Ελέν Ντοζιά-Ζυγομαλά: Η Bellissima πριν την Bellissima

Ελέν Ντοζιά-Ζυγομαλά: Η Bellissima πριν την Bellissima



Στον χώ­ρο της όπε­ρας όταν αξιο­λο­γού­με έναν τρα­γου­δι­στή ή μία τρα­γου­δί­στρια εστιά­ζου­με πρω­τί­στως στο φω­νη­τι­κό όρ­γα­νο και τη μου­σι­κό­τη­τα. Υπάρ­χουν, όμως, και κά­ποιες πε­ρι­πτώ­σεις καλ­λι­τε­χνών που, εκτός από το μου­σι­κό τα­λέ­ντο, εί­χαν χά­ρη, υπο­κρι­τι­κές ικα­νό­τη­τες και ξε­χω­ρι­στή ομορ­φιά. Έρ­χο­νται αμέ­σως στο μυα­λό οι Maria Callas και Franco Corelli, και φυ­σι­κά η Anna Moffo στην οποία, μά­λι­στα, εί­χε απο­δο­θεί ο χα­ρα­κτη­ρι­σμός La Bellissima. Πριν από εκεί­νη, όμως, υπήρ­ξε η δι­κή μας Ελέν Ντο­ζιά-Ζυ­γο­μα­λά!
Η Ελέν Ντο­ζιά σύμ­φω­να με τον μου­σι­κο­κρι­τι­κό Edward Barry ήταν «μια ζω­ντα­νή διά­ψευ­ση της προ­κα­τά­λη­ψης ότι τα άκρα της ομορ­φιάς και του τα­λέ­ντου δεν συ­να­ντώ­νται στο ίδιο πρό­σω­πο». Ο Γάλ­λος μου­σι­κο­λό­γος Jean Gourret γρά­φει πως η Ελέν Ντο­ζιά υπήρ­ξε «πριν από τον Β΄ Πα­γκό­σμιο πό­λε­μο η πιο δη­μο­φι­λής τρα­γου­δί­στρια του κό­σμου. Μια εκλε­πτυ­σμέ­νη μου­σι­κός, εξαι­ρε­τι­κή ηθο­ποιός και γοη­τευ­τι­κή γυ­ναί­κα. Η κα­ριέ­ρα της στην Opéra Comique ήταν συ­γκλο­νι­στι­κή: τις ημέ­ρες που τρα­γου­δού­σε την Tosca με τον τε­νό­ρο Giuseppe Lugo, υπήρ­χε μια ατε­λεί­ω­τη ου­ρά από κό­σμο τό­σο με­γά­λη που πε­ριέ­βα­λε τις τρεις πλευ­ρές της Όπε­ρας».

Φω­το­γρα­φία που χρη­σι­μο­ποιού­σε για αυ­τό­γρα­φα. Πη­γή: https://​www.​bru​cedu​ffie.​com/​mas​sene​t7b.​html




Η Odette Hélène Theodosia Zygomala (Elen Dosia) σύμ­φω­να με κά­ποιες πη­γές γεν­νή­θη­κε στην Αθή­να, οι πιο πολ­λές, όμως, ανα­φέ­ρουν πως γεν­νή­θη­κε στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη. Και για την ημε­ρο­μη­νία της γέν­νη­σής της έχου­με τρεις δια­φο­ρε­τι­κές εκ­δο­χές, 13 Οκτω­βρί­ου 1918, 1915 ή 1913.
Με­τα­κό­μι­σε στο Πα­ρί­σι με τη μη­τέ­ρα της σε ηλι­κία πέ­ντε ετών και πέ­ρα­σε εκεί όλα τα σχο­λι­κά της χρό­νια. Η μη­τέ­ρα της ήταν εξαι­ρε­τι­κή ερα­σι­τέ­χνις πια­νί­στρια, και συ­νή­θι­σε την κο­ρη της σε καλ­λι­τε­χνι­κό πε­ρι­βάλ­λον. Στα οκτώ της χρό­νια η Ελέν μπο­ρού­σε να ερ­μη­νεύ­σει Chopin, να τρα­γου­δά­ει κλα­σι­κά ιτα­λι­κά τρα­γού­δια, να ζω­γρα­φί­ζει και να χο­ρεύ­ει. Εν­θου­σί­α­ζε τους φί­λους τής μη­τέ­ρας της με μι­κρά θε­α­τρι­κά έρ­γα και πα­ντο­μί­μες. Μι­λού­σε άπται­στα γαλ­λι­κά, ισπα­νι­κά, ιτα­λι­κά, αγ­γλι­κά και ελ­λη­νι­κά.
Από όλα τα τα­λέ­ντα της, το πραγ­μα­τι­κό πά­θος της ήταν ο κλα­σι­κός χο­ρός. Με­τά από αρ­κε­τούς μή­νες μα­θη­μά­των με τη Loie Fuller, εντυ­πω­σί­α­σε τό­σο πο­λύ τη διά­ση­μη χο­ρεύ­τρια που ζή­τη­σε από τη μη­τέ­ρα της την άδεια να προ­ε­τοι­μά­σει την Ελέν για πρί­μα μπα­λα­ρί­να. Η απά­ντη­ση ήταν ένα ξε­κά­θα­ρο «Όχι!» αφού η Ελέν έπρε­πε να έχει μια στα­θε­ρή, επί­ση­μη εκ­παί­δευ­ση και κά­θε εί­δους καλ­λι­τε­χνι­κή κα­ριέ­ρα απο­κλεί­ο­νταν. Η καρ­διά της Ελέν ρά­γι­σε και απρό­θυ­μα ει­σή­χθη σε ένα θρη­σκευ­τι­κό οι­κο­τρο­φείο στο Neuilly όπου έμα­θε λα­τι­νι­κά και άλ­γε­βρα και τις απαι­τού­με­νες δέ­κα ημε­ρί­σιες προ­σευ­χές. Όταν τρα­γου­δού­σε στη χο­ρω­δία της εκ­κλη­σί­ας, η κρυ­στάλ­λι­νη φω­νή της υπερ­τε­ρού­σε του συ­νό­λου και γέ­μι­ζε την εκ­κλη­σία. «Μου άρε­σε να τρα­γου­δάω», έλε­γε, «και η φω­νή μου εί­χε ήδη αρ­χί­σει να ωρι­μά­ζει. Οι αδελ­φές ενέ­κρι­ναν το τρα­γού­δι μου, αλ­λά η Ηγου­μέ­νη κά­πο­τε με συμ­βού­λευ­σε να μην πα­ρα­σύ­ρο­μαι τό­σο όταν τρα­γου­δάω στην εκ­κλη­σία.»
Επέ­στρε­ψε στην Ελ­λά­δα για να σπου­δά­σει μου­σι­κή σε ένα από τα ωδεία της Αθή­νας, από το οποίο απο­φοί­τη­σε τον Ιού­νιο του 1932. Τρα­γού­δι με­λέ­τη­σε με τον Κί­μω­να Τρια­ντα­φύλ­λου. Έχο­ντας κερ­δί­σει το 1ο βρα­βείο στο τρα­γού­δι ―με διά­κρι­ση― γυρ­νά στο Πα­ρί­σι με μια συ­στα­τι­κή επι­στο­λή για τον Gustave Charpentier, συν­θέ­τη της Louise. Γρή­γο­ρα πέ­ρα­σε από ακρό­α­ση για εκεί­νον. Συ­γκι­νη­μέ­νος από την ποιό­τη­τα της φω­νής της, της υπο­σχέ­θη­κε ένα λα­μπρό μέλ­λον, αλ­λά της εί­πε ότι θα έπρε­πε να πά­ει στο Conservatoire National de Musique de Paris επει­δή ήταν αλ­λο­δα­πής κα­τα­γω­γής. Την πα­ρό­τρυ­νε να φοι­τή­σει στην τά­ξη της Madame Cesbron-Viseur και προ­έ­βλε­ψε ότι δεν θα έμε­νε εκεί για πο­λύ.
Πράγ­μα­τι, στο τέ­λος του πρώ­του της έτους, τον Ιού­νιο του 1934, της απο­νε­μή­θη­κε το δεύ­τε­ρο βρα­βείο. Στις 28 Νο­εμ­βρί­ου 1935 έκα­νε τα πρώ­τα της βή­μα­τα στη σκη­νή ως Tosca με τον Giuseppe Lugo στην Opéra Comique. Αρ­γό­τε­ρα εί­χε την ευ­και­ρία να τρα­γου­δή­σει και με άλ­λους σπου­δαί­ους τε­νό­ρους, όπως οι Jan Kiepura, Giacomo Lauri-Volpi, Jussi Björling, Jan Peerce, Giovanni Martinelli, José Luccioni και André Burdino, τον οποίο πα­ντρεύ­τη­κε το 1936. Απέρ­ρι­ψε την πρό­τα­ση του Sir Thomas Beecham να τρα­γου­δή­σει τη Marina στην όπε­ρα Boris Godunov, κλεί­νο­ντας έτσι για πά­ντα τις πόρ­τες της Βα­σι­λι­κής Όπε­ρας του Covent Garden, ενώ ο André Burdino τρα­γού­δη­σε εκεί μέ­χρι το 1955.
Στην Opéra Comique, με­τά την επι­τυ­χία του ντε­μπού­του της, η νε­α­ρή σο­πρά­νο ανέ­λα­βε πρω­τα­γω­νι­στι­κούς ρό­λους στις όπε­ρες La Bohéme, Les Contes d'Hoffmann, Pelléas et Mélisande και Manon, τους οποί­ους ερ­μή­νευ­σε πά­νω από 200 φο­ρές. Εντά­χθη­κε στο δυ­να­μι­κό της Όπε­ρας του Πα­ρι­σιού, και προ­σέ­θε­σε στο ρε­περ­τό­ριό της τις όπε­ρες Thaïs, Roméo et Juliette, Faust και πολ­λές άλ­λες. Εκτός από τη Γαλ­λία, άνοι­ξε γρή­γο­ρα τις πόρ­τες για μια διε­θνή κα­ριέ­ρα κα­τά τη διάρ­κεια της οποί­ας εμ­φα­νί­στη­κε στη σκη­νή, σε συ­ναυ­λί­ες ή ρε­σι­τάλ, κυ­ρί­ως στο Βέλ­γιο, την Ελ­βε­τία, την Τσε­χο­σλο­βα­κία, τις Βρυ­ξέλ­λες και τη Λιέ­γη, τη Ζυ­ρί­χη, την Πρά­γα, το Βε­λι­γρά­δι, την Κων­στα­ντι­νού­πο­λη, την Ελ­λά­δα, την Τουρ­κία, το Μα­ρό­κο, την Τυ­νη­σία, τις Ηνω­μέ­νες Πο­λι­τεί­ες και τον Κα­να­δά.




Αφιέ­ρω­μα στο μου­σι­κό πε­ριο­δι­κό «Opera News», 10 Νο­εμ­βρί­ου 1937



Η Ελέν Ντο­ζιά ήταν εν­θου­σιώ­δης εκ­πρό­σω­πος της σύγ­χρο­νης σχο­λής που εί­χε δια­μορ­φω­θεί στην Όπε­ρα του Πα­ρι­σιού. Εξά­λει­ψε τις στυ­λι­ζα­ρι­σμέ­νες χει­ρο­νο­μί­ες και την υπερ­βο­λι­κή υπο­κρι­τι­κή φέρ­νο­ντας ρε­α­λι­σμό στις ερ­μη­νεί­ες της. Ήταν αυ­τή η φρε­σκά­δα της ερ­μη­νεί­ας που ικα­νο­ποί­η­σε τους κρι­τι­κούς των Ηνω­μέ­νων Πο­λι­τειών, όταν έφτα­σε εκεί το 1937 για να συ­νερ­γα­στεί με την Chicago City Opera Company. Ακό­μα στον πρώ­το χρό­νο της κα­ριέ­ρας της, εξαι­ρε­τι­κά νέα για τα αμε­ρι­κα­νι­κά δε­δο­μέ­να της όπε­ρας, ερ­μή­νευ­σε τον ομώ­νυ­μο ρό­λο της Manon τό­σο λα­μπρά που ο Eugene Stinson στην Daily Tribune έγρα­ψε: «Αν το τρα­γού­δι, η δρά­ση και η αί­σθη­ση του ύφους που πα­ρου­σιά­στη­κε σε αυ­τή την πα­ρά­στα­ση εί­ναι κά­τι που η δε­σποι­νίς Ντο­ζιά μπο­ρεί να με­τα­φέ­ρει και σε άλ­λους ρό­λους, θα κα­τα­λά­βει μια θέ­ση στην αμε­ρι­κα­νι­κή σκη­νή που δεν έχει κερ­δί­σει κα­μία άλ­λη τρα­γου­δί­στρια της ση­με­ρι­νής επο­χής.» Το 1937, το 1938 και το 1939 συμ­με­τεί­χε με τον σύ­ζυ­γό της στις όπε­ρες του Σι­κά­γο, του Σαν Φραν­σί­σκο και του Λος Άν­τζε­λες (Tosca, Manon, Roméo et Juliette, Faust, Traviata, Les Contes d'Hoffmann κ.ά.) και έδω­σε μια με­γά­λη σει­ρά ρε­σι­τάλ σε διά­φο­ρες πό­λεις των Ηνω­μέ­νων Πο­λι­τειών και του Κα­να­δά. Προ­σέλ­κυ­σε την προ­σο­χή και τον θαυ­μα­σμό της Mary Garden (ιστο­ρι­κή Με­λισ­σάν­θη και Σα­λώ­μη) η οποία την άκου­σε κα­τά τη διάρ­κεια των πα­ρα­στά­σε­ών της στο Σι­κά­γο και απο­φά­σι­σε να της χα­ρί­σει τα κο­σμή­μα­τά της.


Δη­μο­σί­ευ­μα της εφη­με­ρί­δας «Τα πα­ρα­σκή­νια», 11 Μα­ΐ­ου 1940




Έγι­νε μια από τις πιο δη­μο­φι­λείς καλ­λι­τέ­χνι­δες στη Salle Favart και την Opéra Garnier από το 1935 έως το 1952, όπου ερ­μή­νευ­σε πολ­λούς από τους πιο όμορ­φους ρό­λους του ρε­περ­το­ρί­ου. Εί­χε ιδιαί­τε­ρη αγά­πη για τον Massenet. Ο Jacques Rouché, διευ­θυ­ντής της Όπε­ρας του Πα­ρι­σιού, την πα­ρου­σί­α­σε στο Palais Garnier στις 29 Απρι­λί­ου 1939 στην όπε­ρα La chartreuse de Parme του Henri Sauguet. Στη συ­νέ­χεια εμ­φα­νί­στη­κε στις πα­ρα­στά­σεις Roméo et Juliette, Thaïs, Le Roi d'Ys, Marouf, Faust, Hérodiade και Othello.


Αφί­σα της ται­νί­ας του Jacques de Casembroot «Ο φύ­λα­κας άγ­γε­λος»

Στις αρ­χές του 1941 συμ­με­τεί­χε σε ένα γκα­λά του Franz Lehár στο Théâtre du Châtelet, υπό τη διεύ­θυν­ση του ίδιου του συν­θέ­τη. Το 1942 συμ­με­τεί­χε στην ται­νία του Jacques de Casembroot L'Ange Gardien. Χώ­ρι­σε από τον André Burdino το 1943





Συ­ναυ­λία της Ελέν Ντο­ζιά στο Θέ­α­τρο Ολύ­μπια, Αθή­να 1947. Πη­γή: Αρ­χείο Ε.Λ.Σ.




Το 1947, με­τά από μια πε­ριο­δεία με ρε­σι­τάλ στην Τουρ­κία και μια πα­ρά­στα­ση της Manon στην Όπε­ρα της Αθή­νας τον Μάρ­τιο, επέ­στρε­ψε μό­νη της στις Ηνω­μέ­νες Πο­λι­τεί­ες για μια σει­ρά συ­ναυ­λιών, κυ­ρί­ως στο ρα­διό­φω­νο, και έκα­νε το ντε­μπού­το της στη Μη­τρο­πο­λι­τι­κή Όπε­ρα της Νέ­ας Υόρ­κης στην Tosca στις 15 Νο­εμ­βρί­ου 1947 με τον τε­νό­ρο Jan Peerce. Στη δεύ­τε­ρη πα­ρά­στα­ση μοι­ρά­στη­κε τη σκη­νή με τον σπου­δαίο βα­ρύ­το­νο Lawrence Tibbett στο ρό­λο του βα­ρό­νου Scarpia. Στη Μη­τρο­πο­λι­τι­κή Όπε­ρα της Νέ­ας Υόρ­κης τρα­γού­δη­σε από το 1947 ως το 1949 στις όπε­ρες Tosca, Manon και Pelléas et Mélisande. Συμ­με­τεί­χε επί­σης σε ρα­διο­φω­νι­κή συ­ναυ­λία υπό τη διεύ­θυν­ση του Arturo Toscanini.



Ως Manon στην ομώ­νυ­μη όπε­ρα του Massenet. Πη­γή: https://​www.​ope​racl​ubde​pari​s-​mar​iola​nza.​fr/




Για με­γά­λο χρο­νι­κό διά­στη­μα, η Ελέν Ντο­ζιά ήταν μία από τις ελά­χι­στες, αν όχι η μο­να­δι­κή Γαλ­λί­δα τρα­γου­δί­στρια (αν και Ελ­λη­νι­κής κα­τα­γω­γής) που προ­σκα­λού­νταν τα­κτι­κά στις Ηνω­μέ­νες Πο­λι­τεί­ες, εκτός φυ­σι­κά από τη Lily Pons, με την οποία εί­χαν ανα­πτύ­ξει μια ιδιαί­τε­ρη φι­λία. Επέ­στρε­ψε στις Ηνω­μέ­νες Πο­λι­τεί­ες το 1950 για να πρω­τα­γω­νι­στή­σει στην ται­νία της Twentieth Century Fox Of Men and Music, ένα μου­σι­κό ντο­κι­μα­ντέρ που απει­κο­νί­ζει τέσ­σε­ρις μου­σι­κούς, τον Arthur Rubinstein, τον Jascha Heifetz και τον Δη­μή­τρη Μη­τρό­που­λο. Ήταν η τέ­ταρ­τη καλ­λι­τέ­χνι­δα στη γαλ­λι­κή εκ­δο­χή αυ­τής της ται­νί­ας, που κυ­κλο­φό­ρη­σε το 1951 με τον τί­τλο Enchantement musical. Στις Ηνω­μέ­νες Πο­λι­τεί­ες γνώ­ρι­σε έναν συ­μπα­τριώ­τη της, τον οποίο πα­ντρεύ­τη­κε τον Οκτώ­βριο του 1951. Στα­μά­τη­σε την κα­ριέ­ρα της τον Ιού­νιο του 1952, αφού ερ­μή­νευ­σε για τε­λευ­ταία φο­ρά τον ρό­λο της Tosca στην Opéra Comique. Κα­θώς ο σύ­ζυ­γός της ήταν τό­τε πρό­ε­δρος της Ελ­λη­νι­κής Κοι­νό­τη­τας του Πα­ρι­σιού, τρα­γού­δη­σε ακό­μη σε με­ρι­κά φι­λαν­θρω­πι­κά γκα­λά, όπως έκα­νε πά­ντα σε όλη τη διάρ­κεια της κα­ριέ­ρας της, τό­σο στη Γαλ­λία όσο και στις Ηνω­μέ­νες Πο­λι­τεί­ες με­τά τον πό­λε­μο. Με­τά τη γέν­νη­ση του γιου της, τον Ιού­νιο του 1954, αφο­σιώ­θη­κε πλή­ρως στην οι­κο­γε­νεια­κή της ζωή.

Το ντο­κι­μα­ντέρ «Enchantement musical».



Η Ελέν Ντο­ζιά δεν θέ­λη­σε πο­τέ να γί­νει δα­σκά­λα, θε­ω­ρώ­ντας ότι ήταν πο­λύ με­γά­λη ευ­θύ­νη. Ωστό­σο, πα­ρέ­μει­νε κο­ντά στον κό­σμο της όπε­ρας, συμ­με­τέ­χο­ντας σε επι­τρο­πές δια­γω­νι­σμών τρα­γου­διού για πολ­λά χρό­νια. Πέ­θα­νε στις 10 Μα­ΐ­ου 2002 στην Boulogne-Billancourt, όπου ζού­σε από το 1951 και τά­φη­κε στο νε­κρο­τα­φείο Bagneux στο Πα­ρί­σι.

_________

H φω­νή της:

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: