Μάιος 2011. Στους δρόμους της Δαμασκού μια περιδίνηση, μια συσπώμενη μέγγενη, μια ελπίδα που έχει καταργηθεί οριστικά. Ο κυβερνητικός στρατός έχει προωθηθεί στη Μουαντχαμίγια, στα δυτικά προάστεια. Η τηλεόραση δείχνει τρεις νεκρούς ανθρώπους. Στη Χομς εκατοντάδες έχουν συλληφθεί. Δεν υπάρχει νερό, ούτε ρεύμα, ούτε τηλέφωνο.
Eίναι πρωί και ακούγονται τα πυρά των τανκς. Ένα δεκάχρονο αγόρι στην οθόνη της τηλεόρασης, νεκρό. Καθισμένη στον χώρο αναμονής, η Κριστίνα Σαμάρ αλ Τζαμπίρι, ξαδέρφη του Ιμπν αλ Μασούρ, περιμένει τη σειρά της στο γραφείο ανευρέσεως χαμένων συγγενών. Η Κριστίνα έχει κάθε λόγο ν’ανησυχεί, εφόσον πριν από τρεις μέρες σκοτώθηκαν στις συγκρούσεις των κυβερνητικών με τους αμάχους δύο ακόμη ξαδέρφια της: ο Μάλικ και ο Αμπνελκαντέρ Μπαγκνταντί. Η ανησυχία της κορυφώθηκε χθες, γιατί δεν είχε νέα από μια σειρά αγαπημένους της: ούτε από τη Νάντα, ούτε από την Κάρλα, ούτε από τη Μαγεία, την κόρη μιας αγαπημένης φίλης της που κατάγεται από την Ελλάδα.
Η μουσουλμανική αδελφότητα έχει μαζευτεί στο τζαμί. Προετοιμάζεται μια αληθινή λαϊκή εξέγερση. Οι σουνίτες της αντιπολίτευσης, με την υποστήριξη της Σαουδικής Αραβίας και του Κατάρ, στρέφονται ενάντια στους αλαουίτες του προέδρου Άσαντ και στους σιίτες του Ιράν και της Χετζμπολάχ. «Δεν υπάρχει πουθενά οδοντόκρεμα, δεν υπάρχουν πουθενά λεφτά, βιταμίνες, αντισυλληπτικά, ακτινογραφίες, χημειοθεραπεία, ινσουλίνη, παυσίπονα. Το πετρέλαιο κοστίζει 170 λίρες το λίτρο».[1]
H Mαγεία μοιάζει με την Ανούκ Αιμέ. Από μικρή ήταν μια libertine.[2] Η συνύπαρξή της με τον Εύκνημο ήταν ένας μέγιστος συμβιβασμός, που όμως έκανε με μεγάλη ευχαρίστηση. Εδώ και εφτά χρόνια ζει μαζί του στο Χαλέπι. Το σπίτι τους είναι αποτέλεσμα κοινού μόχθου. Παιδιά δεν έχουν, όχι γιατί δεν μπορούν, αλλά γιατί έχουν επιλέξει να μην έχουν. Αρκούνται ο ένας στο κορμί του άλλου. Είναι πολύ απελευθερωμένοι από τις προσδοκίες που οι άλλοι έχουν απ’αυτούς και, αναγκαστικά, ζουν απομονωμένοι από τους άλλους. Μα πρόκειται, όπως είπαμε, για μιαν επιλογή, κι αυτό κάνει την ερμητική ζωή τους γλυκειά και απολαυστική.
Όμως, από πάνω τους μια θεότητα κραδαίνει τη ρομφαία του πολέμου. Αυτήν την παράμετρο δεν την είχε υπολογίσει το ερωτευμένο ζευγάρι. Η μόνωσή τους τώρα μεταπλάθεται σε εξορία, σε φανταστικό κελλί όπου τους έχουν κλειδώσει σκοτεινές φιγούρες εκδικητικών ανθρώπων, όπου τους έχουν αφαιρέσει τον λόγο. Και το μόνο που τους μένει είναι ν’ανεβαίνουν στον ουρανό και να πασχίζουν να καταπιούν τον ήλιο και το φεγγάρι.
Η μοναδική φίλη που διατηρεί η Μαγεία είναι η Κριστίνα Σαμάρ αλ Τζαμπίρι, αλλά κι αυτή ζει σε άλλη πόλη. Υπάρχει τηλεπάθεια στη φιλία τους, ωστόσο, αυτή η γυναικεία συνθήκη αυτόματης ταύτισης που παραγνωρίζει τις ταξικές και πολιτιστικές διαφορές. Κάθε φορά που συναντιούνται, ο Εύκνημος καταλαβαίνει πως η παρουσία του περιττεύει και με απόλυτη διακριτικότητα αποσύρεται στο δωμάτιό του και μένει εκεί κλεισμένος, όπως ο Κάρολος της Ορλεάνης είχε μείνει κλεισμένος στο Αζινκούρ.[3]
Είναι ιδιάζουσα περίπτωση ανθρώπου ο Εύκνημος, πολύπλευρη και αντιφατική. Στο πανεπιστήμιο, αν και είναι τριάντα τόσων χρονών, είναι τακτικός. Εκεί μελετά ιταλική ποίηση και τα πρωινά δουλεύει για να ζήσει σ’ ένα βενζινάδικο ― ένα από τα ελάχιστα που έχουν απομείνει.[4]
«Κάθε μεγάλη ποίηση δίνει την ψευδαίσθηση μιας άποψης για τη ζωή».[5]
Η καταγωγή του Εύκνημου είναι από την Ήπειρο και ήρθε και ταίριαξε μ’εκείνην της γυναίκας του. Λεοπάρντι είναι ο αγαπημένος του:
Καθώς ακούω
μέσα απ’ το φύλλωμα το θρόισμα του αέρα
συγκρίνω την αμόλυντη σιωπή του απείρου
μ’ αυτόν τον ήχο. Κι αισθάνομαι το αιώνιο,
και τις σβησμένες εποχές, και τη δική μας
που ζει και πάλλεται.[6]
Με τη Μαγεία γνωρίστηκαν στη διάρκεια ενός ταξιδιού που δεν θα το ξεχάσουν ποτέ. Πώς τα σώματά τους αιωρούνταν όταν έκαναν έρωτα, σαν να μην υπήρχε βαρύτητα. Οι δυο τους είναι το αγαπημένο ζευγάρι του Ιμπν αλ Μασούρ. Όποτε επισκέπτεται το Χαλέπι, ο ποιητής φροντίζει να χτυπήσει το κουδούνι τους, φροντίζει να τους ενημερώσει για την έρευνά του, να τους διαβάσει τα τελευταία του κείμενα, να ξαπλώσει μαζί τους στις μαξιλάρες του καφενείου και να καπνίσουν σίσα. Να συζητήσουν, όσο μπορούν, όσο τους το επιτρέπει η κατάσταση. Να βυθιστούν, όλοι μαζί, σε ενατένιση και να προβούν σε ψυχρή εκτίμηση των καταστάσεων.[7]
Οι παλιοί εραστές της Μαγείας είναι τώρα όλοι νεκροί, γιατί οι περισσότεροι απ’ αυτούς ήταν Κούρδοι αντάρτες και κάποιοι ήταν συμφοιτητές της στο Πανεπιστήμιο. Το καθεστώς τούς εξαφάνισε εν ευθέτω χρόνω. Έχει μείνει απ’ αυτούς η διάθεση για εξέγερση, τίποτ’ άλλο. Τη δύναμη, το σφρίγος του Χαλεπιού η Μαγεία την έχει συνδυάσει με τους εραστές της νεότητάς της, γιατί είναι ελληνικής καταγωγής και ξέρει: από ‘κεί περνούσαν κάποτε τα καραβάνια με το μαλλί, το κινέζικο μετάξι και τα μπαχαρικά της Ινδίας, το φυσητό γυαλί Μπουράνο της Βενετίας. Ο Εύκνημος δεν ζηλεύει τους παλιούς εραστές της Μαγείας. Ζηλεύει μόνο το ταλέντο της να σαγηνεύει.
Τώρα έχουν εγκατασταθεί στις παρυφές μιας μισοερειπωμένης πόλης, σε μιαν άψυχη κοιλότητα, και απλώς αναπολούν. «Οι κλειστές κάμαρες του σπιτιού τους αποτελούν τον κόσμο τους. Έπιπλα, βιβλία, αγαπημένα αντικείμενα απλωμένα εδώ κι εκεί, πίνακες, όλα σηματοδοτούν παρελθούσες στιγμές».[8] Έξω μυρίζει παντού μπαρούτι, σκουπίδια και απλυσιά. Κάθονται δίπλα στο ραδιόφωνο και ακούνε τη στεντόρεια φωνή του προέδρου Άσαντ, να λέει ότι «καταπολεμά μια ένοπλη εξέγερση από ένοπλους τρομοκράτες και έχει αναπτύξει στρατεύματα και τανκς για την προστασία των αμάχων».
Είναι Κυριακή απόγευμα, στο σπίτι του Ιμπν αλ Μασούρ, σε μια πάροδο της κύριας λεωφόρου που διασχίζει τη Δαμασκό, κοντά στην πλατεία Αρνού: «Οι άνθρωποι φοβούνται· μένουμε σπίτι και ακούμε δυνατούς θορύβους από έξω, αλλά δεν ξέρουμε τι συμβαίνει», του λέει η μητέρα του στο τηλέφωνο.
«Μην ανησυχείς, μητέρα»
«Πώς να μην ανησυχώ;»
«Θα έρθω να σε δω»
«Να καθίσεις εκεί που βρίσκεσαι!»
Οι δρόμοι έχουν ερημώσει, δεν υπάρχουν πουθενά παιδιά, ούτε ήχοι από μοτοσυκλέτες, ούτε κόρνες, σκόνες ναρκωτικές, παραισθησιογόνα αέρια, λεφτά, βιταμίνες, παυσίπονα. Υπάρχει μόνον ο απόηχος από μακρινά πυρά, που σβήνει καθώς πέφτουν, ένας ήχος ιλίγγου και πτώσης του ήχου και βυθίσματος που αδιάλειπτα συνεχίζεται μέχρι το βράδυ.
Ο Ιμπν αλ Μασούρ σκύβει ελαφρά από το παράθυρο, αρχικά δεν περνά ψυχή από τον δρόμο, όμως γρήγορα αντιλαμβάνεται τι ακριβώς συμβαίνει: εκατό νέοι φοιτητές έχουν μαζευτεί στην πλατεία με κιθάρες, ούτι και φλογέρες και μαζί τους κάποιοι εργάτες, τραγουδούν για να σταματήσουν τα πυρά. شقير" باعتبارها "بانوراما حقيقية كاملة عن تاريخ المنطقة طيلة أربعين عاما" Τραγουδούν ένα παλιό συριακό τραγούδι για την Επανάσταση. Πίσω από τους νέους υπάρχουν και μεγαλύτερης ηλικίας άνθρωποι, που τραγουδούν μαζί τους. Είναι μια νέα καταχώρηση των συναισθημάτων αυτή, χώρια από την πραγματικότητα, μακριά από το ερέθισμα, όσο το δυνατόν πιο νηφάλια, που πλέει πλησίστια προς τη μελαγχολία.[9] Ο Ίμπν αλ Μασούρ βγάζει το κινητό του, η ταινία είναι ερασιτεχνική, οι αστυνομικοί κατεβαίνουν και πλησιάζουν από πίσω την ομάδα των νέων. Οι αστυνομικοί αιφνιδιάζονται και για μια στιγμή τον κοιτάζουν.
Αίφνης, το σκηνικό αλλάζει. Πέφτουν κάποια συνθήματα, ακούγονται κάποιες βρισιές. Κάποιοι κρύβονται πίσω από κάτι χαλάσματα. Οι νέοι συνεχίζουν το τραγούδι شقير" باعتبارها "بانوراما حقيقية كاملة عن تاريخ المنطقة طيلة أربعين عاما" και τότε οι αστυνομικοί κατεβάζουν τις ασπίδες τους. Χωρίς πολλά πολλά επιτίθενται στην ομάδα των νέων και τους συλλαμβάνουν. Δηλαδή, όταν λέμε «τους συλλαμβάνουν» εννοούμε ότι τους χτυπούν με τα γκλομπ στα νεφρά, τους ψεκάζουν με σπρέι πιπεριού, τους κλωτσούν και τους τραβάνε μέσα στην κλούβα από τα μαλλιά. Η διαδήλωση έχει διαλυθεί με αέριο χλώριο και με ληγμένο αέριο μουστάρδας.
Ο Ίμπν αλ Μασούρ τα καταγράφει όλα αυτά.
14 Νοεμβρίου 2014. Με βίντεο που δίνει στη δημοσιότητα, το ISIS αναλαμβάνει την ευθύνη για τον αποκεφαλισμό του Αμερικανού ομήρου Πίτερ Κάσιγκ. Στο βίντεο, που αναρτήθηκε σε ισλαμιστικούς ιστοτόπους, ένας μασκοφόρος άνδρας, όρθιο δίπλα σε ένα κομμένο κεφάλι, δηλώνει ότι αποκεφάλισε τον Κάσιγκ. Οι τζιχαντιστές αναφέρουν ότι εκτέλεσαν και ακόμη δεκαπέντε Σύρους μαχητές. Τον Ιούλιο το ISIS είχε αποδεκατίσει τους 14.000 υπερασπιστές της Μοσούλης. Τον Αύγουστο είχε αποκεφαλιστεί σε βίντεο ο δημοσιογράφος Τζέιμς Φόλεϊ ― ήταν η πρώτη από επτά δημόσιες εκτελέσεις ξένων ομήρων. Με τον ίδιο τρόπο είχε εκτελεστεί εκείνος ο αρχαιολόγος στην Παλμύρα και το σώμα του είχε κρεμαστεί από έναν κίονα στην κεντρική πλατεία του ιστορικού χώρου.
Ο Ιμπν αλ Μασούρ σκέφτεται την Παναγία των Παρισίων στις φλόγες. Τι ζήτημα έγινε, τι ταραχή. Σκέφτεται ισοπεδωμένη την Κνωσό. Το Αββαείο του Κλινί, το Ουεστμίνστερ. Την κρύπτη του καθεδρικού ναού του Καντέρμπουρι. Την αρένα της Βερόνα, το Μέγα Τζαμί στην Κόρντοβα. Το ισπανικό μοναστήρι του Σάντο Ντομίνγκο ντες Σίγιος, τον καθεδρικό της Βορμς, τον Άγιο Στέφανο στη Βιέννη ή το Ντουόμο στο Μιλάνο. Τη Ντίσνεϊλαντ. Σκέφτεται ισοπεδωμένη τη Ντίσνεϊλαντ. Τι ταραχή! Τι ρήγμα στην αδιατάρακτη μεγαλοπρέπεια του δυτικού κόσμου!
Τα νερά είναι λιγότερο θολά το απομεσήμερο, καθώς το γκρεμισμένο ανάκτορο της Ζηνοβίας και ο ναός του Βήλου λάμπουν στο βάθος ενός σεληνιακού σκηνικού, μη επιτρέποντας στην πάροδο του χρόνου να επικρατήσει, ούτε στα ρήγματα να ανοίξουν κι άλλο, ούτε στη μαύρη χολή να χυθεί στο τοπίο της Παλμύρας και να το μολύνει.[10]
Το σώμα του άτυχου αρχαιολόγου αιωρείται στον αέρα.
Στην παλιά πόλη οι άνθρωποι περιμένουν στην ουρά κρατώντας στα χέρια πλαστικά μπουκάλια της πέπσι-κόλα, για ν’ αγοράσουν λίγο πετρέλαιο στη μαύρη αγορά και να τα γεμίσουν.
Στις 22 Δεκεμβρίου το ISIS εκτελεί δύο Τούρκους στρατιώτες βάζοντάς τους φωτιά. Τα σώματά τους ―ότι έχει απομείνει από αυτά― αιωρούνται κι αυτά με τον αέρα. Οι κνήμες τους προεξέχουν μέσα από τα σκισμένα παντελόνια τους κι ο αέρας περνά ανάμεσα στα ξεσκλίδια της ύπαρξής τους. Ημίθεοι, πια, τεράστιας δύναμης που δεν πρόλαβε η ξηρασία να περάσει από το λαιμό τους κι έχουν ήδη αποκεφαλιστεί. Η δύναμη του νέκταρ κάνει τα ασώματα κεφάλια τους αθάνατα, κι έτσι, ξεσκισμένοι εκπεπτωκότες θεοί, αναζητούν στην αιώρηση τον ρυθμό του σύμπαντος.
Ο Ιμπν αλ Μασούρ βαδίζει διστακτικά, τοίχο τοίχο, και βλέπει κάποια οχήματα να φρενάρουν στην πλαϊνή αγορά, που είναι κλειστή, όμως ο ήχος των φρένων δεν φτάνει στ’αυτιά του. Αμέσως βγάζει το κινητό του και ανοίγει την κάμερα. Δεν μπορεί να φανταστεί, δεν πάει ο νους του. Μόνο αλαφιάζεται, και η εικόνα στο ταινιάκι θα βγει κουνημένη. Αλαφιάζεται γιατί γύρω του επικρατεί απόλυτη σιωπή. Δεν υπάρχει ακοή και τα οχήματα μοιάζουν, έτσι όπως κυλούν στις ερπύστριές τους, σαν ταινία στη μουβιόλα μιας ταινίας Super 8 που δεν έχει ακόμα μονταριστεί και δεν της έχουν βάλει ήχο. Τα αυτιά δεν συλλαμβάνουν την παραμικρή δόνηση. Μόνο μια σαραβαλιασμένη Σιτροέν σταματά μέσα σ’ ένα σύννεφο σιωπηρής σκόνης, ανθρώπινες φιγούρες κατεβαίνουν σαν να πατούν στο έδαφος της Σελήνης, τα όπλα στα χέρια τους είναι ανεξήγητα λαμπερά.
Αρχίζουν να πέφτουν κάποιες λάμψεις από τον ουρανό. Να είναι κάποιο μάννα; Ή μήπως να είναι το τέλος της καταραμένης πόλης; Αυτή η πόλη... αυτή η πόλη θαρρείς πληρώνει τις αμαρτίες είκοσι πέντε γενεών. Δεν είναι πια η πόλη που ήταν, απ’ αυτήν έχει απομείνει μια μινιμαλιστική Newfoundland. Και, καθώς στα δελτία ειδήσεων το αφελές πλασάρεται ως σώφρον, οι γειτονιές της φαντάζουν γεμάτες χάσματα και λάκκους και μυστικές διόδους προς την Κόλαση.
Ο Ίμπν αλ Μασούρ είναι έκπληκτος, σχεδόν εμβρόντητος.
Την ίδια στιγμή, η Κριστίνα Σαμάρ αλ Τζαμπίρι, στην άλλη άκρη της πόλης, περιμένει υπομονετικά στο γραφείο ανευρέσεως συγγενών. Το κενό δεν πρόκειται να γεμίσει, το ξέρει, όμως περιμένει στωικά, και το μόνο που σκέφτεται είναι μια όαση με δροσερό νερό μέσα σ’ αυτήν την ατέλειωτη κάψα, μια όαση με σκιές μες στο λιοπύρι, μια ομοβροντία λέξεων μέσα στην έρημο της σιωπής.
https://www.hartismag.gr/hartis-63/klimakes/definitiones-medicales