Εντάξει. Το πρόβλημα είναι ότι δεν υπάρχει νέο πρόβλημα. Πρέπει να ξυπνήσει από τον ύπνο ότι είναι μέρος κάποιου άλλου, παλιού προβλήματος, και τη στιγμή εκείνη η νέα προβληματική του ύπαρξη θα έχει ήδη αρχίσει, οδηγώντας το σε καταστάσεις που δεν μπορεί να χειριστεί, καθώς κανείς δεν το αναγνωρίζει, και το ίδιο ούτε τον εαυτό του αναγνωρίζει ακόμη ούτε ξέρει τι είναι. Είναι σαν την αρχή μιας ωραίας μέρας, με όλα τα πουλιά να τραγουδούν στα δέντρα, να καταγράφουν τη χαρά και τον ενθουσιασμό τους στο μητρώο της καθώς αυτή εξελίσσεται, ωστόσο όμως η εξέλιξη οποιασδήποτε μέρας, καλής ή κακής, φέρει μέσα της κάθε είδους δυσκολίες που έπρεπε να είχαν προβλεφθεί, αλλά ποτέ δεν γίνεται αυτό, ώστε τελικά φαίνεται σαν αυτές να είναι αυτό που την πνίγει, στο μεγαλείο ενός ηλιοβασιλέματος ή απλώς στη βαθμιαία θαμπάδα που γίνεται όλο και πιο πυκνή μέχρι που τελικά βυθίζεται σε απόλυτο, δριμύ σκοτάδι. Γιατί συμβαίνει αυτό; Επειδή ούτε το ένα δέκατο και ούτε το ένα εκατοστό ακόμη των συναρπαστικών δυνατοτήτων για τις οποίες τραγουδούν τα πουλιά την αυγή δεν θα μπορούσε ποτέ να πραγματοποιηθεί στη διάρκεια μιας μόνο μέρας, ανεξάρτητα από το πόσο υπερπλήρης με αίσια γεγονότα μπορεί τελικά να είναι. Και αυτό οδηγεί σε αναπόφευκτα παράπονα, αδικαιολόγητα φυσικά, γιατί είμαστε όλοι σαν παιδιά μουτρωμένα, επειδή δεν μπορούν να έχουν το φεγγάρι· και πολύ σύντομα το παράλογο αυτών των απαιτήσεων ξεχνιέται και πνίγεται σ’ ένα κύμα μελαγχολίας, της οποίας είναι η μοναδική αιτία. Στο τέλος ξέρουμε μόνο ότι είμαστε δυστυχισμένοι, αλλά δεν μπορούμε να πούμε γιατί. Ξεχνάμε ότι η δική μας παιδικότητα είναι αυτή που φταίει.
Το ότι αυτό είναι αλήθεια δεν χωράει αμφισβήτηση σε καμιά περίπτωση. Θα πρέπει όμως να εξετάσουμε τη φύση αυτής της παιδικότητας λίγο περισσότερο, να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε από πού προήλθε και πώς, αν αυτό είναι εφικτό, μπορούμε να την ξεριζώσουμε. Και όταν αρχίζουμε να την εξετάζουμε για πρώτη φορά, έτσι όπως είμαστε μεροληπτικοί, φαίνεται σαν να μη φταίμε μόνο εμείς. Όλοι ή οι περισσότεροι από εμάς είχαμε δυστυχισμένα παιδικά χρόνια· αργότερα προσπαθήσαμε να διορθώσουμε την κατάσταση και καθώς μπαίναμε στα χρόνια της ενηλικίωσης ήταν μια ανακούφιση, για λίγο, το ότι όλα πήγαιναν καλά: είχαμε επιτέλους αφήσει εκείνο το μακρύ ασφυκτικό τούνελ και είχαμε βγει σε χώρο ανοιχτό. Δεν μπορούσαμε να δούμε πολύ καλά ακόμη εξαιτίας της απότομης αλλαγής από το σκοτάδι στο φως της μέρας, αρχίσαμε όμως να διακρίνουμε πράγματα. Ξεκινήσαμε μια σειρά ενήλικων σχέσεων από τις οποίες απουσίαζαν η δηκτικότητα και η κακοήθεια της παιδικής ηλικίας, ή έτσι φαινόταν: δεν κρυβόμασταν πια πίσω από θάμνους για να κρυφοκοιτάζουμε τους άλλους· τέλος οι απερίγραπτες εκρήξεις ζήλιας ή η ασφυξία της ανανταπόδοτης και ανεπίτευκτης αγάπης. Ή τουλάχιστον τα πράγματα αυτά υποχώρησαν στη σωστή τους προοπτική, καθώς νέα πράγματα μετακινούνταν στο προσκήνιο: νέα συναισθήματα που ακόμη ήταν πολύ περίπλοκα για να κατονομαστούν ή να εξεταστούν προσεκτικά, αλλά για τα οποία η ξέπνοη επιτακτικότητα εκείνων των ασπρόμαυρων καταστάσεων της παιδικής ηλικίας δεν έπαιζε ευτυχώς κανένα ρόλο. Ήταν απόλαυση ν’ απαριθμούμε όλα τα πράγματα στον νέο κόσμο που μας είχε ανοίξει η ωριμότητά μας, τόσο ανεξάντλητα σε απολαύσεις και γόνιμες αναζητήσεις, όσο μια πιο προσγειωμένη Εδέμ, από την οποία οι ουτοπικές χαρές και τα μαρτύρια εκείνου του παλιότερου κόσμου της φαντασίας είχαν εκδιωχθεί από μια πιο λογική θεότητα.
Αλλά καθώς οι μέρες και τα χρόνια έτρεχαν έγινε φανερό ότι το ονομάτισμα όλων των νέων πραγμάτων που τώρα κατέχουμε είχε γίνει η κύρια απασχόλησή μας· ότι είχε μείνει πολύ λίγος χρόνος για να τα γευτούμε απλά και να τα βιώσουμε, και ότι ακόμη και αυτές οι απλές, σαφείς εμπειρίες υπόκεινταν οι ίδιες σε περιγραφή και απαρίθμηση, ή πάλι κατέληγαν και αυτές φευγαλέες και παροδικές σαν το τραγούδι του πουλιού που ηχεί μόνο μια φορά και χάνεται στον σωρό των αόριστων αναμνήσεων, όπου γίνεται σαν αποξηραμένο, πατημένο λουλούδι, μια μελαγχολική παρωδία του εαυτού του. Στο μεταξύ όλες μας οι ενέργειες απορροφούνται από την εργώδη προσπάθεια ν’ αναβιώσουμε αυτές τις αναμνήσεις, να τις κάνουμε πραγματικές, λες και το να ξαναζήσουμε ήταν η μόνη πραγματικότητα· και η συντριπτική ποικιλία των καταστάσεων που έχουμε ν’ αντιμετωπίσουμε αρχίζει να κατακλύζει τις προσπάθειές μας. Γίνεται ξεκάθαρο ότι δεν μπορούμε να ερμηνεύσουμε τα πάντα, πρέπει να είμαστε επιλεκτικοί, και έτσι το παραμύθι που λέμε αρχίζει σιγά σιγά ν’ αφήνει την πραγματικότητα πίσω του. Δεν είναι πια τόσο η δική μας περιγραφή του τρόπου με τον οποίο μας συμβαίνουν πράγματα, όσο το προσωπικό μας τραγούδι, τραγουδημένο στην ερημιά, ούτε μπορούμε να σταματήσουμε να τραγουδάμε, επειδή αυτό θα σήμαινε να οπισθοχωρήσουμε στον θάνατο της παιδικής ηλικίας, στην απλή αποδοχή και την ανιαρή βίωση όλων όσων μας επιβάλλονται. Ένας ζωντανός θάνατος με μια λέξη. Πρέπει να δείχνουμε την εκτίμησή μας για τον κινούμενο κόσμο που μας περιβάλλει, αλλά τώρα μας οδηγεί το τραγούδι μας όλο και πιο βαθιά μέσα σε κείνη την ερημιά και μακριά από τις καλυμμένες αλλά γνώριμες μορφές που υπήρξαν η πρώτη του έμπνευση. Όλο και πιο μέσα στο σκοτάδι που πυκνώνει – υπάρχει γιατρειά γι’ αυτό; Είναι σαν μια μέρα που είχε ξεκινήσει λαμπρά μέσα στη λάμψη μιας νέας ανατολής να είχε καθηλωθεί, όπως μια συγκεκριμένη λεπτή αλλαγή στο φως μπορεί να παγώσει την καρδιά σου, ή όπως το θέαμα μιας μακρινής λεπτής κορδέλας θυσανωτού νέφους που χάνεται στο διάστημα μπορεί ν’ αλλάξει όλα όσα έχεις νιώσει, ρίχνοντάς σε πολλά χρόνια πίσω σ’ έναν άλλον κόσμο, στον οποίο η εύθραυστη υπενθύμισή του για αμείλικτη αλλαγή ήταν επίσης νόμος, όπως είναι και σήμερα. Γνωρίζεις τώρα τη λύπη που σου δίνει το να κάνεις συνεχώς κάτι που δεν μπορείς να ονομάσεις, να παράγεις αυτομάτως όπως η μηλιά παράγει μήλα το πράγμα αυτό για το οποίο δεν υπάρχει όνομα. Και συνεχίζεις να σιγοτραγουδάς καθώς προχωράς, η καρδιά σου όμως χτυπά δυνατά.
Εντάξει. Αυτό το νέο πρόβλημα είναι λοιπόν αυτό που ήταν, και αυτό είναι το πρόβλημα: το ότι η απάθειά μας μπορεί πάντα ν’ ανανεώνεται, αντλώντας ενέργεια από τις περιστάσεις που γεμίζουν τη ζωή μας, η συναισθηματική ευτυχία όμως ανθίζει μόνο μια φορά, σαν μονοετές φυτό που δεν αφήνει ούτε ρίζες ούτε φύλλωμα πίσω του όταν το άνθος του μαραίνεται και πεθαίνει. Είμαστε αναγκασμένοι να παραδεχτούμε ότι ακόμη ζούμε στην ίδια παλιά κατάσταση, η οποία στην πραγματικότητα ποτέ δεν εξαφανίστηκε, ακόμη και όταν έτσι φαινόταν. Ωραία, αλλά τι μπορούμε να κάνουμε γι’ αυτό;
________________
Απόσπασμα από το πεζό ποίημα «Το ρεσιτάλ», το τρίτο στην ποιητική συλλογή Τρία ποιήματα, για πολλούς και για τον Άσμπερι τον ίδιο το πιο σημαντικό βιβλίο του. Υπό έκδοση από τις εκδόσεις Oblik.