Δυο Ελλάδες ή ο Θάνατος της Μελισσάνθης

Δυο Ελλάδες ή ο Θάνατος της Μελισσάνθης




Πολύχρωμη απελπισία του καιρού μου
βοήθησέ με να εξαφανιστώ
να σκεπαστώ
απ’ την ψυχρή αλήθεια που γεννά ο χρόνος
κατευναστικά
η Μελισσάνθη χάθηκε οριστικά
(Μ.Χ., Νοέμβριος 1965)

Έχω ξαναμιλήσει, σ’ αυτόν εδώ τον τόπο, για τον απολεσθέντα άξονα μιας μεταφυσικής -θα ισχυριζόσουν- αίσθησης που ο καλόπιστος περιπατητής συναντά στα θεμέλια του έργου του Χατζιδάκι, καθώς και για την αδυναμία να ανιχνευθεί ―τή απουσία του ιδίου― το υποφωτισμένο μονοπάτι που οδηγεί σε λειτουργικές εκτελέσεις του έργου του σήμερα. Ο Χατζιδάκις υπήρξε εραστής και δια βίου φορέας εκείνου του άξονα που διαπερνούσε ταυτοχρόνως το σώμα των ορατών και των αοράτων, και τον οποίο, όχι δίχως θυσίες, είχε εγκαταστήσει στο κέντρο των ενεργειών του. Δεν ήταν μόνος. Περισσότερο ή λιγότερο, οι σύντροφοι της γενιάς του είχαν ακολουθήσει την παρακαμπτήριο, τον λιγότερο περπατημένο δρόμο, ισχυριζόμενοι πως όλα γίνονταν προς αναζήτηση μιας Ελλάδας δίχως εθνικοφορούσες τυμπανοκρουσίες, μιας ταπεινής χώρας που θα λειτουργούσε το μυστικό της εργαστήρι ταυτοχρόνως και στους δύο κόσμους της. Αυτή η Ελλάδα ήταν που μετά τον πόλεμο γύρισε την πλάτη της στην πανηγυρίζουσα φάρα των δωσιλόγων που έπαιρναν ξανά την εξουσία [και να που μπήκε εδώ στη μνήμη μου σαν υπερωκεάνιο σε στενό Ενετικό λιμάνι, να διακόψει κάθε άλλη σκέψη, εκείνη η δοξασμένη μες στα Παράλογα Μάγδα, η πόρνη του Νίκου Γκάτσου, που, δια στόματος Μαρίας Φαραντούρη, “πρώτη μες στις πρώτες / κλείνει την πόρτα στους προδότες” – έτσι! Ξεφορτώνει το υπερωκεάνιο την πραμάτεια του, μα πού είχα μείνει;], ναι, και αναζητούσε ―μαζί με τη Μάγδα του Γκάτσου και του Χατζιδάκι― μες στα αποκαΐδια της ήττας και κάτω από ποταμούς σπαταλημένου αίματος, θραύσματα μιας ταυτότητας όχι εθνικοφρονούσας πια, μα λάμπουσας σαν ασπρισμένη Αιγαιοπελαγίτικη αυλή κι ευλογημένης από έρωτα δικαιοσύνης. Ετούτη η πολυπρισματική ταυτότητα, αυτό το κρυμμένο στα μύχια του πόθου για ολοκληρωμένο βίο πρόσωπο, είχε το σχήμα γυναίκας που γύρναγε στους δρόμους με τον σπαραγμό εγκατεστημένο στα σπλάχνα της, κυοφορώντας μες στην ακριβή της μήτρα πάθη ιερά, περήφανη, υπεροπτική στα ανούσια, αρχόντισσα αλλοτινού καιρού που δεν γνωρίσαμε, αλλά που σ’ ένα μέλλον μας ήδη περιείχαμε, σώμα λουσμένο στο παρηγορητικό ψιχάλισμα του Σολωμού, στο ιαματικό ποτάμι του Ερωτόκριτου, στη σπαραχτική γιορτή του καραγκιόζη, στον μυστηριώδη κήπο του δημοτικού τραγουδιού, στα αρωματικά υπόγεια του ρεμπέτικου, στον ανελέητο ήλιο αυτού του καθαρού τόπου, που αιώνες πλέει τη Μεσόγειο του ψυχισμού μας σαν πειρατικό και την ορίζει. Μέσα στο όνειρο των συντρόφων χτιζόταν μια πατρίδα που θα σκόρπαγε στον άνεμο, όπως τα μάντρα των Σαολίν κι όπως η αδιάλειπτη προσευχή των Αγιορειτών, μα που εκείνοι είχαν χρέος να τη στήσουν σε κοινή θέα, έστω για μια στιγμή, πάνω στον λευκό μπερντέ του ονείρου, μην τους κακολογήσουν οι επίγονοι. Αυτή η γυναίκα ήταν η Μελισσάνθη. 



Τα πρώτα νέα κυκλοφορούν στις έκτακτες εκδόσεις.
Ο κυβερνήτης κυβερνά τους αστυνόμους.
Η αναρχία κυβερνά τον κυβερνήτη.
Ζήτω το έθνος, η πατρίδα και το σπίτι.


Ξεφυλλίζω σήμερα, για την ιστορία, το ημερολόγιο: Στις 4 και στις 5 Νοεμβρίου του 2017 ―στο πλαίσιο μιας τριετούς εορταστικής αναδίφησης του έργου του Χατζιδάκι, που η Εθνική Λυρική Σκηνή, συνεπικουρούμενη απ’ τον Γιώργο Χατζιδάκι, ανέλαβε― παρουσιάστηκε στο ΚΠΙΣΝ, πλήρης, η Εποχή της Μελισσάνθης.* Κατ’ αρχήν πρέπει να δηλώσω πως θεωρώ το έργο κομβικής σημασίας για την εξιχνίαση των στρατηγικών που ο Χατζιδάκις επέλεγε προκειμένου να αρθρώσει τον θρηνητικό του λόγο και να αναρτήσει ένα πικρό σχόλιο για τη μοίρα των πάντα ηττημένων συντρόφων, μια δοξαστική στ’ αλήθεια κατακύρωση του ακατανίκητα διαστελλόμενου χρόνου που κατοικεί μέσα στις άξιες ζωές. Μπορώ να ισχυριστώ πως αυτός ο θρηνητικός λόγος λειτουργούσε παράλληλα στο έργο και στη ζωή του Χατζιδάκι, εξού κι ο αόρατος βασανισμός του, αόρατος, αφού ένα φιλότιμο αλλοτινού καιρού θα τον απέτρεπε απ’ το να κοινοποιεί τέτοιες πληγές ως προσωπικές πληγές. Η γιορτή θα παρέμενε γιορτή, η ήττα θα γιορταζόταν εξίσου γενναιόδωρα με τη νίκη, αυτός ήταν ο πιο οικείος τρόπος σ’ ετούτο το κομμάτι γης που μας κληρώθηκε να σπείρουμε ζωή.
Μέσα στην κάθε λογής κρίση που θα βίωνε στην πρόσφατη ιστορία του το ζώο που λέμε άνθρωπο ―ο άρχοντας και δούλος του σπαταλημένου αυτεξούσιου, το κακόμοιρο πλάσμα που σαν εξωγήινος εισβολέας καταλύει τη γη που τον γεννά και τον κατασπαράσσει, ο εν υπνώσει κωπηλάτης λέμβου νεκρικής που διαπλέει ανεπαισθήτως τα νερά από τη μία της ζωής πύλη ως την άλλη, και τέτοιοι άλλοι χαρακτηρισμοί ων ουκ έστιν αριθμός―, η αναζήτηση ενός κοινού κέντρου που να περιέχει πλήρη την φυσιογνωμία του τόπου του, μιας μήτρας που να παράγει τα στοιχεία που τον κάνουν συγγενή με τους άλλους, θα ήταν μια πράξη ασφαλώς επαναστατική, πρωτίστως όμως θα ήταν μια πράξη αναγκαία. Έτσι κι η Μελισσάνθη υπήρξε μια ποιητική απεικόνιση του χαμένου εκείνου κέντρου, ένα φυλαγμένο κάτω απ’ το κάθισμα της λέμβου σωσίβιο, μια προσευχή αδιάβροχη στο κακό, να κρατηθείς τότε που η απελπισία θα πλημμύριζε τα ίσαλα, κι αυτό συνέβη αρκετές φορές μέσα στα χρόνια. Οι επιζώντες του κατακλυσμού χρωστούν ό,τι διασώθηκε σ’ αυτά τα αποσιωπημένα δώρα, σε ετούτα τα κρυμμένα κάτω απ’ τα πόδια φυλαχτά.



Μητέρα κι αδερφή
δώσ’ μου μια ελπίδα, δώσ’ μου μιαν ευχή
η αγάπη ν’ απλωθεί
παντοτινή στη γη σαν προσευχή

Η επανεκτέλεση του 2017 -και πέραν του αυτοματισμού των επετείων, με τις οποίες ο επιρρεπής στο μελό εαυτός επικινδύνως ασχημονεί- μας επισκέπτεται εδώ για να τονίσει κάποιες απρόσμενες δυσκολίες στην ανάγνωση αυτού του έργου, αφού εδώ μια προσπάθεια αποκρυπτογράφησης ίσως να απαιτούσε όχι απλά μια λείανση των μουσικών μας ανακλαστικών, μα κάτι πολύ περισσότερο: μια εγκατεστημένη δεξιότητα να οικοδομείς μονάχος σου απ’ την αρχή τον απολεσθέντα μύθο, με αυτοσχέδια μέσα, με κομμάτια κι αποσπάσματα των προσωπικών σου πληγών. Ωραία! Έτσι κι αλλιώς ήμασταν πλέον άλλοι, ακινητοποιημένοι στις μυλόπετρες της πάνδημης απομάγευσης, και κάθε εξ εφόδου προσπάθεια ανάγνωσης με τον παλιό τρόπο θα αποδεικνυόταν εξίσου επίπονη και ατελέσφορη. Μπορούσαμε ασφαλώς να προσπεράσουμε τον στόχο μας, να τον βαφτίσουμε, μαζί με το έργο, παρωχημένο. Αυτό θα ήταν όμως μια ουρανομήκης λιποταξία.

Οι δρόμοι ακόμη σκοτεινοί
και στο σκοτάδι η ερημιά
χιλιάδες κόσμος που κυκλοφορεί
και σιγοψιθυρίζει τ’ όνομα της Μελισσάνθης

Να προλάβω να πω ότι θεωρώ την εκτέλεση της 5ης Νοεμβρίου του 2017, που εγώ παρακολούθησα, μια άρτια στιγμή, προικισμένη με τους πιο εξαίσιους φιλοξενούμενους, με υποβλητική σκηνική δύναμη και ενθουσιώδες κοινό. Ήταν ταυτόχρονα ―γι’ αυτούς, παραδόξως, τους λόγους― μια προδοσία στο πνεύμα του Χατζιδάκι. Το άγριο ζώο του έργου θα απελευθερωνόταν όχι μέσα στο φυσικό του περιβάλλον, μα πίσω απ’ το κλουβί μιας σε κοινή θέα εκτεθειμένης φυλακής, μες σε ένα τσίρκο αναπτυγμένο μπρος στα μάτια μας, κι αυτή η φυλακή ήταν χτισμένη απ’ τα ίδια υλικά με τα οποία αναγέρθηκε η δυτική παιδεία μας, απ’ τα ίδια θνησιγενή υλικά των παραστρατημένων μας προσπαθειών. Εδώ ―όπως και αλλού― το αίσθημα γίνηκε θέαμα, κι αυτό ο πρόγονος που κάθε τόσο άλλαζε πλευρό στη ρίζα της ψυχής μας δεν θα το συγχωρούσε. Η γιορτή χτύπησε το νταούλι της πάνω στο σαθρό έδαφος της πολιτικής ορθότητας, των σύγχρονων παραμορφωτικών φακών που εστιάζουν σε άγνωστες για τον λυρικό μας ουρανίσκο κουβέντες όπως συμπερίληψη, κανονικότητα, πορεία προς τα μπρος και άλλα τέτοια νόστιμα, αντί να αφεθεί στις ακατανόητες δονήσεις του κοινού πάθους, που πάντοτε γεννούσαν παραδείσια πουλιά, ακόμα κι αν ―και ειδικά τότε― δεν βρίσκαμε στην κάτω δεξιά πλευρά του έργου χαραγμένο το όνομα του πατρός. Αυτός ο οικείος, μα χαμένος, τόπος μας, το κοινό μας βλέμμα, ένας τρόπος θέασης ριζωμένος κατευθείαν στο ανεξιχνίαστο DNA της φυλής, θα ήταν ο μπερντές που πάνω του θα άξιζε να αναρτηθεί το εργόχειρο μιας διαρκούς συλλογικότητας, το αίφνης φιλοτιμημένο βλέμμα του δήμου μπρος στον καθρέφτη της ιστορίας του. Αντ’ αυτού, η απελευθέρωση θα αποδεικνυόταν μια κουδουνιστή κάλπικη λύρα, η νίκη θα ‘ταν Πύρρειος, Νίκη φτερωτή που σκιάχτηκε τα τύμπανα του πολέμου, φτερούγισε και χάθηκε πίσω απ’ τα βουνά. Περισσότερο απ’ τα παραπάνω, η συναυλία υπήρξε με τον πλέον παράδοξο τρόπο μια προδοσία της ίδιας εκείνης χώρας που το έργο του Μάνου φώτιζε μέσα μας. Θα εξηγήσω παρακάτω το γιατί. Προχωρούσαμε αμέριμνοι στις κλιματιζόμενες αίθουσες, όσο κάτω απ’ τη σκηνή παιζότανε το δράμα, πλησίαζαν με βήμα σταθερό τα αποτρόπαια.





Σε πάτησαν τα πόδια μας
σε μάτωσεν η βια μας
σου σπάσανε τα κόκαλα
τ’ ασθενικά παιδιά μας
κι όταν ξερή κι αναίσθητη σε πέταξαν στο χώμα
ποιος τάχα σε θυμήθηκε
έτσι θλιμμένη
μικρή λησμονημένη;

Η Εποχή της Μελισσάνθης είναι ένα σύνολο θραυσμάτων ζώσας μνήμης, εγκατεστημένων στην οθόνη του ονειρικού μας αμφιβληστροειδή, ένας θησαυρισμός ποιητικών τόπων αλιευμένων απ’ το παρθένο βλέμμα ενός εφήβου, που επίπονα και αναπόδραστα βαπτιζόταν στο πενθητικό κλίμα του καιρού του. Είναι μαζί το υψηλής διατρητικής ικανότητας σχόλιο ενός ανθρώπου που δοκίμαζε τις αντοχές της παρθενίας του μέσα στα δύσκολα χρόνια της κατοχής και μες στη ζοφερή γιορτή της απελευθέρωσης. Ένας οικείος τόπος που κάτω απ’ τη μεταλλική του στέγη προφυλασσόμασταν απ’ τη βροχή, ακούγαμε τον ψίθυρο της σταλαγματιάς που χάιδευε τη μνήμη μιας θρυμματισμένης ελπίδας για απελευθέρωση, μια απελευθέρωση όπως την παιάνιζε το ίδιο μας το κύτταρο κι όχι το άνοστο μαγαζάκι των δοσοληψιών. Κάτω απ’ την τσίγκινη στέγη, στέγη της καλύβας του καραγκιόζη και στέγη του δικού μας σπιτιού, ζωντάνευε το θαύμα μιας -έστω μέσα στο όνειρο- επιστροφής, χρόνια πολλά μακριά απ’ τον εμφύλιο, για να αρθρωθεί το νέο αίτημα, μια τίμια για την παράδοσή μας ζωή, ένα προσωπικό περπάτημα μες στο ανοίκειο σκηνικό που μας κληροδοτούσαν τα αλληλοσφαγιαζόμενα συμφέροντα των -μικρών στην ώρα της ανάγκης μας- μεγάλων δυνάμεων, των διαφθορέων του τότε καιρού μας, και του νυν. Το κληροδότημα της προδομένης ελευθερίας μάς πλάκωνε σαν φοβέρα και σαν σκλαβιά αρκετά πριν το νιώσει στο πετσί της εύπλαστης ψυχής του ο εθνικός μας ποιητής. 


Σύνθημα και κραυγή
λυγμός στα χείλια των εφήβων
που με τα σώματα ζεστά από το κρεβάτι
ερωτικά ξαπλώνουν με την άσφαλτο
με μια σημαία του έθνους καρφωμένη στην καρδιά
φώναζαν ψάχναν να την βρουν
την Μελισσάνθη!

“Μοναχή το δρόμο επήρες, εξανάλθες μοναχή…” Δεν είναι τυχαίος ο κυματισμός του εθνικού ύμνου μέσα στο τέλος της Λησμονημένης, του τελευταίου μέρους της Εποχής της Μελισσάνθης, λίγο πριν απ’ την έξοδο, και μαζί της εποχής που έθρεψε το φάντασμα της προδοσίας. Παράλληλα, το φάσμα του Σολωμού και η αποκαθαρκτική ηχώ του έργου του μες στο ευαίσθητο ηχείο του Χατζιδάκι υπήρξε ένας χάρτης πλοήγησης, μαζί με ψιθυρίσματα του Μακρυγιάννη και με μια γεύση αλμυρή απ’ το πολύτιμο δάκρυ του ρεμπέτικου. Η Μελισσάνθη τα φιλοξενεί όλα, σε μια απρόσμενη ισορροπία, όπως φιλοξενεί και λαλούμενα της δυτικής ορχήστρας, που προσεκλήθησαν για να αγκαλιάσουν τους πρωταγωνιστές, πρωταγωνιστές που είναι άλλοι. Η ορχήστρα είναι μια απλή λεπτομέρεια στο σκηνικό πίσω απ’ τη δράση, αν τα λέω σωστά. Γιατί στην Εποχή της Μελισσάνθης δεν δεσπόζουν όργανα, μα σύμβολα σε σχήμα οργάνων, που ηχούν σαν αιολικές άρπες μιας καινούργιας κάθε φορά διαφεύγουσας σημασίας, σαν χορδές τανυσμένες στις δυο όχθες των καίριων ερωτηματικών μας, χορδές που τη στιγμή της έξαρσης απλώνουν στο στερέωμα αστερισμούς αποκαλύψεων. Πάνω σ’ ετούτο το στερέωμα για πάντα θα αναρτάται ο καταγωγικός μας χαιρετισμός, ο παράξενος τρόπος να μιλάς μονάχα με εισπνοές και με εκπνοές για τα πιο σύνθετα, έτσι που έκαναν οι άνθρωποι στην ύπαιθρο, τότε που ακόμα υπήρχε ύπαιθρος και άνθρωποι που δεν τους είχε συνθλίψει ο οδοστρωτήρας της προόδου.

Αλαλαγμός.
Ο πληθυσμός είναι νεκρός.
Έγινεεε…
Ο τελικός συμβιβασμός.

Τα όργανα απλώνουν την ευλογία τους στη σκηνή:



― Μπουζούκι και μπαγλαμάς, μορφές του υπόγειου κόσμου του ρεμπέτικου. 

―Το μαντολίνο, δάκρυ κρυστάλλινο του θρήνου. 

―Η κιθάρα, πάγκος αδρός μοναστηριακός, που πάνω του καλόγεροι συναρμολογούν τα σύνεργα της εξομολόγησης. 

―Το κόρνο, ήλιος πενθητικός του μεσημεριού, που φωτίζει με το πιο απελπισμένο φως το χυμένο στην άσφαλτο αίμα.
― Το φλάουτο, φωνή θρηνητική σε ξεχασμένη γλώσσα, φωνή σπαταλημένη στην αδιέξοδη κόψη της ελπίδας. 
― Το ταμπούρλο, ήχος εμμονικός του έξω πολέμου, που θα αποδεικνυόταν η μικρότερη απώλεια, και ήχος Άνοιξης που θρυμματίζεται στη θέα του θανάτου, στη θέα του αγεφύρωτου τού παραδείσου μας και της κόλασής τους. 

― Ο ψάλτης κι ο βυζαντινός χορός, μνήμη τραυματισμένη του κρυφού σχολειού, που, κι αν ποτέ δεν υπήρξε -και κυρίως τότε- αναπνέει ως ανάγκη βιωμένου μυθικού χώρου, όχι μια αφορμή για ψευδεπίγραφα σαλπίσματα, μα μια διαυγής διόπτευση ηπείρων μυστικών, που μόνο με ποιητικά σύνεργα αποκαλύπτονται.
― Η παιδική χορωδία, σαν κατοχύρωση του από εδώ χαμηλά των δικών μας αγγέλων, που όχι μοναχά δεν αποστρέφονται το χώμα, μα το αποζητούν ως τόπο πλήρωσης του ιερού κύκλου. 

―Η χορωδία, αυτόνομος υπομνηματισμός μιας εφικτής συντροφικότητας, που αναπνέει με τον ένα της πνεύμονα στο κατ’ ιδίαν του προσωπικού πολέμου απέναντι στη βαρβαρότητα, όμοιες ποιότητες που μες σ’ αυτήν την κλίμακα αξιών αλληλοσυμπληρώνονται. 

―Οι δύο νέοι και η σχέση τους με το διαρκές του ερωτικού μες στους αιώνες χρόνου.
―Η μπάντα που περιδιαβαίνει τους δρόμους με τα αρώματα του επιταφίου και τη χαρμολύπη μιας απελευθέρωσης που δεν θα είναι Αναστάσιμη. 

―Και πάνω από όλα, η ιέρεια του μύθου, ο ίδιος ο Χατζιδάκις που τραγουδά με τη φωνή της Μαρίας Φαραντούρη [φωνή σεντόνι και φωνή ευχή -θα επιμένω να το λέω- φωνή που κάποτε θα της αφιερώσω ένα ποίημα, αν το αξιωθώ, μιλώντας για τον τρόπο που φύσηξε κατευθείαν μες στην ψυχή μας και της φούσκωσε τα άρμενα, να κινηθεί προς μιαν ελπίδα ζωντανή εκεί ακόμα μακριά, πέρα απ’ την ίδια της την ιστορία]. Στη σημερινή συναυλία η ιέρεια θα μιλούσε με τη φωνή της Θεοδώρας Μπάκα, μιας σπουδαίας τραγουδίστριας, που όμως ―όπως και καμία άλλη κατά τη γνώμη μου― δεν θα μπορούσε να σηκώσει το βάρος των χρησμών, γιατί εδώ τα πράγματα έρχονταν από τα βάθη του ερμητικού χρόνου, μες στον οποίο εμείς οι ίδιοι ποτέ δεν είμαστε υπεύθυνοι για τις πράξεις μας. Κάποια αόρατη Χάρις είναι που αποφασίζει, ας το πω οριστικά: η γενναιόδωρη συναστρία που ευλογεί τη στιγμή, κι έτσι η ιέρεια εξακολουθητικά και αδιατάρακτα, έτσι που πάντοτε αρμόζει, πράττει ΕΡΗΜΗΝ! 



Και η ροή των θραυσμάτων καλά κρατεί και αναπτύσσεται μέσα μας κι έξω μας αδιακόπως.



Σηκώθηκεν ο άνεμος
και σκίζει τα πανιά μας
πέφτει η βροχή και μούσκεψε
τα πιο κρυφά όνειρά μας
μα εσύ μικρή τρελή και παραπονεμένη
το ‘λεγες πως θα γίνουσαν
μικρή λησμονημένη;

Πώς να μη δω ότι η Μελισσάνθη μόνο συμφωνικό ποίημα δεν είναι; Κατ’ αυτό, η εκτέλεση που άκουσα σε εκείνο το ωραίο παρελθόν μας, και που απέχει ήδη εφτά χρόνια απ’ το σήμερα, υπήρξε μια, όντως, με μουσικούς όρους, σπουδαία εκτέλεση, και έτσι απολύτως λανθασμένη. Και γι’ αυτό δεν ευθύνεται φυσικά ο εξαίσιος Λουκάς Καρυτινός, αλλά η ίδια η ασυνέχεια χώρου/χρόνου/νοήματος, που αλληλοακυρώθηκαν την ώρα της συνάντησής τους, την ώρα που έσφιγγαν απρόθυμα τα χέρια τους, μέσα στην αίθουσα του ΚΠΙΣΝ, μπροστά στα μάτια όλων μας.

Θα δοκιμάσω να εξηγήσω στο επόμενο τους εσωτερικούς λόγους αυτής της ασυμφωνίας.


(Συνεχίζεται)


*Εδώ βρίσκεται, πλήρες, το έργο:


[ 2017 και 17 Ιουνίου 2024. Το κείμενο στηρίχθηκε σε παλαιότερο, ομότιτλό του, ανεβασμένο το 2017 στον ιστότοπο Οι Γαλάζιες Φάλαινες της Μουσικής ]



ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: