμα, τα κρουασάν δεν έβγαιναν από τον φούρνο στην ώρα τους για να τα σερβίρουμε στους πελάτες τη στιγμή που τα θέλουν. Ή μπορεί και να μην του τα έλεγα όλα αυτά έτσι ακριβώς μπροστά του, αλλά αφού τα έχω σκεφτεί θα ήμουν, νομίζω, πιο μετρημένη μαζί του. Ειδικά σε σύγκριση με πριν, που λίγο έλειψε να ζητήσω από την ξινή ρεσεψιονίστ να μου πει πού είναι το γραφείο του για να πάω να τον αγκαλιάσω. Τώρα, αν μου έλεγε πού είναι το γραφείο του, το μόνο σίγουρο είναι πως δε θα τον αγκάλιαζα. Μπορεί ακόμη και να τον χαστούκιζα, αν ήξερα πού μπορώ να τον βρω και ότι υπάρχει.
Τελοσπάντων, ας μην είμαι αρνητική. Εκτός από παραπάνω χρόνο αυτές τις μέρες έχω στη διάθεσή μου και παραπάνω ορμόνες, που νομίζω με κάνουν επιθετική. Στην πραγματικότητα, δε χάλασε κι ο κόσμος να περιμένω λίγα λεπτά ακόμα. Έτσι κι αλλιώς έχω πάρει άδεια όλο το πρωινό κι η μικρή θα είναι στο σχολείο μέχρι το απόγευμα. Οι κυρίες σαν αυτή την καφετί και εκείνη που μου αγοράζει το ωάρια είναι συνέχεια αγχωμένες γιατί πληρώνονται με την ώρα. Το κάθε λεπτό που τις κάνεις να περιμένουν μετράει, στο λένε ξεκάθαρα όταν έχει έστω και λίγη ουρά στο ταμείο. Εγώ, από την άλλη, πληρώνομαι με τη βάρδια, κι έτσι δε χρειάζεται να κοιτάω το ρολόι όταν δεν είμαι στο μαγαζί. Όταν τελειώνω, μπορώ να καπνίσω ένα τσιγάρο με τα κορίτσια, να κάνω τα ψώνια μου, τις δουλειές του σπιτιού ή τα μαθήματα της μικρής με την ησυχία μου χωρίς να βαράνε όλη την ώρα τα τηλέφωνα. Ευτυχώς, η μικρή είναι καλή μαθήτρια, κι έτσι δε μας έχουν καταλάβει ότι τις ασκήσεις τις κάνω εγώ όταν εκείνη κοιμάται. Δε με κάνει να νιώθω και πολύ ωραία όλο αυτό, θέλω να πω που κατά κάποιο τρόπο κοροϊδεύουμε τη δασκάλα και το σχολείο, αλλά η μαμά ήταν από την αρχή ξεκάθαρη. Εγώ το παιδί μου το μεγάλωσα, μου είπε, δεν μπορώ στα γεράματα να μάθω μαθηματικά και ξένες γλώσσες επειδή εσύ αποφάσισες να κάνεις παιδί χωρίς πατέρα.
Όταν τελειώσουν όλα αυτά και πάρω στα χέρια μου τα χρήματα, το πρώτο πράγμα που θα κάνω θα είναι να πάρω τη μικρή και να πάμε ένα ταξίδι. Κάπου στο εξωτερικό¸ να ανοίξει το μυαλό της. Έχω την εντύπωση ότι δεν τις παίρνει και πολύ τις ξένες γλώσσες. Δυστυχώς. Το αγόρι της διπλανής κάθε φορά που το συναντάμε στο ασανσέρ μας μιλάει μόνο αγγλικά. One two three four five, μας διαβάζει τα νούμερα των ορόφων. Κι όταν πατήσω το κουμπί και ξεκινήσει αρχίζει να φωνάζει go go go ranger power με πάρα πολύ ωραία προφορά. Όχι πως κάνει διαφορά στο πόσο γρήγορα θα πάει το ασανσέρ, αλλά και πάλι, είναι εντυπωσιακό. Λέει κι άλλα πολλά που εγώ δεν τα καταλαβαίνω, αλλά η μικρή ναι, γιατί, όπως μου είπε, η μικρή δηλαδή, είναι από την τηλεόραση. Εγώ πάλι δε βλέπω και πολύ τηλεόραση. Στο μαγαζί έχει βέβαια, όμως δουλεύω και δεν την πολυπροσέχω. Στο σπίτι, πάλι, βλέπει συνέχεια η μαμά κι εμένα δε μου αρέσουν αυτά που βλέπει. Ειδικά αυτό το σίριαλ με τις γυναίκες που είναι ντυμένες στα κόκκινα και η μαμά μου λέει πως είναι σαν εμένα, δότριες δηλαδή, αν κι εκείνες τις σέρνουν από εδώ κι από εκεί με λιμουζίνες και δεν τις αφήνουν να ξεμυτίσουν από τα σπίτια των αφεντικών. Εκείνες, επίσης, τις θέλουν για να τους κάνουν παιδιά ολόκληρα, αντί για τα ωάρια που με έχουν προσλάβει εμένα να παραδώσω. Κι αυτή είναι τεράστια διαφορά, γιατί εγώ με το υπόλοιπό σώμα μου είμαι ελεύθερη να κάνω ό,τι θέλω, ενώ εκείνες τις καημένες τις έχουν σκλάβες. Όπως λέω και στη μαμά όταν με συγκρίνει μαζί τους, η κοινωνία του σίριαλ δεν είναι, όπως η δική μας, εξελιγμένη, θέλω να πω δεν υπάρχει ένας γιατρός σαν τον δικό μου να τους πάρει αυτό που χρειάζονται οι γυναίκες με τα πράσινα και να αφήσει το υπόλοιπο σώμα της κάθε κόκκινης να συνεχίσει τη ζωή με τα παιδιά και τις δουλειές και τα ψώνια της ή, τελοσπάντων, να κάνει ό,τι θέλει. Αλλά η μαμά μου λέει πως έτσι κι αλλιώς οι γυναίκες ήταν πάντα σκλάβες και, αν κι είναι καλό που εμένα τουλάχιστον με πληρώνουν για αυτό που οι γυναίκες του σίριαλ και του κόσμου έδιναν πάντα τζάμπα, να μη νιώθω πως κάνω πια και κάτι τόσο τρομερό. Εγώ πάλι νομίζω πως ζηλεύει γιατί εκείνη είναι άνεργη τόσο καιρό ενώ εγώ βρίσκω εύκολα δουλειές τη μία μετά την άλλη, αφού είμαι άνθρωπος της εποχής μου και προσαρμοστική, όχι μουντρούχα σαν εκείνη να με βλέπουν οι εργοδότες και να τους πιάνει η ψυχή τους. Κι έτσι κάθεται όλη μέρα στο σπίτι και βλέπει τηλεόραση χωρίς να αφήνει το τηλεκοντρόλ σε κανέναν. Η μικρή η καημένη παραπονιέται, αλλά εγώ της λέω ότι η τηλεόραση είναι πιο πολύ για τους μεγάλους ανθρώπους σαν την γιαγιά, για να τους ηρεμούν και να τους κρατάνε συντροφιά όταν οι άλλοι λείπουν ή έχουν πεθάνει, ενώ εμείς οι πιο νέοι έχουμε καλύτερα πράγματα να κάνουμε από το να καθόμαστε όλη μέρα μπροστά από μια οθόνη.
Να, όμως, που το παιδάκι της διπλανής έρχεται να με διαψεύσει. Πέντε χρονών και μιλάει τα αγγλικά φαρσί. Από την άλλη, το παιδάκι αυτό δε μιλάει τίποτα άλλο εκτός από αγγλικά. Ούτε τη γλώσσα των γονιών του που είναι μετανάστες ούτε τη δική μας. Μόνο one two three four five, go go go και τα λοιπά. Η μάνα του φαίνεται να ντρέπεται κάθε φορά που ανοίγει το στόμα του και μιλάει, αλλά εγώ νομίζω πως έχει άδικο. Οι ξένες γλώσσες είναι εισιτήριο, όλοι το ξέρουν αυτό, ειδικά σε μια χώρα σαν τη δική μας. Και τι πειράζει, δηλαδή, να μιλάει το παιδί μόνο αγγλικά; Έτσι κι αλλιώς, όλοι τα καταλαβαίνουμε. Κι οι δάσκαλοι κι οι γονείς και τα παιδιά και όλοι. Μια μέρα της το είπα αυτό και για λίγο είδα το πρόσωπό της να λάμπει, της άρεσε που κάποιος είπε κάτι καλό για τον γιο της, ειδικά εγώ που δεν είμαι ξένη. Αλλά μια άλλη μέρα την είδα στον διάδρομο πολύ ανήσυχη. Τη διπλανή, δηλαδή, για αυτή μιλάω τώρα. Της είπαν από το σχολείο πως δεν τους τα λέει καθόλου καλά το παιδί και πρέπει να πάει για λογοθεραπεία. Εγώ προσπάθησα να την ηρεμήσω πάλι, της είπα πως τα ίδια μας είχαν πει κι εμάς αλλά μετά το ξέχασαν και τώρα το παιδί είναι μια χαρά. Νομίζω εκείνη έχει άγχος επειδή είναι μετανάστες. Όσο να πεις, είναι πιο δύσκολο όταν δεν έχεις ρίζες κάπου και πρέπει να ξεκινήσεις από την αρχή. Πρέπει να προσπαθήσεις διπλά και τριπλά, και με τη γλώσσα και τα πάντα. Το ξέρω κι από τα κορίτσια στη δουλειά.
Ευτυχώς, πάντως, σε αυτή τη χώρα είμαστε χριστιανοί. Εγώ θρήσκα δεν είμαι, αλλά να που τόσα χρόνια σταυροκοπήματος και προσευχών στα σχολείο δεν πήγαν και τελείως χαμένα. Ο γιατρός ήταν ξεκάθαρος, αν υπάρχει ένας λόγος που τόσοι ξένοι επιλέγουν να έρθουν εδώ για να βρούνε δότρια είναι γιατί είμαστε λευκοί και χριστιανοί. «Και γιατί να μην πάνε στην Αλβανία, που σίγουρα θα είναι φτηνότερα;» τον ρώτησα εγώ. «Γιατί εκεί είναι άθεοι, τελοσπάντων ήταν για χρόνια. Μετράνε αυτά για τον κόσμο», μου είπε εκείνος. Εγώ, πάλι, δεν καταλαβαίνω τι σχέση μπορεί να έχει η θρησκεία με τα ωάρια. Για το χρώμα εντάξει, το βλέπω, δεν μπορεί να περάσει ένα μωρό καφετί σαν τη διπλανή μου για παιδί γονιών που είναι κι οι δύο λευκοί. Ο κόσμος θα ρωτάει συνέχεια ή, ακόμα χειρότερα, θα νομίζει ότι ξέρει. Αλλά για τη θρησκεία; Δηλαδή τι φοβούνται, ότι αν είμαι σατανίστρια θα ψεκάσω τα ωάρια με αντιχριστιανικό σπρέι πριν τους τα δώσω;
Εντάξει, δεν το πιστεύω! Η ξένη καφετί μου πήρε τη σειρά! Αυτή τη φορά δεν κρατιέμαι, σηκώνομαι όρθια και κοιτάζω τη ρεσεψιονίστ με τόσο πολύ νόημα που αναγκάζεται να μου υποσχεθεί ότι θα είμαι η επόμενη. Έχω θυμώσει πολύ, αλλά τώρα που τη βλέπω έτσι μαζεμένη να μου χαμογελάει, μού θυμίζει εμένα όταν έχει κάνει λάθος η κουζίνα και πρέπει να βγάλω το φίδι από την τρύπα. Λοιπόν, εντάξει, δε θα την κοιτάω πολύ άγρια αλλά ούτε και θ’ αρχίσω τα χαμόγελα. Ξέρω πως πάνε αυτά, ο πιο γκρινιάρης πελάτης είναι πάντα αυτός που εξυπηρετείται πρώτος. Δυστυχώς. Κι εγώ γκρινιάρα δεν είμαι, ούτε οι φασαρίες μου αρέσουν όπως στη μαμά —αν και λέει, η μαμά δηλαδή, γι’ αυτή μιλάω τώρα, πως στην ηλικία μου ούτε κι εκείνη έκανε φασαρίες— όμως δεν μπορώ να περάσω κι όλη μου τη ζωή εδώ μέσα. Με λίγα λόγια, η ρεσεψιονίστ είναι η μόνη που μιλάει με τον γιατρό. Αν κάποιος μπορεί να με βάλει στο γραφείο του είναι εκείνη, οπότε τα χαμόγελα, για την ώρα τουλάχιστον, αναβάλλονται.
Το καλό είναι ότι, με αυτά και μ’ αυτά, τα μάτια μου ξεκόλλησαν από το τηλεκοντρόλ. Ίσως τελικά όλα αυτά που σκέφτηκα πριν, δηλαδή ότι νιώθω ασφάλεια όταν βλέπω αντικείμενα κρεμασμένα στον τοίχο, να μην ήταν και πολύ σωστά. Διαφορετικά γιατί, τώρα που νιώθω ξανά ανασφαλής, να μην ξαναπάνε τα μάτια μου κατευθείαν εκεί για να ηρεμήσω; «Γιατί το λες και δεν το κάνεις;» θα μπορούσε να μου πει κάποιος. Εσύ ή ο εγκέφαλος σου, ίσως, έχει τον τρόπο του αυτός να κινεί τα νήματα όταν πιστεύει ότι κάτι είναι καλό για το σώμα. Να, λίγο σαν τον άνθρωπο που σκέφτηκα πιο πριν ότι μας φροντίζει όλους μας, μόνο που αυτός, ο εγκέφαλος μου, δηλαδή, για αυτόν μιλάω τώρα, θέλει στ’ αλήθεια το καλό μου. Και πώς όχι, αφού έχουμε τα ίδια συμφέροντα; Αν, για παράδειγμα, πεθάνω εγώ, θα πεθάνει κι εκείνος. Αν εγώ, με τα λεφτά που θα πάρω από εδώ, έχω ώρα να κοιμάμαι περισσότερο, το κέρδος είναι δικό του όσο και δικό μου. Ενώ αυτός ο άνθρωπος, ο υποθετικός, κατά βάθος δε νοιάζεται ούτε για μένα, ούτε για τις γυναίκες που έρχονται εδώ για να τις βοηθήσει ο γιατρός να συλλάβουνε, ούτε, στην πραγματικότητα, και για τα ίδια τα μωρά. Ένα πράγμα τον νοιάζει μόνο: να βγάζει λεφτά το μαγαζί του. Το ίδιο, εδώ που τα λέμε, ισχύει μάλλον και για τον γιατρό.
Με λίγα λόγια, ο μόνος που μπορώ να εμπιστευτώ εδώ μέσα είναι ο εγκέφαλός μου. Δηλαδή εγώ, αν και, κατά κάποιο τρόπο, όχι ακριβώς εγώ. Ο τιμονιέρης μου, ας τον πούμε. Ο μηχανοδηγός. Και πάντως ούτε το τηλεκοντρόλ, ούτε τη ρεσεψιονίστ που από ξινή άλλαξε κι έγινε χαμογελαστή, ούτε τον διευθυντή της κλινικής, ούτε κανέναν. Και μόνο το γεγονός ότι η στάση της ρεσεψιονίστ άλλαξε τόσο γρήγορα δείχνει πολλά. Αν ο άλλος είναι τη μία στιγμή ξινός —ή αυστηρός, όπως μπορεί να γίνει ο γιατρός— και την άλλη τόσο καλός μαζί σου λες και άλλαξες κανάλι στην τηλεόραση, σημαίνει ότι δεν πρέπει να τον εμπιστεύεσαι. Σημαίνει πως όσο κι αν λέει ότι θέλει το καλό σου, στην πραγματικότητα δεν το εννοεί. Όπως οι διαφημίσεις στην τηλεόραση που ακόμα κι όταν διαφημίζουν κάτι που μας κάνει καλό, π.χ. μια μπάρα δημητριακών ή ένα γιαούρτι, ο λόγος που μας το λένε εκείνη τη στιγμή δεν είναι γιατί νοιάζονται για τις βιταμίνες και τα ιχνοστοιχεία μας, αλλά για να αυξήσουν τα κέρδη εκείνου που τις πληρώνει. Ή όπως εκείνη η γυναίκα στο σίριαλ που βλέπει η μαμά που υποτίθεται φροντίζει τις γυναίκες με τα κόκκινα, αλλά όταν κάτι δεν της αρέσει τους κόβει και κανένα μάτι ή δάχτυλο για να τις συνετίσει. Βάρβαρα πράγματα, δηλαδή, ενώ στη δική μου περίπτωση όλα γίνονται πολιτισμένα. Κανείς δε με τραβολογάει, κανείς δε με βιάζει, κανείς δε με κρατάει κλειδωμένη στο σπίτι των αφεντικών και στο τέλος τα λεφτά που θα πάρω θα τα κάνω ό,τι θέλω εγώ, θέλω να πω ό,τι με συμβουλέψει ο μηχανοδηγός μου που νοιάζεται για μένα στ’ αλήθεια.
Η μαμά, βέβαια, δεν το πιστεύει και πολύ αυτό. Κι αυτό φαίνεται από τις εκφράσεις που χρησιμοποιεί, όπως αυτό το «το μυαλό σου και μια λίρα» που μου λέει συνέχεια. Ή το άλλο με τα μυαλά που έχω πάνω από το κεφάλι μου, που μου λέει πάντα όταν θέλει να μου θυμίσει πόσο λάθος απόφαση ήταν το ότι κράτησα τη μικρή και «μας έμπλεξα όλες σε μπελάδες, ειδικά αυτό το καημένο που δε σου φταίει σε τίποτα». Αλλά εγώ δεν καταλαβαίνω τι εννοεί ότι «μας έμπλεξα σε μπελάδες» και γιατί αυτό ισχύει μόνο για μένα ως μαμά και όχι και για μένα ως παιδί. Είναι σα να μου λέει ότι αν δεν είχα τη μικρή εγώ κι εκείνη θα ζούσαμε μέσα στα πλούτη και τα πούπουλα, αλλά εγώ καθόλου δεν θυμάμαι να ζούμε έτσι ούτε πριν πεθάνει ο μπαμπάς ούτε μετά. Με λίγα λόγια, το να γεννήσεις ένα παιδί σημαίνει πάντα να το βάζεις σε μπελάδες σε σύγκριση με το να μην το γεννήσεις, κι αυτό δεν έχει να κάνει με το ποιοι είναι οι γονείς του, ούτε και με τo πού ακριβώς βρίσκεται το μυαλό της μάνας του.
Άντε γιατί πολύ την ανέχτηκα, τη μαμά δηλαδή, για αυτή μιλάω τώρα, να μου κάνει συνέχεια το αφεντικό και να μη μου αφήνει ποτέ χώρο να κάνω τα πράγματα όπως θέλω εγώ με τη μικρή. Μερικές φορές, νιώθω σαν να είμαστε μπαμπούσκες που βγήκαν η μία μέσα από την άλλη, αντί για μαμά, κόρη και εγγονή. Λες και υπάρχει ένας ξυλουργός που όταν έφτιαξε τη μαμά της έδωσε τις οδηγίες να τις διαβάσει αλλά μετά το χαρτί χάθηκε κι έτσι τώρα μόνο η μαμά ξέρει πώς γίνονται τα πράγματα σωστά. Αυτό εμένα πολλές φορές με θυμώνει και σήμερα, τώρα που το σκέφτομαι, ακόμη περισσότερο. Γιατί να, και μόνο το ότι είμαι σε αυτή την αίθουσα αναμονής και περιμένω σημαίνει πως εγώ είμαι πολύ πιο μαμά από τη μάνα μου, αφού, κατά κάποιο τρόπο, εγώ είμαι επαγγελματίας μαμά. Αυτό τώρα ακούγεται κάπως παράξενο, το ξέρω. Αλλά και πώς αλλιώς να ονομάσεις κάποια που την πληρώνουν για να δώσει ένα μέρος από αυτά που χρειάζονται για να γίνει ένα παιδί; Ένα εξάρτημα, ας το πούμε, που χωρίς αυτό η καφετί κι οι άλλες μεσόκοπες κυρίες που συναντάω τον τελευταίο καιρό εδώ μέσα δεν θα μπορούσαν να πάρουν τον τίτλο της μαμάς;
Με λίγα λόγια, αυτό που κάνω εγώ τώρα είναι μια δουλειά, και μάλιστα πολύ πιο καλοπληρωμένη και χρήσιμη από οποιαδήποτε έκαναν ποτέ οι γονείς μου. Για κάποιον λόγο, όλες αυτές οι γυναίκες δεν μπορούν να κάνουν παιδιά. Ίσως είναι γιατί δεν έχουν ώρα να βγάζουν ένα ωάριο κάθε μήνα ή γιατί ο εγκέφαλός τους αποφάσισε πως το καλύτερο για εκείνες είναι να αφήσουν τα ωάρια να τους τα φτιάξουν άλλες ενώ εκείνες δουλεύουν. Εκτός αν όλο αυτό το πράγμα, θέλω να πω την αλλαγή, θέλω να πω που οι πιο πλούσιες δεν μπορούν να κάνουν παιδιά ενώ οι πιο φτωχές ναι, να μην την αποφάσισε ο δικός τους εγκέφαλος, αλλά κάποιος άλλος μεγαλύτερος που φροντίζει για όλους μας, τις γυναίκες σαν την καφετί, τις δότριες, τα μωρά, τον γιατρό, τη ρεσεψιονίστ, τις νοσοκόμες, τον καντινιέρη, τον περιπτερά απέναντι, την κυρία που πουλάει λουλούδια κι αρκουδάκια στο ισόγειο, τον άντρα της και τα παιδιά της στο σπίτι, με λίγα λόγια τους ανθρώπους γενικότερα, θέλω να πω, τελικά, την κοινωνία, που βέβαια χρειάζεται παιδιά για να συνεχίσει να υπάρχει.
Ορίστε ένας υπεύθυνος που νοιάζεται πραγματικά για το καλό μας, σε αντίθεση με τον διευθυντή της κλινικής που λίγο έλειψε—αν είναι δυνατόν!— να ψάξω να τον βρω για να τον αγκαλιάσω, ενώ τώρα ξέρω πολύ καλά ότι ο δικός του εγκέφαλος νοιάζεται μόνο για την τσέπη του, του διευθυντή την τσέπη δηλαδή, για αυτόν μιλάω τώρα. Αυτός ο άλλος εγκέφαλος, από την άλλη, ο πιο μεγάλος από τον δικό μου και του διευθυντή και της μάνας μου και της καφετί και από όλους τους εγκεφάλους όλων μας μαζί, αυτός ναι, φροντίζει για το καλό των ανθρώπων γενικότερα. Τους κάνει έξυπνους και εφευρετικούς σαν τον γιατρό για να μπορούν να ξεπερνάνε τα εμπόδια, στην περίπτωσή μας να βοηθάνε τις γυναίκες, ακόμη και τις μεγαλύτερες σε ηλικία ή τις ξένες ή τις πολυάσχολες, να κάνουν τα παιδιά που αυτές θέλουν κι η κοινωνία χρειάζεται. Με λίγα λόγια, εγώ θρήσκα δεν είμαι αλλά αυτός ο εγκέφαλος μου μοιάζει πολύ με τον Θεό και μάλλον κάτι τέτοιο εννοούν οι άνθρωποι που πιστεύουν. Θέλω να πω, ίσως μια τέτοια σκέψη σαν αυτή που έκανα εγώ τώρα να οδηγεί τους ανθρώπους να πιστεύουν στους θεούς εδώ και αιώνες, και τώρα που το σκέφτομαι το βλέπω κι εγώ ξεκάθαρα ότι παραείναι σοφό όλο αυτό, θέλω να πω το σύστημα που μόλις περιέγραψα, πώς, για παράδειγμα, τώρα που η κοινωνία χρειάζεται παιδιά για να συνεχίσει και μερικές γυναίκες δεν μπορούν να τα κάνουν, τσουπ, έρχεται στο κεφάλι ενός γιατρού η ιδέα να πάρει ωάρια από μια γυναίκα «της δικής μου ηλικίας και ιστορικού» και να τα βάλει μέσα σε εκείνη που τα δικά της είναι τζούφια, και τα ωάρια αυτά, τα καλά δηλαδή, τα δικά μας, να ταξιδεύουν και να ενώνουν γυναίκες, άντρες και λαούς, όπως ας πούμε την καφετί με μια δική μας δότρια ή κι εμένα με τη δική μου αν τελικά, όπως υποψιάζομαι από κάτι μισόλογα του γιατρού, είναι ξένη. Και κάπως έτσι φτιάχνεται τελικά η ανθρωπότητα, μέσα, δηλαδή, από αυτά τα πήγαινε-έλα ανθρώπων και ωαρίων, κι η αλήθεια είναι ότι κι εγώ ακόμα, που ούτε που μου περνάει από το μυαλό να κάνω τον σταυρό μου όταν περνάω μπροστά από εκκλησία, τώρα που το σκέφτομαι μου φαίνεται ότι όλο αυτό παραείναι τέλειο για να έχει στηθεί από μόνο του, έτσι απλά και τυχαία.
Αλλά για να γυρίσω και στο θέμα της δουλειάς, το καλό, για μένα, και για τις δότριες γενικότερα, είναι ότι μέσα σε αυτή την καινούργια κατάσταση, θέλω να πω με τις γυναίκες που δεν μπορούν να κάνουν παιδιά και τα λοιπά, εμείς είμαστε αυτές που έχουν κάτι που όλοι οι άλλοι θέλουν. Ενώ μέχρι τώρα γινόταν πάντα το αντίθετο, δηλαδή εμείς, οι γυναίκες, και ειδικά οι πιο μικρές και πιο φτωχές, ήμασταν αυτές που ήθελαν αυτά που έχουν οι άλλοι. Λεφτά, σπίτια, ψήφο στις εκλογές, ίσους μισθούς και δικαιώματα. Τώρα, όμως, αν παίξω τα χαρτιά μου σωστά, και συνεχίσω να κάνω αυτή τη δουλειά για μερικά χρόνια, θα βγάζω πολύ περισσότερα χρήματα χωρίς καν, στην πραγματικότητα, να δουλεύω. Με άλλα λόγια, αντί να δουλεύω εγώ για κάποιον άλλον τα ωάρια μου θα δουλεύουν για μένα, ενώ εγώ θα κάνω τις δουλειές μου ή τις ασκήσεις της μικρής. Εκτός, φυσικά, από τις ώρες που θα πρέπει να ξοδεύω για να έρχομαι για επισκέψεις στον γιατρό. Αυτές ναι, έχουν ένα κόστος πραγματικό, θέλω να πω αφού και τη βάρδια χάνω κι ούτε δουλειές, μαθήματα ή ψώνια μπορώ να κάνω, αλλά ορίστε που έχω την ώρα να τα σκεφτώ όλα αυτά και να καταλάβω πόσο τυχερή είμαι που ζω σε έναν κόσμο που μου δίνει τη δυνατότητα να κάνω αυτή τη δουλειά. Κατά τα άλλα, η περίοδος αυτή δεν κρατάει και πολύ, μια εβδομάδα περίπου εκεί κοντά που ωριμάζουν τα ωάρια, αν κι ο γιατρός είπε ότι αυτές οι μέρες είναι οι πιο κρίσιμες γιατί αν τα ωάρια πέσουν πριν την ώρα τους τότε τελείωσε κι όλα αυτά θα έχουν γίνει τζάμπα. Και τελοσπάντων, το σημαντικό είναι πως αν όλα πάνε καλά, μαζί με τον μισθό μου από την καφετέρια δε θα χρειάζομαι πια τη σύνταξη της μαμάς για να ζούμε άνετα μαζί με τη μικρή. Ακόμη κι αν τα λεφτά δε φτάνουν για να φύγουμε από το σπίτι, τα περισσότερα χρήματα θα τα βγάζω εγώ, το αφεντικό θα είμαι εγώ, οπότε είτε της αρέσει είτε όχι της μαμάς θα πρέπει να παραδεχτεί ότι τα πράγματα άλλαξαν, να παραδώσει το τηλεκοντρόλ και τον έλεγχο και να αποσυρθεί στον ρόλο της γιαγιάς. Να φτιάχνει πίτες και παστίτσιο όλη μέρα.
Μισό λεπτό, όμως, γιατί όσο εγώ κάθομαι και τα σκέφτομαι όλα αυτά με τα μάτια, κοίτα να δεις, πάλι καρφωμένα στο τηλεκοντρόλ στον τοίχο, γύρω μου έχουν συμβεί διάφορα. Στη διπλανή μου θέση στον καναπέ, εκεί, δηλαδή, που καθόταν πριν από λίγο η καφετί έχει στρογγυλοκαθίσει μία άλλη. Από την ηλικία και τα ρούχα της, είμαι σίγουρη ότι είναι κι εκείνη δότρια. Συνάδελφός μου, ας την πούμε, αν κι εκείνη έχει δρόμο ακόμη μπροστά της μέχρι να αρχίσει να της χαμογελάει η ρεσεψιονίστ. Μάλλον δεν είναι η πρώτη της φορά στην κλινική. Ξέρει πως θα πρέπει να περιμένει ώρα κι έτσι πριν από λίγο, ενώ εγώ σκεφτόμουν, έπιασε το τηλεκοντρόλ της τηλεόρασης κι άρχισε να αλλάζει τα κανάλια. Έκανε, μάλιστα, τόσο θόρυβο που με έκανε να βγω από τις σκέψεις μου. Από τηλεκοντρόλ σε τηλεκοντρόλ, δηλαδή, έτσι πήγε αυτό, και να που τώρα κάθομαι ξαφνικά και παρατηρώ τη διπλανή μου αντί να σκέφτομαι το ταξίδι που θα κάνω με τη μικρή όταν τελειώσουν όλα αυτά και με πληρώσουν για τα όμορφα και υγιή μου ωάρια.
Αυτή η γυναίκα με ενοχλεί πολύ. Αν ήμουν λίγο πιο δραματική θα έλεγα ότι την απεχθάνομαι, αλλά εγώ δραματική δεν είμαι. Προς το παρόν, αυτόν τον ρόλο στο σπίτι τον παίζει η μαμά. Ίσως γιατί, από όταν πέθανε ο μπαμπάς, βλέπει όλη τη μέρα τηλεόραση και το δράμα έχει γίνει δεύτερή της φύση. Τώρα που το σκέφτομαι, ίσως ο λόγος που η καινούργια με ενοχλεί τόσο πολύ είναι ακριβώς ότι μου θυμίζει τη μαμά. Σε αντίθεση με την καφετί και την άλλη που μου έφαγε τη σειρά πριν από εκείνη, η καινούργια έχει γεμίσει τον χώρο με την παρουσία της. Το άρωμά της, αν και διαφορετική μάρκα, είναι τόσο έντονο όσο και της μαμάς. Δε σου αφήνει το περιθώριο να μην το μυρίσεις. Το μέικ απ της, τα μακριά της νύχια που κοπανάνε τα πλήκτρα του τηλεκοντρόλ, το ίδιο. Όλα πάνω της κραυγαλέα, κάνουν θόρυβο όπως οι παντόφλες της μαμάς στον διάδρομο. Τι θέλει και φωνάζει; Κι εγώ έχω ωάρια όμορφα και υγιή, αλλά δεν το κάνω τόσο μεγάλο θέμα. Εκτός αν νομίζει πως με αυτόν τον τρόπο θα την προσέξει η ρεσεψιονίστ και θα τη βάλει στο εξεταστήριο μια ώρα αρχύτερα. Ή πως θα εξασφαλίσει την εύνοια του γιατρού για να την ξανακαλέσει. Αν το νομίζει, είναι πολύ γελασμένη. Κάτι τέτοιες μπούρδες μου λέει πάντα να κάνω κι εγώ η μαμά που νομίζει πως για να διεκδικήσεις τα δικαιώματά σου πρέπει οπωσδήποτε να ενοχλείς τους ανθρώπους. Η μαμά, όμως, δεν έχει δουλέψει ποτέ πωλήτρια ή σερβιτόρα. Γενικά δεν έχει καμία εμπειρία από τον τομέα των υπηρεσιών. Υπάρχει το σχολείο, αλλά υπάρχει κι η ζωή που σου μαθαίνει πράγματα, κι εγώ τους βλέπω αυτούς τους ανθρώπους πώς λειτουργούν στο μαγαζί κάθε μέρα. Τους πλούσιους, δηλαδή, για αυτούς μιλάω τώρα. Κι εκεί και εδώ, εκείνοι είναι τα αφεντικά, μόνο που εδώ τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα. Τις βλέπω εγώ και τις άλλες που δυσανασχετούν από την ώρα που έφτασε. Η ενοχλητική δηλαδή, για αυτή μιλάω τώρα. Το ωάριο δεν είναι καφές που τον πίνεις και τελειώνει. Ένα κομμάτι από εμάς θα πάει στα σπίτια αυτών των ανθρώπων, θα γίνει μέρος της ζωής και των παιδιών τους. Δεν είναι, λοιπόν, λογικό να θέλεις να ζήσεις με ανθρώπους που σου μοιάζουν κι όχι με ενοχλητικές φασαριόζες που δεν αντέχεις να είσαι μαζί τους ούτε για πέντε λεπτά σε μια αίθουσα αναμονής;
Με λίγα λόγια, η διπλανή μου κι εγώ αυτή τη στιγμή ανταγωνιζόμαστε όχι μόνο για την προσοχή της ρεσεψιονίστ αλλά και για το κατά πόσο ο γιατρός θα μας ξαναπάρει τηλέφωνο όταν το επόμενο ζευγάρι με πρόβλημα του χτυπήσει την πόρτα. Ο γιατρός, λοιπόν, αυτός εδώ αλλά κι όλοι οι άλλοι που προσλαμβάνουν γυναίκες σαν εμένα για να φτιάξουν τα μωρά που χρειάζονται οι κυρίες κι η ανθρωπότητα, κρατάνε, για να το πω έτσι, το μέλλον στα χέρια τους. Μπορεί η αρχική ιδέα για όλα αυτά να ήρθε από τον μεγάλο εγκέφαλο, με άλλα λόγια τον θεό που μου αποκαλύφθηκε όταν τα μάτια μου ήταν καρφωμένα στο τηλεκοντρόλ πριν έρθει η ενοχλητική και με διακόψει, αλλά οι λεπτομέρειες, με άλλα λόγια το φινίρισμα, είναι δουλειά των γιατρών. Εκείνοι, τελικά, θα αποφασίσουν πώς θα μοιάζουν σε μερικά χρόνια από τώρα οι άνθρωποι. Και τώρα που το σκέφτομαι, όσο με αφήνει, δηλαδή, η βλαμμένη δίπλα μου, που τώρα αποφάσισε να δυναμώσει και τον ήχο χωρίς να ρωτήσει κανέναν, η δουλειά αυτή που κάνουν οι γιατροί μοιάζει αρκετά με εκείνη των ανθρώπων που δουλεύουν στις κουζίνες των μαγαζιών και βγάζουν τα κρουασάν και τις τυρόπιτες από τον καταψύκτη. Η συνταγή μπορεί να έρχεται από μια δύναμη μακρινή και άγνωστη, όμως η δική τους δουλειά είναι να φροντίσουν να ικανοποιεί το τελικό προϊόν τον πελάτη.
Γιατί, λοιπόν, μια γυναίκα ήσυχη και πολιτισμένη σαν αυτή που με πληρώνει να θέλει το παιδί της να κουβαλάει κάτι από την φασαριόζα διπλανή μου; Γιατί να μην προτιμήσει κάποια που εκτός από το δικό μου «ιστορικό και ηλικία» να έχει και μια προσωπικότητα που να ταιριάζει καλύτερα στο αθόρυβο προφίλ της γυναίκας που θα γίνει μάνα με τα ωάριά μας; Αν γίνει αυτό, που δε βλέπω τον λόγο να μη γίνει, είμαι σίγουρη πως η σεμνότητά μου, αυτό το τσαγανό που δεν έχω και που η μαμά πάντα μου καταλόγιζε, θα γίνει, ξαφνικά, θέλω να πω αυτή η έλλειψη τσαγανού, το εισιτήριό μου. Γιατί, ας μη γελιόμαστε, όλες αυτές τις φωνές και τις υστερίες που φτάνουν όλη μέρα κι όλη νύχτα στο σπίτι μας από τα μπαλκόνια της γειτονιάς δεν τις ακούς ποτέ στα προάστια. Και τώρα που το σκέφτομαι θα πρέπει σίγουρα να υπάρχει λόγος για αυτό, θέλω να πω βιολογικός, και μάλλον αυτό κατάλαβε και το αγοράκι της διπλανής κι έριξε μούτζα στη γλώσσα της μάνας του αλλά και στη δική μας και μιλάει μόνο αγγλικά λες κι είναι λόρδος.
Με άλλα λόγια, αυτό που το παιδάκι προσπαθεί να κάνει μόνο του, δηλαδή να ξεφύγει από τις γκαρίλες της τάξης μας, οι γιατροί μπορούν τώρα να το κάνουν για την κοινωνία γενικότερα. Κι αν αυτό δεν είναι πρόοδος, αλήθεια δεν ξέρω τι είναι. Αυτή τη στιγμή, ο μεγάλος εγκέφαλος, με άλλα λόγια ο μηχανοδηγός του κόσμου, μαζί με τον γιατρό μου και τους άλλους γιατρούς διαμορφώνουν το είδος των ανθρώπων που θα κατοικήσουν τη γη σε μερικά χρόνια. Αν θα έχουν μάτια γαλανά ή πράσινα, αν τα γονίδιά τους θα είναι χριστιανικά ή κάτι άλλο. Κι εγώ, μαζί με τις άλλες δότριες, είμαστε μέρος αυτής της μηχανής. Μπορεί να μη μας φαίνεται όταν κάποιος μας κοιτάει από το παράθυρο να περπατάμε στον δρόμο, θέλω να πω μπορεί να μοιάζουμε σαν άνθρωποι κανονικοί ή ακόμα και σαν ρομπότ που κρυβόμαστε κάτω από καπέλα και ομπρέλες, όμως, στην πραγματικότητα, εμείς και τα ωάριά μας είμαστε όχι απλά μέρος της μηχανής, αλλά η βάση της. Και τώρα που το σκέφτομαι, εμείς, δηλαδή εγώ κι οι άλλες δότριες, για εμάς μιλάω τώρα, είμαστε ακόμη πιο σημαντικά εξαρτήματα και από τους γιατρούς ή τον ιδιοκτήτη της κλινικής, από τους μελλοντικούς γονείς που πληρώνουν για τα φάρμακα και την αμοιβή μας, από τη ρεσεψιονίστ και την κυρία που πουλάει λουλούδια κι αρκουδάκια στο ισόγειο, γιατί χωρίς εμάς δε θα υπήρχε τίποτα, ούτε φτωχοί ούτε πλούσιοι ούτε κυρίες με τσάντες και κινητά ούτε μηχανοδηγοί. Και μάλιστα —ορίστε τώρα τι ανακαλύπτει κανείς όταν του βρίσκονται λίγο παραπάνω χρόνος και ορμόνες— αυτό ισχύει όχι μόνο για τους μικρούς μηχανοδηγούς, θέλω να πω για τον εγκέφαλο του καθενός και της καθεμιάς μας που ανάλογα με το τι βλέπει να τραβάει καλύτερα στο μηχάνημα δίνει εντολή να φτιάχνουμε ό,τι μπορεί ο καθένας, αλλά ακόμα και για τον μεγάλο, θέλω να πω τον κεντρικό μηχανοδηγό, θέλω να πω αυτόν που πριν είπα ότι είναι κάτι σαν θεός, αφού κι αυτός χωρίς τα δικά μας ωάρια θα ήταν μηχανοδηγός σε μια μηχανή που δεν υπάρχει. Ε, και τι να τον κάνεις έναν μηχανοδηγό σκέτο χωρίς μηχανή ή αλλιώς έναν κόσμο χωρίς ανθρώπους; Θα είναι κάπως σαν την παλιά παιδική χαρά δίπλα στο σπίτι μας που την έχουν αφήσει στη μοίρα της να σκουριάζει, κι όσο πιο πολύ σκουριάζει τόσο δεν πηγαίνουν τα παιδάκια να παίξουνε, κι όσο πιο άδεια είναι τόσο τα φυτά μεγαλώνουν και τα παιχνίδια κρύβονται, οι κούνιες, η τραμπάλα, το γύρω-γύρω όλοι, όλες τους κάποτε εφευρέσεις τρομερές, αλλά χωρίς παιδιά άχρηστες και κάπως στενάχωρες, ειδικά σε έναν κόσμο σαν το δικό μας όπου ο αρχιμηχανοδηγός, άλλος κι αυτός, φαίνεται ότι για κάποιο λόγο αποφάσισε ότι μερικές γυναίκες όπως η καφετί δε θα μπορούν να κάνουν παιδιά, ενώ εγώ μαζί με κάποιες άλλες θα μπορούμε να φτιάχνουμε ωάρια τόσο όμορφα που το να κλωτσήσουμε την ευκαιρία να τα πουλήσουμε στην αγορά ακούγεται ηλίθιο ακόμα και στη συντηρητική και ζηλιάρα μάνα μου. Και τελοσπάντων, το βασικό είναι ότι έτσι όπως έχουν γίνει τα πράγματα ο κόσμος μας, ο κόσμος των ανθρώπων δηλαδή, για αυτόν μιλάω τώρα, κινδυνεύει να μείνει χωρίς παιδιά, και άρα χωρίς συνέχεια κι εμένα αυτό κάπως με στενοχωρεί. Θέλω να πω, αν ήμουν πέστροφα ή αχιβάδα μπορεί και να μη μου καιγόταν καρφί, αλλά ως άνθρωπο και μάνα ενός άλλου ανθρώπου που είναι ακόμα μικρός και άρα θα πρέπει να ζήσει εδώ για αρκετά χρόνια, η ιδέα ότι θα σταματήσουμε να υπάρχουμε είναι νομίζω λογικό να με ενοχλεί.
Με λίγα λόγια, ο κόσμος των ανθρώπων μάς χρειάζεται και αυτό μόνο περήφανες θα πρέπει να μας κάνει. Και να μην ξανακούσω βλακείες ότι είμαι σαν τις σκλάβες με τα κόκκινα στο σίριαλ της μαμάς ή ότι τα φάρμακα που μας δίνουνε για να παράγουμε τα όμορφά ωάρια μας μπορούν να προκαλέσουν καρκίνο. Αυτά είναι προπαγάνδα των αλεπούδων που κάνουν τη ζήλια τους για τις μήτρες μας κρεμαστάρια.
Ήρθε η σειρά μου. Η ρεσεψιονίστ φωνάζει το όνομά μου χαμογελαστά. Η καινούργια με κοιτάζει βλοσυρά. Ας τη να κοιτάζει. Εγώ και τα ωάριά μου βαδίζουμε προς το γραφείο του γιατρού με περηφάνια.