Τα σκυλόψαρα μας περιμένουν

Ο Νίκος Καββαδίας διά χειρός Γιάννη Τσαρούχη
Ο Νίκος Καββαδίας διά χειρός Γιάννη Τσαρούχη



Ο Νάγκελ Χάρμπορ, πλοίαρχος σε φορτηγά καράβια,
αφού τον κόσμο γύρισε ολόκληρο, μια μέρα
κουράστηκε κι απόμεινε πιλότος στο Κολόμπο.
Μα πάντα συλλογίζονταν τη μακρινή του χώρα
Και τα νησιά που ’ναι γεμάτα θρύλους, τα Λοφούτεν

ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ

Την Πέμπτη 18 Απριλίου βρισκόμουν στη Θεσσαλονίκη, όταν αναπάντεχα μου τηλεφώνησε ο Νίκος Καββαδίας. Σε αιφνιδιάζω πάνω στη μεσημεριανή σου σιέστα… Μου μιλούσε Ισπανικά, αλλά... ένα περίεργο πράμα: καταλάβαινα και την παραμικρή λέξη. «Φεύγω πάλι αύριο», μου λέει «και σου έχω μια πρόσκληση-έκπληξη. Θα περάσω μ’ έναν κοινό μας φίλο κατά τις 8 το βράδυ να πάμε στο Eλμπασάν να δούμε στριπτίζ! Κατά τις 10 θα ’μαστε εκεί». Και πράγματι, στην ώρα του μ’ ένα μουσταρδί Opel σπορ. «Γνωρίζεστε με τον Βασίλη», μου λέει. «Ναι, βέβαια», είπα αμήχανα. Ήταν ένας περίεργος τύπος, κάτι σαν play-boy της εποχής, ξεχνώ το επίθετό του αλλά θυμάμαι πως ήταν κάπως φιγουρατζής που το ’παιζε και γκόμενος.
«Πώς κι έτσι αυτό το ξαφνικό;», ρωτάω κάποια στιγμή το Νίκο. «Δε θες να ξέρεις», μου λέει. «Τα τελευταία χρόνια, σ’ ένα πέρασμα μου από ’δω, γνώρισα μια μικρή. Ξέρεις ... γεροντο-έρωτας. Η σχέση τραβούσε σε αδιέξοδο, αυτή μια ζωή φευγάτη, ψαχνόταν, παιδί χωρισμένων γονιών, καταλαβαίνεις... Κάποια στιγμή απέδρασε στην Αλβανία. Έμαθα πως έπιασε δουλειά σε ένα στριπτιζάδικο. Τη βρήκαν ομορφούλα, καλοχτισμένο κορμί, την πήρανε. Από μια άποψη καλύτερα. Χωρίς έρωτες, μπλεξίματα κι αναστολές. Όποτε μπορώ πάω και τη βλέπω. Πίνω τα ποτά μου, πληρώνω και τη χαίρομαι. Τα μάτια, το χαμόγελο, το κορμάκι της, το ωκεάνιο στρείδι αλμυρό. Κι ας το μοιράζομαι με τις ματιές και άλλων.»
Μες στους καπνούς και τα φωτιστικά εφέ αισθάνθηκα σα να’ χα ξαναζήσει κάτι τέτοιο, πριν λίγα χρόνια. «Ας είσαι καλά, Νίκο», του είπα. «Και μην αποκαλείς τον εαυτό σου γέρο. Ο έρωτας δεν έχει ηλικία. Εγώ σε βλέπω όπως ήσουν...» «Σ’ ευχαριστώ...» μου απάντησε, «έτσι νοιώθω κι εγώ. Από τότε που πέθανα δεν άλλαξα. Μέρα δεν πέρασε από ’πάνω μου». «Για 114 χρονών είσαι μια χαρά. Σε χαίρομαι. Και σ’ ευχαριστώ για το αποψινό βράδυ.»

Κάποια στιγμή ο Βασίλης πήγε για κατούρημα και άρπαξα την ευκαιρία. «Πού τον βρήκες αυτόν...; Εγώ ελάχιστα τον ξέρω. Φαίνεται ματσωμένος. Μόνο το αυτοκίνητό του κάνει όσο ένα διαμέρισμα». «Μην το ψάχνεις», μου λέει. Έχει μακρύ χέρι, κομπίνες, τζόγος, κλεψιές και θράσος. Και μερακλής... με τις ουσίες του και τρίο στο κρεβάτι κ.λπ. Κάποια στιγμή τον τσάκωσαν, την πάτησε. Πέθανε κι αυτός πριν έξη χρόνια».
Το μαγαζί ήταν σε όροφο. Φαίνεται είχα πιει πολύ. Τα μάτια μου φέρανε ένα γύρο, προσπαθώντας να διακρίνω μες στους καπνούς. Είχα την αίσθηση πως ήμουν κυκλωμένος από νεκρούς. Κάπου στο βάθος διέκρινα το θείο μου τον Όμηρο με την στολή της Αλβανίας, χωρίς το άλογο. Τύφλα κι αυτός. Ακόμα προσπαθούσε να ξεχάσει την Διπλαράκου.
«Νίκο, θέλω να σου εξομολογηθώ κάτι. Απ’ όλους τους ποιητές που διάβασα σ’ εσένα ξαναγυρίζω συχνά, κάθε δυο χρόνια. Από 16-17 χρονών σας διάβασα, όλους. Μερικούς μια-δυο φορές κάποιους και τρεις. Σ’ εσένα όμως ανατρέχω, σε “προσκυνώ“ τριάντα τρεις φορές...»
«Το ξέρω, γιατί είσαι ... τεμπέλης ! Εγώ τα λέω απλά, σταράτα, χύμα. Με τ’ όνομά τους. Δεν θέλω αναλύσεις και εντάξεις.»

Εκείνη τη στιγμή πέρασε πλάι μας ένας με γένια, φορούσε κάτι σαν στολή, ξεθωριασμένη.
«Νίκο τον είδες αυτόν; Σα να ’τανε ο Φλέτσερ, ο πλοίαρχος που έγραψες γι’ αυτόν. ΟΧΙ, όχι αυτός ... ο άλλος, ο Νάγκελ από τη Νορβηγία. Έχω πιει πολύ. Θέλω μια χάρη, πες μου γι αυτόν, για τα νησιά της πατρίδας του. Αληθεύουν κάποιοι θρύλοι γι’ αυτά ; ...



Τα νησιά Λοφούτεν στη Νορβηγία,  κοντά στον Αρκτικό κύκλο.  Με την πρώτη ματιά φαντάζουν κρύα, μελαγχολικά και μουντά. Όσοι έτυχε όμως να τα επισκεφτούν λένε ότι πρόκειται για ένα από τα ωραιότερα μέρη του πλανήτη.
Τα νησιά Λοφούτεν στη Νορβηγία, κοντά στον Αρκτικό κύκλο. Με την πρώτη ματιά φαντάζουν κρύα, μελαγχολικά και μουντά. Όσοι έτυχε όμως να τα επισκεφτούν λένε ότι πρόκειται για ένα από τα ωραιότερα μέρη του πλανήτη.



«Άκου λοιπόν ...
Μετά το θάνατο του Χάακον του Γ΄ οι Μπιρκεμπέινερ ύστερα από πρόταση του επισκόπου Μαρτίν του Μπέργκεν εξέλεξαν νέο βασιλιά της Νορβηγίας τον μικρό Γκούτορμ, ο Χάακον ο τρελός ανεψιός του Σβερ της Νορβηγίας ορίστηκε αντιβασιλιάς, κηδεμόνας του μικρού παιδιού και αρχηγός του στρατού. Ο θρύλος όμως αναφέρει ότι ο Γκούτορμ δηλητηριάστηκε από τη Χριστίνα-Μαργαρίτα Νίλσντοτερ η οποία παντρεύτηκε αμέσως μετά τον Χάακον τον τρελό, κάτι που οι ιστορικοί το αρνούνται, ισχυρίζονται ότι οι φήμες αυτές ήταν δημιουργήματα των Μπιρκεμπέινερ λόγω του αιφνίδιου θανάτου του Χάακον λίγους μήνες αργότερα, οι ίδιες πηγές λένε ότι ο Χάακον δηλητηριάστηκε από τη χήρα του Σβερ και θεία της Χριστίνας Μαργαρίτας.

Η Χριστίνα-Μαργαρίτα Νίλσντοτερ
Η Χριστίνα-Μαργαρίτα Νίλσντοτερ



Ωστόσο, Ο Χάακον ο τρελός δεν διαδέχθηκε τον Γκούτορμ επειδή λόγω του πολεμοχαρούς χαρακτήρα του δημιουργούσε πολλές εχθρότητες. Το θάνατο του Γκούτορμ ακολούθησε μικρότερης έκτασης εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα στον διάδοχο του Ίνγκε Β΄ της Νορβηγίας και τους Μπάγκλερ μέχρι να πραγματοποιηθεί η τελική συμφωνία ανάμεσα στον Ίνγκε, τον Χάακον και τον νέο διεκδικητή του θρόνου από τους Μπάγκλερ Φίλιππο Σίμονσον με την οποία διαιρέθηκε το βασίλειο.»

Ο Ίνγκε Β΄ (Ingi Bárðarson 1185-1217) βασιλιάς της Νορβηγίας
Ο Ίνγκε Β΄ (Ingi Bárðarson 1185-1217) βασιλιάς της Νορβηγίας



«
Ναι, βέβαια...»
«Τ0 ξέρεις;»
«Τον Σίμονσον... Αυτός μας έβαλε τότε το μοναδικό γκολ και η Εθνική μας, με προπονητή τον Παναγούλια, αποκλείστηκε από τα ημιτελικά του παγκοσμίου κυπέλλου. Μάλιστα η Αθλητική Ηχώ για την ήττα μας βγήκε την άλλη μέρα με τον εμπνευσμένο τίτλο: “Τώρα Σίμονσον και κλάψε !“...»
«Πάψε !.. Εκτός από τεμπέλης, είσαι αμαθέστατος και επιπόλαιος. Μπερδεύεις τους ποδοσφαιριστές και τον ...Φαβάκη με τους θαλασσινούς.»
«Όχι, Νίκο... Θέλω και τα λέω. Τελικά πες μου πώς πέθανε ο νεαρός βασιλιάς. Τι σου είπε γι΄ αυτό ο Νάγκελ;»
«Λένε πως μια μέρα που τον είχε στην αγκαλιά της η Χριστίνα-Μαργαρίτα ο Γκούτορμ της ζήτησε να του δώσει ένα βαθύ φιλί στο στόμα. “Είσαι πολύ μικρός για να ζητάς κάτι τέτοιο“, του είπε εκείνη, κρατώντας πεισματικά τα δόντια και το στόμα της κλειστά. “Γιατί αυτό το φιλί θα προξενήσει μια γλυκιά ταραχή που θα μας πάει παραπέρα σε πράξεις που δεν θέλω“. Και μετά από λίγο, όταν αυτός επανήλθε, εκείνη ήτανε προετοιμασμένη για το ανεπανόρθωτο. Άνοιξε το φιλήδονο στόμα της και βυθίζοντας βαθειά τη γλώσσα της στο δικό του, άφησε μια μικροσκοπική κάψουλα με δηλητήριο.»
«Τραγικό ... ψιθύρισα. Καλά λένε πως ο έρωτας σκοτώνει».
«Κι εδώ κάνεις λάθος... Είναι μια φυσική κατάληξη, μια οξύμωρη δικαίωση. Για να μαθαίνεις ... κάποτε ο Καραγάτσης μου έγραψε:

Τρύγα την ηδονή όπου κι όπως τη βρεις, κάτω απ' οποιαδήποτε μορφή της. Το κορμί μας, που τόσους πόνους μας στοιχίζει, έχει την υποχρέωση, σε αντιστάθμισμα της οδύνης να μας χαρίζει την ηδονή. Αυτή είναι η μεγάλη σαρκική δικαιοσύνη...
Τα σκυλόψαρα σε περιμένουν.
Γειά χαρά, Μ. Καραγάτσης

«Κι εσύ, όμως ;... Τι έκανες ; Για να μην κατηγορείς μόνο εμένα... Εσύ γιατί δεν το προχώρησες; Κι έγραψες μόνο εκείνο το... επικήδειο γράμμα;

Κοριτσάκι μου, η παρηγοριά μου ήταν η ώρα σου. Η λύπη μου που δεν κυβέρνησα ούτε στιγμή το καταπληκτικό θαλασσινό σκαρί, το κορμί σου... Από δειλία και ατζαμοσύνη σήκωσα το κόκκινο σινιάλο της ακυβερνησίας.

Και κάπως έτσι να ’μαστε τώρα εδώ... στο Eλμπασάν. Μες στα ρουμάνια.
Αντί να την βάλεις κάτω, να της πετάξεις τα μάτια έξω...»

Ξύπνησα κάθιδρος. Τι όνειρo περίμενα να δω ; Με 44 βαθμούς και όλη την υγρασία της Σαλονίκης. Κι όλα νεκρά. Όπως έγραψε κι ένας «σωσίας» μου :
«Ο νεκρός μούσκεψε στον ιδρώτα».
Άρχισα να τα μαζεύω. Να φύγω. Πίσω, πάλι, μακριά. Μόνος.

Πήρα τηλέφωνο έναν «δικό» μου:
«Δημήτρη, καταραμένη μοίρα σ’ όλους τους “ναυτικούς“. Αντί χρυσόσκονη ψείρες στα γένια τους περπατούν.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: