Εγκώμιο των αφανών

Ο Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκες
Ο Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκες



Στα μέσα του προηγούμενα μήνα, το Queen Sofia Institute της Νέας Υόρκης με κάλεσε να κάνω, για λίγα λεπτά, κάτι που ευχαρίστως θα έκανα για ατελείωτες ώρες: να μιλήσω για τη μετάφραση και τους μεταφραστές. Η διάλεξη θα δινόταν στο πλαίσιο της τελετή απονομής ενός βραβείου που έχει αθλοθετήσει το Ινστιτούτο για να τιμήσει την καλύτερη μετάφραση από τα ισπανικά στα αγγλικά, στις ΗΠΑ. Το βραβείο του 2023 κέρδισε ―και δικαίως― η μεταφράστρια Σάρλοτ Ουίτλ, η οποία έχει αποδώσει στα αγγλικά το ωραίο βιβλίο της Ιρένε Βαγιέχο, El infinito en un junco, το οποίο, ανάμεσα στα πάμπολλα (και όλα ενδιαφέροντα) θέματα που πραγματεύεται, μιλάει και για την ιστορική σπουδαιότητα της μετάφρασης. Ανέκαθεν πίστευα ότι οφείλουμε να εκμεταλλευόμαστε την ευκαιρία τέτοιων εκδηλώσεων και να εκφράζουμε δημοσίως την ευγνωμοσύνη μας στους μεταφραστές, και δεν νομίζω ότι είναι υπερβολή να πω ότι όλοι τους ―και όλες τους, αφού οι γυναίκες αποτελούν την πλειονότητα σ’ αυτό το λειτούργημα― πιστώνονται κατά πολύ μεγάλο μέρος μ’ αυτό που θέλουμε να πούμε όταν λέμε: «Είμαι άνθρωπος».

Ας μου επιτραπεί να ξεκινήσω με μια καταστατική δήλωση: πιστεύω πως, αν διαβάζουμε και γράφουμε λογοτεχνία, το κάνουμε από ένα αίσθημα ανικανοποίητου. Δε μας αρκεί η ζωή που μας έχει λάχει× επαναστατούμε ενάντια στο γεγονός ότι η ζωή είναι μόνο μία, με την έννοια ότι δεν έχουμε άλλη μετά απ’ αυτήν, αλλά και ενάντια στον περιορισμό μιας και μόνο ταυτότητας, ενός και μόνο τόπου στον κόσμο, ενός και μόνο τρόπου να θεωρούμε τον κόσμο ώσπου να πεθάνουμε. Αυτό είναι αποθαρρυντικό, γιατί πάντα θέλουμε να ζήσουμε πιο πολύ και να μάθουμε πιο πολλά: θέλουμε να ’χουμε πιο πολλές ζωές. Η λογοτεχνία είναι ένα γιατρικό (όχι και πολύ αποτελεσματικό, βέβαια, αλλά προς το παρόν δεν διαθέτουμε άλλο) γι’ αυτές τις ελλείψεις× όπως και να ’χει, η μετάφραση πηγαίνει αυτό το προνόμιο ένα βήμα παραπέρα, και μας χαρίζει την πρόσβαση σε ακόμα πιο διαφορετικές ζωές, ακόμα πιο ξένες, ή γεφυρώνει την άβυσσο που μας χωρίζει απ’ αυτές τις μακρινές ζωές. Εξού και μπορώ να πω ότι η δική μου κοσμοθεωρία, η δική μου ηθική, η δική μου αντίληψη ως προς το τι είμαστε ως ανθρώπινα όντα, έχουν πλαστεί από τον Όμηρο και τον Τολστόι, από τον Αριστοτέλη και τον Τσέχοφ, παρότι δεν γνωρίζω ούτε ελληνικά ούτε ρωσικά. Έχω πει πολλές φορές ότι χωρίς τη μετάφραση δε θα μπορούσα να μιλήσω για την κολομβιανή μου πραγματικότητα, καθώς, για να το κάνω αυτό, χρειάζομαι δύο λέξεις που κάποτε μεταφράστηκαν από τα ελληνικά: πολιτικός και ιδιώτης. Όπως βλέπετε, λοιπόν, η μετάφραση μας βοηθάει να κατανοήσουμε τη ζωή.

Για πολλά χρόνια εξασφάλιζα τα προς το ζην μου εργαζόμενος ως μεταφραστής, και ανέκαθεν πίστευα πως δεν υπάρχει καλύτερο σχολείο για έναν επίδοξο συγγραφέα από τη λογοτεχνική μετάφραση. Η εξίσωση είναι πολύ απλή: μαθαίνουμε να γράφουμε διαβάζοντας, και οι μεταφραστές είναι οι καλύτεροι αναγνώστες στον κόσμο. Ένας καλός μεταφραστής κατανοεί όλες τις προθέσεις× κι όπως ένας καλός μίμος, μπορεί να κάνει όλες τις φωνές. Ένας καλός μεταφραστής αναγνωρίζει επίσης όλες τις παρακάμψεις, όλες τις παγίδες, όλα τα φτηνά κόλπα, κι αυτό, για έναν μεταφρασμένο συγγραφέα, είναι μια ανεκτίμητη ανταμοιβή. (Πολλές φορές έχω ξαναδουλέψει μια πρόταση έχοντας κατά νουν τον μεταφραστή της: ώστε να είναι πιο καλή ή πιο ξεκάθαρη, ώστε να μην είναι άνευρη ή καταχρηστική: ώστε να είναι αντάξια του μόχθου και του ταλέντου του.) Τέλος, κανείς δεν εντοπίζει τυχόν λάθη στο πρωτότυπο καλύτερα από τους μεταφραστές. Τα μέιλ τους μου προκαλούν πραγματικό πανικό, γιατί αυτοί είναι η χειροπιαστή απόδειξη ότι, όσες φορές κι αν διορθώσεις ένα χειρόγραφο, πάντα θα ’χει μείνει κάποιο λάθος που ο συγγραφέας ―προς μεγάλη του απογοήτευση― θα το δει μόνον αφού θα ’χει ήδη εκδοθεί το βιβλίο και κάπου θα μεταφράζεται. Ο Μπόρχες έλεγε ότι είχε πρωτοδιαβάσει τον Δον Κιχώτη στα αγγλικά, κι όταν, πολλά χρόνια αργότερα, διάβασε το πρωτότυπο στα ισπανικά, το ’χε θεωρήσει μέτρια μετάφραση. Δεν ξέρω γιατί, αλλά αυτό το ανέκδοτο με παρηγορεί.

Το Queen Sofia Award (έτσι λέγεται στη χώρα όπου απονέμεται) τιμά, όπως προείπα, μια μετάφραση από τα ισπανικά στα αγγλικά. Κανείς δεν μπορεί να συνειδητοποιεί καλύτερα τη σπουδαιότητα της μετάφρασης από έναν λατινοαμερικανό μυθιστοριογράφο, γιατί το μυθιστόρημά μας ενηλικιώθηκε, εν μέρει τουλάχιστον, χάρη σε κάποιες μεταφρασμένες ανακαλύψεις. Ο Γκαρσία Μάρκες δε θα ’χε γράψει το δικό του αν δεν είχε ανακαλύψει τη Μεταμόρφωση του Κάφκα ή αυτόν τον παράξενο προάγγελο του μαγικού ρεαλισμού που είναι το Ορλάντο της Βιρτζίνιας Γουλφ, ή τον Φόκνερ και τον Χέμινγκουεϊ και τον Αλμπέρ Καμί: όλα τα βιβλία και τους συγγραφείς που ’χε διαβάσει σε μετάφραση (και πολλά άλλα που εξέδωσε η σπουδαία Βικτόρια Οκάμπο, στην οποία θα πρέπει ν’ αφιερώσω ένα ξεχωριστό άρθρο). Το ίδιο μπορούμε να πούμε και αντιστρόφως: δίχως τη μετάφραση του Εκατό χρόνια μοναξιά από τον Γκρέγκορι Ραμπάσα ή των έργων του Μπόρχες από τον Νόρμαν Ντι Τζοβάνι, θα ’ταν πολύ δύσκολο να φανταστούμε μια ολόκληρη γενιά βορειοαμερικανών μυθιστοριογράφων· μου ’ρχονται στο μυαλό η Τόνι Μόρισον και ο Τζον Μπαρθ· αλλά και πολλοί άλλοι× το Αυτόχειρες παρθένοι του Τζέφρι Ευγενίδη είναι ένα θαυμάσιο μυθιστόρημα που θα ’ταν αδιανόητο δίχως το Χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου.

Θέλω να πω ότι η μετάφραση μπορεί να είναι, μεταξύ πολλών άλλων, ένα πιθανό αντίδοτο απέναντι στον νοητικό απομονωτισμό και την ξενοφοβία του πνεύματος. Η μετάφραση διευρύνει την αντίληψή μας για το τι είναι τα ανθρώπινα όντα, τι λένε και τι σκέφτονται και τι αισθάνονται, αλλά και για το τι προσφέρει η γλώσσα στον κόσμο. Ο Γκρέγκορι Ραμπάσα λέει ότι η Αρχή της Απροσδιοριστίας του Χάιζενμπεργκ ισχύει και ως προς τη μετάφραση: «Κάθε φορά που αποκαλούμε μια πέτρα pierre» γράφει, «την έχουμε κάνει, κατά κάποιον τρόπο, διαφορετική από μια stone ή μια Stein». Δεν ξέρω για σας, αλλά εμένα όλο αυτό μου φαίνεται πραγματικά μαγικό. Πριν από πολλά χρόνια συζήτησα γι' αυτό το θέμα με τον Χαβιέρ Μαρίας, έναν από τους σπουδαίους ισπανόφωνους συγγραφείς-μεταφραστές, ο οποίος μετέφρασε τον Tρίστραμ Σάντι όταν ήταν γύρω στα είκοσι, κι αργότερα συνέχισε με έργα του Τζόζεφ Κόνραντ και της Άιζακ Ντίνεσεν [Κάρεν Μπλίξεν], και ο οποίος μού είπε ότι η πιο μυστηριώδης πλευρά της μετάφρασης είναι αυτή καθαυτή η αποδοχή της. Πώς μπορεί ένα κείμενο να παραμείνει το ίδιο όταν θα ’χει χάσει όλο αυτό που το κατέστησε εφικτό, δηλαδή τη γλώσσα; Πώς μπορούμε να αισθανόμαστε ότι έχουμε διαβάσει Β. Γκ. Ζέμπαλντ ή Τόμας Μπέρνχαρντ όσοι από μας δεν ξέρουμε γερμανικά, όταν ούτε μία λέξη στο μετάφρασμα δεν είναι επιλογή του συγγραφέα; Τα διαβάζουμε, όμως, με την επίγνωση ότι οι λέξεις είναι του Μιγκέλ Σάενς, ενώ εξακολουθούμε να σκεφτόμαστε: τώρα διαβάζω Μπέρνχαρντ, διαβάζω Ζέμπαλντ, διαβάζω Γιόζεφ Ροτ.

Αυτό έχει ένα επακόλουθο: οι καλές μεταφράσεις εξαφανίζουν τον μεταφραστή× οι κακές τον κάνουν περίοπτο. Μπορεί και ν' αληθεύει αυτή η γνωστή κοινοτοπία, και οι καλοί μεταφραστές να είναι όντως αφανείς μέσα στο κείμενο. Πιστεύω ακράδαντα, όμως, ότι θα ’πρεπε να είναι όσο το δυνατόν πιο εμφανείς στην κοινωνία μας των αναγνωστών× ή των πολιτών, γιατί αυτό ακριβώς είναι που δημιουργούν εμμέσως οι μεταφράσεις: την παρουσία τους στην κοινωνία μας, τη διαρκή τους επαφή μ’ εμάς. Ναι, ναι: το όνομα του μεταφραστή πρέπει να είναι στο εξώφυλλο του βιβλίου. Και ναι: πρέπει να πληρώνεται καλύτερα. Και ναι: η βιομηχανία, αυτή η εκδοτική βιομηχανία που στηρίζεται σ’ αυτούς, πρέπει ν’ αρχίσει απ' αυτή τη στιγμή να τον προστατεύει από τις ανεξέλεγκτες επιθέσεις της λεγόμενης τεχνητής νοημοσύνης, ίσως η μεγαλύτερη οπισθοδρόμηση που έχει κάνει ποτέ η ανθρωπότητα. Κι εμείς, οι αναγνώστες λογοτεχνίας πρέπει να ευχαριστούμε αυτούς τους αφανείς και να μην παραλείπουμε να τους λέμε κάπου κάπου ότι τους βλέπουμε, ότι τους αναγνωρίζουμε, ότι τους εκτιμάμε.

(Εl País, 7.12.2023)

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: