Υγρή Τρίτη

Σχέδιο: Mirza Jaafar
Σχέδιο: Mirza Jaafar

Μετάφραση: Ραμιάρ Χοσεϊνί, Γιάννης Λ. Γκούμας

_____________

Η Τρίτη ήταν υγρή. Η Μαλιχέ κάτω από μια θαλασσιά ομπρέλα και μέσα στο τσαντόρ που κάλυπτε ολόκληρο το λεπτό της σώμα, περνούσε από ένα στενό που είχε στροφές ίδιες με τους εφιάλτες και τα όνειρά της. Η βροχή έπεφτε κι αντηχούσε στην ομπρέλα, στην υδρορροή, στην άσφαλτο. Απ’ τις δυο πλευρές του δρόμου, πίσω από τα παράθυρα κρεμόταν ένα παραπέτασμα ζέστης από τις σόμπες των σπιτιών και ο αέρας ανέδυε μυρωδιά καμένου πετρελαίου και καυσόξυλου.
Η Μαλιχέ είχε τρυπώσει μέσα στο τσαντόρ ολόκληρη μέχρι τα άβαφτα μάτια της καιλαχανιασμένη με το ρυθμικό τικ-τακ των τακουνιών της σχεδόν έτρεχε. Το φθινόπωρο μπερδευόταν στη θαλασσιά ομπρέλα, τραβούσε το τσαντόρ απ’ το κορμί της κι έπαιρνε την ομπρέλα απ’ τα χέρια της. Το ασιδέρωτο πουκάμισο που μύριζε ναφθαλίνη κι έβγαινε απ’ το τσαντόρ, ήταν γεμάτο φύλλα νεραντζιάς. Η βροχή κι η μυρωδιά της ναφθαλίνης πλησίαζαν το εικοσιτετράχρονο δέρμα της, δέρμα που πάνω του δεν είχε περπατήσει ποτέ καμιά ανδρική παλάμη. Εάν κάποιος περίοικος, σκούπιζε τους υδρατμούς απ΄το τζάμι, θα έβλεπε μια κοπέλα να κρατάει το τσαντόρ με τα δόντια και να μην ξέρει τι να κάνει την αναποδογυρισμένη ομπρέλα της. Τελικά, η Μαλιχέ άφησε την ομπρέλα κι άρπαξε με τα δυο της χέρια το τσαντόρ που ξέφευγε απ’ το κορμί της και τρύπωσε πάλι μέσα του. Ο αέρας πρώτα πέταξε την ομπρέλα σε έναν τοίχο και μετά την έριξε στην άσφαλτο και την παρέσυρε μέχρι που χτύπησε σε μια κολόνα. Κάποια ελάσματα έσπασαν και ένα κομμάτι απ΄το υγρό της θαλασσί σκίστηκε. Στο τέλος του δρόμου, έφυγε απ’ το στύλο και πήγε προς ένα δέντρο. Το ύφασμα σκιζόταν και τα ελάσματα έσπαζαν και αντηχούσε όλο και πιο μακριά απ’ το ένα παράθυρο στο άλλο. Ένας
κοντοπόδαρος σκύλος βγήκε από μια ανοιχτή πόρτα και κυνήγησε την ομπρέλα γαβγίζοντας.
Η βροχή έσταζε σαν αίμα από τις πληγές της ομπρέλας. Η ομπρέλα χτύπησε στον κορμό ενός δέντρου και ακριβώς εκεί κάτω απ’ τα χέρια και τα πόδια του φθινοπώρου, ξέπνοη κειτόταν ανοιχτή και γαλάζια χωρίς να μοιάζει πια σε τίποτα με ομπρέλα. Ο σκύλος ήρθε από πάνω της και την έφερε ένα γύρο, γάβγισε λίγο ακόμα και ύστερα σιώπησε. Έφυγε πάλι. Κάθε τόσο γυρνούσε το κεφάλι και κοιτούσε την ομπρέλα. Δεν άνοιξε κανένα παράθυρο ούτε στιγμή. Κανείς δεν καθάρισε τους υδρατμούς από κάποιο παράθυρο. Η ομπρέλα δεν άκουγε πια το τσαλάκωμα των ελασμάτων της. Πέθαινε χωρίς να θυμηθεί καμία βροχή. Κράτησε μονάχα μια μακρινή και κάπως ζεστή ανάμνηση απ’ την παλάμη της Μαλιχέ που κι αυτή ήρεμα, σιγά-σιγά, ήρεμα και σιγά-σιγά, σιγά-σιγά και ήρεμα ξεχνιόταν. Η ανάμνηση αυτή ερχόταν απ’ το ίδιο πρωινό της ίδιας μέρας, πίσω από τις μεγάλες πόρτες της φυλακής Εβίν. Τη μέρα εκείνη μια κυρία με ρυτιδιασμένα μάτια, με άβαφο πρόσωπο που άδικα την έδειχνε πιο γερασμένη και με πανάδες που μόνο στο φλούδι του μήλου μπορεί να δει κανείς, έσφιγγε τη λαβή της ομπρέλας και το θαλασσί έπεφτε ανάμεσα στα δάχτυλα της.
Ο κόσμος είχε μαζευτεί γύρω απ’ τους δημοσιογράφους:

―Δηλαδή σήμερα, όντως τους αφήνουν όλους ελεύθερους;
―Ναι, αναγκαστικά!

Η κυρία ακουμπούσε με τον ώμο της τα παγωμένα κάγκελα που υψώνονταν ανάμεσα στη φυλακή και το πλήθος. Κάποια κάγκελα πιο πέρα, η Μαλιχέ κοίταζε επίμονα την σιδερένια πόρτα και το πρωινό φως που λαμποκοπούσε στην άκρη της.
Ένας λοχίας προσπαθούσε να κατεβάσει τους δημοσιογράφους απ’ τις σκάλες, δίπλα στα κάγκελα. Η ανάσα της Τεχεράνης ακουγόταν από μακριά. Κάποιοι έτριβαν τα μάτια σαν να είχε μπει σαπούνι και προσπαθούσαν να δουν, να διακρίνουν, τους λόφους και τα αγκαθωτά σύρματα.
Η Μαλιχέ, βλέποντας τους φωτογράφους, έκρυψε το πρόσωπο με τα χέρια και τα φώτα των φλας ανάβαν και σβήνανε. Την επόμενη μέρα, στο πρωτοσέλιδο μιας εφημερίδας, φαινόταν το πρόσωπο της γυναίκας που στεκόταν κοντά στη Μαλιχέ ενώ σε μια άλλη εφημερίδα, ήταν τυπωμένη η πύλη της φυλακής Εβίν, η πύλη που άνοιγε με τον ήχο του αποκλεισμού του '45 μέχρι το '78.
Οι άνθρωποι όρμησαν ασυγκράτητοι. Η Μαλιχέ έστρεφε το βλέμμα της από το ένα πρόσωπο στο άλλο. Μέσα σ ’αυτήν την παγωνιά γύρω της, που ήταν άδεια πια από το πρωί, η Μαλιχέ δεν μπορούσε, ανάμεσα στα μάτια αυτά, τα συνηθισμένα στους τοίχους, στις παντόφλες, στα κάγκελα των κρεβατιών, τα συνηθισμένα να μετρούν ατέρμονα τις ψηφίδες του μωσαϊκού και τις μέρες της χρονιάς, η Μαλιχέ δεν μπορούσε να βρει τον Σιαβάς (πίσω από την παταταποθήκη της Εβίν, τον Σιαβάς Ραϊχανί, πατέρα της Μαλιχέ, τον είχαν δέσει σε έναν πάσσαλο και έτσι, πριν από 7 χρόνια, τον πυροβόλησαν και βέβαια, μετά ξέπλυναν με νερό τον πάσσαλο κι η βροχή βοήθησε να μη στεγνώσει το αίμα στο χορτάρι γύρω του). Βέβαια, η Μαλιχέ, από την άλλη πλευρά του τοίχου με τα κάγκελα, δεν μπορούσε να δει την αποθήκη με τις πατάτες, δεν μπορούσε να δει ούτε το χορτάρι, και δεν είχε δει ακόμη ούτε την ομπρέλα.
Η γυναίκα μετακινούσε την ομπρέλα σαν μπαστούνι περπατώντας μαζί με τα πόδια της .Ανέβηκε τα τσιμεντένια σκαλοπάτια και πριν αρχίσει να κλαίει, φώναξε: Αμίρ Χοσεΐν, Αμίρ Χοσεΐν εδώ είμαι!
Ένας νέος, που μόλις είχε βγάλει μαύρο χνούδι στο πάνω χείλος, άνοιγε δρόμο ανάμεσα στις γυναίκες. Η γυναίκα έφτασε στη σκάλα εκεί όπου στεκόταν κι η Μαλιχέ. Ο νέος έσπρωχνε τους ανθρώπους με τους ώμους, με τα μακριά του χέρια σαν κουπιά στο νερό κι ολοένα πλησίαζε.

―Αμίρ Χοσεΐν...

Η γυναίκα κατέβηκε τη σκάλα, το τσαντόρ της σερνόταν στο τσιμέντο και μπερδεύτηκε στα πόδια της, σκόνταψε. Η Μαλιχέ πετάχτηκε προς τη γυναίκα και την έπιασε απ΄ τη μασχάλη. Ο Αμίρ Χοσεΐν φώναξε: Πρόσεχε μάνα...
Η κυρία έπεσε πάνω στη Μαλιχέ και πριν αγκαλιάσει τον Αμίρ Χοσεΐν της έδωσε την ομπρέλα και της είπε: κρατά την ένα λεπτό, κορίτσι μου.
Κι άγγιξε με το πρόσωπο τον ανοιχτό γιακά και το δέρμα του λαιμού του Αμίρ Χοσεΐν που είχεακόμα τη μυρωδιά απ’τις κουβέρτες της Εβίν. Αγκαλιάστηκαν σφιχτά και στροβιλίζονταν, μία απ΄τις τελευταίες μέρες του φθινοπώρου του 1978, κι έφευγαν μακριά χωρίς να ακούει πια κανείς τη Μαλιχέ που φώναζε: κυρία, η ομπρέλα σας... κυρία... η ομπρέλα...
Ο λοχίας φώναζε από ένα μεγάφωνο: παρακαλώ, ανεβείτε στο λεωφορείο, πιο γρήγορα, κύριε...
Η Μαλιχέ ρωτούσε: που είναι οι υπόλοιποι;
Είχε πάρει την ομπρέλα αγκαλιά και όποιον έβλεπε τον ρωτούσε: οι υπόλοιποι που είναι; Μέχρι που αναγκάστηκε να σκουντήξει στον ώμο το λοχία και να τον ρωτήσει: μόνο αυτοί είναι; Δεν είναι κανένας άλλος;
Ο λοχίας έδειξε με το κεφάλι του την φυλακή.
Ο Σιαβάς στέκεται στη γερασμένη περηφάνεια των ποδιών του, από την άλλη πλευρά τηςμεγάλης πόρτας της Εβίν, ανοιχτή σαν μια παλιά και στεγνή πληγή που δεν τρέχει πια άλλο αίμα. Ο Σιαβάς φορούσε στο λαιμό το ίδιο μακρύ και λευκό κασκόλ που είχε πάρει από την ξύλινη ντουλάπα, δίπλα απ’ το πουκάμισο της Μαλιχέ, τη νύχτα που τον συνέλαβαν.
Όλα αυτά τα χρόνια, η Μαλιχέ με κάθε ευκαιρία έβγαζε το πουκάμισο από την ντουλάπα, έβαζε ναφθαλίνη και το κρεμούσε πάλι ακριβώς δίπλα στο μακρύ κασκόλ. Τώρα μες το κατάλευκο κασκόλ, ο Σιαβάς πλησιάζει την Μαλιχέ.
Είπε ήρεμα: Γειά σου πατέρα.
Η Μαλιχέ ήξερε πως για να αγγίξει το πρόσωπο του πατέρα της, έπρεπε να διασχίσει τη μακρινή απόσταση μεταξύ πραγματικότητας και ονείρου.
Το λεωφορείο είχε φύγει. Κάποιοι βοήθησαν την Μαλιχέ να ανέβει μετά από τον πατέρα τηςστο πούλμαν κι ο οδηγός κοιτούσε με προσοχή τα μάτια της μέσα απ’ τον καθρέφτη ενώ δεν μπορούσε να καταλάβει αν η επιβάτισσά του είναι έτοιμη να κλάψει ή αν έχει ήδη κλάψει! Με το που γύρισε το κλειδί στη μίζα, οι λόφοι γύρω από την Εβίν άρχισαν να τρέμουν. Το παρατηρητήριο με το μεγάλο και σβηστό προβολέα του χάθηκε στην απόσταση. Όλα τα δέντρα προχώρησαν βήμα-βήμα δίπλα στο πούλμαν. Τα αγκαθωτά σύρματα στη σειρά αναποδογύρισαν κι η αιχμή τους τρύπωσε σε μια σταγόνα βροχής, δεν έλεγε να πέσει αλλά η Μαλιχέ νόμιζε πως έπεφτε. Ο οδηγός μπήκε σε μια κατηφόρα. Άδειασαν απ’ το παράθυρο οι λόφοι, το παρατηρητήριο και τα αγκαθωτά σύρματα.

―Τελείωσε μπαμπά.
―Τι τελείωσε;
―Τώρα πλησιάζουμε κάτι τοίχους και πάνω τους είναι γραμμένα διάφορα πράγματα...
―Τοίχος, τοίχος και τοίχος...

Ο πατέρας, με το κεφάλι του σκυμμένο, κοιτούσε τα νύχια του. Η Μαλιχέ δεν μίλησε μέχρι τη γέφυρα της Τατζρίς.

―Καπνίζεις;

Στη γέφυρα, το πούλμαν πέρασε δίπλα από ένα τανκ που στην καταπακτή του ένας στρατιώτης καθόταν και κάπνιζε. Ο οδηγός είδε ένα σύννεφο άοσμου καπνού που μαζί με τον βήχα της επιβάτισσας θόλωσαν τον καθρέφτη του πούλμαν. Δίπλα στον καθρέφτη, καιγόταν ένα μεγάλο κτήριο και ακούστηκε ένας πυροβολισμός. Η Μαλιχέ είπε στον πατέρα της να βάλει τα γυαλιά του για να δει πώς χύνονταν στο πεζοδρόμια τα κομματάκια νέον από τις λέξεις «Τράπεζα Σαντεράτ».

―Σταματήστε παρακαλώ.

Η Μαλιχέ κι ο πατέρας της κατέβηκαν. Ο οδηγός δεν μπόρεσε να βρει καλύτερη λέξη από τη λέξη μοναξιά για να περιγράψει αυτό που έβγαινε από το πούλμαν. Το ίδιο κι οι άνθρωποι που στεκόντουσαν στο πεζοδρόμιο δεν καταλάβαιναν πώς ένας ανύπαρκτος άνθρωπος μπορούσε να περνά δίπλα τους, στο πλάι μιας κοπέλας.

―Κουράστηκες μπαμπά;
―Πόσην ώρα έχουμε ακόμα;
―Σε λίγο φτάνουμε.
―Η γειτονιά μας δεν ήταν πιο ωραία;
―Μετά από την μαμά... (έλειπες κι εσύ) δεν μπορούσα να αντέξω αυτά τα δωμάτια, απ΄ την άλλη δεν ήξερα τι να κάνω με τα συμπράγκαλα της μαμάς που ο βήχας της ακόμη και μετά τα σαράντα δεν έφευγε απ΄το σπίτι, γι’ αυτό λοιπόν ήρθα εδώ πέρα που τώρα θα φτάσουμε, αρχικά ο παππούς με εμπόδιζε αλλά μετά είπε «κάνε ό,τι θες»...
Που λες, η μαμά; Οι γιατροί είπανε πως έπαθε βρογχοκήλη...

―Όχι βρογχοκήλη, πρήξιμο.
―Και το πρήξιμο είναι βρογχοκήλη, βρε μπαμπά.
―Όχι!

Η Μαλιχέ στάθηκε δίπλα στην πόρτα κι έψαχνε από τη μια τσέπη στην άλλη τα κλειδιά της. Ήξερε πως μόλις ανοίξει την πόρτα, πρέπει να περάσει ξανά δίπλα απ’ τη στοίβα με τα ρούχα στο πάτωμα, πάνω από τις σκόρπιες εφημερίδες, δίπλα από το είδωλό της στον καθρέφτη και δίπλα απ’ τα τασάκια γεμάτα αποτσίγαρα και στο τέλος να κάτσει κάτω από έναν πίνακα στερεωμένο στον τοίχο, ο ίδιος παλιός πίνακας που πάνω του έγραφε «δύσε μέσα μου, γεροήλιε μου». Η Μαλιχέ έβαλε το κλειδί στην πόρτα και μπήκε στην αυλή. Άνοιξε την ομπρέλα και κοίταξε τον ουρανό δίπλα στο γαλάζιο ύφασμα, ο ουρανός είχε κατέβει τόσο πολύ που η Μαλιχέ θα μπορούσε να πάρει μια χούφτα και να τη μυρίσει. Μπήκε με την ομπρέλα στο δωμάτιο κι η κουρτίνα έγινε γαλάζια όπως και ο καθρέφτης. Άφησε την ομπρέλα ανοιχτή στο τραπέζι κι η κανάτα στην άλλη μεριά του τραπεζιού άδεια, χωρίς σταγόνα νερό, ήταν γεμάτη νερό.
Η Μαλιχέ πήρε το κασκόλ του πατέρα της και το κρέμασε δίπλα στο πουκάμισό. Τώρα, στην ξύλινη ντουλάπα ένα μανίκι της Μαλιχέ ακουμπούσε τον ώμο του Σιαβάς. Τώρα, η μυρωδιά της παταταποθήκης αναμείχθηκε με την μυρωδιά ναφθαλίνης από ένα γυναικείο πουκάμισο.
Η Μαλιχέ είπε: ξάπλωσε λίγο εσύ, εγώ θα ανάψω το σαμοβάρι και μετά θα τα πούμε. Έξω απ’ το παράθυρο τελικά άρχισε να πέφτει η βροχή που το φθινόπωρο είχε διστάσει για αυτήν από το πρωί μέχρι ετούτη τη στιγμή. Η Μαλιχέ άναψε το ραδιόφωνο. Ακούμπησε τις εφημερίδες των περασμένων ημερών στο τραπέζι, άλλαξε το πουκάμισό της και είπε: ασχολήσου με κάτι κι εγώ πάω να φέρω τον παππού.
Η Μαλιχέ, μια υγρή Τρίτη, βγήκε από το σπίτι κάτω από την θαλασσιά ομπρέλα μες το ριχτό τσαντόρ σε όλη τη λεπτότητά της. Η βροχή ηχούσε στο ύφασμα της ομπρέλας. Το φθινόπωρο άγγιξε το γαλάζιο της ομπρέλας. Ο άνεμος ξεκολλούσε το τσαντόρ από το κορμί της Μαλιχέ και τράβαγε την ομπρέλα από τα χέρια της κι επειδή η Μαλιχέ δεν μπορούσε να κρατήσει μαζί την ομπρέλα και το τσαντόρ και δεν ήθελε να τη δει κανείς εκτός απ’ τον παππού της μόνο με το πουκάμισο με τα φύλλα της νεραντζιάς οπότε άφησε την ομπρέλα και στο τέλος του στενού πήρε ταξί. Μέχρι να φτάσει στο σπίτι του παππού άκουγε τις κόρνες των αυτοκινήτων που αντηχούσαν σ’ όλη την Τεχεράνη χωρίς να ακούγεται ο ήχος μιας ομπρέλας που σπάζει.Μόλις ο παππούς άνοιξε την πόρτα, η Μαλιχέ ένιωσε πως τελείωσαν οι κόρνες και στον κόσμο υπάρχει κάτι σαν χαμόγελο.

―Γειά σου.

Ο παππούς χαμογελώντας είπε:

―Γειά σου, χαζούλα, από το πρωί σε περίμενα...

Η Μαλιχέ πήγε στον καθρέφτη να στεγνώσει τα μαλλιά της, τα χτένισε κι επτά χρόνια νεότερη πια αγκάλιασε τον γέρο παππού της.

―Αποφυλακίστηκαν όλοι παππού, όλοι...
―Το ξέρω πριν μια ώρα το έδειξε το BBC.
―Αλλά εγώ τους είδα όλους.
―Πού;
―Εκεί στην πόρτα της Εβίν.
―Τι έκανες εκεί;
―Τι έκανα; Πήγα για να...
―Κάτσε, βρε Μαλιχέ, κάτσε ένα λεπτό.
―Χαμός γινόταν, δημοσιογράφοι, φωτογράφοι...
―Μαλιχέ! Κάτσε σου λένε...

Η Μαλιχέ κάθισε στο πάτωμα. Παραμέρισε τα μαλλιά της από το μέτωπο. Ίσιωσε το πουκάμισό της.

―Τι λάθος που φορούσα μαύρα όλα αυτά τα χρόνια!

Ο παππούς γύρισε λέγοντας: Μην κοροϊδεύεις τον εαυτό σου Μαλιχέ... Και περπατούσε στο δωμάτιο.

―Κοίτα την καρέκλα, άγγιξέ την, έλα, με τα χέρια σου, κάθεται κανείς; Όχι... Κοίτα το κρεβάτι... Κοιμάται κανείς; Μαλιχέ! Δεν υπάρχει κανένας... Όλοι έχουν πεθάνει... Η μάνα σου κι ο Σιαβάς...
Η Μαλιχέ είπε: έχει διαφορά, την μάνα μου την θάψαμε εμείς, την είδαμε που την έπλυναν, έτσι δεν είναι; Αλλά τότε, εκείνη τη χρονιά, κανείς δεν μας τον έδειξε, ούτε πεθαμένο ούτε ζωντανό... Όλα αυτά τα χρόνια, κανένας δε μας έδειξε έναν τάφο, ένα μνήμα, κάτι... τίποτα δεν μας έδειξαν.
Ο παππούς είπε: Πήγαινε να φέρεις το χάπι μου, το valium είναι πάνω στο ψυγείο...
Μετά το valium, ο παππούς, μετά το ποτήρι νερό ο παππούς, μετά την παγωνιά που κατέβαινε στο λαιμό του, ο παππούς είπε: έχει πεθάνει, αυτή είναι η αλήθεια.
Η Μαλιχέ είπε: η αλήθεια είναι ότι σήμερα εγώ ήμουν εκεί...

―Τι πάει να πει αυτό;
―Δεν ξέρω, απλώς είδα με τα ίδια μου τα μάτια πως οι άνθρωποι αγκάλιασαν τα παιδιά τους, τους άντρες τους και έφυγαν... Ύστερα, άνοιξα τα χέρια μου, έψαχνα κάποιον ή κάτι και είδα μια ομπρέλα στα χέρια μου, την αγκάλιασα, ήταν ένα όνειρο θαλασσί, ήταν πολύ γαλάζιο, την πήρα σπίτι μαζί μου, μιλήσαμε μαζί...

―Δηλαδή έχεις μια ομπρέλα που τώρα για σένα είναι όνειρο και πραγματικότητα;
―Όχι... πριν μια ώρα που ερχόμουν απ’ το σπίτι προς τα εδώ, έξω έβρεχε καρεκλοπόδαρα κι η ομπρέλα αναποδογύρισε, τότε κι εγώ την παράτησα.
―Γιατί;
―Επειδή ήταν μια ομπρέλα στην πραγματικότητα, καταλαβαίνεις βρε παππού; Είχε ξαναγίνει ομπρέλα.

Τώρα, τελείωσε η προσπάθεια της Μαλιχέ να κρύψει το κλάμα που τη συνόδευε βροχή με βροχή μέχρι το σπίτι του παππού.

―Πρέπει να φύγω... Θέλω να γυρίσω στο σπίτι μου.

Ο παππούς ντύθηκε.

―Σήκω να πάμε.

Στην Τεχεράνη, μια ξεχασμένη Τρίτη, περπάτησαν σε κάποιους δρόμους που, λόγω απεργίας, πότε είχαν φως, πότε δεν είχαν. πότε ήταν σκοτεινοί και πότε φωτεινοί, όσο φωτεινός είναι ένας στύλος. Έτσι η Μαλιχέ και ο παππούς δεν μπόρεσαν να βρουν πουθενά το απομεινάρι της ομπρέλας, σε κανένα δέντρο του στενού.

Η ομπρέλα είχε γίνει πια σαν τον Σιαβάς.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: