Κατάλογοι ή λίστες

«Να θυμηθούμε τον περιώνυμο Κήπο του Ιερώνυμου Μπος...». Ιερώνυμος Μπος: «Ο Κήπος των Επίγειων Απολαύσεων» (λεπτομέρεια), Μουσείο Πράδο
«Να θυμηθούμε τον περιώνυμο Κήπο του Ιερώνυμου Μπος...». Ιερώνυμος Μπος: «Ο Κήπος των Επίγειων Απολαύσεων» (λεπτομέρεια), Μουσείο Πράδο





Δ Ε Υ Τ Ε Ρ Η    Σ Υ Ν Ε Χ Ε Ι Α


Ένας λεπτουργημένα πλουμισμένος σκορδιαλλός από παλιό βιβλίο ζωολογίας με όλα τα πάντα του κι αχτένιστο το επιβλητικό σκουφί του, που δεν χωρούσε στο γυάλινο πρεσπαπιέ και το κούρεψαν, χαραγμένος από χέρι ανώνυμου γάλλου ζωγράφου για κάποιο βιβλίο πτηνολογίας φυλακισμένος μέσα στο χοντρό γυαλί, λαλεί πότε πότε πάνω στο κλαδί μιας ελιάς όπου κουρνιάζει επιχρωματισμένος τώρα που οι αληθινοί σκορδιαλλοί τελούν κι αυτοί εν εξορία. Το κλαδί σειέται από το μελτέμι, ο σκορδιαλλός κρατά, όπως πάντα, με θαυμαστό τρόπο την ισορροπία του ακροβατώντας και ποιώντας την παράφωνη μουσική του, αλλά το αναπάντεχο, το αληθινό κελάηδημα ενός αλλουνού, ζωντανού αυτή τη φορά, σκορδιαλλού έξω στην ελίτσα της αυλής κι όχι επάνω στο γραφείο σου ‒ποιος θα τό ’λεγε μέσα στην την τόση τώρα πια σπανιότητα του φαινομένου;‒ σου κάνει ευθεία στην καρδιά μιαν τονωτική ένεση γαλήνης και ελπίδας:

Κανέναν δεν θα αφήσω να σκυλέψει
την πολυαίμακτη μνήμη μου
την ανακομιδή των ονείρων
Δέντρο θα γίνω
να τυλιχτεί πλοκάμι η θύμηση
να πιει χυμούς να ξαναζήσει

Ευχαριστώ όσους αγάπησα
Περιφέρω το σώμα τους θαυματουργό εικόνισμα
στα σπαραγμένα όνειρά μου
Είμαι όλοι μου οι νεκροί
Να με ξεχάσει η δεξιά μου αν τους ξεχάσω

Ένα γλυμμένο απ’ τους αιώνες και τα κύματα μαρμαράκι από τις Δήλες (από τα μπάζια των ανασκαφών που συχνά πετούν αλόγιστα στη θάλασσα οι αρχαιολόγοι), μαζί κι ένα χουλάκι-χοχλάδι-βότσαλο-λαλάρι γλυμμένο πάλι από το κύμα, φερμένο απ’ τον γειτονικό Απόλλωνα της Νάξος, το νησί των μεγάλων κούρων, καρσί στην ανατολική πούντα του εδικού σου νησιού, τ’ αγγίζεις και τα δυο, ένα στό ένα, ένα στ’ άλλο χέρι. Χαϊδεύοντάς τα μετράς νοερώς τα κύματα που πέρασαν αποπάνω τους, ώσπου να κατασταταθούν απαλά σαν δέρμα μωρού, και ταξιδεύοντας αποξεχνάς τον κάματο παίρνοντας δύναμη από τη γαλήνη που μουδιάζει γλυκά τ’ ακροδάχτυλά σου.
Συχνά φέρνεις στη μύτη και μυρίζεις τον τορναριστό καρυοθραύστη του γραφείου σου από ξύλο ελιάς, που μοσκομυρίζει αγουρέλαιο, χειμωνιάτικο κελλάρι κι ασφάλεια πέρα από κάθε κίντυνο κι απειλή. Το ξύλο του μολονότι κόπηκε από τη μάννα του εδώ και δεκαετίες, δεν έχει χάσει, κι ούτε, ως φαίνεται, ποτέ θα χάσει την ιδιότητα του μυρέλαιου που στυλώνει το κορμί, λαδώνει με το βάλσαμο της ευωδιάς του τις κλειδώσεις του σώματος, γαληνεύει τα νεύρα του νου θυμίζοντάς σου το παλιό μπακάλικο τω’ Ζουγανέληδω’, μα προπαντός το ακόμη παλιότερο της Χρυσαφώς του κυρ’-Ερακλή Κοντόσταυλου, όπου αποθήκευαν το λάδι μες σε πελώριες ζάρες, ζωναράτες ολόγυρα σαν κι εκείνες της Κνωσσού και της Φαιστού για ν’ αντέξει ο ψημένος πηλός την πίεση από το μεγάλο βάρος του πολύτιμου υγρού.
Ένα ανάβαθο πιατάκι, πάλι από πορσελάνη της Μπαράνοφκας, με λίγο νερό όπου κολυμπούν κατά την εποχή και την περίσταση τ’ άσπρα πέταλα του χιώτικου γιασεμιού, τα πράσινα φύλλα του σγουρού γλυκανισάτου ή και πλατύφυλλου βασιλικού από το κηπαράκι, και τον χειμώνα καν-δυό, καν-τρείς αβιόλες, που αλλού τις λένε νάρκισσους. Και πάλι κατά την ώρα που θα τύχει, λεμονανθοί και πορτοκαλάνθια ―σου ’ρχεται να λϊ’ωθείς κάθε φορά από την ευωδιά τους― τέσσερεις μυρωδιές από τις συναρπαστικότερες της ζωής. Η ναυτία της γραφής έχει το δικό της αποκλειστικό ρεμέντιο που ’ναι θαυματουργό κι απλό, απλούστατο: αν δεν έχεις τον ίδιο τον ανθό, ξύνεις με το νύχι σου ένα φρεσκοκομμένο από τη φουντωτή λεμονίτσα ή την κιτρολεμονίτσα λεμόνι και μυρίζεις βαθιά την αψιά ευωδιά του, μια άλλη μαντλέν, της οσμής αυτή! Τότε, ως δια μαγείας γαληνεύει το ζαλιστικό μπότζι κι απολαμβάνεις για κάμποση ώρα αίσιο τον πλού και τον ουρανό ανέφελο. Έτσι έκαναν κι οι ταξιδιώτες στα σαπιοκάραβα του παλαιού καιρού για να καταπολεμήσουν τη ζαλάδα. Τέτοια δύναμη έχουν κάποιες ξεχωριστές μυρωδιές, χάνει όποιος τις προσπερνά με περιφρόνηση.
Ένα σοφά μελετημένο και κομψό μιλανέζικο φωτιστικό στη μέση του γραφείου, οπού μπορεί αενάως μ’ έναν προσφυή μηχανισμό να γυρίζει χειροκίνητα ad libitum προς όλα τα σημεία του ορίζοντα, 360 μοίρες περί τον εαυτό του σαν τη γη, μόνο το σχήμα τους αλλάζει, εκείνη σφαίρα, ετούτο κύλινδρος, καλύτερα κόλουρος κώνος πατάς το κουμπί του και γίνεται πηγή φωτός στο σκότος της συγγραφικής αγωνίας σου. Πολύ το αγαπάς αυτό το φωτιστικό, που θαυματουργά όταν περιστρέφεται, όχι μόνο δεν μπουρδουκλώνεται το αόρατο καλώδιό του, αλλά γίνεται η νύχτα μέρα πάνω στο γραφείο και στον διπλανό σοφά, εκεί ολοτρίγυρα όπου κάθεσαι για να χαράξεις αράδες όπως ετούτες εδώ ή την αράζεις για να διαβάσεις καθιστός, ξαπλωμένος, κάποτε και όρθιος, όταν ενθουσιάζεσαι με όσα διαβάζεις.
Στην αριστερή πίσω γωνία του γραφείου, ένας μεταλλικός βιβλιοστάτης με σφυρήλατο τον λογότυπό σου, μαθές ένα μεγεθυμένο τόσο δα πλασματάκι της θάλασσας, περιώνυμο πια στον λογοτεχνικό κόσμο από κάποιες σπαρακτικές αράδες της Μέλπως στην Κάδμω της:

…Λοιπόν, αυτή την ώρα της αχόρταγης νύχτας, με τη ράχη σου ακουμπισμένη πάνω στο μαξιλάρι, βλέπεις αντίκρυ σου την ταινία. Αλλά θα μείνουν όλα άγραφα τώρα πια; Ατελείωτα; Όσα ήθελες ν’ αναφέρεις απάνω στο χαρτί: ανθρώπους που φύγανε από δίπλα σου, που ξέφτισαν και χάθηκαν ‒ πού, πότε, πώς! Ρωτάς τον εαυτό σου. Μα πού να τα πεις τώρα, όλα αυτά; ποιος θα κάθεται ν’ ακούει. Ακόμα και το μαμουνάτο, το θαλάσσιο εκείνο πλάσμα, που το βγάζουν τώρα από το σπίτι του για να το κάμουν κολιέδες ή κανένα στολίδι πάνω στην κονσόλα, κάπου εκεί θα κείτεται. Η γη είναι πάντοτε σοφή, και μόνο ο άνθρωπος είναι ένα πλάσμα στενόκαρδο.

Αυτό ακριβώς το σφυρήλατο μαμουνάτο στηρίζει πάνω στο γραφείο τις ράχες των σημειωματάριών σου από χειροποίητο χαρτί πάλι ιταλικού χαρτόμυλου, οπού κι αυτά διστάζεις τώρα πια να τα ξεφυλλίσσεις, και πότε πότε όταν παραπολλαίνουν, ρίχνεις κι από ένα μες στη φωτιά του τζακιού. Πιο λαμπερή, πιο απελευθερωτική πυρά δεν έχει από του γραμμένου με το χέρι σου χαρτιού.
Ένας χαρτοκόπτης από γιούσουρι κι ασήμι που το χέρι του λαϊκού καλλιτέχνη τον έχει μαστορέψει σε ευμελές γυναικείο κυκλαδικό ειδώλιο, με ευκρινώς σχεδιασμένο το περίγραμμα του αιδοίου της πότνιας θεομήτορος και του αιώνιου θηλυκού, όπου στην πλάτη της ο καλλιτέχνης έχει χαράξει τα αρχικά του ονόματός του ΝΑΧ (περισσότερο ΑΧ παρά ΝΑ, όταν κόβεις τις σελίδες των βιβλίων) και στον γλουτό της τη χρονολογία 1985, σημαδιακή για σένα χρονολογία, μόλις είχες χάσει ένα δικό σου αγαπημένο πρόσωπο, θ’ ακολουθούσαν κι άλλα κι άλλα, έχεις πια χάσει τον λογαριασμό, συνήθισες τις απώλειες ‒ όσο γίνεται ο άνθρωπος να συνηθίσει τις τέτοιες χασούρες.
Ένα μπεγλέρι από κεχριμπάρι κίτρινο και μοσκομυριστά μελισσηνά κεράκια, πολλά κεράκια από ένα μετόχι του Άθω στην Ορμύλια της Χαλκιδικής, σκορπίζουν τη ευωδιά τους τριγύρω γεμίζοντας το καλοκαίρι το αδειανό ανθογυάλι του χειμώνα με τις αβιόλες, που αλλού τις λένε νάρκισσους κι είναι για εμέ η πιο σπουδαία εδικιά μου μαντλέν ‒της οσμής, όπως είπα, κι όχι της γεύσης‒, δεκανίκι της κουτσής μνήμης, απρόβλεπτο, αλλ’ αξιόπιστο…
Ελάχιστες φωτογραφίες: Σολωμός, Μαντώ, Λαμπριανός, Μέλπω και Σεφέρης, η αφεντιά σου, μικρούλης τεσσάρων ετών από τις ελάχιστες φορές που ο πατέρας σε είχε πάρει στα γόνατά του για τις ανάγκες της καθιερωμένης πρώτης οικογενειακής φωτογραφίας. Ακόμη θυμάσαι τον τρόμο που σε είχε κυριέψει έχοντας ακούσει και δει επί μέρες τα σούρτα-φέρτα, τις ασυνήθιστες προετοιμασίες γι’ αυτή τη φωτογραφία. Στο τέλος, κλείστηκες στο κελλάρι, μα ο φωτογράφος δεν γινόταν να περιμένει, είχε έλθει επί τούτου από τη Σύρα, δεν έπαιρνε αναβολή ‒ ήταν μέγα και μεγάλο γεγονός μια οικογενειακή φωτογραφία το 1949. Μα οι περισσότερες και ζωντανότερες φωτογραφίες είναι κάποιων άλλων τρισαγαπημένων, τελευταίων, αλλά όχι έσχατων, όλοι τους κι αυτοί φευγάτοι, που σε συντάραξαν ζωντανοί και συνεχίζουν να σε συνταράζουν και τώρα μαρμαρωμένοι μες στο νοητό φωτογραφικό λεύκωμα του μυαλού. Σουλατσάρουν άσκοπα χωρίς ωστόσο οι ίδιοι να κουνιούνται. Ξεφυλλίζεις συχνά τις σελίδες αυτού του λευκώματος και θυμάσαι μ’ ευγνωμοσύνη τις απαράμιλλες ομορφιές που αξιώθηκες ν’ αντικρίσεις, σπανιότερα ν’ αγκαλιάσεις και να σ’ αγκαλιάσουν, χωρίς να στεριώσουν και να συμπλεύσουν με τη δική σου ζωή, γνωριμίες τυχαίες ή σκόπιμες και συναπαντήματα, που πάντα τα περιέβαλλε το μυστήριο και η ελπίδα. Όλοι αυτοί εγκατοικούν στην πινακοθήκη του μυαλού σου, πρόσωπα κι ονόματα διπλοκλειδωμένα στα σεντούκια και στα συρτάρια της ψυχής, αμενηνά κάρηνα, ανήμπορα να επιστρέψουν σωματικώς.
Ένα μικρό πλακέ παγουράκι που ίσα ίσα χωρά στη χούφτα σου καμωμένο από αλπακά με βιδωτό πώμα, χωρητικότητας μιας γερής ρουφηξιάς, όπου στη μόστρα του είναι ψηλά χαραγμένη με πεζοκεφαλαία η φίρμα κι ο υποβλητικός λογότυπός της που τον επιστέφει: ένα ρωμαλέο κεφάλι κερασφόρου ελαφιού. Τό ’χεις γεμάτο με ντόπιο λιαστό κρασί, αληθινό κουτελίτη, αλλά είν’ αλήθεια ότι σπάνια ζητάς τη συνδρομή του σε στιγμές δύσκολες. Έχεις, ωστόσο, τη διαρκή παρηγορία ότι όποτε την χρειαστείς αυτή τη ρουφηξιά, βρίσκεται εδώ απίκο και σε περιμένει για να στυλωθείς.
Στο ενσωματωμένο μακρύ ράφι κάτω από το γραφείο σου λεξικά, λεξικά, λεξικά: του Άνθιμου Γαζή με τη μνημειώδη αφιέρωση στον Όθωνα όταν ήταν ακόμη όμορφο κοπέλι, του Βυζάντιου, το λατινοελληνικό του Kουμανούδη (στην πρωτότυπη πρώτη έκδοσή τους και τα τρία), των Λίντελ-Σκοτ, το ομηρικό του Πανταζίδου, του Ελευθερουδάκη, του Δημητράκου, του Σταματάκου, του Βλαστού (Συνώνυμα και συγγενικά, τέχνες και σύνεργα), του Βοσταντζόγλου (Αντιλεξικόν ή Ονομαστικόν της Νεοελληνικής), του σοφού και σεμνού δασκάλου σου Θησέως Τζαννετάτου, του Γεώργιου Μπαμπινιώτη, του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη, της Ακαδημίας Αθηνών, το Αντίστροφο του επίσης δασκάλου σου Γεωργίου Κουρμούλη, το Ετυμολογικό της Κοινής Νεοελληνικής του Ανδριώτη, το Λεξικό της Πιάτσας και των Καλιαρντών, της Οξφόρδης, του Γουέμπστερ, του Ρότζετ, και του Τσέιμπερ, το γαλλοελληνικό του Κοντόπουλου «επί τη βάσει του Λαρούς» στην πρώτη έκδοση του 1875, οπού άνηκε στον παππού της Μέλπως, τον Πανάγο Αξιώτη του Αλεξάνδρου με τ’ όνομα, αλλά το χρησιμοποιούσε κι η ίδια η Μέλπω, ο αδελφός της, η μητρυιά της Μαρουλίνα Γρυπάρη, θυ’ατέρα του χωρατα’ζή Γιάγκου, τώρα περήφανα το χρησιμοποιείς κι εσύ, από τη στιγμή που θείᾳ χάριτι και τύχῃ ἀγαθῇ έπεσε στα χέρια σου. Το γαλλοαγγλικό και αγγλογαλλικό λεξικό του Κάσελ στην έκδοση του μεσοπόλεμου με τον σοφά δομημένο κατάλογο των συμβόλων της προφοράς ‒να κι άλλος κατάλογος μες στον κατάλογο!‒ με τα κομψά κεντημένα heavy και light clarendon στοιχεία, πεζά και κεφαλαία, όρθια και πλάγια που του προσδίνουν μια μετρημένη, και γι’ αυτό, αξεπέραστη αρχοντιά. Μαζί κι άλλα δυο σπάνια τυπωμένα στο Παρίσι, το ένα ελληνογαλλικό του 1824 από κάποιον άγνωστό μου Τζο Πλανς και το άλλο γαλλορωσικό ενός Νικολάι Σοκόλοφ τυπωμένο στο Παρίσι τον 19ο αιώνα από τις εκδόσεις των Αδελφών Γκαρνιέ. Τα τελευταία τρία αληθινά θαύματα της υπεύθυνης και μερακλίδικης τυπογραφίας, που ’χε λύσει από τότε με τον πιο λιτό, πρακτικό, ευσύνοπτο και περικαλλή τρόπο όλα τα τυπογραφικά προβλήματα, τις απορίες και τις δυσκολίες, που ανακύπτουν περί τα λεξικά δείχνοντάς μας τον σωστό δρόμο ώς τα σήμερα. Κι ακόμη, να μην αφήσω έξω το χαριτωμένο Μικρό Εικονογραφημένο Λαρούς, ένα έργο εν προόδω, που κάθε χρόνο ξαναγεννιέται ολοκαίνουργιο και συμπληρωμένο, το εξ ίσου χαριτωμένο άμα τε και εύχρηστο σαν μαλακό ζυμάρι στα χέρια αγγλοϊταλικό και ιταλοαγγλικό Λεξικό Τσέπης (Dizionario Tascabile) των Εκδόσεων Mονταντόρι, τέλος τα Ιδιωματικά Λεξικά του Κοντοσόπουλου, του Μάνεση και του Κουσαθανά, αλλά κι ένα σωρό άλλα ετυμολογικά και ιδιωματικά, οπού είναι να θαυμάζεις τη γλωσσοπλαστική εφευρετικότητα, αλλά και τη συλλεκτική ικανότητα των ανθρώπων σε κάθε μεριά κι απομεριά της πατρίδας μας…
Τελευταίος, μα πρώτιστος και σε περιφανή θέση πάνω στο γραφείο σου, μένει ν’ αναφερθεί κι ο πιστός Πρόχορος, έτσι τον ονόμασες από την πρώτη στιγμή περί το τέλος της δεκαετίας του 1980, όταν φίλος σού τον πρωτοσύστησε κάνοντας συγχρόνως και επίδειξη των δυνατοτήτων του. Α!, εκείνα τα πρώτα ταχυδακτυλουργικά μαγικά του που σε καταγοήτευσαν: Αντιγραφή κι επικόλληση, copy and paste, γνωστότερο σκωπτικώς αργότερα ως «κόπι-πάστε» (sic) από το στόμα ενός… πολύγλωσσου (κυριολεκτικώς και μεταφορικώς απ’ όλες τις απόψεις), βουλευτή μέσα στην Βουλή των Ελλήνων· αυτό το «κόπι-πάστε» προκάλεσε κι ακόμη προκαλεί τη γενική θυμηδία ανά το Πανελλήνιον. Από την πρώτη στιγμή της γνωριμίας σου με τον θαυματουργό Πρόχορο σε σκλάβωσαν οι απίστευτες ευκολίες που θα σε γλύτωναν μια και καλή επιτέλους από τις ανοικονόμητες συρραφές αλά Προυστ στα γραφτά σου, αλλά κι απ’ όλα τ’ άλλα ανυπέρβλητα έως τότε πρακτικά ζητήματα της δακτυλογράφησης, τέρμα στα τέτοια ντράβαλα και στις έγνοιες, λοιπόν, με το χαμαλίκι της γραφομηχανής! Ωστόσο ―α!, η αλήθεια όσο πικρή κι αν είναι πρέπει να λέγεται― χωρίς δυστυχώς όλες αυτές οι ηλεκτρονικές διευκολύνσεις να έχουν ποσώς επενεργήσει στη βελτίωση της γραφής σου… Όμως και μόνο μία αλησμόνητη νίλα που έπαθες στην προ Προχόρου εποχή, όταν από βιασύνη αναποδογύρισες ένα συρτάρι του γραφείου ’φκαιρέζοντας στο πάτωμα φύρδην-μίγδην δυο χιλιάδες δελτία λεξικογραφικών λημμάτων τοποθετημένων κατ’ απόλυτη αλφαβητική σειρά, θα ήταν από μόνη της αρκετή για να θεωρήσεις ευλογία τον Πρόχορο, ο αχταρμάς και το χάος, που δημιουργήθηκε από εκείνη την αδεξιότητα κόστισε ατελείωτες ώρες ανιαρής εργασίας ώσπου να τα φέρεις και πάλι βόλτα…
Τέλος και τῷ Θεῷ δόξα, μια τσόχα μ’ αποτυπωμένες πάνω της κάποιες χειρόγραφες νότες από την αγέραστη μουσική του Ιωάννη Σεβαστιανού, εν προκειμένω την περίφημη «σακόνα» από τη Δεύτερη Παρτίτα για βιολί, όπου πάνω της το ποντίκι του Πρόχορου γλιστρά ατελείωτες ώρες κάθε μέρα και κάθε νύχτα, κυλά καθέτως, οριζοντίως, διαγωνίως, κάποιες φορές και κυκλικώς, χαϊδεύοντας, γδέρνοντας, σκουντουφλώντας και πέφτοντας τις περισσότερες φορές καθώς προσπαθεί να γραπώσει με τα νύχια του τις λέξεις, όντα σκάνταλα από τη φύση τους, που όλο γλιστρούν, όλο ξεφεύγουν.
Αυτό το κυνηγητό της αγωνίας το αντισταθμίζει η θέα από το παράθυρο, όπου ώς τα τώρα το τοπίο, τηρουμένων των αναλογιών, έχει παραμείνει ―πράμα σπάνιο τώρα πια στον τόπο μας― σχεδόν όπως το θέλησε ο δημιουργός: τα βράχια με τα οποία ο Ηρακλής καταπλάκωσε τους γίγαντες ζυγιάζονται το ένα πάνω στ’ άλλο και κορόνα στην κορφή του λόφου της Βάρδιας ένας μέγας λίθος σαν καυκί πελώριας χελώνας που αραδιάζει αδιάκοπα στις εσοχές των βράχων τ’ αβγά της ‒ για καλό, για κακό ποιος από τους ανθρώπους μπορεί με βεβαιότη να πει για το μέλλον; Στις σκιερές σπηλιές της Βάρδιας κατοικοέδρευε τα καλοκαίρια κρυμμένος ο ντραγάτης του νησιού με τη σφυρίχτρα του για να φυλάει αόρατος τ’ αμπέλια και τα μποστάνια της περιοχής από τους κλέφτες. Πίσω απ’ αυτή τη βίγλα, διακρίνεται στον ορίζοντα ο κώνος του ψηλότερου «βουνού» του νησιού, φτάνει-δε-φτάνει τα τρακόσα μέτρα ‒ όλα μικρά και μετρημένα τα εποίησεν ο Κύριος σ’ αυτόν τον τόπο, μόνο που εμείς βαλθήκαμε να τα ξεχειλώσομε ξεμερδίζοντάς τα δεξιά-αριστερά, πάνω-κάτω. Στην κορφή του «βουνού» κουρνιάζει το εκκλησάκι του θαλασσοδαρμένου άγιου, οπού ’χαν καεί απ’ την αρμύρα τα σαλβάρια, το ταμπάρο και τα γένια του κι είχε τσουρουφλιστεί ολόγυρα και μέσα η καρδιά του, γι’ αυτό πήρε το κουπί του κι ανηφόρισε να ριζώσει εκεί όπου οι άνθρωποι δεν γνώριζαν τι ήταν το κουπί και σε τι χρειαζόταν ‒ τέτοια ήταν η καήλα οπού ’χε περαζούμενη στη θάλασσα! Κανείς εκεί πάνω στην κορφή δεν είχε ακούσει των κυμάτων τον ψίθυρο, της τρικυμίας την κλαγγή, άρα δεν είχε δει ποτέ του κουπί και δεν ήξερε τη δουλειά που έκανε τούτο το σύνεργο· συχνά η άγνοια λειτουργεί ευεργετικώς, εκτός κι αν το ’χει γυρίσει στην έπαρση και στο πείσμα, οπού εξαιτίας αυτών γίνεται πράμα σιχαμερό… Και τότε είπε ο άγιος «εδώ είναι για εμένα ο τόπος όπου θα μείνω, ώσπου να πληρωθούν οι υπόλοιπες μέρες οπού μου ’χει ταμένες ο Κύριος». Ακόμη αντηχεί στ’ αφτιά σου και στα όνειρά σου, ο ήχος της σφυρίχτρας του ντραγάτη, που ποτέ δεν αξιώθηκες να τόνε δεις, παρέ μόνο μια πρώτη και τελευταία φορά ξαπλωμένο και πελιδνό. Όταν με το γνέμα του ματιού σου ρώτησες για τη σφυρίχτρα του τον πατέρα, που σε κρατούσε απ’ το χέρι μικρό παιδί, έσκυψε και σου ’πε στο αφτί ότι την είχαν βαλμένη στην μπουζού του, διότι έπρεπε το δίχως άλλο να την πάρει μαζί του, για να φυλάει κι εκεί πάνω τ’ αμπέλια και τα μποστάνια από τους κλέφτες τ’ ουρανού…

[ Απόσπασμα από την ανέκδοτη νουβέλα Μποϊλές ο Μποϊκλής ]

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: