Στου κάλλους την πλάτη, τον σταυρό του σηκώνει / Στου σιγαρέτου την καύτρα, των ματιών της ονειρεύεται τη φλόγα /
“I t’liebe Εσέ — τέσσερις γλώσσες για μιαν εξομολόγηση /
Κι η σπείρα της διαλεκτικής κοντά του τη φέρνει.
__________
≈ και κυλούσαν, αχ πώς κυλούσαν τα εικοσιτετράωρα, μέσα σε μια διαλεκτική ηδονης/οδύνης, καθώς εκείνος κι Εκείνη συνέθεταν & συναρμολογούσαν το Βιβλίο τους, από ετερόκλητα υλικά, από φράσεις και εικόνες, από ζωγραφιές και πολαρόιντ, και το σπίτι εκείνου είχε αρχίσει να γίνεται ένα εργοτάξιο εξαιρετικών αισθημάτων (όπως είναι ο υπότιτλος ενός περιοδικού, με το οποίο εκείνος συνεργαζόταν προτού γεννηθεί Εκείνη), τα τρία τραπέζια άρχισαν να γεμίζουν με ψαλίδια, τετράδια, αποξηραμένα άνθη, σελοτέιπ, περιοδικά, βιβλία, ποτήρια που επιτελούσαν χρέη μολυβοθήκης, φύλλα χαρτί Α4, ενώ μία γραφομηχανή δέσποζε στο τραπέζι νάμπερ ουάν, στο καθιστικό, στην οποία γραφομηχανή χτυπούσαν εναλλάξ και εκ περιτροπής τα πλήκτρα, εκείνος ακούγοντας περιπαθώς και σε λούπα το άσμα “I Couldn't Help It If I Tried” των Dexys Midnight Runners, Εκείνη ακούγοντας περιπαθώς και σε λούπα το άσμα “Blood Like Lemonade’’ των Morcheeba, γράφοντας και γράφοντας και γράφοντας σκόρπιες φράσεις, κι ύστερα στο άλλο τραπέζι ζωγραφίζοντας και σχεδιάζοντας και σκιτσάροντας, και κατόπιν, στο τρίτο τραπέζι κόβοντας και τεμαχίζοντας και κολλώντας, προβαίνοντας σε μιαν από κοινού διάταξη της ύλης αυτού που έμελλε να είναι το βιβλίο τους, ένα πρωτόκολλο λατρεμένων στιγμών, ενυπνίων, διαθέσεων, αλλά και ψυχονοητικών κονταρομαχιών που οφείλουμε να χρεώσουμε στον εύφλεκτο χαρακτήρα εκείνου και στο αδιάκοπα και, δυστυχώς ενίοτε επικίνδυνα, κυμαινόμενο ψυχικό βαρομετρικό Εκείνης —
≈ Der Schrei der Natur, διαβάζουμε στο κάτω αριστερό άκρο μιας σελίδας του βιβλίου, φράση αποτυπωμένη με στένσιλ, κι από πάνω βλέπουμε μια διπλοτυπία καμωμένη από Εκείνη: το πελώριο αστραφτερό χαμόγελο της Μέριλιν και μια λεπτομέρεια από την «Κραυγή» του Μουνκ· διπλοτυπία συνοδευόμενη από τη διάγνωση «εγώ όταν είμαι έρμαιο των δαιμόνων μου», γραμμένη από το χέρι Εκείνης με μαύρο μαρκαδοράκι (εκείνος δυστυχούσε όταν δυστυχούσε Εκείνη κι έβαζε τα δυνατά του να σταματήσει να δυστυχεί ο ίδιος ώστε να είναι σε θέση να απαλύνει τη δυστυχία Εκείνης, ένα εγχείρημα μάταιο και ατελέσφορο όπως απέδειξαν τα γεγονότα, μιας και η δυστυχία Εκείνης, προτού προλάβει εκείνος κάτι να κάνει γι᾽ αυτήν, εξαχνιζόταν εξανεμιζόταν εξαφανιζόταν εξίσου αναπάντεχα με το όπως είχε εμφανιστεί παρουσιαστεί εκδηλωθεί, και μετατρεπόταν σε μιαν ανάλαφρη, σχεδόν κοριτσίστικη, αμεριμνησία, σε πολλαπλά πιλαλήματα μιας, so zu sagen, ευφρόσυνης ευδαιμονίας, αγκαζέ με την χειμαρρώδη από στήθους εκπόνηση ποιημάτων απαλλαγμένων μόρτικα από μετωνυμίες και μεταφορές) —
≈ και για εβδομάδες ολόκληρες όταν, ύστερα από έναν καβγά που δεν κατάφεραν να υπερβούν όσο τους άλλους, Εκείνη δεν έστεργε να επισκέπτεται το γραφειόσπιτο εκείνου και είχε πεισματικά οχυρωθεί στο υπέροχο ιγκλού της, εκείνος άλλο δεν έκανε από το να παίζει ξανά και ξανά το φιλμ των ημερών και των νυχτών τους στην οθόνη του μυαλού του, να φλασάρει και να φερμάρει μέσα σε μια μοναξιά που ξαφνικά έμοιαζε αχανής και μαύρη, να πασχίζει να πείθει τον εαυτό του ότι, ούτως ή άλλως, έζησε αγκαλιά με το Απόλυτο, και να συνεχίζει εκείνη τη λυτρωτική συνομιλία που είχαν στήσει οι δυο τους στο μπαλκόνι της ευτυχίας, να εξακολουθεί να συναρμολογεί, μόνος του, το Βιβλίο τους, εμβυθισμένος στη χοάνη της αναμονής, ελπίζοντας με κάθε του κύτταρο ότι η κουφή ρουλέτα (ζόφος) θα γίνει πάλι πόκερ της σαγήνης (πόθος), ότι η σχάση θα ξαναγίνει σχέση, ότι Εκείνη θα πεισμώσει ενάντια στο πείσμα της και θα λειάνει τις αιχμές της, ότι θα ξημερώσει και πάλι θεσπέσια στην Κυψέλη, και σ᾽ όλη την οικουμένη, όπως ξημέρωνε θεσπέσια όταν Εκείνη χαμογελούσε βγαίνοντας από το ενύπνιό της κι εκείνος έλιωνε από το χαμόγελό της και έπιαναν να μιλάνε, με την τσίμπλα στο μάτι, για όσα είχαν κάνει την περασμένη μέρα, για τα όσα θα κάνουν σήμερα και αύριο και μέχρι το τέλος του χρόνου—
≈ κι εκείνος, αφού για κάποια εικοσιτετράωρα γνόφου και μαυρίλας, ήταν σχεδόν ανήμπορος να συντάξει μια φράση με στοιχειώδες νόημα, ράπισε νοερώς και για πολλοστή φορά την ελεεινή εγώτητά του, ανασκουμπώθηκε, και προσηλώθηκε για τα καλά, και όχι σπασμωδικά όπως τον πρώτο καιρό της απουσίας Εκείνης, στο γράψιμο, μετέτρεψε μιαν ελαιογραφία 70 επί 160, έργο και δώρο του φίλου του Γ.Μ., σε πίνακα ανακοινώσεων, και καρφίτσωνε εκεί, επί ώρες, φωτογραφίες, σημειώματα, κτερίσματα, ενθύμια, κάρτες, εισιτήρια, χάρτες, ώστε να έχει ανά πάσα στιγμή στη διάθεσή του μιαν οπτική διαδρομή της αλληλοπεριχώρησής τους και να ωθείται, καθημερινώς, σε μιαν εξαντλητική αλλά και λυτρωτική δεκάωρη καταγραφή όσων είχαν μπορέσει να ζήσουν και να σκεφτούν και να πράξουν εκείνο το τελευταίο τους εξάμηνο που διολίσθησε (κακώς, κάκιστα) σε μια παλαιού τύπου στρατηγική της έντασης πριν από τον μοιραίο καβγά, τότε που ο κόκκινος άνεμος του πόθου έγινε μαύρος αγέρας του ζόφου, ένα εξάμηνο στη διάρκεια του οποίου το αίθριο μπαλκόνι των περιλάλητων οξυδερκών συζητήσεών τους γινόταν, απροειδοποίητα μάλιστα, μια χαίνουσα άβυσσος καθώς το πάνω χέρι το έπαιρναν, για λίγο αρχικά και αργότερα ολοένα και πιο πολύ, οι ενίοτε εφιαλτικές περιδινήσεις της κυκλοθυμίας Εκείνης· ένα εξάμηνο που ώθησε στα όρια της εξόντωσης και τους δύο —
≈ μολαταύτα, η μετεστραμμένη ελαιογραφία (μια σκηνή της Αθήνας, ένα μπαλκόνι σε μια βαθιά μπλε νύχτα) έκανε καλά τη δουλειά της, όπως κάνει πάντα καλά τη δουλειά της η σύννους, η in Gedanken vertieft, για να το πούμε έτσι, αποπομπή του εγωτισμού από το ελεύθερο πεδίο του έρωτος και της αγάπης, ακόμα κι όταν τη θύρα κουρταλεί (προσώρας, δόξα τω Θεώ!) η ασυνεννοησία & η παρεξήγηση & το γινάτι & η ανοησία της περιαυτολογίας & ο πόλεμος χαρακωμάτων· κι εκείνος, εργαζόμενος καθημερινώς δέκα ώρες, σκύβοντας πάνω από τα τετράδια και, κατόπιν, πάνω από το πληκτρολόγιο, φορώντας επιμελώς την κόκκινη μπαντάνα γιατί είχε ήδη ο άφθονος ιδρώτας καταστρέψει δύο πληκτρολόγια, αναλογιζόμενος τις μεγαλειώδεις στιγμές των συναντήσεών τους, φέρνοντας ξανά και ξανά στο νου τη χορογραφία των βλεμμάτων τους, λιώνοντας στη θύμηση κάθε ηδύτατου σμιξίματός τους, απαριθμώντας τις ταινίες που είδαν μαζί, τα τραγούδια που άκουσαν μαζί, τα ποιήματα που διάβασαν μαζί, ναι, εκείνος εργαζόμενος σκληρά και προσηλωμένα, έχοντας οδοδείκτη το κάλλος της πλάτης της με τον ξυλόγλυπτο Ιησού που κουβαλάει τον σταυρό ανάμεσα στα μαλλιά της, παγίωσε και αποκρυστάλλωσε και εκ νέου σφυρηλάτησε την πεπειραμένη πίστη του (που λαχταράει ακόμα και σήμερα ακλόνητη να μείνει) ότι, όπως έχει ειπωθεί το καθήκον, die Pflicht, είναι, αν μη τι άλλο, σέξι, πολύ σέξι, ανυπέρβλητα και καυτά και καυλωτικά σέξι, ότι η μεθοδική / συστηματική / στρατηγική / σκακιστική άσκηση του καθήκοντος, ιδίως αυτού της προσήλωσης / δέσμευσης / αφοσίωσης, βάζει φωτιά στις ερωτογόνες ζώνες, αχ ναι!, το καθήκον είναι το αντιναπάλμ στις ζούγκλες του ένδοξου ερωτισμού, ενός ερωτισμού που γίνεται ο minimum κομμουνισμός, ενός ερωτισμού που μαίνεται ακάθεκτος, απρόσκοπτος, ανεμπόδιστος από τις ματσαράγκες ενός άσφαιρου πλέον, μουνουχισμένου εγωτισμού, ενός εγωτισμού των πληβείων, ενός εγωτισμού των πυγμαίων χίπστερ του κώλου, κι ότι θα βάλουν μία των ημερών και πάλι τις θρυλικές τους Doc Martens (μαύρες εκείνος, μπορντό Εκείνη) και θα σουλατσάρουν στα κατώφλια τ᾽ ουρανού, κι εκείνος θα έχει χτυπήσει τατουάζ την τρελή τρίλια του υπερλεξιστικού συστήματος I t’liebe Εσέ κι Εκείνη θα του λέει Ω ας μην στέργουμε l’amour fous άνευ βαθιάς, βαθύτατης αγάπης κι εκείνος θα της λέει Συγγνώμη, Μάτια μου κι Εκείνη θα του λέει Στο γλεντοκόπι με τις νυχτερίδες θα ντυθώ οστό κι εκείνος θα της λέει Συγγνώμη, Μάτια μου κι Εκείνη θα του λέει Έχουμε τόσο καιρό να πιούμε μια λεμονάδα Lux κι εκείνος θα της λέει Συγγνώμη, Μάτια μου κι Εκείνη θα του λέει Οι κρημνώδεις ενδοχώρες μας κι εκείνος θα της λέει Συγγνώμη, Μάτια μου κι Εκείνη θα του λέει Είσαι πράγματι συναισθηματικώς αναλφάβητος κι εκείνος θα της λέει Συγγνώμη, Μάτια μου κι Εκείνη θα του λέει Ντάρλινγκ! κι εκείνος θα της λέει Ντάρλινγκ! —