Χαγκαμπούλα

Ο Тодор Тодоров
Ο Тодор Тодоров



Το πρώ­το κε­φά­λαιο του Χα­γκα­μπού­λα: πρό­κει­ται για το πρώ­το μυ­θι­στό­ρη­μα του Βούλ­γα­ρου συγ­γρα­φέα Τό­ντορ Τό­ντο­ροβ,  βι­βλίο το οποίο ακο­λου­θεί τα βή­μα­τα της εκ­στρα­τεί­ας του Ισπα­νού κον­κι­στα­δό­ρου Ερ­νάν Κορ­τές προς το βου­νό των Αζ­τέ­κων στο Με­ξι­κό. Ο συγ­γρα­φέ­ας προσ­διο­ρί­ζει τον τρό­πο γρα­φής του ως συν­δυα­σμό πολ­λών ει­δών. «Υπάρ­χει και το νή­μα της πε­ρι­πέ­τειας. Θα μπο­ρού­σε να δια­βα­στεί και σαν βι­βλίο πε­ρι­πέ­τειας, ταυ­τό­χρο­να συν­δυά­ζει και φα­ντα­στι­κά στοι­χεία, έχει και μια φι­λο­σο­φι­κή διά­στα­ση. Στο βι­βλίο υπάρ­χουν και συ­ντε­ταγ­μέ­νες μιας επι­νοη­μέ­νης φα­ντα­σια­κής γε­ω­γρα­φί­ας. Τό­ποι, οι οποί­οι δεν θα έπρε­πε να εί­ναι ακρι­βώς εκεί που τους το­πο­θε­τώ εγώ.Ανα­φέ­ρο­νται ιστο­ρι­κά γε­γο­νό­τα, τα οποία απο­κλί­νουν από την πραγ­μα­τι­κή τους ιστο­ρι­κή πο­ρεία την οποία γνω­ρί­ζου­με». Το μυ­θι­στό­ρη­μα απέ­σπα­σε Ει­δι­κή μνεία στα Ευ­ρω­πι­ϊ­κά Βρα­βεία Λο­γο­τε­χνί­ας 2024. 

Χαγκαμπούλα



Ο Ερ­νάν ονει­ρεύ­ε­ται

Ένας κόν­δο­ρας κά­νει βου­τιά πά­νω από τον ωκε­α­νό. Μό­λις που αγ­γί­ζει το νε­ρό – δρο­σιά, ευ­λο­γία. Τα πά­ντα εκ­πέ­μπουν φως: τα φτε­ρά και ο ου­ρα­νός, τα κύ­μα­τα που λες και φου­ντώ­νουν στις φλό­γες. Λευ­κό πα­νί λα­μπυ­ρί­ζει στο απέ­ρα­ντο γα­λά­ζιο το­πίο. Στο σπί­τι ένα λι­νό σε­ντό­νι επα­να­λαμ­βά­νει το ίδιο μο­τί­βο, στην πνοή του ανέ­μου. Δύο ήρε­μα χέ­ρια, άρω­μα σα­που­νιού και άνοι­ξης. Και το νή­μα του χρό­νου – στην πα­λά­μη ενός παι­διού. Ανα­τέλ­λουν η γη, ο ου­ρα­νός, η βρο­χή, το κά­θε χορ­τα­ρά­κι. Η παιώ­νια αν­θί­ζει στον ήλιο. Φυ­σά­ει απα­λό αε­ρά­κι, τρε­μο­παί­ζει η πρί­μου­λα, μια μέ­λισ­σα κά­θε­ται πά­νω στο μπλε άν­θος. Μια δρο­σο­στα­λιά λου­φά­ζει στο φύλ­λο της κα­ρυ­διάς. Ένα παι­δί ονει­ρεύ­ε­ται πε­τα­λού­δες φω­τι­σμέ­νες από αστρα­πή. Κά­ποιος τρέ­χει. Το από­γε­μα κα­τε­βά­ζει στό­ρια πά­νω από τα στα­ρο­χώ­ρα­φα, εί­ναι αρ­γά. Μια γυ­ναί­κα κλαί­ει λου­σμέ­νη στο φεγ­γα­ρό­φω­το. Άστρα φω­τί­ζουν τα ύψη, πυ­γο­λα­μπί­δες ζω­γρα­φί­ζουν τη νύ­χτα. Το κα­λο­καί­ρι εί­ναι μη­τέ­ρα και ο κό­σμος εί­ναι απέ­ρα­ντος. Όμως να που κά­τι σκο­τει­νιά­ζει. Ο κόν­δο­ρας ψά­χνει τη στε­ριά, σκιά αιχ­μα­λω­τί­ζει τα φτε­ρά του. Μο­να­χι­κό κα­ρά­βι βυ­θί­ζε­ται στη θά­λασ­σα. Όλα φα­ντά­ζουν μα­κρι­νά – η νιό­τη, οι ώρες, τα χρό­νια. Μο­νά­χα η Ισπα­νία εί­ναι πα­ντο­τι­νή, πο­τέ δεν λη­σμο­νεί­ται. Βρο­ντή κα­τα­βρο­χθί­ζει τον ύπνο του ψα­ριού που κα­τά­πιε έναν ναυα­γό. Στην καρ­διά της τί­γρης γεν­νιέ­ται ελά­φι. Κρύ­ος κυ­κλώ­νας σα­ρώ­νει τη στέ­πα, παίρ­νει στο κα­τό­πι λύ­κους, γε­ρα­νούς, φί­δια. Η ερη­μιά τρα­ντά­ζε­ται, κά­τι με­σ’ στη τάι­γκα σω­παί­νει. Δέ­νουν τις βάρ­κες στο λι­μά­νι. Ο αέ­ρας ψι­θυ­ρί­ζει μαύ­ρη προ­σευ­χή, οι ψα­ρά­δες φο­ρούν μπό­τες. Σκο­τει­νό φεγ­γά­ρι ανα­τέλ­λει – ένας ήλιος από σκο­τά­δι. Και να που η νύ­χτα ορ­μά­ει από τον πέ­ρα κό­σμο σε αυ­τόν εδώ. Χα­γκα­μπού­λα πα­ντού.
Ο Ερ­νάν ξυ­πνά­ει, στο μέ­τω­πό του λα­μπυ­ρί­ζουν στα­γό­νες ιδρώ­τα. Το βλέμ­μα του εί­ναι απλα­νές, ανή­μπο­ρο να δει πέ­ραν του ύπνου. Ση­κώ­νε­ται και αρ­χί­ζει να βη­μα­τί­ζει πά­νω στο κα­τά­στρω­μα. Η νύ­χτα λά­μπει πά­νω του – ένας διά­στι­κτος με φλό­γες μαν­δύ­ας. Εκεί­νος κοι­τά­ει επί­μο­να μέ­σα στο σκο­τά­δι. Το πρό­σω­πό του εί­ναι ηλιο­κα­μέ­νο, τα μαλ­λιά – ανα­κα­τε­μέ­να από νο­τιά­δες, κα­τα­κα­μέ­να από τον καύ­σω­να. Οι κόκ­κι­νες σαν αί­μα μπό­τες του, από δέρ­μα σα­λα­μάν­δρας, τρί­ζουν πά­νω στις σα­νί­δες του πα­τώ­μα­τος. Ο αέ­ρας ανοί­γει τα ρού­χα, γαρ­γα­λά­ει την επι­δερ­μί­δα και κά­νει τα κό­κα­λα να μου­διά­ζουν ευ­χά­ρι­στα. Τα βή­μα­τά του κό­βουν την ησυ­χία στα δύο. Τι νε­κρι­κή σι­γή επι­κρα­τεί εδώ. Ο κό­σμος χά­θη­κε ― του φαί­νε­ται ότι εί­ναι ο μό­νος άν­θρω­πος πά­νω στη γη.
Μο­να­χι­κή δρά­και­να δια­σχί­ζει το νε­ρό κά­τω από το κα­ρά­βι και σκο­τει­νια­σμέ­να κύ­μα­τα φω­τί­ζο­νται προς στιγ­μήν στο αση­μί λα­μπύ­ρι­σμα.
Δε νοιά­ζε­ται για τον στο­λί­σκο από πά­νω, τα μά­τια του εί­ναι καρ­φω­μέ­να στον βυ­θό της θά­λασ­σας. Μα­κριά κά­τω στην αμ­μου­διά κά­τι σα­λεύ­ει. Η στε­ριά πια φαί­νε­ται μπρο­στά, μια-δύο ώρες πλους. Μο­νό­λι­θοι οδο­ντω­τοί και γκρί­ζα βρά­χια, λου­σμέ­νες σε φεγ­γα­ρό­φω­το ακρο­για­λιές, πί­σω τους – δά­ση αφι­λό­ξε­να σαν τα φρύ­δια κοι­μώ­με­νου τέ­ρα­τος.

―Μαύ­ρη πα­τρί­δα, τρο­φός θαυ­μά­των! Να με κι εγώ, ανα­φω­νεί ο Κορ­τές. Του απα­ντούν μό­νο ο άνε­μος και το άκαρ­δο αλύ­χτι­σμα των δα­σών.

Πα­τούν στη στε­ριά, η άμ­μος εί­ναι ακό­μα καυ­τε­ρή. Πα­ρά το σκο­τά­δι, τα πά­ντα ασπρί­ζουν. Το κά­θε βο­τσα­λά­κι, ο κά­θε κόκ­κος άμ­μου – εί­ναι φως. Η απο­στο­λή ξε­φορ­τώ­νει τα κα­ρά­βια και προ­χω­ρά­ει με τα πό­δια μέ­σα από την στε­νω­πό πέ­ρα από το βρά­χο, οδη­γώ­ντας τα άλο­γα φορ­τω­μέ­να με δι­σά­κια, όπλα, τορ­βά­δες με χάρ­τες, πυ­ξί­δες, τρό­φι­μα, κα­πνό.

―Σαλ­γκά­δο, λέ­ει ο Ερ­νάν.

Ο Σαλ­γκά­δο, ο γραμ­μα­τέ­ας του, με άκο­πα τα γέ­νια του να πλαι­σιώ­νουν ένα απο­στε­ω­μέ­νο πρό­σω­πο, τα μαλ­λιά του δε­μέ­να πί­σω σε αλο­γο­ου­ρά. Γυ­ρί­ζει αρ­γά – όχι σαν κά­ποιος που εί­ναι ξύ­πνιος, αλ­λά σαν υπνο­βά­της. Η φλό­γα των δα­διών φω­τί­ζει τα μά­τια του, γυά­λι­νες λί­μνες. Κά­τι τρο­μα­κτι­κό ξυ­πνά­ει στο βά­θος τους. Ξέ­νο εί­ναι και τρο­μα­κτι­κό εκεί­νο, το οποίο σε κοι­τά­ει από΄ κει μέ­σα. Το δέρ­μα του εί­ναι από­κο­σμα χλω­μόμοιά­ζει με ασκη­τή, με χα­μέ­νο προ­φή­τη. Με κά­ποιον, που εί­ναι πα­ρα­τη­μέ­νος για πά­ντα.

― Πού εί­σαι, Θεέ μου; ψι­θυ­ρί­ζει ο Σαλ­γκά­δο. Και σε λί­γο: ― Τί­πο­τα το κα­λό δεν μας πε­ρι­μέ­νει.

Επι­κρα­τεί ησυ­χία. Ύστε­ρα εκεί­νος ακού­γε­ται και πά­λι:

― Τί­πο­τα το κα­λό.

Ένα σύν­νε­φο κρύ­βει για λί­γο το φεγ­γά­ρι, κά­νει κρύο. Ο Κορ­τές δε λέ­ει τί­πο­τα, μό­νο χα­μο­γε­λά­ει, αλ­λά στα μά­τια του επι­πλέ­ουν σκιές. Εί­ναι κου­ρα­σμέ­νος, αϋ­πνία κα­τα­βρο­χθί­ζει τις νύ­χτες του. Μό­λις τώ­ρα, πριν φτά­σουν, τον νι­κά­ει ο δαί­μο­νας του ύπνου. Εκεί­νος δί­νει εντο­λή να σχη­μα­τί­σουν μια ομά­δα από Αϊ­τι­νούς, Αφρι­κα­νούς και μια ομά­δα από Ισπα­νούς, ξε­βρά­σμα­τα της κοι­νω­νί­ας – χαρ­το­παί­κτες και λη­στές, μα­ζε­μέ­νοι από τα μπουρ­δέ­λα στα νη­σιά. Μοι­ρά­ζει δια­τα­γές και με­ρι­κές βάρ­κες απο­πλέ­ουν και χά­νο­νται ανά­με­σα στα κα­ρά­βια. Ακού­γο­νται τρα­χιές φω­νές, ανα­φω­νή­μα­τα, βρι­σί­δια στα ισπα­νι­κά και σε άλ­λες γλώσ­σες, γρυ­λί­σμα­τα, πνιγ­μέ­να χα­χα­νη­τά. Με­τά όλα ησυ­χά­ζουν. Ξε­πη­δούν σπί­θες, πύ­ρι­να κου­βά­ρια κα­τε­βαί­νουν πά­νω στα πα­νιά. Οι ξύ­λι­νοι σκε­λε­τοί ρα­γί­ζουν, ανα­στε­νά­ζουν, λυ­γί­ζουν τα άκρα ― καρ­βου­νια­σμέ­νοι νε­κροί πα­ρα­πε­τα­μέ­νοι στον ωκε­α­νό. Μια στιγ­μή αρ­γό­τε­ρα τα πά­ντα εί­ναι τυ­λιγ­μέ­να στις φλό­γες ― «Σά­ντα Μα­ρία», «Σά­ντα Άν­να», «Σαν Μι­γκέλ» και «Σαν Αντό­νιο» έχουν στα­λεί στην κό­λα­ση. Ακό­μα έξι κα­ρά­βια τα ακο­λου­θούν, θριαμ­βευ­τι­κή πο­μπή προς την απο­τέ­φρω­ση. Η θά­λασ­σα φλέ­γε­ται.
Μό­λις πε­ρά­σει τη βρα­χώ­δη ρά­χη, ο Κορ­τές βρί­σκει τρια­κό­σιους άν­δρες και δε­κα­τρία άλο­γα, σιω­πη­λοί κά­τω από τα δια­ο­λε­μέ­να ου­ρά­νια. Οι άν­δρες χλο­μιά­ζουν κά­τω από τον θό­λο της νύ­χτας ― ένας στρα­τός από φα­ντά­σμα­τα, που κοι­τά­νε επί­μο­να προς τα πά­νω με υγρά μά­τια. Μέ­χρι χθες πο­λε­μι­στές, μπου­χτι­σμέ­νοι απ' τα αί­μα­τα και τις αδι­κί­ες, τώ­ρα μοιά­ζουν με παι­διά φο­βι­σμέ­να από τη σκιά που επε­λαύ­νει. Τί έχουν χά­σει; Για­τί θρη­νούν το τέ­λος του κό­σμου;
Πού εί­ναι η γεν­ναιό­τη­τα, πού πή­γε η αντρειο­σύ­νη; σκέ­φτε­ται ο Κορ­τές.
Τα ου­ρά­νια χρω­μα­τί­ζο­νται με αι­μα­τη­ρή λάμ­ψη, οι ου­ρά­νιες σφαί­ρες φλέ­γο­νται. Ο ιε­ρω­μέ­νος Ντο­μίν­γκο ση­κώ­νε­ται με απλω­μέ­να προς τα πά­νω χέ­ρια, σαν να κα­λεί κά­τι ή κά­ποιον ― μάρ­τυ­ρας, τον οποίο από στιγ­μή σε στιγ­μή θα τον κα­τα­πιεί μια άβυσ­σος. Σύν­νε­φα σαν πει­να­σμέ­να κο­πρό­σκυ­λα ρο­κα­νί­ζουν τον ου­ρά­νιο θό­λο με τα άστρα. Έχο­ντας βγά­λει τις μπό­τες του ο Αγκι­λάρ κά­θε­ται στο κού­τσου­ρο στο πλάι, μα­σου­λά­ει ένα κομ­μά­τι κρέ­ας και πα­ρα­τη­ρεί τα δέν­δρα τα οποία επι­κρέ­μο­νται από πα­ντού, με τις ομι­χλώ­δεις βου­νο­κορ­φές πά­νω τους. Μό­λις βλέ­πει τον Κορ­τές, ση­κώ­νε­ται και κά­νει με­ρι­κά βή­μα­τα. Τα μαλ­λιά του γυα­λί­ζουν σαν κο­ρα­κί­σια. Οι κόκ­κοι άμ­μου που ση­κώ­νο­νται από την αμ­μο­θύ­ελ­λα ξυ­ρί­ζουν το πρό­σω­πό του. Πε­ρι­πλα­νώ­με­νο άστρο δια­σχί­ζει τους ου­ρα­νούς πά­νω του. Εκεί­νος φτύ­νει και για μια στιγ­μή όλοι μέ­νουν μαρ­μα­ρω­μέ­νοι, έχο­ντας βρε­θεί σε άγνω­στη σιω­πή. Σιω­πή, η οποία ψι­θυ­ρί­ζει μοι­ραία ση­μά­δια στις καρ­διές, κα­τά­μα­τα με την αιω­νιό­τη­τα του αγνώ­στου. Τό­τε ο Αγκι­λάρ λέ­ει:

― Να λοι­πόν, τρο­φός θαυ­μά­των. Ορί­στε, κα­τά­ρα της κό­λα­σης.

Κοι­τά­ει γύ­ρω του. Ο αέ­ρας σφυ­ρί­ζει, η νύ­χτα κλεί­νει τη γρο­θιά της.

― Να τα βρά­χια πά­νω στα οποία θα σα­πί­ζουν οι σάρ­κες μας. Κοι­τάξ­τε το βου­νό. Εκεί­νο ξέ­ρει μια λέ­ξη και η λέ­ξη αυ­τή εί­ναι θά­να­τος. Μαύ­ρη εί­ναι η ψυ­χή της γης αυ­τής, μαύ­ρες θα χά­σκουν οι κό­χες των μα­τιών σας.

Οι άν­δρες σιω­πούν και ακούν. Τα λό­για του Αγκι­λάρ ζω­ντα­νεύ­ουν μέ­σα τους εκεί­νο το τρο­με­ρό προ­αί­σθη­μα, το οποίο δί­χως άλ­λο φω­λιά­ζει στα λα­ρύγ­για τους σε όλο το δρό­μο.

Πού εί­ναι τα αγέν­νη­τα παι­διά μας; Σε ποιόν χα­ρί­ζουν τα χά­δια τους οι γυ­ναί­κες τις οποί­ες αφή­σα­με; Γιαυ­τό ζή­σα­μεγια να βρού­με άθλιο θά­να­το; να αφή­σου­με τα κό­κα­λά μας σε ξέ­νη γη; Όχι, δεν υπάρ­χει ελ­πί­δα εδώ, στη χώ­ρα αυ­τή ξε­χα­σμέ­νη από τον Θεό.

― Αρ­κεί, Πά­μπλο, τον δια­κό­πτει ο Κορ­τές.
― Εσύ έβα­λες φω­τιά στα κα­ρά­βια, διά­ο­λε. Εσύ έθα­ψες την Ισπα­νία, δεν υπάρ­χει επι­στρο­φή, απα­ντά­ει ο Αγκι­λάρ.
― Δεν υπάρ­χει, συμ­φω­νεί ο Κορ­τές. ― Δεν υπάρ­χει ζε­στό ψω­μί, δεν υπάρ­χει μη­τρι­κή αγκα­λιά, δεν υπάρ­χει κρε­βά­τι, μή­τε χορ­τά­τη κοι­λιά. Ού­τε συ­ζυ­γι­κή πα­ρη­γο­ριά, ού­τε πρό­βειο κρέ­ας και κρα­σί, ού­τε σπί­τι πα­τρι­κό, ού­τε κω­δω­νο­κρου­σί­ες. Και το πα­τρι­κό σπί­τι θα το βλέ­πε­τε μό­νο στα όνει­ρά σας. Δεν εί­ναι εύ­κο­λη η ζωή του θα­λασ­σο­πό­ρου, οι μέ­ρες του εί­ναι σφυ­ρη­λα­τη­μέ­νες από δό­ξα πι­κρή. Αλ­λά να εί­στε υπε­ρή­φα­νοι, τέ­κνα της Ισπα­νί­ας! Και να επα­γρυ­πνεί­τε. Δεν εί­ναι τυ­χαίο ότι η μοί­ρα μας κα­λεί εδώ. ― Σε μια ώρα αρ­χί­ζου­με να ανη­φο­ρί­ζου­με. Ήδη δεν υπάρ­χει σπι­τι­κό πί­σω από την πλά­τη μας, τί­πο­τα δεν υπάρ­χει. Ο μο­να­δι­κός δρό­μος εί­ναι προς τα επά­νω, συ­μπλη­ρώ­νει σε λί­γο εκεί­νος. Και δεί­χνει προς τα δά­ση μπρο­στά του. Από τον συ­νο­φρυω­μέ­νο ου­ρα­νό πέ­φτει η στά­χτη των κα­μέ­νων κα­ρα­βιών. Το κρύο καί­ει το δέρ­μα. Με­ρι­κά κομ­μά­τια σφη­νώ­νο­νται με­σ’ την άμ­μο στ΄ ακρο­γιά­λι, ξε­βρα­σμέ­να από τα κύ­μα­τα. Κα­νείς δεν αρ­θρώ­νει κου­βέ­ντα.
Σε λί­γο ο ήλιος ανα­τέλ­λει από την ανα­το­λή, о ωκε­α­νός πα­σπα­λί­ζε­ται με χρυ­σα­φέ­νιο φως. Μαύ­ρος κα­πνός απλώ­νε­ται πά­νω από τον πλοχ­μό. Οι άν­δρες πα­ρα­τη­ρούν τη θά­λασ­σα, με­σ’ την κοι­λιά της οποί­ας βυ­θί­ζο­νται οι βάρ­κες και χά­νο­νται τα πα­νιά. Κά­που εκεί, από την άλ­λη πλευ­ρά, βρί­σκο­νται τα λι­μά­νια των νη­σιών, λου­σμέ­να από ήλιο και δέ­λε­αρ, με τις πόρ­νες τους, όμορ­φες Κρε­ο­λές και Πορ­το­ρι­κα­νές, με τα χα­μαι­τυ­πεία, τις τα­βέρ­νες και τα μα­λα­κά στρώ­μα­τα, με τα πι­κά­ντι­κα φα­γη­τά και τα πα­λαιω­μέ­να κρα­σιά. Ακό­μα πιο πέ­ρα, πέ­ραν οτι­δή­πο­τε ορα­τού, πέ­ραν της νύ­χτας, κεί­ται η Ισπα­νία – γυ­μνή, μα­τω­μέ­νη, υπε­ρή­φα­νη, ευ­λο­γη­μέ­νη από τον Θεό και τον ήλιο.
Ο γα­λά­ζιος ου­ρα­νός φω­τί­ζε­ται. Οι άν­δρες ξε­κι­νούν αρ­γά προς τα πά­νω στο μο­νο­πά­τι που ανη­φο­ρί­ζει ανά­με­σα στα βρά­χια και τους κορ­μούς δέν­δρων. Δεν έχει πε­ρά­σει πο­λύ ώρα και μπαί­νουν σε τε­ρά­στιο δά­σος. Μιας και έχουν δια­σχί­σει τα όριά του, δεν μπο­ρούν να απαλ­λα­γούν από την ανή­συ­χη πα­ρου­σία φυλ­λω­μά­των, χορ­τα­ριών και κλω­να­ριών. Αι­σθά­νο­νται σαν κά­ποιος να τους πα­ρα­κο­λου­θεί. Νιώ­θουν αιχ­μά­λω­τοι όχι μό­νο της δι­κής τους, αλ­λά και μιας ξέ­νης ανη­συ­χί­ας. Από τό­τε που έχουν πα­τή­σει το πό­δι τους εδώ, τους κα­τα­λαμ­βά­νει ένας ανε­ξή­γη­τος μα­ρα­σμός, σαν να απο­πνέ­ει από τα σπλά­χνα της γης. Άγνω­στα που­λιά κρά­ζουν από τα σκο­τά­δια. Όλοι κοι­τούν επί­μο­να τις σκιές γύ­ρω και κα­τα­ριού­νται νο­ε­ρά την τύ­χη τους, κα­τα­ριού­νται τον πα­ρά­φρο­να, ο οποί­ος τους στέ­ρη­σε τον δρό­μο της επι­στρο­φής, χω­ρίς σπι­τι­κό, δί­χως ελ­πί­δα. Όσο προ­χω­ρά­νε οι καρ­διές τους γε­μί­ζουν από ακα­θό­ρι­στο φό­βο, στο στή­θος τους κυ­λά η δυ­σπι­στία. Η μέ­ρα στα­δια­κά πα­ρα­χω­ρεί τη θέ­ση της στο σού­ρου­πο, το σού­ρου­πο με­τα­βάλ­λε­ται σε γα­λά­ζια αυ­γή, η απο­στο­λή συ­νε­χί­ζε­ται. Πη­δούν πά­νω από ρί­ζες, απο­φεύ­γουν στρογ­γυ­λε­μέ­νες κο­τρό­νες με πε­ρί­ερ­γα σχή­μα­τα, ομί­χλη σαν κί­τρι­νο γά­λα κολ­λά­ει πά­νω στα πό­δια τους, ενώ κα­τα­γής, πα­ρό­μοια με μαρ­γα­ρι­τά­ρια αι­νιγ­μα­τι­κά λα­μπυ­ρί­ζουν πε­ρι­πλα­νώ­με­νες φω­τιές. Κα­νείς δεν τις αγ­γί­ζει. Ακό­μα δεν έχει πά­ει με­ση­μέ­ρι, αλ­λά τα πά­ντα σκο­τει­νιά­ζουν, πέ­φτει ο μαν­δύ­ας μιας άκαι­ρης νύ­χτας. Σε λί­γο η ατμό­σφαι­ρα γί­νε­ται τό­σο υγρή και απο­πνι­κτι­κή, που τα άλο­γα με δυ­σκο­λία προ­χω­ρά­νε ένα βή­μα μπρο­στά, οι άν­δρες κά­θι­δροι. Ο ίδρω­τας να στά­ζει με­σ’ τα μά­τια, θο­λώ­νει την όρα­ση, σχη­μα­τί­ζει υγρούς λε­κέ­δες στα που­κά­μι­σα, κά­νει τα στό­μα­τα να στε­γνώ­νουν επί­πο­να.
Ψη­λά πά­νω από τα κα­τσά­βρα­χα περ­νά­ει ένας κόν­δο­ρας, τα φτε­ρά του σκί­ζουν τον κα­τα­γά­λα­νο ου­ρα­νό, η μα­τιά του χα­μη­λώ­νει πά­νω από τον κό­σμο: ο κρύ­ος ωκε­α­νός, η ανε­παί­σθη­τη γραμ­μή των ακρο­για­λιών γύ­ρω από το μαύ­ρο βου­νό ― ογκώ­δες, ατε­λεί­ω­το, ανυ­ψώ­νε­ται στη μέ­ση του κό­σμου. Μο­να­χι­κός ομ­φά­λιος λώ­ρος — μά­τι στυ­λω­μέ­νο μα­κά­βρια στον ου­ρα­νό.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: