Το πρώτο κεφάλαιο του Χαγκαμπούλα: πρόκειται για το πρώτο μυθιστόρημα του Βούλγαρου συγγραφέα Τόντορ Τόντοροβ, βιβλίο το οποίο ακολουθεί τα βήματα της εκστρατείας του Ισπανού κονκισταδόρου Ερνάν Κορτές προς το βουνό των Αζτέκων στο Μεξικό. Ο συγγραφέας προσδιορίζει τον τρόπο γραφής του ως συνδυασμό πολλών ειδών. «Υπάρχει και το νήμα της περιπέτειας. Θα μπορούσε να διαβαστεί και σαν βιβλίο περιπέτειας, ταυτόχρονα συνδυάζει και φανταστικά στοιχεία, έχει και μια φιλοσοφική διάσταση. Στο βιβλίο υπάρχουν και συντεταγμένες μιας επινοημένης φαντασιακής γεωγραφίας. Τόποι, οι οποίοι δεν θα έπρεπε να είναι ακριβώς εκεί που τους τοποθετώ εγώ.Αναφέρονται ιστορικά γεγονότα, τα οποία αποκλίνουν από την πραγματική τους ιστορική πορεία την οποία γνωρίζουμε». Το μυθιστόρημα απέσπασε Ειδική μνεία στα Ευρωπιϊκά Βραβεία Λογοτεχνίας 2024.
Χαγκαμπούλα
Ο Ερνάν ονειρεύεται
Ένας κόνδορας κάνει βουτιά πάνω από τον ωκεανό. Μόλις που αγγίζει το νερό – δροσιά, ευλογία. Τα πάντα εκπέμπουν φως: τα φτερά και ο ουρανός, τα κύματα που λες και φουντώνουν στις φλόγες. Λευκό πανί λαμπυρίζει στο απέραντο γαλάζιο τοπίο. Στο σπίτι ένα λινό σεντόνι επαναλαμβάνει το ίδιο μοτίβο, στην πνοή του ανέμου. Δύο ήρεμα χέρια, άρωμα σαπουνιού και άνοιξης. Και το νήμα του χρόνου – στην παλάμη ενός παιδιού. Ανατέλλουν η γη, ο ουρανός, η βροχή, το κάθε χορταράκι. Η παιώνια ανθίζει στον ήλιο. Φυσάει απαλό αεράκι, τρεμοπαίζει η πρίμουλα, μια μέλισσα κάθεται πάνω στο μπλε άνθος. Μια δροσοσταλιά λουφάζει στο φύλλο της καρυδιάς. Ένα παιδί ονειρεύεται πεταλούδες φωτισμένες από αστραπή. Κάποιος τρέχει. Το απόγεμα κατεβάζει στόρια πάνω από τα σταροχώραφα, είναι αργά. Μια γυναίκα κλαίει λουσμένη στο φεγγαρόφωτο. Άστρα φωτίζουν τα ύψη, πυγολαμπίδες ζωγραφίζουν τη νύχτα. Το καλοκαίρι είναι μητέρα και ο κόσμος είναι απέραντος. Όμως να που κάτι σκοτεινιάζει. Ο κόνδορας ψάχνει τη στεριά, σκιά αιχμαλωτίζει τα φτερά του. Μοναχικό καράβι βυθίζεται στη θάλασσα. Όλα φαντάζουν μακρινά – η νιότη, οι ώρες, τα χρόνια. Μονάχα η Ισπανία είναι παντοτινή, ποτέ δεν λησμονείται. Βροντή καταβροχθίζει τον ύπνο του ψαριού που κατάπιε έναν ναυαγό. Στην καρδιά της τίγρης γεννιέται ελάφι. Κρύος κυκλώνας σαρώνει τη στέπα, παίρνει στο κατόπι λύκους, γερανούς, φίδια. Η ερημιά τραντάζεται, κάτι μεσ’ στη τάιγκα σωπαίνει. Δένουν τις βάρκες στο λιμάνι. Ο αέρας ψιθυρίζει μαύρη προσευχή, οι ψαράδες φορούν μπότες. Σκοτεινό φεγγάρι ανατέλλει – ένας ήλιος από σκοτάδι. Και να που η νύχτα ορμάει από τον πέρα κόσμο σε αυτόν εδώ. Χαγκαμπούλα παντού.
Ο Ερνάν ξυπνάει, στο μέτωπό του λαμπυρίζουν σταγόνες ιδρώτα. Το βλέμμα του είναι απλανές, ανήμπορο να δει πέραν του ύπνου. Σηκώνεται και αρχίζει να βηματίζει πάνω στο κατάστρωμα. Η νύχτα λάμπει πάνω του – ένας διάστικτος με φλόγες μανδύας. Εκείνος κοιτάει επίμονα μέσα στο σκοτάδι. Το πρόσωπό του είναι ηλιοκαμένο, τα μαλλιά – ανακατεμένα από νοτιάδες, κατακαμένα από τον καύσωνα. Οι κόκκινες σαν αίμα μπότες του, από δέρμα σαλαμάνδρας, τρίζουν πάνω στις σανίδες του πατώματος. Ο αέρας ανοίγει τα ρούχα, γαργαλάει την επιδερμίδα και κάνει τα κόκαλα να μουδιάζουν ευχάριστα. Τα βήματά του κόβουν την ησυχία στα δύο. Τι νεκρική σιγή επικρατεί εδώ. Ο κόσμος χάθηκε ― του φαίνεται ότι είναι ο μόνος άνθρωπος πάνω στη γη.
Μοναχική δράκαινα διασχίζει το νερό κάτω από το καράβι και σκοτεινιασμένα κύματα φωτίζονται προς στιγμήν στο ασημί λαμπύρισμα.
Δε νοιάζεται για τον στολίσκο από πάνω, τα μάτια του
είναι καρφωμένα στον βυθό της θάλασσας. Μακριά κάτω στην αμμουδιά κάτι σαλεύει. Η στεριά πια φαίνεται μπροστά, μια-δύο ώρες πλους. Μονόλιθοι οδοντωτοί και γκρίζα βράχια, λουσμένες σε φεγγαρόφωτο ακρογιαλιές, πίσω τους – δάση αφιλόξενα σαν τα φρύδια κοιμώμενου τέρατος.
―Μαύρη πατρίδα, τροφός θαυμάτων! Να με κι εγώ, αναφωνεί ο Κορτές. Του απαντούν μόνο ο άνεμος και το άκαρδο αλύχτισμα των δασών.
Πατούν στη στεριά, η άμμος είναι ακόμα καυτερή. Παρά το σκοτάδι, τα πάντα ασπρίζουν. Το κάθε βοτσαλάκι, ο κάθε κόκκος άμμου – είναι φως. Η αποστολή ξεφορτώνει τα καράβια και προχωράει με τα πόδια μέσα από την στενωπό πέρα από το βράχο, οδηγώντας τα άλογα φορτωμένα με δισάκια, όπλα, τορβάδες με χάρτες, πυξίδες, τρόφιμα, καπνό.
―Σαλγκάδο, λέει ο Ερνάν.
Ο Σαλγκάδο, ο γραμματέας του, με άκοπα τα γένια του να πλαισιώνουν ένα αποστεωμένο πρόσωπο, τα μαλλιά του δεμένα πίσω σε αλογοουρά. Γυρίζει αργά – όχι σαν κάποιος που είναι ξύπνιος, αλλά σαν υπνοβάτης. Η φλόγα των δαδιών φωτίζει τα μάτια του, γυάλινες λίμνες. Κάτι τρομακτικό ξυπνάει στο βάθος τους. Ξένο είναι και τρομακτικό εκείνο, το οποίο σε κοιτάει από΄ κει μέσα. Το δέρμα του είναι απόκοσμα χλωμό – μοιάζει με ασκητή, με χαμένο προφήτη. Με κάποιον, που είναι παρατημένος για πάντα.
― Πού είσαι, Θεέ μου; ψιθυρίζει ο Σαλγκάδο. Και σε λίγο: ― Τίποτα το καλό δεν μας περιμένει.
Επικρατεί ησυχία. Ύστερα εκείνος ακούγεται και πάλι:
― Τίποτα το καλό.
Ένα σύννεφο κρύβει για λίγο το φεγγάρι, κάνει κρύο. Ο Κορτές δε λέει τίποτα, μόνο χαμογελάει, αλλά στα μάτια του επιπλέουν σκιές. Είναι κουρασμένος, αϋπνία καταβροχθίζει τις νύχτες του. Μόλις τώρα, πριν φτάσουν, τον νικάει ο δαίμονας του ύπνου. Εκείνος δίνει εντολή να σχηματίσουν μια ομάδα από Αϊτινούς, Αφρικανούς και μια ομάδα από Ισπανούς, ξεβράσματα της κοινωνίας – χαρτοπαίκτες και ληστές, μαζεμένοι από τα μπουρδέλα στα νησιά. Μοιράζει διαταγές και μερικές βάρκες αποπλέουν και χάνονται ανάμεσα στα καράβια. Ακούγονται τραχιές φωνές, αναφωνήματα, βρισίδια στα ισπανικά και σε άλλες γλώσσες, γρυλίσματα, πνιγμένα χαχανητά. Μετά όλα ησυχάζουν. Ξεπηδούν σπίθες, πύρινα κουβάρια κατεβαίνουν πάνω στα πανιά. Οι ξύλινοι σκελετοί ραγίζουν, αναστενάζουν, λυγίζουν τα άκρα ― καρβουνιασμένοι νεκροί παραπεταμένοι στον ωκεανό. Μια στιγμή αργότερα τα πάντα είναι τυλιγμένα στις φλόγες ― «Σάντα Μαρία», «Σάντα Άννα», «Σαν Μιγκέλ» και «Σαν Αντόνιο» έχουν σταλεί στην κόλαση. Ακόμα έξι καράβια τα ακολουθούν, θριαμβευτική πομπή προς την αποτέφρωση. Η θάλασσα φλέγεται.
Μόλις περάσει τη βραχώδη ράχη, ο Κορτές βρίσκει τριακόσιους άνδρες και δεκατρία άλογα, σιωπηλοί κάτω από τα διαολεμένα ουράνια. Οι άνδρες χλομιάζουν κάτω από τον θόλο της νύχτας ― ένας στρατός από φαντάσματα, που κοιτάνε επίμονα προς τα πάνω με υγρά μάτια. Μέχρι χθες πολεμιστές, μπουχτισμένοι απ' τα αίματα και τις αδικίες, τώρα μοιάζουν με παιδιά φοβισμένα από τη σκιά που επελαύνει. Τί έχουν χάσει; Γιατί θρηνούν το τέλος του κόσμου;
Πού είναι η γενναιότητα, πού πήγε η αντρειοσύνη; σκέφτεται ο Κορτές.
Τα ουράνια χρωματίζονται με αιματηρή λάμψη, οι ουράνιες σφαίρες φλέγονται. Ο ιερωμένος Ντομίνγκο σηκώνεται με απλωμένα προς τα πάνω χέρια, σαν να καλεί κάτι ή κάποιον ― μάρτυρας, τον οποίο από στιγμή σε στιγμή θα τον καταπιεί μια άβυσσος. Σύννεφα σαν πεινασμένα κοπρόσκυλα ροκανίζουν τον ουράνιο θόλο με τα άστρα. Έχοντας βγάλει τις μπότες του ο Αγκιλάρ κάθεται στο κούτσουρο στο πλάι, μασουλάει ένα κομμάτι κρέας και παρατηρεί τα δένδρα τα οποία επικρέμονται από παντού, με τις ομιχλώδεις βουνοκορφές πάνω τους. Μόλις βλέπει τον Κορτές, σηκώνεται και κάνει μερικά βήματα. Τα μαλλιά του γυαλίζουν σαν κορακίσια. Οι κόκκοι άμμου που σηκώνονται από την αμμοθύελλα ξυρίζουν το πρόσωπό του. Περιπλανώμενο άστρο διασχίζει τους ουρανούς πάνω του. Εκείνος φτύνει και για μια στιγμή όλοι μένουν μαρμαρωμένοι, έχοντας βρεθεί σε άγνωστη σιωπή. Σιωπή, η οποία ψιθυρίζει μοιραία σημάδια στις καρδιές, κατάματα με την αιωνιότητα του αγνώστου. Τότε ο Αγκιλάρ λέει:
― Να λοιπόν, τροφός θαυμάτων. Ορίστε, κατάρα της κόλασης.
Κοιτάει γύρω του. Ο αέρας σφυρίζει, η νύχτα κλείνει τη γροθιά της.
― Να τα βράχια πάνω στα οποία θα σαπίζουν οι σάρκες μας. Κοιτάξτε το βουνό. Εκείνο ξέρει μια λέξη και η λέξη αυτή είναι θάνατος. Μαύρη είναι η ψυχή της γης αυτής, μαύρες θα χάσκουν οι κόχες των ματιών σας.
Οι άνδρες σιωπούν και ακούν. Τα λόγια του Αγκιλάρ ζωντανεύουν μέσα τους εκείνο το τρομερό προαίσθημα, το οποίο δίχως άλλο φωλιάζει στα λαρύγγια τους σε όλο το δρόμο.
Πού είναι τα αγέννητα παιδιά μας; Σε ποιόν χαρίζουν τα χάδια τους οι γυναίκες τις οποίες αφήσαμε; Γι’ αυτό ζήσαμε – για να βρούμε άθλιο θάνατο; να αφήσουμε τα κόκαλά μας σε ξένη γη; Όχι, δεν υπάρχει ελπίδα εδώ, στη χώρα αυτή ξεχασμένη από τον Θεό.
― Αρκεί, Πάμπλο, τον διακόπτει ο Κορτές.
― Εσύ έβαλες φωτιά στα καράβια, διάολε. Εσύ έθαψες την Ισπανία, δεν υπάρχει επιστροφή, απαντάει ο Αγκιλάρ.
― Δεν υπάρχει, συμφωνεί ο Κορτές. ― Δεν υπάρχει ζεστό ψωμί, δεν υπάρχει μητρική αγκαλιά, δεν υπάρχει κρεβάτι, μήτε χορτάτη κοιλιά. Ούτε συζυγική παρηγοριά, ούτε πρόβειο κρέας και κρασί, ούτε σπίτι πατρικό, ούτε κωδωνοκρουσίες. Και το πατρικό σπίτι θα το βλέπετε μόνο στα όνειρά σας. Δεν είναι εύκολη η ζωή του θαλασσοπόρου, οι μέρες του είναι σφυρηλατημένες από δόξα πικρή. Αλλά να είστε υπερήφανοι, τέκνα της Ισπανίας! Και να επαγρυπνείτε. Δεν είναι τυχαίο ότι η μοίρα μας καλεί εδώ. ― Σε μια ώρα αρχίζουμε να ανηφορίζουμε. Ήδη δεν υπάρχει σπιτικό πίσω από την πλάτη μας, τίποτα δεν υπάρχει. Ο μοναδικός δρόμος είναι προς τα επάνω, συμπληρώνει σε λίγο εκείνος. Και δείχνει προς τα δάση μπροστά του. Από τον συνοφρυωμένο ουρανό πέφτει η στάχτη των καμένων καραβιών. Το κρύο καίει το δέρμα. Μερικά κομμάτια σφηνώνονται μεσ’ την άμμο στ΄ ακρογιάλι, ξεβρασμένα από τα κύματα. Κανείς δεν αρθρώνει κουβέντα.
Σε λίγο ο ήλιος ανατέλλει από την ανατολή, о ωκεανός πασπαλίζεται με χρυσαφένιο φως. Μαύρος καπνός απλώνεται πάνω από τον πλοχμό. Οι άνδρες παρατηρούν τη θάλασσα, μεσ’ την κοιλιά της οποίας βυθίζονται οι βάρκες και χάνονται τα πανιά. Κάπου εκεί, από την άλλη πλευρά, βρίσκονται τα λιμάνια των νησιών, λουσμένα από ήλιο και δέλεαρ, με τις πόρνες τους, όμορφες Κρεολές και Πορτορικανές, με τα χαμαιτυπεία, τις ταβέρνες και τα μαλακά στρώματα, με τα πικάντικα φαγητά και τα παλαιωμένα κρασιά. Ακόμα πιο πέρα, πέραν οτιδήποτε ορατού, πέραν της νύχτας, κείται η Ισπανία – γυμνή, ματωμένη, υπερήφανη, ευλογημένη από τον Θεό και τον ήλιο.
Ο γαλάζιος ουρανός φωτίζεται. Οι άνδρες ξεκινούν αργά προς τα πάνω στο μονοπάτι που ανηφορίζει ανάμεσα στα βράχια και τους κορμούς δένδρων. Δεν έχει περάσει πολύ ώρα και μπαίνουν σε τεράστιο δάσος. Μιας και έχουν διασχίσει τα όριά του, δεν μπορούν να απαλλαγούν από την ανήσυχη παρουσία φυλλωμάτων, χορταριών και κλωναριών. Αισθάνονται σαν κάποιος να τους παρακολουθεί. Νιώθουν αιχμάλωτοι όχι μόνο της δικής τους, αλλά και μιας ξένης ανησυχίας. Από τότε που έχουν πατήσει το πόδι τους εδώ, τους καταλαμβάνει ένας ανεξήγητος μαρασμός, σαν να αποπνέει από τα σπλάχνα της γης. Άγνωστα πουλιά κράζουν από τα σκοτάδια. Όλοι κοιτούν επίμονα τις σκιές γύρω και καταριούνται νοερά την τύχη τους, καταριούνται τον παράφρονα, ο οποίος τους στέρησε τον δρόμο της επιστροφής, χωρίς σπιτικό, δίχως ελπίδα. Όσο προχωράνε οι καρδιές τους γεμίζουν από ακαθόριστο φόβο, στο στήθος τους κυλά η δυσπιστία. Η μέρα σταδιακά παραχωρεί τη θέση της στο σούρουπο, το σούρουπο μεταβάλλεται σε γαλάζια αυγή, η αποστολή συνεχίζεται. Πηδούν πάνω από ρίζες, αποφεύγουν στρογγυλεμένες κοτρόνες με περίεργα σχήματα, ομίχλη σαν κίτρινο γάλα κολλάει πάνω στα πόδια τους, ενώ καταγής, παρόμοια με μαργαριτάρια αινιγματικά λαμπυρίζουν περιπλανώμενες φωτιές. Κανείς δεν τις αγγίζει. Ακόμα δεν έχει πάει μεσημέρι, αλλά τα πάντα σκοτεινιάζουν, πέφτει ο μανδύας μιας άκαιρης νύχτας. Σε λίγο η ατμόσφαιρα γίνεται τόσο υγρή και αποπνικτική, που τα άλογα με δυσκολία προχωράνε ένα βήμα μπροστά, οι άνδρες κάθιδροι. Ο ίδρωτας να στάζει μεσ’ τα μάτια, θολώνει την όραση, σχηματίζει υγρούς λεκέδες στα πουκάμισα, κάνει τα στόματα να στεγνώνουν επίπονα.
Ψηλά πάνω από τα κατσάβραχα περνάει ένας κόνδορας, τα φτερά του σκίζουν τον καταγάλανο ουρανό, η ματιά του χαμηλώνει πάνω από τον κόσμο: ο κρύος ωκεανός, η ανεπαίσθητη γραμμή των ακρογιαλιών γύρω από το μαύρο βουνό ― ογκώδες, ατελείωτο, ανυψώνεται στη μέση του κόσμου. Μοναχικός ομφάλιος λώρος — μάτι στυλωμένο μακάβρια στον ουρανό.